Νίκος Εγγονόπουλος, ο κυριότερος
εκπρόσωπος του υπερρεαλιστικού πνεύματος στη νεοελληνική
τέχνη και από τους σημαντικότερους εκφραστές του στο χώρο της
ελληνικής ποίησης.
Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 21 Οκτωβρίου
1907. Το 1914 η οικογένεια ταξιδεύει στην Κωνσταντινούπολη
αλλά λόγω του πολέμου αναγκάζεται να μείνει εκεί. Πέρασε τα
μαθητικά του χρόνια (1919-1927) εσωτερικός σε σχολείο του
Παρισιού.
Επιστρέφει στην Ελλάδα το 1927 για να υπηρετήσει τη θητεία
του ως ακροβολιστής στο 1o Σύνταγμα Πεζικού. Απολύθηκε το 1928
κι εργάστηκε ως το 1930 ως μεταφραστής σε τράπεζα και ως
γραφέας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Παράλληλα, φοιτούσε σε
Νυχτερινό Γυμνάσιο. Από το 1930 έως το 1933 εργάστηκε ως
σχεδιαστής στη Διεύθυνση Σχεδίων Πόλεως του Υπουργείου
Δημοσίων Έργων. Το 1932 γράφτηκε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών
με δάσκαλο τον Κωνσταντίνο Παρθένη, ενώ φοίτησε στο
εργαστήριο του Φώτη Κόντογλου και γνωρίστηκε με τον Γιάννη
Τσαρούχη και τον Δημήτρη Πικιώνη.Το 1939 πραγματοποιεί την πρώτη του ατομική έκθεση. ενώ ένα χρόνο νωρίτερα είχε εκδώσει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν»,
Το 1941 πολέμησε στο Αλβανικό μέτωπο και αιχμαλωτίσθηκε από τους Γερμανούς. Μεταφέρθηκε σε στρατόπεδο εργασίας, απ’ όπου δραπέτευσε και επέστρεψε στην Αθήνα με τα πόδια.
Το 1944, με νωπές τις αναμνήσεις του πολέμου, παρουσιάζει τον «Μπολιβάρ», την κορυφαία στιγμή της ποίησής του.
Το 1945 ξεκίνησε πανεπιστημιακή καριέρα στο ΕΜΠ ως βοηθός στην έδρα Διακοσμητικής και Ελευθέρου Σχεδίου η οποία ολοκληρώθηκε το 1973 με τη συνταξιοδότησή του.
Πέθανε στις 31 Οκτωβρίου 1985
Ευρωπαϊκός υπερρεαλισμός
Ο Ν. Εγγονόπουλος βρέθηκε στο Παρίσι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Στη γαλλική πρωτεύουσα του μεσοπολέμου, η υπερρεαλιστική πρόταση σήμανε μια πραγματική επανάσταση στις ιδέες, την τέχνη και την ίδια τη ζωή. Πρώτοι οι ποιητές διατύπωσαν τις αρχές του κινήματος και οραματίζονταν να μεταμορφώσουν τον κόσμο με την απόδοση των συναισθημάτων και την απελευθέρωση των συνειρμών. Στους στίχους του Αντρέ Μπρετόν (ηγέτης του κινήματος), του Λ. Αραγκόν, του Π. Ελυάρ και στους πίνακες του Ερνστ, του Μασόν, του Μιρό και αργότερα του Νταλί, οι ανθρώπινες μορφές και τα αντικείμενα βγήκαν για πρώτη φορά από το περιβάλλον τους και τοποθετήθηκαν πλάι – πλάι σε σχέσεις απροσδόκητες.
Μέσα στη δεκαετία του 1930, ο Ν. Εγγονόπουλος είναι ένας από τους λίγους καλλιτέχνες που θα δοκιμάσουν να φέρουν το μήνυμα του νέου ρεύματος στην ελληνική πνευματική ζωή. Οι πηγές που χρησιμοποιεί προέρχονται από την ελληνική παράδοση, την αρχαία, τη βυζαντινή και τη νεότερη, αλλά ο τρόπος, που τις επεξεργάζεται, δανείζεται στοιχεία από τον πρωτοποριακό ευρωπαϊκό υπερρεαλισμό. Βασικές αφετηρίες για τη διαμόρφωση της ζωγραφικής του γλώσσας υπήρξαν η μαθητεία του κοντά στον Κ. Παρθένη (ο οποίος τον μύησε στις αναζητήσεις του ιμπρεσιονισμού και τον Σεζάν), η θητεία του στην τεχνική του Φ. Κόντογλου και, κυρίως, η επαφή του με την ποίηση του Α. Εμπειρίκου και το έργο του Τζιόρτζιο ντε Κίρικο.
Εικαστικές «ψυχογραφίες»
Η συνάντησή του με τον αρχιτέκτονα Δημήτρη Πικιώνη θα είναι εξίσου καταλυτική. Ο Ν. Εγγονόπουλος συμμετέχει στις αποστολές που οργανώνει ο μεγάλος αρχιτέκτονας και ο σύλλογος «Ελληνική Λαϊκή Τέχνη» της Αγ. Χατζημιχάλη για τη μελέτη της λαϊκής αρχιτεκτονικής στις πόλεις της Δ. Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας. Μάλιστα, ο Δ. Πικιώνης θα χαρακτηρίσει τις προσόψεις των σπιτιών που ζωγράφισε ο Εγγονόπουλος «ψυχογραφίες».
Η έκδοση της πρώτης ποιητικής του συλλογής προκαλεί αρνητικά σχόλια, όμως, ο «Μπολιβάρ» κυκλοφορεί στην αρχή σε χειρόγραφα και διαβάζεται σε συγκεντρώσεις αντιστασιακών. Ακολουθεί η συμμετοχή του στην καλλιτεχνική κίνηση «Αρμός», που προσπαθεί να προωθήσει μια σύγχρονη αισθητική για την Ελλάδα. Από την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία, το έργο του άρχισε να καθιερώνεται σταθερά, αποσπώντας το ενδιαφέρον των Ελλήνων και ξένων κριτικών.
Το 1954 εκπροσώπησε επίσημα τη χώρα μας στην Μπιενάλε της Βενετίας, ενώ σημαντική ήταν η πολύχρονη (1954-1973) διδασκαλία ελεύθερου σχεδίου. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Ν. Εγγονόπουλου , γι’ αυτό το θέμα: «Ημουνα τριάντα πέντε χρόνια δάσκαλος στο Πολυτεχνείο. Οι τελευταίες γενιές των αρχιτεκτόνων πέρασαν από τα χέρια μου, αλλά δεν κατάφερα να τους διδάξω τίποτα. Αυτοί που γέμισαν την Αθήνα πολυκατοικίες και σκέπασαν τον Παρθενώνα και τα πάντα, ήτανε μαθητές μου». Τόσο στα έργα της πρώτης σουρεαλιστικής περιόδου, όσο και στις συνθέσεις της δεκαετίας 1950-1960 και μετά, ο καλλιτέχνης διαμορφώνει μια σύγχρονη αντίληψη της μυθογραφίας, από την οποία δε λείπει η χιουμοριστική, αλλά και συχνά δραματική αντίληψη της ιστορίας.
Πηγή: Ριζοσπάστης
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου