Πού ήσουν χθες που ο Γεωργιάδης αφέθηκε ελεύθερος καθώς το αδίκημά
για το οποίο είχε καταδικαστεί πρωτόδικα παρεγράφη; Ποιο αδίκημα; Η κατ’
εξακολούθηση ασέλγεια σε βάρος ανηλίκων.
Ξέρεις καλή μου, νόμισα πως είσαι
τυφλή για να μην μπορείς να διακρίνεις τον αγρότη από τον τσιφλικά, τον
εργάτη από το βιομήχανο, τον πένητα από τον εχέτη. Μοναδικός σκοπός της
ύπαρξής σου είναι να κρίνεις ποιος αδικεί και ποιος αδικείται, να έχεις
για γνώμονα την ηθική και το δίκαιο που κρύβεις μέσα στο ίδιο το όνομά
σου. Νόμισα πως κρατούσες τη ζυγαριά για να πρεσβεύεις την ισότητα και
τη ρομφαία για να τιμωρείς τους ενόχους, εκείνους που διέπραξαν
εγκλήματα εις βάρος των αθώων. Νόμισα πως ήσουν ανεξάρτητη και ανώτερη
όλων των θνητών ασχέτως της κοινωνικής τους θέσης, της εξουσίας ή της
περιουσίας τους.
Θυμάμαι τότε που σε πρωτοείδα να
στέκεις αγέρωχη με τον πτυχωτό σου μανδύα και τα μαλλιά πιασμένα
κοτσίδα, σε κοίταξα εμβρόντητος και ένιωσα να σε ερωτεύομαι. Ήσουν η
πρώτη γυναίκα που μάγευε την καρδιά και το μυαλό μου. Ήμουν παιδί ακόμη
και πίστευα σε παραμύθια. Μεγαλώνοντας κατάλαβα πως τα παραμύθια είναι
καλοντυμένα ψέματα, κατασκευασμένα για να κοιμούνται τα παιδιά και να
ονειρεύονται τις νύχτες. Κάπου τότε κατάλαβα πως μέσα σε όλα αυτά τα
παραμύθια ανήκεις και εσύ. Είσαι ένα φριχτό ψέμα και τίποτα παραπάνω.
Ξάφνου η εικόνα σου λερώθηκε, το σμιλεμένο σου κορμί έμοιαζε τώρα φριχτό
και κακόμοιρο. Ήσουν γονατισμένη, ατιμασμένη, αιμορραγούσες με το σπαθί
καρφωμένο στα σπλάχνα σου, ενώ τα τάσια του ζυγού σου είχαν μπλέξει τις
αλυσίδες τους και ακουμπούσαν στο λασπωμένο δρόμο. Ο χιτώνας σου
γεμάτος λάσπες και αίματα. Το βάθρο σου είχε γίνει κομμάτια. Σε
ξανακοίταξα και ένιωθα λύπη και αηδία. Έσκυψα και πήρα την κορδέλα σου,
για να τη δέσω γύρω από τα δικά μου μάτια ώστε να μη βλέπω άλλο την
κατάντια σου. Αλήθεια ποιοι σε κάνανε έτσι;
Σε τούτον εδώ τον τόπο ήσουνα
κάποτε Θεά και οι άνθρωποι σε λάτρευαν και σε υπηρετούσαν. Είναι ξέρεις
πολύ δύσκολο το να περιμαζέψεις μια Θεά που κυλιέται στο βούρκο. Το
θέαμα είναι τόσο αντιαισθητικό και απόκοσμο που σου φέρνει ρίγος και
ανατριχιάζεις σύγκορμος. Ξαφνικά ανακαλύπτεις πως πλέον είσαι τόσο
μόνος. Δεν υπάρχει πια τίποτα Θείο να σε προσέχει. Έφυγα με δάκρυα στα
μάτια και σε άφησα εκεί να ξεψυχήσεις μόνη και αβοήθητη. Ίσως μπορούσα
να τραβήξω το σπαθί από το υπογάστριο και αν ήσουν τυχερή θα επιζούσες,
αλήθεια όμως τι νόημα θα είχε αν τα κατάφερνες και ζούσες τελικά;
Καλύτερα νεκρή παρά να ζεις παρακμάζοντας στα καταγώγια που σε
ξεπουλούσαν οι μαστροποί σου.
Το μόνο που έκανα πριν φύγω και
ενώ βαριανάσαινες, ήταν να σκύψω κοντά στο αυτί σου και να σου ψιθυρίσω
μερικές κουβέντες κάπως πικρές, που δεν αρμόζουν τόσο σε αποχαιρετισμό.
Τι κι αν δεν έφταιγες εσύ για την κατάντια σου, έπρεπε να διαλέγεις
καλύτερα τις συναναστροφές σου. Ειδικά εσύ που κληρονόμησες το χάρισμα
της μαντείας από τη μάνα σου, δεν μπορούσες να δεις πού θα σε οδηγούσαν
οι δοσοληψίες με τυράννους και αγύρτες; Σε θάμπωσαν τα πλούτη εσένα, σαν
μια κοινή θνητή που παρασύρεται από τις ανακλάσεις του χρυσαφιού; Πώς
επέτρεψες τόσες χιλιάδες χρόνια σε δοτούς αφέντες, σε ξεπουλημένους
προύχοντες, σε λαοπλάνους ιερείς, σε κίβδηλους πατριδοκάπηλους και
διεφθαρμένους δικαστές να δικάζουν σκεπτόμενοι όχι κατά το νόμο αλλά με
βάση τα εκάστοτε συμφέροντα; Πώς επέτρεψες σε αυτούς τους τιποτένιους να
φέρνουν τους νόμους σου στα μέτρα και τα σταθμά τους και να διαπράττουν
στο όνομά σου τα πλέον επαίσχυντα ανομήματα; Πώς άντεξες να κοιτάζεις
όταν κρεμούσαν γυναίκες που οι θρησκείες τους τις αποκαλούσαν μάγισσες;
Πώς βάσταζε η καρδιά σου να βλέπεις τους σκοταδιστές ιερείς να καίνε
ζωντανούς λαμπρούς επιστήμονες που τολμούσαν να λασπώσουν το άγιο
παραμύθι, οδηγώντας την ανθρωπότητα μπροστά βήμα το βήμα. Πού
ξενυχτούσες όταν καταδίκαζαν τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα; Τι έκανες
όταν αθώωναν τους ναζιστές και τους φασίστες που αιματοκύλησαν τον
κόσμο; Πού ήσουν όταν καταδίκαζαν σε θάνατο κομμουνιστές πατριώτες; Τι
σκεφτόσουν αλήθεια όταν ο δεκαπεντάχρονος Καλτεζάς κείτονταν νεκρός στο
δρόμο από τα πυρά του αστυνομικού Μελίστα, ενώ εκείνος αθωωνόταν; Πού
ήσουν προχθές που αναθεωρούσαν τον ποινικό κώδικα, το ευαγγέλιό σου και
υποβάθμιζαν ιδιαζόντως ειδεχθή κακουργήματα σε πλημμελήματα; Πού ήσουν χθες
που ο Γεωργιάδης αφέθηκε ελεύθερος καθώς το αδίκημα για το οποίο είχε
καταδικαστεί πρωτόδικα παρεγράφη; Ποιο αδίκημα; Η κατ’ εξακολούθηση
ασέλγεια σε βάρος ανηλίκων. Έμαθες τι άλλο έγινε πλημμέλημα; Ο βιασμός, η
σύσταση εγκληματικής οργάνωσης, ο εμπρησμός των δασών. Γι’ αυτό αν
αύριο δεις την Πνύκα οικόπεδο προς πώληση μη διαμαρτυρηθείς. Θα γίνει
στα πλαίσια της οικονομικής μας ανάπτυξης και της αξιοποίησης της
δημόσιας περιουσίας.
Λυπάμαι καλή μου, είχα πολλά ακόμη
να σου πω μα δεν προλαβαίνω. Βλέπω πως ήρθε η ώρα σου, οι ανάσες σου
ολοένα και αραιώνουν. Είχα αποφασίσει να σου μιλήσω για χιλιάδες
γεγονότα κακοδικίας που δεν άκουσες ή έκανες πως δεν άκουγες. Διότι μας
είπες κάποτε πως ήσουν τυφλή, όχι και κωφή. Και τώρα που σου μιλάω ξέρω
πως με ακούς, βλέπω τα δάκρυα που τρέχουν από τα κλειστά σου μάτια.
Αρκετά όμως, σταματώ εδώ, θα σε απαλλάξω από την παρουσία μου. Είσαι πια
ελεύθερη να πας όπου θες, σαν αερικό. Παράτα εδώ το πληγωμένο σου
σαρκίο, ντυμένο με τούτο το λεκιασμένο μανδύα και φύγε για τους Δελφούς,
πήγαινε βρες τη μάνα σου τη Γαία. Σε προσμένει για καιρό. Αντίο Θέμιδα,
στάθηκες μικρή και λίγη, καταραμένη από Θεούς να προσπαθείς να
τιθασεύσεις ανήμερους ανθρώπους. Αντίο καλή μου. Θα σε θυμάμαι…
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου