Του Δημήτρη Κούλαλη
«Συνάντησα» τον Μάρκο στα επτά μου. Ήμουν, θυμάμαι, στην αυλή του παππού μου, ο οποίος μακάριος απολάμβανε τον «πολλά βαρύ και όχι» καφέ του, όταν απ’ το τρανζιστοράκι του άκουσα μια… «περίεργη» φωνή να τραγουδά: Χαράματα η ώρα τρεις/θα ’ρθω να σε ξυπνήσω /κρυφά από τη μάνα σου να σε χαρώ /να βγεις να σου μιλήσω//.Έκτοτε, τον «απάντησα» πολλές φορές στη ζωή μου. Τον συνάντησα στην εφηβεία, όταν έπεσε στα χέρια μου το «Ουρλιαχτό» του Γκίνσμπεργκ και η «Ρεμπετολογία» του Πετρόπουλου· κι όταν, μαζί με τα υπόλοιπα μέρη της παρέας, εξερευνούσα όλα τα κουτούκια του Πειραιά και της γύρω περιοχής. Όσο μεγάλωνα, τον «έβλεπα» σε κάθε μαντρότοιχο και στενό του Πειραιά, της Κοκκινιάς, του Κερατσινίου, του Κορυδαλλού, του Αιγάλεω και των Ταμπουριών· ήταν εκεί!
Ήταν εκεί κάθε φορά που άκουγα Μπαχ ή Σοπέν. Ήταν εκεί όταν άκουγα αμανέδες της Πόλης και της Σμύρνης, παρασυρόμενος σε ανατολίτικες «περιπλανήσεις» που μιλούσαν για έναν τόπο όμορφο και συνάμα ερωτικό. Ήταν εκεί, στα πρώτα φοιτητικά ξεφαντώματα, όταν μεθούσαμε «μαζί» με τον Παπαϊωάννου, το Γενίτσαρη, τον Τσιτσάνη, το Μπιθικώτση, το Ζαμπέτα και τα υπόλοιπα «ιερά τέρατα» του ελληνικού τραγουδιού.
Ήταν, είναι και θα είναι εκεί για όποιον αγαπά την Ελλάδα. Για εκείνον, δηλαδή που αγαπά και τραγουδά τούς και για τους ανθρώπους της. Ήταν ο Μάρκος, ο «Πατριάρχης» της σύγχρονης μουσικής μας ιστορίας.
Για όλα αυτά, και για πολλά άλλα, συνάντησα και μίλησα με έναν άνθρωπο με τη δική του ιδιαίτερη και αξιέπαινη πορεία στο χώρο της μουσικής, το γιο του Μάρκου Βαμβακάρη, Στέλιο, ένα πρωινό του Ιούλη στο σπίτι του στον Κορυδαλλό, θέλοντας να «δω» τον μεγάλο μουσικοσυνθέτη μέσα από τα δικά του μάτια.
Έχουμε ακούσει και διαβάσει πολλά για το Μάρκο, τον «Πατριάρχη» του λαϊκού τραγουδιού. Ωστόσο, θα θέλαμε να μας δώσετε την εικόνα του όπως εσείς τον «ζήσατε» μέσα από τη σχέση σας, πώς ήταν ως άνθρωπος και ως πατέρας;
Ο πατέρας μου λόγω της «ιδιαιτερότητας» που είχε, καθότι άνθρωπος της μουσικής, έγραφε- είχε πνεύμα· έλεγε πράγματα βγαλμένα απ’ τη ζωή του, ήταν δηλαδή ένας χρονογράφος της εποχής του. Είπε και έγραψε τραγούδια που θα ακούγονται πάντα, γιατί προπάντων ήταν αληθινά. Αυτό παίζει τεράστιο ρόλο τη στιγμή της δημιουργίας. Να μη σκέφτεσαι δηλαδή, πώς θα παίξεις, τι θα γράψεις για να «πουλήσεις», αλλά να είσαι αληθινός. Ο Μάρκος αποτύπωνε στο χαρτί όσα άκουγε ή έβλεπε απ’ το γυρολόι του, από ανθρώπους που γνώριζε, υπήρχε το έρεισμα να πει πράγματα. Βίωνε επίσης δύσκολες καταστάσεις. Μιλάμε για έναν άνθρωπο που από πολύ μικρός έγινε πατέρας της οικογένειάς του, είχε ευθύνες· είχε μέσα του ένα καντήλι, μια φλόγα που έκαιγε. Αυτή τη φλόγα αποτυπωνόταν στην πενιά του. Ήταν τόσο αληθινός, μα συνάμα και ιδιαίτερος χαρακτήρας, ένας άνθρωπος που γνώριζε κάθε πτυχή της ζωής και μέσα από τη μουσική του τη χρωμάτιζε. Έβλεπε πολλά, μιλούσε λίγο. Ήταν άνθρωπος απομονωμένος, δεν έπιανε κουβέντα με τον καθένα, ήταν πολύ σοβαρός. Υπήρξε συνετός με τάξη και πρόγραμμα στην καθημερινότητά του.
Ρεμπέτης και πρόγραμμα; Πώς γίνεται;
Κι όμως. Ο πατέρας μου αγαπούσε πολύ τα λουλούδια. Αγαπούσε κάθε είδος τους. Ό,τι είχε σχέση με αυτά. Θυμάμαι όταν ήμασταν στην παλιά Κοκκινιά, σηκωνόταν και πότιζε τα λουλούδια. Μετά ασχολούταν με τα πουλιά. Δεν ξέρω κι εγώ πόσα κλουβιά είχε. Το κάθε ένα που του κελαηδούσε ήταν τόνος της ψυχής του. Φανταστείτε την αγάπη που είχε δώσει σ’ αυτά τα πλάσματα, που, όταν ο Μάρκος καθόταν στην καρέκλα του στην αυλή κι έκανε μια συγκεκριμένη κίνηση με το χέρι, τα πουλάκια άρχιζαν να κελαηδούν, κι ήταν λες και βρισκόσουν στον παράδεισο, σε ένα χαοτικό τόπο. Έτσι ευχαριστιόταν ο Μάρκος, έτσι εμπνεόταν για να γράψει, πάντα είχε μαζί του ένα τσιγαρόχαρτο και ένα μολύβι. Κάθε του τραγούδι ήταν μια βιωματική εμπειρία, για αυτό, το πιο δύσκολο πράγμα στη σύνθεση, η πρώτη νότα, στο Μάρκο ερχόταν έτσι απλά.
Κάτι ακόμη που θυμάμαι, είναι η αγάπη του προς τα παιδιά του, προς εμάς. Το κάθε παιδί στην οικογένεια είχε το ρόλο του. Για παράδειγμα, ο αδελφός μου ο Ντομένικος ήταν μουσικός, έπαιζε πιάνο από τεσσάρων χρονών, αντίστοιχα κι εγώ. Όταν έπαιζα, ‘’κομπανιάριζε’’ ο Ντομένικος ή όταν έπαιζε εκείνος βοηθούσα τον πατέρα μου εγώ. Θέλω να πω δηλαδή, ότι γίναμε μουσικοί δίχως να το καταλάβουμε, συμμετείχαμε στη διαδικασία σύνθεσης ενός κομματιού. Αυτό δεν γινόταν, όμως, έτσι. Υπήρχε οργάνωση, κάναμε «κατηχητικό». Το «κατηχητικό» σήμαινε ότι κάθε Κυριακή μας μάζευε και μας μιλούσε, μας έδειχνε πράγματα, παίζαμε μαζί τα τραγούδια που είχε αρχίσει να συνθέτει. Ήμασταν οι ακροατές και οι συνεργάτες του μαζί.
Ήταν ένας άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τον άνθρωπο, αγαπούσε τη ζωή. Περάσαμε μεγάλη φτώχεια, λόγω της αρρώστιας του, αλλά το φύτρο του μίσους δεν το άφησε να ριζώσει ούτε μέσα του, ούτε στην οικογένειά του. Δεν μπορώ να ξεχάσω ότι, οπουδήποτε και να πήγαινε για κανένα μεροκάματο, όταν γυρνούσε, έχοντας, φερειπείν, δύο αχλάδια στην τσέπη του, δεν κρατούσε τίποτα για τον εαυτό του, τα έδινε όλα σε ‘μάς. Φανταστείτε τι σημαίνει για ένα παιδί που βλέπει τον πατέρα του ξενυχτισμένο και ταλαιπωρημένο αυτή η κίνηση. Πώς μαθαίνεις έτσι ένα πιτσιρίκι να συνεισφέρει στον πλησίον του παρά τη δική του ένδεια. Ήταν αρωγός του πόνου, πράγμα σπάνιο για την εποχή του.
Με αφορμή την τελευταία σας φράση, θυμάμαι τον Μπρεχτ που έλεγε ότι «υπάρχουν πατώματα πιο κάτω από εμάς», πιο κάτω απ’ το προλεταριάτο. Για αυτούς τραγουδούσε ο Μάρκος; Κι αν ναι, πώς καταφέρνει ένας άνθρωπος μέσα απ’ την απλότητα του λόγου να εκφράσει τόσο γλαφυρά, σχεδόν ποιητικά, τη λαϊκή σοφία;
Κοιτάτε. Αυτό είναι κάτι έμφυτο, το έχεις από μικρός. Έγραφε, έπαιζε και τραγουδούσε μαζί. Ήταν, όπως προείπα, άνθρωπος που του άρεσε να απομονώνεται. Φανταστείτε ότι, όταν δημιουργούσε , δεν έγραφε σε κανένα σαλόνι. Κλειδωνόταν με τις ώρες σε ένα υπόγειο του σπιτιού, με μια καρέκλα κι ένα ντιβανάκι· εκεί ήταν το «βασίλειό» του. Απ’ αυτό το υπόγειο πέρασαν όλοι: η «τετράς του Πειραιά», η Γκρέυ, ο Ζαγοραίος, η Πόλυ Πάνου, η Γιώτα Λύδια, όλη η Columbia, o Tσιτσάνης, ο Μπιθικώτσης, ο Παπαϊωάννου κ.ά. Κατάφερνε δηλαδή, μέσα από την απομόνωση, μέσα απ’ την απλότητα της ζωής του να συναντήσει την πολυπλοκότητα της ποίησης, πράγμα που συμβαίνει σπάνια, ήταν θεόσταλτος.
Απόδειξη για το μεγαλείο της γραφής του είναι ότι υπάρχει ένα βιβλίο, τιτλοφορείται Λύρα, όπου δίπλα στον Λαπαθιώτη, τον Πολέμη, το Βιζυηνό κ.α, δεσπόζει η στιχουργία του Μάρκου. Δεν μπορείς να διαχωρίσεις την ποίηση από τους στίχους του. Άλλωστε, τόσο οι ποιητές, όσο και εκείνος πραγματεύονταν το ίδιο πράμα, τη ζωή. Ο Μάρκος έγραφε για τον άνθρωπο. Υπάρχει, για παράδειγμα, κάποιος που έχει κάνει φυλακή, άνθρωπος του περιθωρίου, που να μην κάνει «χαρακίρι» με το Απελπίστηκα; Το ίδιο συμβαίνει με όλα του τα τραγούδια, τα οποία, ένα προς ένα, είναι συσπείρωση ανθρώπων και βιωμάτων.
Άνθρωποι σαν το Μάρκο δεν ανήκουν πουθενά. Δεν ξέρω αν μπορώ να τον τοποθετήσω κάπου. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι αγαπούσε τους ανθρώπους και βοήθησε πολύ κόσμο. Ήταν ξηγημένος, τίμιος, παρά τη φτώχεια και τις πουστιές που του ‘παιζαν κατά καιρούς, την υποτίμηση και όλα όσα τον καταρράκωσαν. Ναι, η ψυχή του Μάρκου- η ψυχή ενός ανθρώπου που μίλησε για τον πόνο, τον έρωτα, τη γυναίκα· ενός ανθρώπου που κατέκρινε την αδικία, δεν μπορούσε-ήταν αδύνατο να ταυτιστεί με οποιαδήποτε μορφή εξουσίας.
Πολλά τραγούδια του, αρκετά εξ αυτών λογοκριμένα, όπως «ο Μάρκος πρωθυπουργός», είχαν πολιτικό στίχο χωρίς όμως να είναι πολιτικά στρατευμένα σε μια εποχή μάλιστα έντονων πολιτικών εξελίξεων. Πού το αποδίδετε εσείς αυτό;
Ο Μάρκος ήταν ένας ευεργέτης των ανθρώπων, ο οποίος καλλιεργούσε το κέφι σε μεγάλο βαθμό. Μπορούσε και έπιανε τον παλμό του κόσμου. Ο τρόπος που έπαιζε, ο τρόπος που τραγουδούσε ήταν μοναδικός. Με λίγα λόγια, τα τραγούδια του, τού «πήγαιναν, ήταν καρμπόν με το «είναι» του. Όσο για τα πολιτικά, καταρχάς όταν συνέβαιναν όλα όσα συνέβησαν ο Μάρκος δεν είχε να φάει, δεν είχε το χρόνο να ασχοληθεί, έπρεπε να λύσει άλλα προβλήματα πρώτα. Συν τοις άλλοις, ένας άνθρωπος του πνεύματος δεν μπορούσε να μπει στα «χαρακώματα» των κομμάτων. Πίστευε ακράδαντα ότι το να βοηθήσεις κάποιον δεν απαιτεί την ενεργή ενασχόλησή σου με την πολιτική. Είχε βοηθήσει από δεξιούς και βασιλικούς μέχρι κεντρώους και αριστερούς. Δεν είχε ταμπέλα· δεν μπορούσε να ταχθεί με τη μία ή την άλλη πλευρά. Ό,τι πίστευε το κρατούσε για τον εαυτό του ή το διοχέτευε σαν παράπονο μέσα στα τραγούδια του.
Έχει λεχθεί ότι ο Βαμβακάρης κατάφερε κάτι εξαιρετικά σημαντικό: να ενώσει τα τραγούδια της Πόλης με τα σμυρναίικα και την κλασική μουσική. Ερειδόμενοι σ’ αυτήν την παραδοχή , δυνάμεθα να θεωρήσουμε τα τραγούδια του μια ιστορική πηγή στην οποία μπορούμε να προστρέξουμε όσοι αναζητούμε τις ρίζες μας;
Πριν το Μάρκο, υπήρχαν οι οπερέτες, οι μαντολινάτες και το «ελαφρό» τραγούδι· μέχρι που ήρθαν οι Μικρασιάτες με την Καταστροφή και άλλαξαν όλα. Έφεραν τη μουσική τους και μαζί μ’ αυτήν ήρθαν και σπουδαίοι καλλιτέχνες. Η Σμύρνη είχε «ιερά τέρατα» φωνητικά· η Ρόζα, η Ρίτα, ο Αραπάκης, ο Νταλκάς, ο Παγιουμτζής και τόσοι άλλοι. Σημείο αναφοράς για το τραγούδι ήταν η Κοκκινιά, αλλά και εν γένει ο Πειραιάς: το Κερατσίνι, η Αγία Σοφία, η Αγία Σωτήρα, τα Ταμπούρια, ο Κορυδαλλός, το Αιγάλεω, όλες αυτές οι περιοχές γεννούσαν ταλέντα, ήταν νόμος.
Ο Μάρκος, αγαπούσε πολύ τους Σμυρνιούς, οι πρώτοι συνεργάτες (και φίλοι του) ήταν απ’ τη Σμύρνη. Όλοι αυτοί, όπως ο Περιστέρης για παράδειγμα, κατάλαβαν απ’ την πρώτη στιγμή το «ιδιαίτερο» στοιχείο του. Ήταν εκείνος που θεμελίωσε τη ρεμπέτικη μουσική. Μόλις έγραψε το πρώτου του τραγούδι στην Οντεόν έγινε χαμός, φανταστείτε ότι αυξήθηκαν οι πωλήσεις των γραμμοφώνων. Θέλω να πω, για να το συνοψίσω, ότι ο Μάρκος κατάφερε να ενώσει όλα αυτά τα μουσικά στοιχεία- ακούσματα και να δημιουργήσει το δικό του μοναδικό και αξεπέραστο ύφος. Κάθε φορά που σκέφτομαι την πορεία και τα παιξίματά του, τη συνεισφορά του στη λαϊκή μας παράδοση, λέω: να, μια ωραία κολώνα του Παρθενώνα. Ένας νέος, ειδικά αν ασχολείται με τη λαϊκή μουσική, πρέπει οπωσδήποτε να περάσει από το «σχολείο» Βαμβακάρης.
Προηγουμένως αναφέρατε ότι ένα από τα δομικά στοιχεία τα στιχουργικής και μουσικής πορείας του Μάρκου ήταν ο έρωτας. Στη ζωή του, τι ρόλο έπαιζε το ερωτικό στοιχείο, δεδομένης, όπως είπατε, της κατάθεσης των βιωματικών του εμπειριών στα τραγούδια του;
Ο Μάρκος ήταν θύμα του έρωτα. Αγαπούσε τις γυναίκες πολύ, αλλά κι εκείνες τον αγαπούσαν. Τις υπεραγαπούσε, για αυτό και τις έκανε τραγούδια. Ζωγράφιζε την κάθε μια με το μυαλό του και την αποτύπωνε στο μουσικό του «καμβά»· ήταν με δύο λόγια κιμπάρης. Και να πούμε και κάτι ακόμη. Είναι πολύ σημαντικό να σ’ αγαπάνε οι γυναίκες, και τον Μάρκο τον αγαπούσαν· τον αγαπούσαν γιατί, παρότι πέρασε ό,τι πέρασε, δεν γύρισε ποτέ να ανταποδώσει με πισώπλατα μαχαιρώματα, ήταν ντόμπρος και ευθύς και αυτό το εκτιμούσαν όλες.
Στις μέρες μας, πολλά ρεμπέτικα τραγούδια έχουν διασκευαστεί, όπως η «φραγκοσυριανή», κάτι για το οποίο έχετε εκφραστεί θετικά στο παρελθόν. Θεωρείτε πως αν στρέψουμε το βλέμμα μας στο ρεμπέτικο, ακόμη κι μ’ αυτήν την οπτιμιστική προσέγγιση, μπορούμε να απαντήσουμε σε ερωτήματα της εποχής μας;
Από το τραγούδι μπορεί να προκύψουν πολλά πράγματα. Κάθε τραγούδι διαμορφώνει συνειδήσεις. Έτσι και τα τραγούδια του Μάρκου. Μπορείς να πεις, αλλά και να αλλάξεις πράγματα. Το τραγούδι έχει πολλαπλή λειτουργία. Υπάρχουν τραγούδια που σε καθοδηγούν· άλλα σε προβληματίζουν, άλλα σε ευχαριστούν και άλλα σε λυπούν. Το κάθε ένα έχει το σκοπό του. Το σημαντικό, όμως, είναι το τραγούδι να αποτελεί μέρος της «αλήθειας» σου, όχι εμπόρευμα. Με το μυαλό σου, τη σύνθεση και το ύφος σου να μιλάς μέσα απ’ τη μουσική σου. Τώρα, σχετικά με την ουσία του ερωτήματός σας, προσωπικά πιστεύω ότι ένα δυνατό τραγούδι είναι πάντα επίκαιρο, έχει κάτι να πει σε κάθε εποχή. Τρανό παράδειγμα είναι η απήχηση που είχε η διασκευή της «φραγκοσυριανής», όπως είπατε, που έκανε πάταγο. Ή το γεγονός ότι ετοιμάζονται και νέες διασκευές των τραγουδιών του Μάρκου. Θέλω να πω με όλα αυτά ότι το τραγούδι με μέταλλο, το τραγούδι που «χτυπά φλέβα» θα παραμένει ζωντανό, θα είναι ένας ζωντανός οργανισμός μέσα στο χρόνο.
Αν ζούσε σήμερα, με δεδομένη την άσχημη κατάσταση της χώρας μας, χωρίς βέβαια να συγκρίνουμε τις εποχές, θεωρείτε ότι θα είχε την ίδια στάση ζωής- μιλώντας πάντα ως «αληθινός άνθρωπος» για τους ανθρώπους;
Μακάρι να ζούσε. Αυτό είναι κάτι που το σκέφτομαι πολλές φορές. Ακόμη και 80 και 90 χρονών να ήταν θα μπορούσε να πει μερικά λόγια για όσα βιώνουμε. Ήταν μια ανοιχτή εγκυκλοπαίδεια· έλεγε κουβέντες που έπρεπε να τις σκαλίζεις σε μάρμαρο, ήταν «πρόκα» όσα έγραφε, στόχευαν απευθείας στην ουσία. Επαναλαμβάνω ότι ο λόγος που χαίρει τέτοιας αναγνωσιμότητας και αγάπης, ο λόγος επίσης που είναι πάντα επίκαιρος , είναι γιατί δεν έκανε εμπόρευμα όλα όσα έγραφε και έπαιζε. Η ωραιότητα ήταν η πληρωμή του. Απαξίωνε το χρήμα, για αυτό και εξασφάλιζε μόνο τα βασικά για την επιβίωση της οικογένειάς του. Ήταν ελεύθερος, ακριβώς γιατί δεν «τον κρατούσε» το χρήμα.
Πηγή: nostimonimar.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου