https://www.psychologynow.gr
«Οτιδήποτε βλέπεις μπορεί να γίνει ένα παραμύθι και
μπορείς να βγάλεις μια ιστορία από οτιδήποτε αγγίξεις». (Χανς Κρίστιαν
Άντερσεν)
Με τον όρο Ψυχική Ανθεκτικότητα εννοούμε την ικανότητα του ατόμου να προσαρμόζεται με επιτυχία στην αντιμετώπιση κοινωνικών δυσκολιών ή γενικά πολύ απαιτητικών ή και επικίνδυνων συνθηκών (Pecillo, 2016). Όταν ένας άνθρωπος βομβαρδίζεται καθημερινά από στρες, αυτό διαταράσσει την εσωτερική και εξωτερική του αίσθηση ισορροπίας, παρουσιάζοντάς του παράλληλα προκλήσεις αλλά και ευκαιρίες ζωής. Η Ψυχική Ανθεκτικότητα είναι η ικανότητα να επανέρχεται κάποιος από μια αρνητική εμπειρία χωρίς μεγάλες αλλαγές στη λειτουργικότητάς του.
Η παιδική ψυχική ανθεκτικότητα αναφέρεται στα παιδιά που τα καταφέρνουν καλύτερα απ’το αναμενόμενο, ενώ έχουν ένα ιστορικό ζωής που περιλαμβάνει δύσκολες ή επικίνδυνες εμπειρίες. Σύμφωνα με τον Masten (2001) δεν υφίσταται ο όρος «άφθαρτο παιδί» που ξεπερνά οποιοδήποτε εμπόδιο και επικινδυνότητα που αντιμετωπίζει στη ζωή του. Η ψυχική ανθεκτικότητα είναι το αποτέλεσμα ενός τεράστιου αριθμού αναπτυξιακών διαδικασιών, που έχει επιτρέψει σε παιδιά που αντιμετωπίζουν δύσκολες καταστάσεις να συνεχίζουν να αναπτύσσονται κανονικά ενώ άλλα παιδιά δεν μπορούν (Yatesetal., 2003).
Μέσα απ’την προσπάθεια των ερευνητών να κατανοήσουν το πώς καταφέρνουν τόσα παιδιά να ανταποκριθούν σε αντίξοοες συνθήκες συνειδητοποίησαν ότι υπάρχουν διάφοροι παράγοντες που βοηθούν στην ανάπτυξη και διατήρηση της ψυχικής ανθεκτικότητας (Fredrickson & Branigan, 2005):
Τα παιδιά όμως καθώς μεγαλώνουν καλούνται να βιώσουν και πολλές αρνητικές εμπειρίες, έτσι τόσο οι γονείς όσο και οι εκπαιδευτικοί πρέπει να βρουν υγιείς τρόπους ώστε τα παιδιά να μπορούν να αντιμετωπίσουν δυσκολίες, προκλήσεις αλλά και κινδύνους στην κοινωνία. Στο σημείο αυτό αναρωτιόμαστε κατά πόσο τα παραμύθια μπορούν να αποτελέσουν το εργαλείο εκείνο που μπορεί να συμβάλει στην ενίσχυση της παιδικής ψυχικής ανθεκτικότητας.
Η Dr. Teresa Graham μέσα από το άρθρο της «DO YOU WANT YOUR CHILD TO BE RESILIENT?» (2005) απευθυνόμενη στους γονείς τους καλούσε να αναρωτηθούν κατά πόσο γνωρίζουν τα οφέλη των παραμυθιών που διαβάζουν στα παιδιά τους ειδικά σε συναισθηματικό επίπεδο. Όπως χαρακτηριστικά τονίζει η ψυχολόγος και αρθρογράφος, κάθε παραμύθι έχει ένα πολύ συγκεκριμένο μοτίβο: τον αθώο και συνήθως νεαρό πρωταγωνιστή και τους «κακούς» που του δημιουργούν προβλήματα και πολλές αντιξοότητες σε σημείο που να τον κάνουν να υποφέρει (π.χ. Σταχτοπούτα, Χιονάτη κ.α.), ώσπου κάποια στιγμή κάτι γίνεται και ο πρωταγωνιστής σώζεται. Το κεντρικό μήνυμα απ’αυτές τις ιστορίες είναι ότι μπορεί κάποιος να βιώσει φρικτές εμπειρίες, όμως υπάρχει η δυνατότητα να ξεφύγει και να ζήσει τελικά μια όμορφη και λειτουργική ζωή. Για την επίτευξη του τελευταίου χρειάζεται η ψυχική ανθεκτικότητα.
Τα παραμύθια δείχνουν ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά αποτελείται από πολλές συγκρούσεις και έχουν σκοπό τη διδαχή. Το παιδί ακούγοντας την ιστορία αναμένεται να επεξεργαστεί συνειδητά ή ασυνείδητα τα σύμβολα ενός παραμυθιού και έτσι να του δοθεί το κίνητρο μέσα από έναν ευχάριστο τρόπο να αναμένει να αντιμετωπίσει διάφορες προκλήσεις στη ζωή του (Danilewitz, 1991). Η ουσία του να αφηγείται ένας γονιός παραμύθια στο παιδί του έγκειται στη σημασία της αλληλεπίδρασης και του διαλόγου που αναπτύσσεται μεταξύ τους. Στη συνέχεια το παιδί αλληλεπιδρά με το ίδιο το παραμύθι και τα νοήματά του και μέσω αυτής της διαδικασίας αρχίζει και διαχειρίζεται διάφορα αναπτυξιακά θέματα και προβληματισμούς. Η κάθε ιστορία λειτουργεί σαν αντικείμενο εναπόθεσης των συναισθημάτων κάθε παιδιού.
Σύμφωνα με τον Bettelheim (1988) το περιεχόμενο της ιστορίας που επιλέγει ένα παιδί δεν αντανακλά την εξωτερική του πραγματικότητα αλλά τα εσωτερικά του προβλήματα, τα οποία φαίνονται μη κατανοητά, άρα και δύσκολα προς επίλυση. Το παραμύθι βοηθά το παιδί να εξωτερικεύσει τις εσωτερικές του συγκρούσεις και να προσπαθήσει να τις επεξεργαστεί. Τα παιδιά αναζητούν λύσεις για να επιλύσουν τα εσωτερικά τους προβλήματα. Τα παραμύθια βοηθούν το παιδί στην προσπάθεια να λύσουν αυτά τα προβλήματα, δίνοντάς τους τόσο μαγικές όσο και αληθινές απαντήσεις που τους μαθαίνει πώς να ελέγχουν τις συγκρούσεις στον πραγματικό κόσμο.
Σε κάθε παραμύθι το καλό και το κακό παρουσιάζεται μέσω χαρακτήρων και προσώπων και η αντιπαλότητά τους είναι που διαμορφώνει το ηθικό δίλημμα και ότι χρειάζεται προσπάθεια για να λυθεί. Τα παραμύθια εμπεριέχουν επίσης το βίωμα της εγκατάλειψης και τρόπους που ο κάθε ήρωας αμύνεται εναντίον της και τη ξεπερνάει (Bettelheim, 1988). Το γεγονός όμως ότι το καλό πάντα νικάει στο τέλος δεν είναι αυτό που προωθεί την ηθική, αλλά το γεγονός ότι το παιδί ταυτίζεται με τον ήρωα και τις προσπάθειες που κάνει να ανταπεξέλθει των δυσκολιών.
Το μήνυμα κάθε παραμυθιού στα παιδιά είναι ότι η πάλη έναντι των αντιξοοτήτων της ζωής είναι αναπόφευκτη, είναι μέρος της ίδιας της ύπαρξής μας, όμως κάποιος μπορεί να διαχειριστεί τα εμπόδια και να βγει νικητής στο τέλος. Τα παραμύθια αντιμετωπίζουν το υπαρξιακό άγχος και τα διλήμματα αρκετά σοβαρά. Η ανάγκη να αγαπάς και να αγαπιέσαι, ο φόβος ότι κάποιος θεωρεί τον εαυτό του χωρίς αξία, η αγάπη για τη ζωή και ο θάνατος είναι κάποιο βασικοί θεματικοί άξονες των παραμυθιών.
Απ’ την άλλη κάποια παραμύθια δεν έχουν στόχο να προωθήσουν στα παιδιά τη σημασία των καλών και λανθασμένων επιλογών αλλά να τους δώσουν ελπίδα ότι ακόμα και ο πιο αδύναμος μπορεί να τα καταφέρει, ότι ακόμα και ένα παιδί έχει δύναμη. Συχνά στα παραμύθια το να διώχνουν κάποιον χαρακτήρα απ’το σπίτι αντιπροσωπεύει την ανάγκη να ανακαλύψει κάποιος τον εαυτό του γιατί η συνειδητοποίηση του εαυτού χρειάζεται τον αποχωρισμό του περιοριστικού περιβάλλοντος του σπιτιού. Αυτό δείχνει στο παιδί ότι παρόλο που το να φύγει απ’το σπίτι αποτελεί επιθυμία δεν γίνεται με βιαστικό τρόπο, είναι ένα ταξίδι της ψυχής το οποίο αποτελεί μια διαδικασία και όχι ένα γεγονός. Αυτά τα παραμύθια προσανατολίζονται προς το μέλλον καθώς το παιδί θα φτάσει στην πλήρη ενσωμάτωση της προσωπικότητάς του όταν θα είναι πιο ώριμο.
Σύμφωνα με τον Danilewitz, το παιδί εξάγει διαφορετικές ερμηνείες για το ίδιο παραμύθι, οι οποίες βασίζονται στα ενδιαφέροντα και στις ανάγκες της εκάστοτε χρονικής στιγμής. Κάθε φορά που δίνεται στο παιδί μια αφορμή για να ξαναδιαβάσει το κάθε παραμύθι εκείνο είτε επεξεργάζεται περισσότερο γνωστά του νοήματα είτε τα αντικαθιστά με νέα. Μόνο με το επαναλαμβανόμενο άκουσμα ενός παραμυθιού και με το να δίνεται επαρκής χρόνος για να το κατανοήσει, το παιδί μπορεί να επωφεληθεί πλήρως απ’αυτό που έχει να του προσφέρει το παραμύθι σχετικά με την κατανόηση του εαυτού του και του κόσμου γύρω του.
Μόνο τότε η ελεύθερη συσχέτιση των παιδιών με το παραμύθι θα παράξει ένα πιο προσωπικό μήνυμα για αυτά και επίσης θα τα βοηθήσει να αντιμετωπίσουν τους δικούς του προβληματισμούς. Τα παιδιά εσωτερικεύουν τις προκλήσεις των ιστοριών και οι εμπειρίες τους στην πραγματική ζωή μπερδεύονται με τα ζητήματα που διαπραγματεύεται ένα παραμύθι. Το παιδί ενσωματώνει απ’τα παραμύθια τις καταστάσεις, τα συναισθήματα, τις εμπειρίες που ταιριάζουν με το εκάστοτε αναπτυξιακό στάδιο στο οποίο βρίσκονται.
Ένα παραμύθι είναι ικανό να βοηθήσει το παιδί να καταλάβει ότι άνθρωποι κάθε ηλικίας και καταγωγής έχουν παρόμοια συναισθήματα και σκέψεις με εκείνο. Επίσης το παραμύθι ενθαρρύνει το παιδί να διευρύνει τους ορίζοντές του και να αντιμετωπίσει κάθε πρόκληση με επιτυχία. Οι συσχετίσεις του παιδιού με το παραμύθι χρειάζονται για να πάρει η ιστορία μια πιο προσωπική σημασία. Το παιδί αισθάνεται ποιο απ’τα πολλά παραμύθια είναι αληθινό για την εσωτερική του κατάσταση που βιώνει τη δεδομένη χρονική στιγμή (την οποία δεν μπορεί να διαχειριστεί μόνος του) και επίσης αισθάνεται πού η ιστορία μπορεί να το βοηθήσει να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα. Επίσης οι χαρακτήρες δίνουν μια ξεκάθαρη μορφή σε έναν εσωτερικό διάλογο που το παιδί λαμβάνει υπόψιν όταν καλείται να πάρει μια απόφαση σχετικά με το πρόβλημα που αντιμετωπίζει (Bettelheim, 1988, σελ. 91).
Οι σκέψεις του παιδιού δεν ακολουθούν τη λογική ενός ενήλικα. Οι σκέψεις του είναι κυρίως φαντασιώσεις και για να οδηγηθεί σε επίλυση των προβλημάτων του, το παιδί κατασκευάζει μια φαντασίωση γύρω απ’τα προβλήματα και παίζει με τα στοιχεία της φαντασίωσης στο μυαλό του. Αυτό είναι απλά μια επεξεργασία της πραγματικότητας. Τα παιδιά που διαβάζουν παραμύθια πιστεύουν σ’αυτό το μαγικό κόσμο. Όταν η ιστορία τελειώσει και το παιδί παύει να είναι απορροφημένο απ’την πλοκή, μπορεί να αναγνωρίσει ότι κάποια σημεία αντανακλούν την πραγματικότητα όμως άλλα είναι καθαρή φαντασία.
Τα παραμύθια απευθύνονται σ’αυτό που ονομάζει ο Bettelheim «τα ψυχολογικά προβλήματα του να μεγαλώνεις»: προβλήματα όπως αδελφική αντιπαλότητα, μεταμόρφωση, το να εξετάζονται οι ικανότητές σου, απαγορευμένοι καρποί, αίσθηση καταπίεσης, αδυναμία, και το να μαθαίνεις να αναγνωρίζεις αυτούς που θα εύχονταν να είναι κάποιος άρρωστος, όπως και φόβοι εγκατάλειψης, το να μην εισπράττεις αγάπη, και ο θάνατος.
Σύμφωνα με τον Bettelheim με το να κάνουν προβολή του εαυτού τους σε φανταστικούς χαρακτήρες, τα παιδιά δουλεύουν με πραγματικούς φόβους και εσωτερικές συγκρούσεις σε ένα φανταστικό επίπεδο. Στο πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα του Bettelheim, ο τυπικός διαχωρισμός στα παραμύθια της μητέρας σε καλή (συνήθως νεκρή) μητέρα και στην διαβολικά κακή μητριά, επιτρέπει στα παιδιά να νιώσουν θυμό για τις μικρές αδικίες που τα ίδια βιώνουν στα χέρια των μητέρων τους χωρίς να απειλείται αυτή η σχέση. Όταν επιχειρούμε να κρύψουμε τις άσχημες πλευρές τις ζωής, τα παιδιά μένουν με το συναίσθημα ότι από μόνα τους έχουν καταστροφικές παρορμήσεις. Όταν διαβάζουμε στα παιδιά τα παραμύθια, σιωπηλά επιβεβαιώνουμε τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν και επικυρώνουμε την ένταση που προκύπτει στον εσωτερικό τους κόσμο.
Γνωστά παραμύθια όπως η Σταχτοπούτα και η Χιονάτη ή ακόμα και σύγχρονα όπως ο HarryPotter όχι μόνο παρουσιάζουν υπαρξιακούς προβληματισμούς στα παιδιά αλλά τους δίνουν το έναυσμα να επεξεργαστούν και να αντιμετωπίσουν τις προσωπικές προκλήσεις της ζωής τους, καθώς ταυτίζονται με τον εκάστοτε φανταστικό ήρωα. Ένα παραμύθι δεν θα λύσει σαφώς τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ένα παιδί, όμως θα του δώσει μια νέα οπτική στον προβληματισμό του και μία διέξοδο στο υπαρξιακό του άγχος. Μέσα απ’το παραμύθι ένα παιδί συνειδητοποιεί ότι δεν είναι παγκόσμια πρωτοτυπία το βίωμά του, αλλά υπάρχουν και άλλοι παγκοσμίως που έχουν βρεθεί σε αντίστοιχη δύσκολη θέση και βρήκαν τρόπο να διαχειριστούν τη δυσκολία και να την αντιμετωπίσουν.
Τα παραμύθια μπορούν λοιπόν να αξιοποιηθούν περισσότερο τόσο από τους γονείς όσο και από ανθρώπους που δουλεύουν με παιδιά, ως εργαλεία ενίσχυσης, καλλιέργειας, ερμηνείας και εξωτερίκευσης δεξιοτήτων, συναισθημάτων και προβληματισμών που αντιμετωπίζει ένα παιδί ή ένας έφηβος σε κάθε αναπτυξιακό στάδιο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Με τον όρο Ψυχική Ανθεκτικότητα εννοούμε την ικανότητα του ατόμου να προσαρμόζεται με επιτυχία στην αντιμετώπιση κοινωνικών δυσκολιών ή γενικά πολύ απαιτητικών ή και επικίνδυνων συνθηκών (Pecillo, 2016). Όταν ένας άνθρωπος βομβαρδίζεται καθημερινά από στρες, αυτό διαταράσσει την εσωτερική και εξωτερική του αίσθηση ισορροπίας, παρουσιάζοντάς του παράλληλα προκλήσεις αλλά και ευκαιρίες ζωής. Η Ψυχική Ανθεκτικότητα είναι η ικανότητα να επανέρχεται κάποιος από μια αρνητική εμπειρία χωρίς μεγάλες αλλαγές στη λειτουργικότητάς του.
Η παιδική ψυχική ανθεκτικότητα αναφέρεται στα παιδιά που τα καταφέρνουν καλύτερα απ’το αναμενόμενο, ενώ έχουν ένα ιστορικό ζωής που περιλαμβάνει δύσκολες ή επικίνδυνες εμπειρίες. Σύμφωνα με τον Masten (2001) δεν υφίσταται ο όρος «άφθαρτο παιδί» που ξεπερνά οποιοδήποτε εμπόδιο και επικινδυνότητα που αντιμετωπίζει στη ζωή του. Η ψυχική ανθεκτικότητα είναι το αποτέλεσμα ενός τεράστιου αριθμού αναπτυξιακών διαδικασιών, που έχει επιτρέψει σε παιδιά που αντιμετωπίζουν δύσκολες καταστάσεις να συνεχίζουν να αναπτύσσονται κανονικά ενώ άλλα παιδιά δεν μπορούν (Yatesetal., 2003).
Μέσα απ’την προσπάθεια των ερευνητών να κατανοήσουν το πώς καταφέρνουν τόσα παιδιά να ανταποκριθούν σε αντίξοοες συνθήκες συνειδητοποίησαν ότι υπάρχουν διάφοροι παράγοντες που βοηθούν στην ανάπτυξη και διατήρηση της ψυχικής ανθεκτικότητας (Fredrickson & Branigan, 2005):
- Η ικανότητα να κάνει κάποιος ρεαλιστικά σχέδια και να είναι ικανός να κάνει τα απαραίτητα βήματα για να φτάσει σε αυτά
- Να έχει μια θετική εικόνα για τον εαυτό του και αυτοπεποίθηση για τις ικανότητές του
- Επικοινωνιακές δεξιότητες και ικανότητα επίλυσης προβλημάτων
- Ικανότητα να διαχειρίζεται κάποιος παρορμήσεις και συναισθήματα
Τα παιδιά όμως καθώς μεγαλώνουν καλούνται να βιώσουν και πολλές αρνητικές εμπειρίες, έτσι τόσο οι γονείς όσο και οι εκπαιδευτικοί πρέπει να βρουν υγιείς τρόπους ώστε τα παιδιά να μπορούν να αντιμετωπίσουν δυσκολίες, προκλήσεις αλλά και κινδύνους στην κοινωνία. Στο σημείο αυτό αναρωτιόμαστε κατά πόσο τα παραμύθια μπορούν να αποτελέσουν το εργαλείο εκείνο που μπορεί να συμβάλει στην ενίσχυση της παιδικής ψυχικής ανθεκτικότητας.
Η Dr. Teresa Graham μέσα από το άρθρο της «DO YOU WANT YOUR CHILD TO BE RESILIENT?» (2005) απευθυνόμενη στους γονείς τους καλούσε να αναρωτηθούν κατά πόσο γνωρίζουν τα οφέλη των παραμυθιών που διαβάζουν στα παιδιά τους ειδικά σε συναισθηματικό επίπεδο. Όπως χαρακτηριστικά τονίζει η ψυχολόγος και αρθρογράφος, κάθε παραμύθι έχει ένα πολύ συγκεκριμένο μοτίβο: τον αθώο και συνήθως νεαρό πρωταγωνιστή και τους «κακούς» που του δημιουργούν προβλήματα και πολλές αντιξοότητες σε σημείο που να τον κάνουν να υποφέρει (π.χ. Σταχτοπούτα, Χιονάτη κ.α.), ώσπου κάποια στιγμή κάτι γίνεται και ο πρωταγωνιστής σώζεται. Το κεντρικό μήνυμα απ’αυτές τις ιστορίες είναι ότι μπορεί κάποιος να βιώσει φρικτές εμπειρίες, όμως υπάρχει η δυνατότητα να ξεφύγει και να ζήσει τελικά μια όμορφη και λειτουργική ζωή. Για την επίτευξη του τελευταίου χρειάζεται η ψυχική ανθεκτικότητα.
Τα παραμύθια δείχνουν ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά αποτελείται από πολλές συγκρούσεις και έχουν σκοπό τη διδαχή. Το παιδί ακούγοντας την ιστορία αναμένεται να επεξεργαστεί συνειδητά ή ασυνείδητα τα σύμβολα ενός παραμυθιού και έτσι να του δοθεί το κίνητρο μέσα από έναν ευχάριστο τρόπο να αναμένει να αντιμετωπίσει διάφορες προκλήσεις στη ζωή του (Danilewitz, 1991). Η ουσία του να αφηγείται ένας γονιός παραμύθια στο παιδί του έγκειται στη σημασία της αλληλεπίδρασης και του διαλόγου που αναπτύσσεται μεταξύ τους. Στη συνέχεια το παιδί αλληλεπιδρά με το ίδιο το παραμύθι και τα νοήματά του και μέσω αυτής της διαδικασίας αρχίζει και διαχειρίζεται διάφορα αναπτυξιακά θέματα και προβληματισμούς. Η κάθε ιστορία λειτουργεί σαν αντικείμενο εναπόθεσης των συναισθημάτων κάθε παιδιού.
Σύμφωνα με τον Bettelheim (1988) το περιεχόμενο της ιστορίας που επιλέγει ένα παιδί δεν αντανακλά την εξωτερική του πραγματικότητα αλλά τα εσωτερικά του προβλήματα, τα οποία φαίνονται μη κατανοητά, άρα και δύσκολα προς επίλυση. Το παραμύθι βοηθά το παιδί να εξωτερικεύσει τις εσωτερικές του συγκρούσεις και να προσπαθήσει να τις επεξεργαστεί. Τα παιδιά αναζητούν λύσεις για να επιλύσουν τα εσωτερικά τους προβλήματα. Τα παραμύθια βοηθούν το παιδί στην προσπάθεια να λύσουν αυτά τα προβλήματα, δίνοντάς τους τόσο μαγικές όσο και αληθινές απαντήσεις που τους μαθαίνει πώς να ελέγχουν τις συγκρούσεις στον πραγματικό κόσμο.
Σε κάθε παραμύθι το καλό και το κακό παρουσιάζεται μέσω χαρακτήρων και προσώπων και η αντιπαλότητά τους είναι που διαμορφώνει το ηθικό δίλημμα και ότι χρειάζεται προσπάθεια για να λυθεί. Τα παραμύθια εμπεριέχουν επίσης το βίωμα της εγκατάλειψης και τρόπους που ο κάθε ήρωας αμύνεται εναντίον της και τη ξεπερνάει (Bettelheim, 1988). Το γεγονός όμως ότι το καλό πάντα νικάει στο τέλος δεν είναι αυτό που προωθεί την ηθική, αλλά το γεγονός ότι το παιδί ταυτίζεται με τον ήρωα και τις προσπάθειες που κάνει να ανταπεξέλθει των δυσκολιών.
Το μήνυμα κάθε παραμυθιού στα παιδιά είναι ότι η πάλη έναντι των αντιξοοτήτων της ζωής είναι αναπόφευκτη, είναι μέρος της ίδιας της ύπαρξής μας, όμως κάποιος μπορεί να διαχειριστεί τα εμπόδια και να βγει νικητής στο τέλος. Τα παραμύθια αντιμετωπίζουν το υπαρξιακό άγχος και τα διλήμματα αρκετά σοβαρά. Η ανάγκη να αγαπάς και να αγαπιέσαι, ο φόβος ότι κάποιος θεωρεί τον εαυτό του χωρίς αξία, η αγάπη για τη ζωή και ο θάνατος είναι κάποιο βασικοί θεματικοί άξονες των παραμυθιών.
Απ’ την άλλη κάποια παραμύθια δεν έχουν στόχο να προωθήσουν στα παιδιά τη σημασία των καλών και λανθασμένων επιλογών αλλά να τους δώσουν ελπίδα ότι ακόμα και ο πιο αδύναμος μπορεί να τα καταφέρει, ότι ακόμα και ένα παιδί έχει δύναμη. Συχνά στα παραμύθια το να διώχνουν κάποιον χαρακτήρα απ’το σπίτι αντιπροσωπεύει την ανάγκη να ανακαλύψει κάποιος τον εαυτό του γιατί η συνειδητοποίηση του εαυτού χρειάζεται τον αποχωρισμό του περιοριστικού περιβάλλοντος του σπιτιού. Αυτό δείχνει στο παιδί ότι παρόλο που το να φύγει απ’το σπίτι αποτελεί επιθυμία δεν γίνεται με βιαστικό τρόπο, είναι ένα ταξίδι της ψυχής το οποίο αποτελεί μια διαδικασία και όχι ένα γεγονός. Αυτά τα παραμύθια προσανατολίζονται προς το μέλλον καθώς το παιδί θα φτάσει στην πλήρη ενσωμάτωση της προσωπικότητάς του όταν θα είναι πιο ώριμο.
Σύμφωνα με τον Danilewitz, το παιδί εξάγει διαφορετικές ερμηνείες για το ίδιο παραμύθι, οι οποίες βασίζονται στα ενδιαφέροντα και στις ανάγκες της εκάστοτε χρονικής στιγμής. Κάθε φορά που δίνεται στο παιδί μια αφορμή για να ξαναδιαβάσει το κάθε παραμύθι εκείνο είτε επεξεργάζεται περισσότερο γνωστά του νοήματα είτε τα αντικαθιστά με νέα. Μόνο με το επαναλαμβανόμενο άκουσμα ενός παραμυθιού και με το να δίνεται επαρκής χρόνος για να το κατανοήσει, το παιδί μπορεί να επωφεληθεί πλήρως απ’αυτό που έχει να του προσφέρει το παραμύθι σχετικά με την κατανόηση του εαυτού του και του κόσμου γύρω του.
Μόνο τότε η ελεύθερη συσχέτιση των παιδιών με το παραμύθι θα παράξει ένα πιο προσωπικό μήνυμα για αυτά και επίσης θα τα βοηθήσει να αντιμετωπίσουν τους δικούς του προβληματισμούς. Τα παιδιά εσωτερικεύουν τις προκλήσεις των ιστοριών και οι εμπειρίες τους στην πραγματική ζωή μπερδεύονται με τα ζητήματα που διαπραγματεύεται ένα παραμύθι. Το παιδί ενσωματώνει απ’τα παραμύθια τις καταστάσεις, τα συναισθήματα, τις εμπειρίες που ταιριάζουν με το εκάστοτε αναπτυξιακό στάδιο στο οποίο βρίσκονται.
Ένα παραμύθι είναι ικανό να βοηθήσει το παιδί να καταλάβει ότι άνθρωποι κάθε ηλικίας και καταγωγής έχουν παρόμοια συναισθήματα και σκέψεις με εκείνο. Επίσης το παραμύθι ενθαρρύνει το παιδί να διευρύνει τους ορίζοντές του και να αντιμετωπίσει κάθε πρόκληση με επιτυχία. Οι συσχετίσεις του παιδιού με το παραμύθι χρειάζονται για να πάρει η ιστορία μια πιο προσωπική σημασία. Το παιδί αισθάνεται ποιο απ’τα πολλά παραμύθια είναι αληθινό για την εσωτερική του κατάσταση που βιώνει τη δεδομένη χρονική στιγμή (την οποία δεν μπορεί να διαχειριστεί μόνος του) και επίσης αισθάνεται πού η ιστορία μπορεί να το βοηθήσει να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα. Επίσης οι χαρακτήρες δίνουν μια ξεκάθαρη μορφή σε έναν εσωτερικό διάλογο που το παιδί λαμβάνει υπόψιν όταν καλείται να πάρει μια απόφαση σχετικά με το πρόβλημα που αντιμετωπίζει (Bettelheim, 1988, σελ. 91).
Οι σκέψεις του παιδιού δεν ακολουθούν τη λογική ενός ενήλικα. Οι σκέψεις του είναι κυρίως φαντασιώσεις και για να οδηγηθεί σε επίλυση των προβλημάτων του, το παιδί κατασκευάζει μια φαντασίωση γύρω απ’τα προβλήματα και παίζει με τα στοιχεία της φαντασίωσης στο μυαλό του. Αυτό είναι απλά μια επεξεργασία της πραγματικότητας. Τα παιδιά που διαβάζουν παραμύθια πιστεύουν σ’αυτό το μαγικό κόσμο. Όταν η ιστορία τελειώσει και το παιδί παύει να είναι απορροφημένο απ’την πλοκή, μπορεί να αναγνωρίσει ότι κάποια σημεία αντανακλούν την πραγματικότητα όμως άλλα είναι καθαρή φαντασία.
Τα παραμύθια απευθύνονται σ’αυτό που ονομάζει ο Bettelheim «τα ψυχολογικά προβλήματα του να μεγαλώνεις»: προβλήματα όπως αδελφική αντιπαλότητα, μεταμόρφωση, το να εξετάζονται οι ικανότητές σου, απαγορευμένοι καρποί, αίσθηση καταπίεσης, αδυναμία, και το να μαθαίνεις να αναγνωρίζεις αυτούς που θα εύχονταν να είναι κάποιος άρρωστος, όπως και φόβοι εγκατάλειψης, το να μην εισπράττεις αγάπη, και ο θάνατος.
Σύμφωνα με τον Bettelheim με το να κάνουν προβολή του εαυτού τους σε φανταστικούς χαρακτήρες, τα παιδιά δουλεύουν με πραγματικούς φόβους και εσωτερικές συγκρούσεις σε ένα φανταστικό επίπεδο. Στο πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα του Bettelheim, ο τυπικός διαχωρισμός στα παραμύθια της μητέρας σε καλή (συνήθως νεκρή) μητέρα και στην διαβολικά κακή μητριά, επιτρέπει στα παιδιά να νιώσουν θυμό για τις μικρές αδικίες που τα ίδια βιώνουν στα χέρια των μητέρων τους χωρίς να απειλείται αυτή η σχέση. Όταν επιχειρούμε να κρύψουμε τις άσχημες πλευρές τις ζωής, τα παιδιά μένουν με το συναίσθημα ότι από μόνα τους έχουν καταστροφικές παρορμήσεις. Όταν διαβάζουμε στα παιδιά τα παραμύθια, σιωπηλά επιβεβαιώνουμε τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν και επικυρώνουμε την ένταση που προκύπτει στον εσωτερικό τους κόσμο.
Γνωστά παραμύθια όπως η Σταχτοπούτα και η Χιονάτη ή ακόμα και σύγχρονα όπως ο HarryPotter όχι μόνο παρουσιάζουν υπαρξιακούς προβληματισμούς στα παιδιά αλλά τους δίνουν το έναυσμα να επεξεργαστούν και να αντιμετωπίσουν τις προσωπικές προκλήσεις της ζωής τους, καθώς ταυτίζονται με τον εκάστοτε φανταστικό ήρωα. Ένα παραμύθι δεν θα λύσει σαφώς τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ένα παιδί, όμως θα του δώσει μια νέα οπτική στον προβληματισμό του και μία διέξοδο στο υπαρξιακό του άγχος. Μέσα απ’το παραμύθι ένα παιδί συνειδητοποιεί ότι δεν είναι παγκόσμια πρωτοτυπία το βίωμά του, αλλά υπάρχουν και άλλοι παγκοσμίως που έχουν βρεθεί σε αντίστοιχη δύσκολη θέση και βρήκαν τρόπο να διαχειριστούν τη δυσκολία και να την αντιμετωπίσουν.
Τα παραμύθια μπορούν λοιπόν να αξιοποιηθούν περισσότερο τόσο από τους γονείς όσο και από ανθρώπους που δουλεύουν με παιδιά, ως εργαλεία ενίσχυσης, καλλιέργειας, ερμηνείας και εξωτερίκευσης δεξιοτήτων, συναισθημάτων και προβληματισμών που αντιμετωπίζει ένα παιδί ή ένας έφηβος σε κάθε αναπτυξιακό στάδιο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Bettelheim, B. (1988). The uses of enchantment: the meaning and importance of fairy tales. Harmondsworth: Penguin Books.
- Danilewitz, D. (1991). Once upon a time..... The meaning and importance of fairy tales. Early Child Development and Care,75(1), 87-98. doi:10.1080/0300443910750104
- Graham, T. (2015). DO YOU WANT YOUR CHILD TO BE RESILIENT? https://www.teresagraham.ie/single-post/2015/10/29/DO-YOU-WANT-YOUR-CHILD-TO-BE-RESILIENT#!
- Garmezy, N. (1974, August) The study of children at risk: New perspectives for developmental psychopathology.
- Fredrickson &Branigan, (2005). "Positive emotions broaden the scope of attention and thought-action repertoires". Cognition & Emotion. 19 (3): 313–332. PMC 3156609 . PMID 21852891. doi:10.1080/02699930441000238
- Masten, A. S. (1989). "Resilience in development: Implications of the study of successful adaptation for developmental psychopathology". In D. Cicchetti (Ed.), The emergence of a discipline: Rochester symposium on developmental psychopathology (Vol. 1, pp. 261–294). Hillsdale, NJ: Erlbaum, ISBN 0805805532.
- Masten, A. S.; Best, K. M.; Garmezy, N. (1990). "Resilience and development: Contributions from the study of children who overcome adversity". Development and Psychopathology. 2 (4): 425–444. doi:10.1017/S0954579400005812.
- Masten, A. S. (2001). "Ordinary magic: Resilience processes in development". American Psychologist. 56 (3): 227–238. PMID 11315249. doi:10.1037/0003-066X.56.3.227.
- Yates, T. M., Egeland, B., &Sroufe, L. A. (2003). "Rethinking resilience: A developmental process perspective", pp. 234–256 in S. S. Luthar (Ed.), Resilience and vulnerability: Adaptation in the context of childhood adversities. New York: Cambridge University Press, ISBN 0521001617.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου