Στην άσκηση της ιατρικής και στην πράξη
της πολιτικής η ξεχωριστή ικανότητα, το ταλέντο ή χάρισμα,
αποκαλύπτεται στη διάγνωση: Στην ταχύτητα και ευστοχία εντοπισμού της
αιτίας που γεννάει το νοσηρό σύμπτωμα. Ταχύτητα και ευστοχία
προϋποθέτουν στέρεη γνώση, πλούσια εμπειρία, καθόλου προκατάληψη. Το
ταλέντο της διάγνωσης τα εμπεριέχει αυτά και ταυτόχρονα, με τρόπο
εκπληκτικό, τα ξεπερνάει: Ταλέντο είναι η εύστοχη και ταχύτατη
αντιληπτικότητα, η γνώση και η εμπειρία συντονισμένες να λειτουργούν με
τον αυτοματισμό της όρασης, σαν φωτισμός. Είναι δυσπροσδιόριστο χάρισμα
και προσόν η διάγνωση, αλλά είναι αυτό που βεβαιώνει την έκπληξη ή και
το θάμβος της ξαφνικής ανάδυσης ενός άγνωστου ώς χθες ταλέντου, τενίστα
λ.χ. ή νεαρώτατου πιανίστα, στην κοινή αναγνώριση.
Από το πεδίο της πολιτικής έχουν σήμερα αποκλειστεί «εξ ορισμού» οι ταλαντούχοι της διάγνωσης, οι διορατικοί και χαρισματικοί της οξυδέρκειας. Εχει μετασχηματιστεί το ίδιο το πεδίο της πολιτικής: η διαχείριση πραγματικών προβλημάτων του υπαρκτού βίου υποκαταστάθηκε με τη διαχείριση εντυπώσεων. Και στο πεδίο των εντυπώσεων ο καθένας είναι ό,τι προλάβει να δηλώσει: Ακόμα και οι νοσταλγοί των σοβιετικών Γκουλάγκ κατορθώνουν να συγκαταλέγονται στις «προοδευτικές» πολιτικές δυνάμεις, ο πασοκικός αμοραλισμός καθιερώνεται σαν αυτονόητη συνταγή διαχείρισης της εξουσίας, η ατίμωση δημοψηφισματικής ετυμηγορίας εξασφαλίζει τετραετία διακυβέρνησης στη «μαγκιά» της «ριζοσπαστικής» εξωμοσίας. Ο αφασικός ιστορικο-υλιστικός μηδενισμός προσλαμβάνεται για να «εκσυγχρονίσει» τη Δεξιά.
Παιχνίδι εντυπώσεων και το κερδίζουν τελικά οι διαφημιστές οδοντόκρεμας και απορρυπαντικών. Δεν υπάρχουν πια πολιτικά προγράμματα, συλλογικές στοχεύσεις, κοινωνικά οράματα – τίποτε από αυτά. Υπάρχει μόνο το μαγαζί της εξουσίας, με τα κομματικά μικρομάγαζα που απομυζούν τον κρατικό προϋπολογισμό. Ο σκυλοκαβγάς για το ποιος θα οικειοποιηθεί πλεονεκτικό μεράδι ή (έστω) περιθωριακά αποφάγια ανεξέλεγκτου πλούτου, «καλά κρατεί».
Η Ελλάδα είναι μια χώρα, όπου η λαφυραγώγηση των όποιων λημμάτων κοινωνικού προϊόντος ή τοκογλυφικού δανεισμού από την εκάστοτε κυβερνώσα κομματική συντεχνία είναι αυτονόητη, απροκάλυπτη, ξεδιάντροπη. Στον ελλαδικό δημόσιο βίο το χάρισμα της διάγνωσης, η ικανότητα να διακρίνει και να εντοπίζει κανείς τις καταβολές και τα αίτια της ενδημικής ανοργανωσιάς, φυγοπονίας και κακομοιριάς, περιττεύει.
Χρόνια τώρα, σκόρπιες, ανίσχυρες αλλά τίμιες φωνές κραυγάζουν τη διάγνωση του νομοτελειακά επερχόμενου ιστορικού τέλους των Ελλήνων. Στα σαράντα πέντε χρόνια από τη «μεταπολίτευση» κρίθηκε και σαφέστατα χάθηκε η ζωντανή συνέχεια της ελληνικής γλώσσας. Ενας Ελληνώνυμος σήμερα, κάτω των πενήντα ετών, δεν καταλαβαίνει τι σημαίνει: «τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια», δεν καταλαβαίνει τη δοτική, το απαρέμφατο. Του είναι απρόσιτο, όχι μόνο το ποιητικό θάμβος της τραγωδίας ή το νοηματικό φορτίο του αριστοτελικού λεξιλόγιου, αλλά ακόμα και η γλώσσα του Παπαδιαμάντη, του Ροΐδη, του Παπαρρηγόπουλου. Χάνεται από την ανθρώπινη Ιστορία το τελευταίο ζωντανό λήμμα ενός λαού, που ταύτιζε την αλήθεια όχι με την «ορθή» ατομική κατανόηση, αλλά με τον «φωτισμό»: τη μη-λήθη, τη μη-απόκρυψη, επομένως με την εμφάνεια, την κοινωνούμενη εμπειρική πιστοποίηση.
Ισως να είναι περιττή η διάγνωση εγκλημάτων, όταν έχουν χαθεί τα κριτήρια για να συνειδητοποιήσουμε τις συνέπειές τους, ιστορικές και πανανθρώπινες. Είναι ολοφάνερο ότι δεν συνειδητοποιούμε (σε πολιτικό επίπεδο) ούτε καν την αντίφαση: Ελληνισμός χωρίς χωριό, χωρίς κοινότητα – σημαίνει «πολιτική» χωρίς «πόλιν». Για πρώτη φορά από τους αιώνες της Προϊστορίας, ισχύει το «πόλις-άπολις», «απόλιδες αντί πολιτών». Και το έγκλημα φέρει τα ιερά ονόματα του Καποδίστρια και του Καλλικράτη – έγκλημα ο νόμος 3852/2010: εντεταλμένη μεταποίηση της Ελλάδας σε Σιγκαπούρη.
«Απόλιδες αντί πολιτών», μυριάδες κοινωνικά παράσιτα ρουσφετογενή, αντί κρατικών λειτουργών. Εδώ δεν απαιτείται «διάγνωση», αλλά μόνο απογραφή: Πόσοι (αριθμός) διορίστηκαν χωρίς καμιά κρίση - δοκιμασία - έλεγχο, πουλώντας την ψήφο τους αντί ισόβιας αργομισθίας, χωρίς να έχει ποτέ κριθεί η ικανότητα, η απόδοση, η ποιότητα της προσφοράς τους. Και η συνέχεια της απογραφής: Πόσοι από τους συνταξιούχους του Δημοσίου συνταξιοδοτήθηκαν, πρόωρα, σε ηλικία κάτω των σαράντα πέντε ετών, πόσοι καρπώνονται πλήρη σύνταξη για ενεργό υπηρεσία λιγότερη από δεκαπέντε ή και από δέκα χρόνια!
Διατρέχοντας τα απειράριθμα τηλεοπτικά κανάλια (πωλητήρια κάθε απαταλής αθλιότητας για αισθητικά πρωτόγονους, κρετίνους αγοραστές), ένας μέσος νους οδηγείται στη διάγνωση ότι: πρώτη προϋπόθεση επιβίωσης του Ελληνισμού είναι οπωσδήποτε η καλλιέργεια. Οταν μέσα στο λεωφορείο ή στο «μετρό» οι πατικωμένοι ασφυκτικά επιβάτες, όλοι, μα απολύτως όλοι, είναι κολλημένοι στο κινητό τους τηλέφωνο, το θέαμα καταυγάζει τη διάγνωση, ότι πρώτη προϋπόθεση συλλογικής επιβίωσης αυτής της μάζας είναι η καλλιέργεια. Επειδή οι πόλεις στη χώρα μας γίνονται, κάθε βράδυ, πεδία μαχών ανάμεσα σε έναν θρασύτατο υπόκοσμο και σε μια ευνουχισμένη (από «προοδευτικές» απαιτήσεις ανοχής) αστυνομία, η διάγνωση που λογικά συνάγεται είναι και πάλι η καλλιέργεια.
Από μια καινούργια μεγάλη συμφορά δεν μας χωρίζουν κρατικά σύνορα, μας χωρίζει η αγραμματοσύνη και η «εκσυγχρονιστική» μας αφέλεια: να εμπιστευόμαστε ακόμα, δυο αιώνες τώρα, μπαμπέσικους «φίλους» που πετσοκόβουν μεθοδικά όση γη ταυτίστηκε με την ελληνική καλλιέργεια (τη μη χρηστική εκδοχή της ανθρώπινης καλλιέργειας) ως συλλογικό αυτοσκοπό.
Από το πεδίο της πολιτικής έχουν σήμερα αποκλειστεί «εξ ορισμού» οι ταλαντούχοι της διάγνωσης, οι διορατικοί και χαρισματικοί της οξυδέρκειας. Εχει μετασχηματιστεί το ίδιο το πεδίο της πολιτικής: η διαχείριση πραγματικών προβλημάτων του υπαρκτού βίου υποκαταστάθηκε με τη διαχείριση εντυπώσεων. Και στο πεδίο των εντυπώσεων ο καθένας είναι ό,τι προλάβει να δηλώσει: Ακόμα και οι νοσταλγοί των σοβιετικών Γκουλάγκ κατορθώνουν να συγκαταλέγονται στις «προοδευτικές» πολιτικές δυνάμεις, ο πασοκικός αμοραλισμός καθιερώνεται σαν αυτονόητη συνταγή διαχείρισης της εξουσίας, η ατίμωση δημοψηφισματικής ετυμηγορίας εξασφαλίζει τετραετία διακυβέρνησης στη «μαγκιά» της «ριζοσπαστικής» εξωμοσίας. Ο αφασικός ιστορικο-υλιστικός μηδενισμός προσλαμβάνεται για να «εκσυγχρονίσει» τη Δεξιά.
Παιχνίδι εντυπώσεων και το κερδίζουν τελικά οι διαφημιστές οδοντόκρεμας και απορρυπαντικών. Δεν υπάρχουν πια πολιτικά προγράμματα, συλλογικές στοχεύσεις, κοινωνικά οράματα – τίποτε από αυτά. Υπάρχει μόνο το μαγαζί της εξουσίας, με τα κομματικά μικρομάγαζα που απομυζούν τον κρατικό προϋπολογισμό. Ο σκυλοκαβγάς για το ποιος θα οικειοποιηθεί πλεονεκτικό μεράδι ή (έστω) περιθωριακά αποφάγια ανεξέλεγκτου πλούτου, «καλά κρατεί».
Η Ελλάδα είναι μια χώρα, όπου η λαφυραγώγηση των όποιων λημμάτων κοινωνικού προϊόντος ή τοκογλυφικού δανεισμού από την εκάστοτε κυβερνώσα κομματική συντεχνία είναι αυτονόητη, απροκάλυπτη, ξεδιάντροπη. Στον ελλαδικό δημόσιο βίο το χάρισμα της διάγνωσης, η ικανότητα να διακρίνει και να εντοπίζει κανείς τις καταβολές και τα αίτια της ενδημικής ανοργανωσιάς, φυγοπονίας και κακομοιριάς, περιττεύει.
Χρόνια τώρα, σκόρπιες, ανίσχυρες αλλά τίμιες φωνές κραυγάζουν τη διάγνωση του νομοτελειακά επερχόμενου ιστορικού τέλους των Ελλήνων. Στα σαράντα πέντε χρόνια από τη «μεταπολίτευση» κρίθηκε και σαφέστατα χάθηκε η ζωντανή συνέχεια της ελληνικής γλώσσας. Ενας Ελληνώνυμος σήμερα, κάτω των πενήντα ετών, δεν καταλαβαίνει τι σημαίνει: «τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια», δεν καταλαβαίνει τη δοτική, το απαρέμφατο. Του είναι απρόσιτο, όχι μόνο το ποιητικό θάμβος της τραγωδίας ή το νοηματικό φορτίο του αριστοτελικού λεξιλόγιου, αλλά ακόμα και η γλώσσα του Παπαδιαμάντη, του Ροΐδη, του Παπαρρηγόπουλου. Χάνεται από την ανθρώπινη Ιστορία το τελευταίο ζωντανό λήμμα ενός λαού, που ταύτιζε την αλήθεια όχι με την «ορθή» ατομική κατανόηση, αλλά με τον «φωτισμό»: τη μη-λήθη, τη μη-απόκρυψη, επομένως με την εμφάνεια, την κοινωνούμενη εμπειρική πιστοποίηση.
Ισως να είναι περιττή η διάγνωση εγκλημάτων, όταν έχουν χαθεί τα κριτήρια για να συνειδητοποιήσουμε τις συνέπειές τους, ιστορικές και πανανθρώπινες. Είναι ολοφάνερο ότι δεν συνειδητοποιούμε (σε πολιτικό επίπεδο) ούτε καν την αντίφαση: Ελληνισμός χωρίς χωριό, χωρίς κοινότητα – σημαίνει «πολιτική» χωρίς «πόλιν». Για πρώτη φορά από τους αιώνες της Προϊστορίας, ισχύει το «πόλις-άπολις», «απόλιδες αντί πολιτών». Και το έγκλημα φέρει τα ιερά ονόματα του Καποδίστρια και του Καλλικράτη – έγκλημα ο νόμος 3852/2010: εντεταλμένη μεταποίηση της Ελλάδας σε Σιγκαπούρη.
«Απόλιδες αντί πολιτών», μυριάδες κοινωνικά παράσιτα ρουσφετογενή, αντί κρατικών λειτουργών. Εδώ δεν απαιτείται «διάγνωση», αλλά μόνο απογραφή: Πόσοι (αριθμός) διορίστηκαν χωρίς καμιά κρίση - δοκιμασία - έλεγχο, πουλώντας την ψήφο τους αντί ισόβιας αργομισθίας, χωρίς να έχει ποτέ κριθεί η ικανότητα, η απόδοση, η ποιότητα της προσφοράς τους. Και η συνέχεια της απογραφής: Πόσοι από τους συνταξιούχους του Δημοσίου συνταξιοδοτήθηκαν, πρόωρα, σε ηλικία κάτω των σαράντα πέντε ετών, πόσοι καρπώνονται πλήρη σύνταξη για ενεργό υπηρεσία λιγότερη από δεκαπέντε ή και από δέκα χρόνια!
Διατρέχοντας τα απειράριθμα τηλεοπτικά κανάλια (πωλητήρια κάθε απαταλής αθλιότητας για αισθητικά πρωτόγονους, κρετίνους αγοραστές), ένας μέσος νους οδηγείται στη διάγνωση ότι: πρώτη προϋπόθεση επιβίωσης του Ελληνισμού είναι οπωσδήποτε η καλλιέργεια. Οταν μέσα στο λεωφορείο ή στο «μετρό» οι πατικωμένοι ασφυκτικά επιβάτες, όλοι, μα απολύτως όλοι, είναι κολλημένοι στο κινητό τους τηλέφωνο, το θέαμα καταυγάζει τη διάγνωση, ότι πρώτη προϋπόθεση συλλογικής επιβίωσης αυτής της μάζας είναι η καλλιέργεια. Επειδή οι πόλεις στη χώρα μας γίνονται, κάθε βράδυ, πεδία μαχών ανάμεσα σε έναν θρασύτατο υπόκοσμο και σε μια ευνουχισμένη (από «προοδευτικές» απαιτήσεις ανοχής) αστυνομία, η διάγνωση που λογικά συνάγεται είναι και πάλι η καλλιέργεια.
Από μια καινούργια μεγάλη συμφορά δεν μας χωρίζουν κρατικά σύνορα, μας χωρίζει η αγραμματοσύνη και η «εκσυγχρονιστική» μας αφέλεια: να εμπιστευόμαστε ακόμα, δυο αιώνες τώρα, μπαμπέσικους «φίλους» που πετσοκόβουν μεθοδικά όση γη ταυτίστηκε με την ελληνική καλλιέργεια (τη μη χρηστική εκδοχή της ανθρώπινης καλλιέργειας) ως συλλογικό αυτοσκοπό.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου