23 Οκτ 2018

Νίκος Εγγονόπουλος: «Μέσα μου πρώτα είμαι ζωγράφος. Η ποίηση είναι για τις πιο δύσκολες ώρες»


eggonopoulos2

Νίκος Εγ­γο­νό­που­λος, ο κυ­ριό­τε­ρος εκ­πρό­σω­πος του υπερ­ρε­α­λι­στι­κού πνεύ­μα­τος στη νε­ο­ελ­λη­νι­κή τέχνη και από τους ση­μα­ντι­κό­τε­ρους εκ­φρα­στές του στο χώρο της ελ­λη­νι­κής ποί­η­σης.
Γεν­νή­θη­κε στην Αθήνα στις 21 Οκτω­βρί­ου 1907. Το 1914 η οι­κο­γέ­νεια τα­ξι­δεύ­ει στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη αλλά λόγω του πο­λέ­μου ανα­γκά­ζε­ται να μεί­νει εκεί. Πέ­ρα­σε τα μα­θη­τι­κά του χρό­νια (1919-1927) εσω­τε­ρι­κός σε σχο­λείο του Πα­ρι­σιού.
«Αυτοπροσωπογραφία», 1935
«Αυ­το­προ­σω­πο­γρα­φία», 1935
Επι­στρέ­φει στην Ελ­λά­δα το 1927 για να υπη­ρε­τή­σει τη θη­τεία του ως ακρο­βο­λι­στής στο 1o Σύ­νταγ­μα Πε­ζι­κού. Απο­λύ­θη­κε το 1928 κι ερ­γά­στη­κε ως το 1930 ως με­τα­φρα­στής σε τρά­πε­ζα και ως γρα­φέ­ας στο Πα­νε­πι­στή­μιο Αθη­νών. Πα­ράλ­λη­λα, φοι­τού­σε σε Νυ­χτε­ρι­νό Γυ­μνά­σιο. Από το 1930 έως το 1933 ερ­γά­στη­κε ως σχε­δια­στής στη Διεύ­θυν­ση Σχε­δί­ων Πό­λε­ως του Υπουρ­γεί­ου Δη­μο­σί­ων Έργων. Το 1932 γρά­φτη­κε στην Ανω­τά­τη Σχολή Καλών Τε­χνών με δά­σκα­λο τον Κων­στα­ντί­νο Παρ­θέ­νη, ενώ φοί­τη­σε στο ερ­γα­στή­ριο του Φώτη Κό­ντο­γλου και γνω­ρί­στη­κε με τον Γιάν­νη Τσα­ρού­χη και τον Δη­μή­τρη Πι­κιώ­νη.
Το 1939 πραγ­μα­το­ποιεί την πρώτη του ατο­μι­κή έκ­θε­ση. ενώ ένα χρόνο νω­ρί­τε­ρα είχε εκ­δώ­σει την πρώτη του ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή με τον χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τίτλο «Μην ομι­λεί­τε εις τον οδη­γόν»,
Το 1941 πο­λέ­μη­σε στο Αλ­βα­νι­κό μέ­τω­πο και αιχ­μα­λω­τί­σθη­κε από τους Γερ­μα­νούς. Με­τα­φέρ­θη­κε σε στρα­τό­πε­δο ερ­γα­σί­ας, απ’ όπου δρα­πέ­τευ­σε και επέ­στρε­ψε στην Αθήνα με τα πόδια.
Το 1944, με νωπές τις ανα­μνή­σεις του πο­λέ­μου, πα­ρου­σιά­ζει τον «Μπο­λι­βάρ», την κο­ρυ­φαία στιγ­μή της ποί­η­σής του.
Το 1945 ξε­κί­νη­σε πα­νε­πι­στη­μια­κή κα­ριέ­ρα στο ΕΜΠ ως βοη­θός στην έδρα Δια­κο­σμη­τι­κής και Ελευ­θέ­ρου Σχε­δί­ου η οποία ολο­κλη­ρώ­θη­κε το 1973 με τη συ­ντα­ξιο­δό­τη­σή του.
Πέ­θα­νε στις 31 Οκτω­βρί­ου 1985

 Ευ­ρω­παϊ­κός υπερ­ρε­α­λι­σμός

Ο Ν. Εγ­γο­νό­που­λος βρέ­θη­κε στο Πα­ρί­σι τις πρώ­τες δε­κα­ε­τί­ες του 20ού αιώνα. Στη γαλ­λι­κή πρω­τεύ­ου­σα του με­σο­πο­λέ­μου, η υπερ­ρε­α­λι­στι­κή πρό­τα­ση σή­μα­νε μια πραγ­μα­τι­κή επα­νά­στα­ση στις ιδέες, την τέχνη και την ίδια τη ζωή. Πρώ­τοι οι ποι­η­τές δια­τύ­πω­σαν τις αρχές του κι­νή­μα­τος και ορα­μα­τί­ζο­νταν να με­τα­μορ­φώ­σουν τον κόσμο με την από­δο­ση των συ­ναι­σθη­μά­των και την απε­λευ­θέ­ρω­ση των συ­νειρ­μών. Στους στί­χους του Αντρέ Μπρε­τόν (ηγέ­της του κι­νή­μα­τος), του Λ. Αρα­γκόν, του Π. Ελυάρ και στους πί­να­κες του Ερνστ, του Μασόν, του Μιρό και αρ­γό­τε­ρα του Νταλί, οι αν­θρώ­πι­νες μορ­φές και τα αντι­κεί­με­να βγή­καν για πρώτη φορά από το πε­ρι­βάλ­λον τους και το­πο­θε­τή­θη­καν πλάι – πλάι σε σχέ­σεις απροσ­δό­κη­τες.
Μέσα στη δε­κα­ε­τία του 1930, ο Ν. Εγ­γο­νό­που­λος είναι ένας από τους λί­γους καλ­λι­τέ­χνες που θα δο­κι­μά­σουν να φέ­ρουν το μή­νυ­μα του νέου ρεύ­μα­τος στην ελ­λη­νι­κή πνευ­μα­τι­κή ζωή. Οι πηγές που χρη­σι­μο­ποιεί προ­έρ­χο­νται από την ελ­λη­νι­κή πα­ρά­δο­ση, την αρ­χαία, τη βυ­ζα­ντι­νή και τη νε­ό­τε­ρη, αλλά ο τρό­πος, που τις επε­ξερ­γά­ζε­ται, δα­νεί­ζε­ται στοι­χεία από τον πρω­το­πο­ρια­κό ευ­ρω­παϊ­κό υπερ­ρε­α­λι­σμό. Βα­σι­κές αφε­τη­ρί­ες για τη δια­μόρ­φω­ση της ζω­γρα­φι­κής του γλώσ­σας υπήρ­ξαν η μα­θη­τεία του κοντά στον Κ. Παρ­θέ­νη (ο οποί­ος τον μύησε στις ανα­ζη­τή­σεις του ιμπρε­σιο­νι­σμού και τον Σεζάν), η θη­τεία του στην τε­χνι­κή του Φ. Κό­ντο­γλου και, κυ­ρί­ως, η επαφή του με την ποί­η­ση του Α. Εμπει­ρί­κου και το έργο του Τζιόρ­τζιο ντε Κί­ρι­κο.

Ει­κα­στι­κές «ψυ­χο­γρα­φί­ες»

Η συ­νά­ντη­σή του με τον αρ­χι­τέ­κτο­να Δη­μή­τρη Πι­κιώ­νη θα είναι εξί­σου κα­τα­λυ­τι­κή. Ο Ν. Εγ­γο­νό­που­λος συμ­με­τέ­χει στις απο­στο­λές που ορ­γα­νώ­νει ο με­γά­λος αρ­χι­τέ­κτο­νας και ο σύλ­λο­γος «Ελ­λη­νι­κή Λαϊκή Τέχνη» της Αγ. Χα­τζη­μι­χά­λη για τη με­λέ­τη της λαϊ­κής αρ­χι­τε­κτο­νι­κής στις πό­λεις της Δ. Μα­κε­δο­νί­ας, της Ηπεί­ρου και της Θεσ­σα­λί­ας. Μά­λι­στα, ο Δ. Πι­κιώ­νης θα χα­ρα­κτη­ρί­σει τις προ­σό­ψεις των σπι­τιών που ζω­γρά­φι­σε ο Εγ­γο­νό­που­λος «ψυ­χο­γρα­φί­ες».
Η έκ­δο­ση της πρώ­της ποι­η­τι­κής του συλ­λο­γής προ­κα­λεί αρ­νη­τι­κά σχό­λια, όμως, ο «Μπο­λι­βάρ» κυ­κλο­φο­ρεί στην αρχή σε χει­ρό­γρα­φα και δια­βά­ζε­ται σε συ­γκε­ντρώ­σεις αντι­στα­σια­κών. Ακο­λου­θεί η συμ­με­το­χή του στην καλ­λι­τε­χνι­κή κί­νη­ση «Αρμός», που προ­σπα­θεί να προ­ω­θή­σει μια σύγ­χρο­νη αι­σθη­τι­κή για την Ελ­λά­δα. Από την πρώτη με­τα­πο­λε­μι­κή δε­κα­ε­τία, το έργο του άρ­χι­σε να κα­θιε­ρώ­νε­ται στα­θε­ρά, απο­σπώ­ντας το εν­δια­φέ­ρον των Ελ­λή­νων και ξένων κρι­τι­κών.
Το 1954 εκ­προ­σώ­πη­σε επί­ση­μα τη χώρα μας στην Μπιε­νά­λε της Βε­νε­τί­ας, ενώ ση­μα­ντι­κή ήταν η πο­λύ­χρο­νη (1954-1973) δι­δα­σκα­λία ελεύ­θε­ρου σχε­δί­ου. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά είναι τα λόγια του Ν. Εγ­γο­νό­που­λου , γι’ αυτό το θέμα: «Ημου­να τριά­ντα πέντε χρό­νια δά­σκα­λος στο Πο­λυ­τε­χνείο. Οι τε­λευ­ταί­ες γε­νιές των αρ­χι­τε­κτό­νων πέ­ρα­σαν από τα χέρια μου, αλλά δεν κα­τά­φε­ρα να τους δι­δά­ξω τί­πο­τα. Αυτοί που γέ­μι­σαν την Αθήνα πο­λυ­κα­τοι­κί­ες και σκέ­πα­σαν τον Παρ­θε­νώ­να και τα πάντα, ήτανε μα­θη­τές μου». Τόσο στα έργα της πρώ­της σου­ρε­α­λι­στι­κής πε­ριό­δου, όσο και στις συν­θέ­σεις της δε­κα­ε­τί­ας 1950-1960 και μετά, ο καλ­λι­τέ­χνης δια­μορ­φώ­νει μια σύγ­χρο­νη αντί­λη­ψη της μυ­θο­γρα­φί­ας, από την οποία δε λεί­πει η χιου­μο­ρι­στι­κή, αλλά και συχνά δρα­μα­τι­κή αντί­λη­ψη της ιστο­ρί­ας.
Πηγή: Ρι­ζο­σπά­στης

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More