Καθημερινά μάς εκθειάζουν, μέσα από χίλια δύο κηρύγματα,
τη «μοντέρνα συμπεριφορά του υπεύθυνου πολίτη», που απαιτεί μία μόνο
χειρονομία: τη διαλογή των απορριμμάτων προς ανακύκλωση. Και αυτό
παρουσιάζεται ως εγγύηση διάσωσης ενός υποβαθμισμένου πλανήτη. Μάλλον
όμως δεν έχουμε κατανοήσει σωστά τη λογική που κρύβεται πίσω από την
προσταγή για «οικολογική υπευθυνότητα»…
Από το παράθυρο του αυτοκινήτου, ένα χέρι πετάει μια σακούλα
σκουπιδιών, που σκάει και ξεκοιλιάζεται στο ρείθρο του δρόμου. Τα
σκουπίδια σκορπίζονται γύρω από τα πόδια ενός επιβλητικού ανθρώπου με
μοκασίνια. Είναι ένας Ινδιάνος: φοράει το παραδοσιακό καπέλο με φτερά.
Γκρο πλαν. Κοιτάζει κατάματα την κάμερα, κοιτάζει εσάς. Κλαίει. Ζουμ στο
δάκρυ που κυλάει πάνω στο σκαμμένο του μάγουλο. Φωνή off: «Η ρύπανση αρχίζει από τους ανθρώπους. Κι αυτοί μόνο μπορούν να την σταματήσουν». Ένθεση στην εικόνα, με μεγάλα γράμματα: «Keep America Beautiful» («Διατηρήστε όμορφη την Αμερική»).
Ο Ινδιάνος συμβολίζει τη φύση. Εσείς τον πολιτισμό. Είναι η φωνή της
ένοχης συνείδησής σας. Ως κατώτερος, δεν μπορεί να μιλήσει: μιλούν όμως
τα ανοιχτά μάτια του αντί για το κλειστό στόμα του. Αυτήν την παρθένα
Αμερική, που προϋπήρχε του αποικισμού, που βρωμίστηκε, ρημάχτηκε, υπέστη
γενοκτονίες, εσείς συνεχίζετε να την πληγώνετε. Κι αυτή σας απευθύνει
μια βουβή κατηγορία. Κι ύστερα, ακολουθεί το διαφημιστικό σύνθημα. Η
αιτία της ρύπανσης είστε εσείς. Συνεπώς, εσείς είστε και η λύση του
προβλήματος. Τα πάντα είναι στο χέρι σας. Μπορείτε να ανακουφίσετε την
ένοχη συνείδησή σας. Αρκεί να αλλάξετε συμπεριφορά.
Ποιος κρύβεται πίσω από αυτό το γεμάτο διδακτισμό διαφημιστικό μήνυμα
που προβλήθηκε για πρώτη φορά το 1971; Αντίθετα απ’ ό,τι θα μπορούσε να
υποθέσει κάποιος, η Keep America Beautiful, η οποία ιδρύθηκε το 1953,
δεν είναι μια περιβαλλοντική ΜΚΟ, αλλά μια κοινοπραξία υπό την αιγίδα
των βιομηχανιών αναψυκτικών, ποτών και συσκευασιών –μεταξύ των οποίων η
Coca Cola και η κονσερβοποιία American Can Company.
Επί μακρόν, στις ΗΠΑ λειτουργούσε ένα σύστημα επιστρεφόμενων
συσκευασιών για τα ποτά και τα αναψυκτικά: ο πελάτης πλήρωνε μερικά
σεντς επιπλέον, τα οποία του επιστρέφονταν όταν παρέδιδε την κενή φιάλη.
Το σύστημα επαναχρησιμοποίησης της φιάλης –εντελώς διαφορετικό από την
ανακύκλωση των υλικών της (το γυαλί δεν έλειωνε αλλά η φιάλη
ξαναγέμιζε)– ήταν αποτελεσματικό, αειφόρο και ελαχιστοποιούσε τα
απορρίμματα (1).
Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν την δεκαετία του 1930. Μετά τη λήξη
της ποτοαπαγόρευσης, όταν ξανάρχισε η πώληση ποτών, η ζυθοποιία εφηύρε
το αλουμινένιο κουτάκι μπύρας. Το πέρασμα σε συσκευασίες μίας χρήσης
δημιουργούσε εξαιρετικά ενδιαφέρουσες προοπτικές: κατάργηση του κόστους
ανάκτησης και επαναχρησιμοποίησης των συσκευασιών, κατάργηση των
μεσαζόντων (των τοπικών εμφιαλωτών, μεταξύ άλλων), συγκέντρωση της
παραγωγικής δραστηριότητας με παράλληλη επέκταση της διανομής προϊόντων
σε μεγάλες αποστάσεις.
Φυσικά, η γενίκευση της συσκευασίας μίας χρήσης συνεπαγόταν την
αύξηση του όγκου των απορριμμάτων, οι βιομήχανοι όμως ένιπταν τας χείρας
τους. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, οι βιομηχανίες αναψυκτικών
–πρώτα η Pepsi και στη συνέχεια η Coca-Cola– ακολούθησαν το παράδειγμα
των ζυθοποιών.
Η στροφή προς τη συσκευασία μίας χρήσης υπήρξε θεαματική. Ενώ το 1947
το 100% των αναψυκτικών και το 85% της μπύρας πωλούνταν σε
επαναχρησιμοποιήσιμες γυάλινες συσκευασίες, το 1971 το ποσοστό είχε
πέσει στο 50% και στο 25% αντίστοιχα (2). Από τότε, τα ρείθρα των
δρόμων, οι αλάνες, οι όχθες των ποταμών και οι χώροι πικνίκ γέμισαν
μεταλλικά κουτιά και μη επιστρεφόμενες φιάλες. Προκλήθηκε αναστάτωση.
Κυκλοφόρησαν κείμενα συλλογής υπογραφών. Ζητήθηκε με επιτακτικό τρόπο
από τις αρχές να λάβουν μέτρα. Το 1953, η τοπική Βουλή της Πολιτείας του
Βερμόντ υιοθέτησε τον πρώτο νόμο που καθιστούσε υποχρεωτική την
επιστρεφόμενη συσκευασία. Οι επιχειρήσεις ανησύχησαν σοβαρά, καθώς
φοβούνταν ότι μια τέτοια νομοθεσία δημιουργούσε «ένα προηγούμενο που κάποια στιγμή θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά ολόκληρη τη βιομηχανία» (3). Την ίδια χρονιά δημιουργήθηκε η οργάνωση Keep America Beautiful προκειμένου να ανακόψει την εξέλιξη.
Το καλοκαίρι του 1936, όταν η Continental Can Company λάνσαρε για
πρώτη φορά στην αγορά τις μπύρες σε μεταλλική συσκευασία, οργάνωσε μια
μεγάλη διαφημιστική εκστρατεία στον Τύπο, όπου εκθείαζε τα πλεονεκτήματα
της εφεύρεσής της: ήταν εξαιρετικά πρακτική, άνοιγε με μια κίνηση του
χεριού, διατηρούσε τη γεύση και τη φρεσκάδα και, κυρίως, επέτρεπε «να πίνεις κατευθείαν από το κουτί, χωρίς να είσαι υποχρεωμένος να φέρνεις πίσω τις άδειες φιάλες».
Και φυσικά, δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι το κυριότερο επιχείρημα για
την προώθηση της μπύρας σε μεταλλικό κουτί μίας χρήσεως ήταν ακριβώς ότι
μπορείς να το πετάξεις. Τέλος οι επιστρεφόμενες φιάλες, τέλος το
κουβάλημα άδειων μπουκαλιών. Η φωτογραφία της διαφήμισης έδειχνε δύο
άντρες με σηκωμένα μανίκια μέσα σε μια βάρκα. Η στάση καθενός τους
αναπαριστούσε μια σκηνή που μάλλον θα επαναλαμβανόταν αδιάκοπα κατά τη
διάρκεια του απογευματινού τους ψαρέματος: ο ένας έπινε με τον αγκώνα
υψωμένο, ενώ ο άλλος ετοιμαζόταν να πετάξει το άδειο κουτί στη λίμνη.
Πιείτε και ύστερα ξεφορτωθείτε…
Ηθική αναμόρφωση
Τρεις δεκαετίες αργότερα, μια διαφήμιση αυτού του είδους ήταν
αδιανόητη. Κατά βάθος, τίποτα δεν είχε αλλάξει: το πλεονέκτημα των
συσκευασιών μίας χρήσης είναι ότι μπορείς να τις πετάξεις. Ωστόσο, δεν
ήταν πλέον δυνατό να το λένε τόσο ανοιχτά. Είχε έρθει η ώρα να διορθωθεί
το πρώτο μήνυμα με ένα δεύτερο.
Στο διαφημιστικό σποτ του 1971, αυτό με τον Ινδιάνο που κλαίει,
ξανασυναντούμε την ίδια χειρονομία, το χέρι που σηκώνεται για να πετάξει
κάτι. Ωστόσο, αυτή τη φορά, συνοδευόταν από μια άλλη εικόνα, το δάκρυ
του ιθαγενή, η οποία της προσέδιδε αναδρομικά μια διαφορετική έννοια. Το
παλαιότερο προφανές μήνυμα, που τώρα απωθείται, έλεγε: «Αγόρασέ με,
είναι βολικό, μόλις πιεις και ψιλοζαλιστείς, με πετάς στη λίμνη». Αυτό
το μήνυμα έχει πλέον γίνει λανθάνον και έχει επισήμως αντικατασταθεί από
αυτό: «Ναι μεν είμαι μίας χρήσης, αλλά προσοχή: εάν με πετάξεις εκεί
όπου δεν πρέπει (και το έχεις ήδη κάνει), θα νοιώσεις ένοχος. Εκείνο που
εμείς σε παρακινήσαμε στο παρελθόν να κάνεις, τώρα σου επιβάλλουμε όχι
μόνο να το αποφεύγεις, αλλά και να νοιώθεις ενοχές». Καθώς το πρόβλημα
αναδιατυπώθηκε ώστε να μπορεί να αποδοθεί σε παρεκτροπές από την ορθή
συμπεριφορά, η λύση φαινόταν αυτονόητη: θα προέκυπτε μέσα από μια ηθική
αναμόρφωση. Για να εξαλειφθεί η ρύπανση, αρκούσε να υιοθετήσουν όλοι
τους καλούς τρόπους περιβαλλοντικής συμπεριφοράς σε ατομικό επίπεδο.
Από την πλευρά τους όμως, τα οικολογικά κινήματα κατηγορούσαν τους
βιομηχάνους που είχαν επιλέξει τις συσκευασίες μίας χρήσης με μόνο
κριτήριο την αύξηση της κερδοφορίας τους, καταστρέφοντας ένα πολύ καλά
«στρωμένο» σύστημα επαναχρησιμοποίησης των κενών φιαλών. Στις αρχές της
δεκαετίας του 1970 πολλαπλασιάστηκαν οι πρωτοβουλίες για τον εξαναγκασμό
των βιομηχάνων να επανέλθουν στην επιστρεφόμενη συσκευασία. Το 1971 στο
Όρεγκον ψηφίστηκε ένας νόμος προς αυτήν την κατεύθυνση. Την επόμενη
χρονιά ακολούθησε το Βερμόντ. Οι βιομήχανοι εξοργίστηκαν, φτάνοντας στο
σημείο να ξεχάσουν τους καλούς τρόπους τους. Ο Ουίλιαμ Φ. Μέυ, με τον
διπλό του ρόλο ως διευθυντής της American Can Company, αλλά και πρόεδρος
της Keep America Beautiful, δήλωνε εξοργισμένος: «Οφείλουμε να
αγωνιστούμε με όλα τα μέσα ενάντια στα δημοψηφίσματα για τις
επιστρεφόμενες φιάλες που οργανώνονται φέτος στο Μέιν, στη Μασαχουσέτη,
στο Μίσιγκαν και στο Κολοράντο, όπου κομμουνιστές, ή άτομα εμφορούμενα
από κομμουνιστικές ιδέες, προσπαθούν να σπρώξουν αυτές τις Πολιτείες
στον δρόμο που ακολούθησε το Όρεγκον» (4).
Μπροστά στην απειλή της υιοθέτησης νομοθετικών ρυθμίσεων, το Glass
Container Manufacturers Institute (GCMI, Ινστιτούτο Κατασκευαστών
Υάλινων Συσκευασιών) ξεκίνησε το 1970 μια μεγάλη εκστρατεία δημοσίων
σχέσεων, εφοδιασμένη με έναν προϋπολογισμό αρκετών εκατομμυρίων
δολαρίων. Δύο ημέρες πριν από τον πρώτο εορτασμό της Ημέρας της Γης,
πρότεινε στο Λος Άντζελες ένα πιλοτικό πρόγραμμα ανακύκλωσης. Χάρη σε
μια κινητοποίηση οργανωμένη από συνεργαζόμενα με το πρόγραμμα σχολεία,
οργανώσεις και εκκλησίες, οι κάτοικοι κλήθηκαν να φέρουν κενά γυάλινα
δοχεία και φιάλες στα κέντρα περισυλλογής που άνοιξαν για την περίσταση,
λαμβάνοντας ως ανταμοιβή 2 σεντς για κάθε κιλό γυαλιού. Μέσα σε
λιγότερο από έναν μήνα, στο ευρύτερο πολεοδομικό συγκρότημα του Λος
Άντζελες συλλέγονταν 250.000 φιάλες την εβδομάδα. Ενθαρρυμένο από την
επιτυχία, το GCMI οργάνωσε την επόμενη χρονιά ένα πρόγραμμα ανακύκλωσης
σε εθνική κλίμακα, κατά τη διάρκεια μια «Εβδομάδας κατά της απόρριψης
σκουπιδιών στο περιβάλλον».
Έτσι, η πρακτική της ανακύκλωσης προωθήθηκε από τη βιομηχανία ως
εναλλακτική λύση απέναντι στα σχέδια για την καθιέρωση της
επιστρεφόμενης συσκευασίας και την απαγόρευση των φιαλών μίας χρήσης.
Μετά από αυτή τη νικηφόρα εκστρατεία των βιομηχανικών λόμπι, η
ανακύκλωση μετατράπηκε σε «αποκλειστική λύση, αντί να αποτελεί συμπλήρωμα προγραμμάτων υποχρεωτικού περιορισμού των απορριμμάτων στην πηγή»
(5). Από τη στιγμή που άρχισαν να εφαρμόζονται οι πρώτες πρακτικές
διαλογής απορριμμάτων, ενθαρρυμένες από τη βιομηχανία, ο όγκος των
οικιακών σκουπιδιών που παρήγαν τα νοικοκυριά δεν έπαψε να αυξάνεται με
εκρηκτικούς ρυθμούς.
Έτσι, τη στιγμή ακριβώς όπου οι βιομηχανίες ξήλωναν το σύστημα
επιστρεφόμενων συσκευασιών, απαλλασσόμενες από το κόστος του, και
λάμβαναν απόλυτα αντιοικολογικές αποφάσεις, καλούσαν τους καταναλωτές να
ακολουθήσουν μια οικολογικά υπεύθυνη συμπεριφορά. Πρόκειται για
χαρακτηριστική περίπτωση διπλής ηθικής, όπου διακηρύσσεται ένας ηθικός
κανόνας που ισχύει για όλους τους άλλους εκτός από σένα. Φορτώνεις την
ευθύνη στους άλλους ώστε να την ξεφορτωθείς ευκολότερα εσύ.
Με τη βοήθεια πλήθους διαφημιστικών εκστρατειών μεγάλης εμβέλειας, οι
βιομήχανοι κατόρθωσαν να παρουσιάσουν το ζήτημα των απορριμμάτων ως «ένα ζήτημα ατομικής ευθύνης, αποσυνδεδεμένο από την παραγωγική διαδικασία»
(6), άσχετο με τη μείωση της παραγωγής απορριμμάτων στην πηγή. Για
εμάς, τους απλούς ανθρώπους, είναι σίγουρα κολακευτικό να φανταζόμαστε
ότι τα πάντα στηρίζονται πάνω στους αδύναμους ώμους μας. Όμως, τη στιγμή
που εμείς ξεδιαλέγουμε τα απορρίμματα μέσα στην κουζίνα μας και
τοποθετούμε χώρια τα ανακυκλώσιμα, ορισμένοι άλλοι φορείς (για
παράδειγμα οι Δήμοι), με πολύ λιγότερο ορατό και άμεσα αντιληπτό τρόπο,
αναγκάστηκαν να επενδύσουν και να χρεωθούν προκειμένου να κατασκευάσουν
τις υποδομές που απαιτεί η εκθετική αύξηση της παραγωγής οικιακών
απορριμμάτων. Σε τελική ανάλυση, οι πολίτες είναι εκείνοι που «χρηματοδότησαν
(τόσο με τη συμμετοχή τους, όσο και με τους φόρους τους) το σύστημα
ανακύκλωσης των συσκευασιών που παράγει η βιομηχανία ποτών και
αναψυκτικών, επιτρέποντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στις επιχειρήσεις να
επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους χωρίς να είναι υποχρεωμένες να
αναλάβουν το επιπλέον κόστος» (7).
Τη δεκαετία του 1970, οι βιομήχανοι υιοθέτησαν τη ρητορική του
οικολογικού κινήματος, απευθύνοντας εκκλήσεις για «συστράτευση» και
«συνέχιση του αγώνα» μέσα από μικρές καθημερινές χειρονομίες
υπευθυνότητας. Η διαφημιστική εκστρατεία με τον Ινδιάνο που κλαίει
συνοδευόταν από ένα φυλλάδιο με τα «71 πράγματα που μπορείτε να κάνετε
για να σταματήσετε τη ρύπανση». Προσπαθούσαν να προωθήσουν
«εξημερωμένες» μορφές πολιτικής στράτευσης, προορισμένες να
ικανοποιήσουν την επιθυμία για ανάληψη οικολογικής δράσης που είχε
αρχίσει να γίνεται αισθητή στην κοινωνία, προσανατολίζοντας ταυτόχρονα
αυτή τη δράση προς μια κατεύθυνση μη ανταγωνιστική και συμβατή με τα
συμφέροντά τους, έτσι ώστε να αποφύγουν το ενδεχόμενο της αμφισβήτησής
τους.
Η ψυχολογική δύναμη τέτοιου τακτικών στηρίζεται στο γεγονός ότι σας
προτείνουν κάτι που ακούγεται πολύ ευχάριστα –και αληθινό επίσης, αρκεί
να παρουσιάζεται με τον σωστό τρόπο: τα πάντα είναι στο χέρι σας, εσείς
έχετε τη δύναμη να «κάνετε τη διαφορά». Προσπαθούν να δώσουν διέξοδο
στις ισχυρές προσδοκίες για αλλαγή της κατάστασης των πραγμάτων εδώ και
τώρα, ακόμα και στο επίπεδο της καθημερινής ζωής, παγιδεύοντάς τις όμως
μέσα σε ανώδυνες δράσεις. Η βιομηχανική προώθηση της ανακύκλωσης υπήρξε
μια τακτική αυτού του είδους: αποσκοπούσε στην παραπλάνηση των
ενδεχόμενων αντίθετων φωνών, διατηρώντας τα άτομα απασχολημένα σε μια
απολιτική δράση.
Απαξίωση της πολιτικής δράσης
Αυτός ο περίεργος «ηθικός νεοφιλελευθερισμός» αντιπαραθέτει στην
πολιτική δράση, την οποία θεωρεί μάταιη, μια πληθώρα μικρών, μεμονωμένων
πράξεων. Ωστόσο, η πρακτική των βιομηχάνων διαψεύδει αμέσως τους
ισχυρισμούς τους: προκειμένου να αποτρέψουν την καθιέρωση
περιβαλλοντικών νομοθετικών ρυθμίσεων, αυτοί οι ίδιοι επιδόθηκαν ενεργά
σε πολιτική δράση. Πράγματι, δεν ενήργησαν μεμονωμένα: αντίθετα,
ενώθηκαν και σχημάτισαν μια συλλογικότητα που ήταν σε θέση να ενεργεί
συντονισμένα.
Τη δεκαετία του 1960, τόσο για τα πρωτοεμφανιζόμενα οικολογικά
κινήματα όσο και για τα φεμινιστικά, «το προσωπικό ήταν πολιτικό». Οι
σχέσεις κυριαρχίας έπρεπε να εντοπιστούν ακόμα και στις πιο κρυμμένες
πτυχές της καθημερινότητας. Η προσπάθεια να αλλάξεις τις καθημερινές
πρακτικές σου και να αγωνίζεσαι για την αλλαγή του συστήματος, η
κομποστοποίηση των οργανικών απορριμμάτων σου και η ανάληψη ακτιβιστικής
δράσης ήταν πράγματα απολύτως συμβατά: το ένα δεν απέκλειε το άλλο. Η
ρητορική της ατομικής υπευθυνότητας που προωθεί η βιομηχανία του κλάδου
έχει οδηγήσει στην αποσύνδεση και στην αντιπαράθεση αυτών των δύο
εννοιών: μετέτρεψε τη μικρομεταρρύθμιση των ατομικών συμπεριφορών σε
εναλλακτική λύση απέναντι στην πολιτική δράση. Προώθησε και διέσπειρε
επικοινωνιακά μια ψευδή αντινομία μεταξύ μικρο- και μακρο-αλλαγών. Η
απαίτηση για αλλαγή του συστήματος, η οποία πλέον παρουσιάζεται ως
εντελώς ουτοπική και στείρα, αντικαθίσταται με τη –δήθεν επαρκέστατη–
μεταρρύθμιση των ατομικών πρακτικών, που υποτίθεται ότι μπορούν να
αλλάξουν σιγά-σιγά τα πράγματα, χωρίς συλλογική δράση και χωρίς
συγκρούσεις.
Υπάρχει κάτι το παράδοξο σε αυτήν την ιστορία. Το σύστημα της
επιστρεφόμενης συσκευασίας στηριζόταν στην κινητοποίηση ενός καθαρά
οικονομικού συμφέροντος: συμπεριφερόμενος ως σωστός «οικονομικός
φορέας», ο καταναλωτής επέστρεφε τη συσκευασία για να πάρει πίσω τα 50
σεντς του. Ένας μηχανισμός οικονομικής διαχείρισης βασισμένος στο
συμφέρον του, δηλαδή απολύτως σύμφωνος με τις ανθρωπολογικές αρχές της
κλασικής οικονομίας. Ωστόσο, η βιομηχανία επέμεινε να αντικαταστήσει
αυτό το σύστημα με ένα άλλο που, αντιθέτως, στηρίζεται σε ανιδιοτελή
κίνητρα. Από καθαρή έγνοια για το συλλογικό συμφέρον, καθένας μας
καλείται να ξεχωρίζει τα απορρίμματά του σε ανακυκλώσιμα ή μη, και
μάλιστα χωρίς να υπάρχει το παραμικρό εμφανές εγωιστικό κίνητρο. Έτσι,
μεταξύ του Homo Economicus και του Homo Politicus εμφανίζεται και ένα τρίτο είδος: ο Homo Ethicus,
ένα «υπεύθυνο» υποκείμενο, επιφορτισμένο στη δική του κλίμακα με την
καταπολέμηση, μέσω της μικρο-αρετής του, των συστημικών
μακρο-ελαττωμάτων.
Με τη μόνη διαφορά ότι αυτή η νέα ηθική διαχείριση δεν αντιτίθεται
στην άλλη διαχείριση, την οικονομική, που επιβάλλεται σε αυτούς τους
ίδιους φορείς-υποκείμενα. Δεν την ακυρώνει: την επικαλύπτει. Τα ίδια
άτομα που θεωρούνται ηθικά υποκείμενα, εξακολουθούν να είναι –και ακόμα
πιο έντονα– οικονομικοί φορείς. Κάθε άτομο οφείλει να διαχειριστεί την
ένταση που προκύπτει από αυτές τις δύο αντιφατικές προσταγές: να είναι
οικονομικά αποτελεσματικό, αλλά και οικολογικά υπεύθυνο.
Έτσι, η προσταγή για ανάληψη ευθύνης δεν είναι τίποτε άλλο παρά η
μεταφορά αυτής της αντίφασης στην ψυχική ζωή των ατόμων. Πρόκειται για
μια νέα μορφή δυστυχούς συνείδησης, συνδεδεμένη με μια μορφή διαχείρισης
μέσω του διλήμματος.
- Για το πλήρες απόσπασμα, βλ. Joe Greene Conley II, «Environmentalism contained: A history of corporate responses to the new environmentalism», διδακτορική διατριβή, Πρίνσετον, 2006, https://www.thecre.com/pdf/20090423_conley_dissertation.pdf
- Andrew Boardman Jaeger, «Forging hegemony: How recycling became a popular but inadequate response on accumulating waste», Social Problems, τ. 65, Νο 3, Οξφόρδη, Αύγουστος
- Αναφέρεται από τον Andrew Boardman Jaeger, ό.π.
- «Clean-up groups fronting for bottlers, critics say», «The San Bernardino County Sun», 29 Αυγούστου
- Bartow J. Elmore, «The American beverage industry and the development of curbside recycling programs, 1950-2000», Business History Review, τ. 86, Νο 3, Κέμπριτζ, φθινόπωρο
- Don Hazen, «The hidden life of garbage: An interview with Heather Rogers», AlterNet, 30 Οκτωβρίου 2005, alternet.org
- Bartow J. Elmore, «The American beverage industry and the development of curbside recycling programs, 1950-2000», ό.π.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου