«Εκείνος που δε µπορεί να ζει µέσα στην κοινωνία µε τους
άλλους ή αυτός που δεν έχει ανάγκη από τίποτε, αυτός δεν έχει καµιά θέση
στην πόλη, γιατί είναι ή θηρίο ή θεός». Αριστοτέλης
H ανθρώπινη φύση µας να αναπτύσσουµε συναισθηµατικούς δεσµούς µε τους άλλους αποτελεί δοµικό στοιχείο της ύπαρξής µας αλλά και απαραίτητη προϋπόθεση για τη σωµατική και ψυχοσυναισθηµατική µας υγεία. Η σχέση µε τους άλλους καθορίζει, µε πολλούς τρόπους, όλο το φάσµα της ζωής µας, την εξέλιξή µας, το παρόν και το µέλλον µας. Η επαφή, η επικοινωνία και η αλληλεπίδραση µε σηµαντικά πρόσωπα αναφοράς είναι το µέσο για την αυτοπραγµάτωση, την πνευµατική και συναισθηµατική µας ωρίµανση, την εσωτερική µας συνοχή, την επίτευξη των στόχων µας. Η συνάντηση αυτή µε τους σηµαντικούς άλλους σηµατοδοτεί την απαρχή της ζωής, την κατανόηση του εαυτού µας και του κόσµου που µας περιβάλλει, ενώ σύµφωνα µε τον Winnicott (1971) η ανάδυση του εαυτού µπορεί να συµβεί µόνο µέσα σε ένα πλαίσιο σηµαντικών ανθρώπινων σχέσεων.
Η εξελικτική ψυχολογία εστιάζοντας, ανάµεσα σε άλλα, στο βιολογικό και ψυχολογικό υπόβαθρο της εξέλιξης της ανθρώπινης συµπεριφοράς και νόησης, έχει συµπεριλάβει στους κόλπους της σηµαντικές θεωρίες σχετικά µε τη σηµασία των ανθρωπίνων σχέσεων στην εξέλιξη αυτή.
Η πιο διαδεδοµένη είναι η θεωρία της συναισθηµατικής πρόσδεσης η οποία εξηγεί την εγγενή τάση του ανθρώπου για σωµατική και συναισθηµατική εγγύτητα µε ένα βασικό πρόσωπο αναφοράς, από τη στιγµή της γέννησής του, ως αναγκαιότητα για την επιβίωση και την υγιή ανάπτυξή του. Η σχέση αυτή µοιάζει να σηµατοδοτεί τη ζωή µας, καθώς εγκαθιδρύει, σε πολύ µεγάλο βαθµό, την ατοµική ταυτότητα αλλά και πολλά άλλα δοµικά στοιχεία της προσωπικότητάς µας.
Η θεωρία της συναισθηµατικής πρόσδεσης.
Πριν από µισό περίπου αιώνα ο Άγγλος ψυχίατρος και ψυχαναλυτής John Bowlby (1907-1990), εισήγαγε τον όρο ‘’συναισθηµατική πρόσδεση’’ (attachment), περιγράφοντας τη σχέση που αναπτύσσεται ανάµεσα στο βρέφος και τον βασικό φροντιστή του. Μέσα από τις εκτενείς κλινικές παρατηρήσεις του, µεταπολεµικά, σε ορφανοτροφεία, νοσοκοµεία και ιδρύµατα ανέδειξε τις συνέπειες της γονεϊκής στέρησης στην ψυχική υγεία των παιδιών.
Πιο συγκεκριµένα παρατήρησε ότι τα παιδιά που είχαν αποχωριστεί για µεγάλο χρονικό διάστηµα τον βασικό φροντιστή τους (συνήθως τη µητέρα) ένιωθαν αβοήθητα και µόνα, βρίσκονταν σε µεγάλη απόγνωση και έπασχαν από καταθλιπτικά συναισθήµατα. Το παρατεταµένο και έντονο κλάµα τους, ύστερα από τον αποχωρισµό αυτό, καθώς και η αµείωτη αναζήτηση του φροντιστή τους έµοιαζαν να λειτουργούν ως µηχανισµοί που στόχο είχαν να φέρουν τον φροντιστή τους πίσω, ενώ την ίδια ώρα αντιδρώντας, τα ίδια ανακουφίζονταν από τον πόνο που βίωναν.
Σύµφωνα µε τις παρατηρήσεις του Bowlby, oι συναισθηµατικές καταστάσεις που εκδηλώνονταν κάθε φορά που ένα παιδί αποχωριζόταν από το βασικό πρόσωπο αναφοράς ήταν αρχικά η διαµαρτυρία (protest), στη συνέχεια η απελπισία (despair) και τέλος η συναισθηµατική αποδέσµευση (detachment). Στη φάση της διαµαρτυρίας το παιδί έκλαιγε έντονα, εκδήλωνε µεγάλη δυσφορία και άγχος, ενώ αναζητούσε τον φροντιστή του, στη δεύτερη φάση, το παιδί βίωνε απόγνωση και απελπισία για την απώλεια του φροντιστή του, ενώ στην τρίτη φάση έµοιαζε να µην προσδοκά την επιστροφή του, αποδεχόµενο πλέον την οριστική αυτή απώλεια.
Τα κλινικά συµπτώµατα του άγχους αποχωρισµού εµφανίζονται µεταξύ του έβδοµου και δέκατου όγδοου µήνα, καθώς στην αναπτυξιακή αυτή φάση το παιδί αρχίζει να αντιλαµβάνεται τον κόσµο που το περιβάλλει και να αναγνωρίζει το οικείο από το ξένο. Έτσι το άγχος εκδηλώνεται προς τα άγνωστα πρόσωπα, αλλά και κάθε φορά που το βασικό πρόσωπο αναφοράς αποχωρίζεται το παιδί. Στην περίπτωση που έχει αναπτυχθεί ασφαλής πρόσδεση το παιδί διαχειρίζεται µε αναµενόµενο τρόπο τον αποχωρισµό (π.χ. παρόλο που αντιδρά, σταδιακά ηρεµεί, καθώς δείχνει εµπιστοσύνη στο γεγονός ότι ο γονιός του θα επιστρέψει).
Στις περιπτώσεις εκείνες όµως που δεν έχει εγκαθιδρυθεί η ασφάλεια αυτή στη σχέση, το παιδί δεν ηρεµεί, ακόµα κι όταν ο γονιός επιστρέψει, ενώ µπορεί να εµφανίσει διαταραχές στον ύπνο του, στην πρόσληψη τροφής, να εκδηλώσει έντονη ανησυχία και φόβο ότι θα συµβεί κάτι κακό, άρνηση να πάει στον παιδικό σταθµό ή αλλού χωρίς τον γονιό του, κ.ο.κ.
Σύµφωνα µε τον Winnicott (1971), η ψυχική σύνδεση του βρέφους µε τη µητέρα/φροντιστή του, προϋποθέτει σηµαντικές λειτουργίες, όπως η αγκαλιά, η ενσυναίσθηση και το καθρέφτισµα. Πρόκειται για λειτουργίες, οι οποίες αποτελούν µέσο φροντίδας από την πλευρά του φροντιστή, ενώ διασφαλίζουν την αίσθηση της εσωτερικής συγκρότησης και υπόστασης του βρέφους.
Τα στάδια της συναισθηµατικής πρόσδεσης
Η Mary Ainsworth (1913-1999), στενή συνεργάτιδα του Bowlby, εξέλιξε τη θεωρία, προσδιορίζοντας τρεις τύπους συναισθηµατικής πρόσδεσης του βρέφους µε τον φροντιστή του. Η µελέτη της έριξε περισσότερο φως στις βαθιές συνέπειες που απορρέουν από τους διαφορετικούς τύπους πρόσδεσης που αναπτύσσουν µεταξύ τους, επισηµαίνοντας την ασφαλή πρόσδεση, την ανασφαλή αµφιθυµικού τύπου πρόσδεση και την ανασφαλή αποφευκτικού τύπου πρόσδεση, ενώ µεταγενέστερα η Main και οι συνεργάτες της πρόσθεσαν έναν ακόµη τύπο, τον ανασφαλή/αποδιοργανωµένο τύπο πρόσδεσης.
Τα παιδιά που φαίνονται ασφαλή τείνουν να έχουν ευαίσθητους και διαθέσιµους γονείς που ανταποκρίνονται στις ανάγκες τους. Τα παιδιά που εµφανίζονται ως ανασφαλή και ανήσυχα, συχνά έχουν γονείς που δεν είναι ευαίσθητοι στις ανάγκες τους, είναι ασυνεπείς ή απορριπτικοί στη φροντίδα που παρέχουν και ανταποκρίνονται µε αρνητικό τρόπο στο κάλεσµα του παιδιού τους.
Οι συνέπειες της συναισθηµατικής πρόσδεσης στα παιδιά.
Τα παιδιά που έχουν αναπτύξει ασφαλή πρόσδεση µε τους γονείς τους µοιάζει να έχουν µια υγιή συναισθηµατική και γνωστική ανάπτυξη, ενώ δηµιουργούν διαπροσωπικές σχέσεις εµπιστοσύνης και ασφάλειας. Σε ερευνητικές µελέτες τα παιδιά αυτά έδειξαν µεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και επιµονή στην επίλυση προβληµάτων και εκδήλωσαν θετικά συναισθήµατα και ενθουσιασµό µε ό,τι καταπιάνονταν.
Σε αντίθεση, τα παιδιά που έχουν αναπτύξει ανασφαλή τύπου πρόσδεση, καθώς έχουν βιώσει τη γονεϊκή αποστέρηση και δε έχουν καλυφθεί οι βασικές συναισθηµατικές τους ανάγκες, δυσκολεύονται να προσαρµοστούν στο περιβάλλον και να διαχειριστούν αποτελεσµατικά πληθώρα θεµάτων, από τη δηµιουργία λειτουργικών διαπροσωπικών σχέσεων µέχρι την έκφραση των συναισθηµάτων τους, καθώς και την αυτορρύθµισή τους σε στρεσσογόνες καταστάσεις. Η Αµερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία, στο εγχειρίδιό της (DSM IV), περιγράφει τα παιδιά µε ανασφαλή δεσµό (ανεσταλµένου τύπου), παιδιά µε παγωµένο βλέµµα που έχουν χάσει την πίστη τους ότι θα λάβουν αγάπη, ανακούφιση και παρηγοριά, µε αποτέλεσµα η συµπεριφορά τους να διέπεται από αντιφάσεις, αµφιθυµία και υπερδιέγερση.
Πολλοί ερευνητές θεωρούν ότι τα συµπτώµατα που εµφανίζονται στη συµπεριφορά των παιδιών αυτών συνδέονται άµεσα µε τα κενά που έµειναν ακάλυπτα από το βασικό πρόσωπο φροντίδας. Έτσι, για παράδειγµα, στην περίπτωση του παιδιού που έχει ανασφαλή αµφιθυµικού τύπου πρόσδεση (το παιδί έµαθε ότι η επικοινωνία µε τον γονιό του είναι ασυνεπής, κάποιες φορές οι ανάγκες του καλύφτηκαν, κάποιες άλλες όχι), παρουσιάζεται έντονο άγχος και ανασφάλεια, καθώς γνωρίζει ότι δεν µπορεί να βασιστεί σε κανέναν.
Συχνά όµως παρατηρείται και το παράδοξο, να επιδεικνύει δηλαδή το παιδί υπερβολική εξάρτηση από τον γονιό, ελπίζοντας ασυνείδητα ότι εκείνος τελικά θα του καλύψει το συναισθηµατικό του κενό, ικανοποιώντας τις βαθύτερες ανάγκες του. Στη δε περίπτωση του ανασφαλή/αποδιοργανωµένου τύπου πρόσδεσης (ο γονιός αγνοεί τις ανάγκες του παιδιού του, ενώ η συµπεριφορά του µπορεί να προκαλεί τρόµο) παρατηρούνται αδόµητες και χαοτικές συµπεριφορές, όπως υπερβολική παθητικότητα, επιθετικότητα, κοινωνική απόσυρση και αποσύνδεση.
Η εµπειρία της ασυνεπούς γονεϊκής φροντίδας αποτελεί µια εξαιρετικά επώδυνη και τραυµατική εµπειρία για το παιδί. Η µη διαθεσιµότητα του γονιού (λόγω άλυτων προσωπικών του δυσκολιών, ψυχικής νόσου, κ.ο.κ.), η συναισθηµατική του ψυχρότητα, η αδιαφορία, η ασυνέπειά του, καθώς και η έκθεση του παιδιού σε συνθήκες όπου επικρατούν κακοποίηση, παραµέληση των αναγκών του για στοργή, φροντίδα, κ.α., οι ενδοοικογενειακές συγκρούσεις, οι επανειληµµένες αλλαγές του βασικού προσώπου φροντίδας του παιδιού αποτελούν µερικές µόνο πηγές µεγάλου ψυχικού πόνου, άγχους, και καταθλιπτικών συναισθηµάτων για το παιδί.
Οι συνέπειες της συναισθηµατικής πρόσδεσης στους ενήλικες.
Ο τύπος συναισθηµατικής πρόσδεσης που θα αναπτύξει κανείς ως ενήλικας στη σχέση του µε τους άλλους αντανακλά σε µεγάλο βαθµό τις πρώιµες εµπειρίες που απέκτησε µε τους γονείς/φροντιστές του. Οι Hazan and Shaver (1987) υπήρξαν από τους πρώτους ερευνητές που διερεύνησαν τη θεωρία της συναισθηµατικής πρόσδεσης στο πλαίσιο των ενήλικων διαπροσωπικών και ερωτικών σχέσεων. Πιο συγκεκριµένα διαπίστωσαν ότι οι ενήλικες που αισθάνονταν ασφαλείς στις ερωτικές τους σχέσεις είχαν περισσότερες πιθανότητες να θυµούνται τους γονείς τους ως φιγούρες στοργής, φροντίδας και αποδοχής. Οι ασφαλείς ενήλικες, υποστήριξαν, τείνουν να είναι πιο ικανοποιηµένοι στις σχέσεις τους, µπορούν να εµπιστευτούν πιο εύκολα, να ανοιχθούν συναισθηµατικά και να δεσµευτούν σε µακροχρόνιες και στενές σχέσεις.
Είναι επίσης πιο πιθανό να ζητήσουν στήριξη και βοήθεια από τον/την σύντροφό τους κάθε φορά που τη χρειάζονται, καθώς και να την ανταποδώσουν, ενώ αξιοποιούν τη συντροφική τους σχέση ως µια ασφαλή βάση για να εξερευνήσουν τον κόσµο (Fraley & Davis, 1997). Ο θετικός τρόπος διαχείρισης των δυσκολιών, η ανοιχτότητα στην επικοινωνία, η ψυχική ανθεκτικότητα και η δυνατότητα ανάκτησης της γαλήνης και της ηρεµίας σε στρεσσογόνες καταστάσεις αποτελούν µηχανισµούς τους οποίους απέκτησε κανείς σε µια ασφαλή τύπου πρόσδεση και οι οποίοι διαχέονται στη σχέση και στην καθηµερινή αλληλεπίδραση µε τον / την σύντροφο.
Στο αντίποδα, όσοι σχετίζονται µε ανασφαλή αµφιθυµικού τύπου πρόσδεση δεν είναι βέβαιοι ότι αγαπιούνται, ή ότι αξίζουν να αγαπηθούν, και αυτή η ανασφάλεια εκφράζεται µε υπερβολική επαγρύπνηση, µε µια διαρκή αναζήτηση επιβεβαίωσης ή µε συναισθήµατα όπως θυµός και ζήλια. Τα άτοµα αυτά παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα άγχους όταν βρίσκονται σε µια σχέση, καθώς φοβούνται ότι ο / η σύντροφός τους θα τους εγκαταλείψει, ενώ εξαρτώνται υπερβολικά από εκείνον. Η ασυνεπής ανταπόκριση της µητέρας στην κάλυψη των συναισθηµατικών τους αναγκών είχε ως αποτέλεσµα να µην καθησυχάζονται ούτε να ανακουφίζονται εύκολα µέσα στη σχέση.
Αυτοί που συνδέονται µε ανασφαλή αποφευκτικού τύπου πρόσδεση αποφεύγουν τη δηµιουργία κοντινών σχέσεων, ενώ έχουν µάθει ότι για να αισθάνονται ασφαλείς πρέπει να βασίζονται αποκλειστικά στον εαυτό τους και να µην αποζητούν από τους άλλους στήριξη και φροντίδα. Είναι συνήθως επιφυλακτικοί και δύσπιστοι µε τους άλλους και δυσκολεύονται να εκφράσουν τα συναισθήµατά τους, αφού ως βρέφη έµαθαν να καταστέλλουν τις ανάγκες και τις επιθυµίες τους. Εµφανίζονται συνήθως ως αυτόνοµα και ιδιαίτερα δυναµικά άτοµα, και κάθε ένδειξη αδυναµίας και ευαλωτότητάς τους αποσιωπάται. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει έλλειψη ικανοποίησης και ευχαρίστησης µέσα στη σχέση, µε αποτέλεσµα σταδιακά να ακολουθεί η διάλυσή της.
Η διορθωτική εµπειρία της ψυχοθεραπείας
Τα άτοµα µε ανασφαλή τύπου πρόσδεση βρίσκονται σε µια διαρκή αγωνία να καλύψουν το κενό της πρωταρχικής ανάγκης για συναισθηµατική εγγύτητα, είτε αναζητώντας την µε υπερβολικό τρόπο, γεµίζοντας άγχος, είτε αποφεύγοντάς την, φτάνοντας σε ακραίες καταστάσεις, όπως η κοινωνική αποµόνωση. Και στις δύο περιπτώσεις καταβάλλονται από διαστρεβλωµένες και αρνητικές αντιλήψεις για τον εαυτό και τους άλλους, εµφανίζοντας υψηλά ποσοστά ψυχικών ασθενειών και για τον λόγο αυτό η ψυχοθεραπεία κρίνεται αναγκαία.
Η πορεία προς την ψυχική αλλαγή, ανάµεσα σε άλλα, περιλαµβάνει την αµφισβήτηση πρότερων σχέσεων και συνδιαλλαγών, ενώ περνάει από πολλά στάδια. Η έκφραση δυσπιστίας, για παράδειγµα, προς το πρόσωπο του θεραπευτή θεωρείται αναµενόµενη, καθώς ήδη τα άτοµα αυτά έχουν βιώσει την απόρριψη και την εγκατάλειψη στην αρχική σχέση µε τους ενήλικες φροντιστές τους, σε µια ιδιαίτερα ευαίσθητη και κρίσιµη περίοδο της ζωής τους. Πρωταρχικός στόχος της ψυχοθεραπείας είναι να τους δώσει ευκαιρίες ώστε να βιώσουν την ασφάλεια και την αποδοχή µέσα στη θεραπευτική σχέση για να µπορέσουν σταδιακά να εξερευνήσουν τις επώδυνες αυτές εµπειρίες ζωής.
Ως εκ τούτου η κυρίαρχη δυσκολία που διέπει τα περισσότερα άτοµα µε ανασφαλή τύπου πρόσδεση, να ανοιχτούν δηλαδή και να µοιραστούν τις σκέψεις και τα συναισθήµατά τους, γίνεται αντικείµενο επεξεργασίας κατά τη διάρκεια της θεραπευτικής διαδικασίας. Πιο συγκεκριµένα, µέσα σε ένα πλαίσιο ασφαλούς βάσης, τους δίνεται η δυνατότητα να επεξεργαστούν το τραύµα και να αναθεωρήσουν πρότερα δυσλειτουργικά µοντέλα σχέσεων αλληλεπίδρασης µε τους σηµαντικούς άλλους. Κατανοώντας ότι προσπαθούν να καλύψουν τις βασικές τους ανεκπλήρωτες ανάγκες µε αναποτελεσµατικούς τρόπους µαθαίνουν εναλλακτικές ώστε να ικανοποιούν τις συναισθηµατικές αυτές ανάγκες, ρυθµίζοντας µε θετικό τρόπο το συναίσθηµά τους, αποκτώντας την ίδια ώρα διορθωτικές εµπειρίες µέσα από τη δηµιουργία ισορροπηµένων ανθρώπινων σχέσεων και νοηµατοδοτώντας τη ζωή τους εκ νέου.
Αντί επιλόγου
Είναι αλήθεια ότι οι πρώιµες εµπειρίες ζωής που αποκτάει κανείς µέσα από τη συνύπαρξη µε τους σηµαντικούς άλλους παρέχουν το υπόβαθρο για τη ρύθµιση των συναισθηµατικών και νοητικών του λειτουργιών, την οργάνωση και διαµόρφωση της αντίληψής του για τον εαυτό του και τον κόσµο. Παρά όµως την επίδραση των πρώιµων αυτών σχέσεων, σε όλο το φάσµα της ενήλικης ζωής του µπορεί να αποκτηθούν νέες εµπειρίες, οι οποίες να διαµορφώσουν πιο εµπλουτισµένους τρόπους συναισθηµατικής σύνδεσης µε τους άλλους, µέσα από την ψυχοθεραπευτική διαδικασία.
Οι ανθρώπινες σχέσεις, όσο δύσκολες και επώδυνες κι αν είναι, όσο κι αν αποτυγχάνουν κάποιες φορές να καλύπτουν βαθιές συναισθηµατικές µας ανάγκες, είναι εντούτοις απαραίτητες για την ύπαρξή µας, καθώς διαφορετικά οδεύουµε, σύµφωνα µε τη ρήση του Αριστοτέλη, να χάσουµε τον εαυτό µας και την ανθρώπινη φύση µας, καταλήγοντας είτε θηρία είτε θεοί.
Συγγραφέας: Ελισάβετ Μπαρμπαλιού: Ψυχολόγος –Ψυχοθεραπεύτρια
Image Credit: Amelia Bauerle (Bowerley)
Βιβλιογραφία
Ainsworth, M.D.S., Blehar, M., Waters , E., & Wall, S. (1978). Patterns of attachment. Hillsdale, N.J.: Erlbaum.
Bowlby, J. (1969). Attachment and loss: Vol.3. Loss. New York: Basic Books.
Fraley, R.C., & Davis, K.E.(1997). Attachment formation and transfer in young adults' close friendships and romantic relationships. Personal Relationships, 4,131–144.
Hazan, C., & Shaver, P. R. (1987). Romantic love conceptualized as an attachment process. Journal of Personality and Social Psychology, 52, 511-524.
Winnicott, D.W. (1971). Playing and Reality. UK: Tavistock Publications.
H ανθρώπινη φύση µας να αναπτύσσουµε συναισθηµατικούς δεσµούς µε τους άλλους αποτελεί δοµικό στοιχείο της ύπαρξής µας αλλά και απαραίτητη προϋπόθεση για τη σωµατική και ψυχοσυναισθηµατική µας υγεία. Η σχέση µε τους άλλους καθορίζει, µε πολλούς τρόπους, όλο το φάσµα της ζωής µας, την εξέλιξή µας, το παρόν και το µέλλον µας. Η επαφή, η επικοινωνία και η αλληλεπίδραση µε σηµαντικά πρόσωπα αναφοράς είναι το µέσο για την αυτοπραγµάτωση, την πνευµατική και συναισθηµατική µας ωρίµανση, την εσωτερική µας συνοχή, την επίτευξη των στόχων µας. Η συνάντηση αυτή µε τους σηµαντικούς άλλους σηµατοδοτεί την απαρχή της ζωής, την κατανόηση του εαυτού µας και του κόσµου που µας περιβάλλει, ενώ σύµφωνα µε τον Winnicott (1971) η ανάδυση του εαυτού µπορεί να συµβεί µόνο µέσα σε ένα πλαίσιο σηµαντικών ανθρώπινων σχέσεων.
Η εξελικτική ψυχολογία εστιάζοντας, ανάµεσα σε άλλα, στο βιολογικό και ψυχολογικό υπόβαθρο της εξέλιξης της ανθρώπινης συµπεριφοράς και νόησης, έχει συµπεριλάβει στους κόλπους της σηµαντικές θεωρίες σχετικά µε τη σηµασία των ανθρωπίνων σχέσεων στην εξέλιξη αυτή.
Η πιο διαδεδοµένη είναι η θεωρία της συναισθηµατικής πρόσδεσης η οποία εξηγεί την εγγενή τάση του ανθρώπου για σωµατική και συναισθηµατική εγγύτητα µε ένα βασικό πρόσωπο αναφοράς, από τη στιγµή της γέννησής του, ως αναγκαιότητα για την επιβίωση και την υγιή ανάπτυξή του. Η σχέση αυτή µοιάζει να σηµατοδοτεί τη ζωή µας, καθώς εγκαθιδρύει, σε πολύ µεγάλο βαθµό, την ατοµική ταυτότητα αλλά και πολλά άλλα δοµικά στοιχεία της προσωπικότητάς µας.
Η θεωρία της συναισθηµατικής πρόσδεσης.
Πριν από µισό περίπου αιώνα ο Άγγλος ψυχίατρος και ψυχαναλυτής John Bowlby (1907-1990), εισήγαγε τον όρο ‘’συναισθηµατική πρόσδεση’’ (attachment), περιγράφοντας τη σχέση που αναπτύσσεται ανάµεσα στο βρέφος και τον βασικό φροντιστή του. Μέσα από τις εκτενείς κλινικές παρατηρήσεις του, µεταπολεµικά, σε ορφανοτροφεία, νοσοκοµεία και ιδρύµατα ανέδειξε τις συνέπειες της γονεϊκής στέρησης στην ψυχική υγεία των παιδιών.
Πιο συγκεκριµένα παρατήρησε ότι τα παιδιά που είχαν αποχωριστεί για µεγάλο χρονικό διάστηµα τον βασικό φροντιστή τους (συνήθως τη µητέρα) ένιωθαν αβοήθητα και µόνα, βρίσκονταν σε µεγάλη απόγνωση και έπασχαν από καταθλιπτικά συναισθήµατα. Το παρατεταµένο και έντονο κλάµα τους, ύστερα από τον αποχωρισµό αυτό, καθώς και η αµείωτη αναζήτηση του φροντιστή τους έµοιαζαν να λειτουργούν ως µηχανισµοί που στόχο είχαν να φέρουν τον φροντιστή τους πίσω, ενώ την ίδια ώρα αντιδρώντας, τα ίδια ανακουφίζονταν από τον πόνο που βίωναν.
Σύµφωνα µε τις παρατηρήσεις του Bowlby, oι συναισθηµατικές καταστάσεις που εκδηλώνονταν κάθε φορά που ένα παιδί αποχωριζόταν από το βασικό πρόσωπο αναφοράς ήταν αρχικά η διαµαρτυρία (protest), στη συνέχεια η απελπισία (despair) και τέλος η συναισθηµατική αποδέσµευση (detachment). Στη φάση της διαµαρτυρίας το παιδί έκλαιγε έντονα, εκδήλωνε µεγάλη δυσφορία και άγχος, ενώ αναζητούσε τον φροντιστή του, στη δεύτερη φάση, το παιδί βίωνε απόγνωση και απελπισία για την απώλεια του φροντιστή του, ενώ στην τρίτη φάση έµοιαζε να µην προσδοκά την επιστροφή του, αποδεχόµενο πλέον την οριστική αυτή απώλεια.
Τα κλινικά συµπτώµατα του άγχους αποχωρισµού εµφανίζονται µεταξύ του έβδοµου και δέκατου όγδοου µήνα, καθώς στην αναπτυξιακή αυτή φάση το παιδί αρχίζει να αντιλαµβάνεται τον κόσµο που το περιβάλλει και να αναγνωρίζει το οικείο από το ξένο. Έτσι το άγχος εκδηλώνεται προς τα άγνωστα πρόσωπα, αλλά και κάθε φορά που το βασικό πρόσωπο αναφοράς αποχωρίζεται το παιδί. Στην περίπτωση που έχει αναπτυχθεί ασφαλής πρόσδεση το παιδί διαχειρίζεται µε αναµενόµενο τρόπο τον αποχωρισµό (π.χ. παρόλο που αντιδρά, σταδιακά ηρεµεί, καθώς δείχνει εµπιστοσύνη στο γεγονός ότι ο γονιός του θα επιστρέψει).
Στις περιπτώσεις εκείνες όµως που δεν έχει εγκαθιδρυθεί η ασφάλεια αυτή στη σχέση, το παιδί δεν ηρεµεί, ακόµα κι όταν ο γονιός επιστρέψει, ενώ µπορεί να εµφανίσει διαταραχές στον ύπνο του, στην πρόσληψη τροφής, να εκδηλώσει έντονη ανησυχία και φόβο ότι θα συµβεί κάτι κακό, άρνηση να πάει στον παιδικό σταθµό ή αλλού χωρίς τον γονιό του, κ.ο.κ.
Σύµφωνα µε τον Winnicott (1971), η ψυχική σύνδεση του βρέφους µε τη µητέρα/φροντιστή του, προϋποθέτει σηµαντικές λειτουργίες, όπως η αγκαλιά, η ενσυναίσθηση και το καθρέφτισµα. Πρόκειται για λειτουργίες, οι οποίες αποτελούν µέσο φροντίδας από την πλευρά του φροντιστή, ενώ διασφαλίζουν την αίσθηση της εσωτερικής συγκρότησης και υπόστασης του βρέφους.
Τα στάδια της συναισθηµατικής πρόσδεσης
- 0-2 µηνών, προ - συναισθηµατική πρόσδεση. Το βρέφος στέλνει σήµατα (π.χ. γέλιο, κλάµα) στον φροντιστή του ώστε να του τραβήξει την προσοχή και να καλύψει τις βασικές του ανάγκες.
- 2-6 µηνών. Στο τέλος αυτής της φάσης το βρέφος αρχίζει να διακρίνει το οικείο από το ξένο και να κατανοεί τον τρόπο που ο βασικός φροντιστής αντιδράει, κάθε φορά που το ίδιο χρειάζεται κάτι ή είναι ανήσυχο.
- 6-11 µηνών. Το παιδί έχει αναπτύξει µια καθαρή εικόνα ως προς το ποιος είναι ο βασικός του φροντιστής και δείχνει ιδιαίτερη προτίµηση στο πρόσωπο αυτό.
- 11-18 µηνών. Η συναισθηµατική πρόσδεση έχει σχηµατιστεί. Το παιδί είναι ενήµερο πλέον ως προς τους τρόπους προσέγγισης του φροντιστή του (π.χ. προσκολλάται σωµατικά στη µητέρα, µπουσουλάει / περπατάει προς το µέρος της, κάθε φορά που αισθάνεται ανασφάλεια ή απειλή). Ο χώρος γύρω από τον φροντιστή αποτελεί την ασφαλή βάση την οποία χρειάζεται προκειµένου να εξερευνήσει τον κόσµο.
- 2-4 χρονών. Η ανάγκη για φυσική εγγύτητα σταδιακά ελαττώνεται. Το παιδί αρχίζει να κατανοεί τον φροντιστή ως ξεχωριστή οντότητα, ενώ στην ηλικία των τριών δεν αντιλαµβάνεται τον αποχωρισµό ως απειλή.
- 4-5 χρονών. Η ανάγκη του παιδιού για ανεξαρτησία και εξερεύνηση µεγαλώνει σε συνάρτηση µε την ικανότητά του να διαχειρίζεται τον αποχωρισµό (π.χ. τις φορές που νιώθει άγχος ξέρει ότι µπορεί να αναζητήσει τη µητέρα για παρηγοριά).
- 6-7 χρονών. Η ανάγκη για συναισθηµατική πρόσδεση έχει µετατραπεί σε πεποίθηση για τη µητρική συναισθηµατική διαθεσιµότητα (π.χ. δεν χρειάζεται διαρκώς τη µητρική παρουσία, όσο γνωρίζει ότι εκείνη θα είναι διαθέσιµη όταν την χρειαστεί).
Η Mary Ainsworth (1913-1999), στενή συνεργάτιδα του Bowlby, εξέλιξε τη θεωρία, προσδιορίζοντας τρεις τύπους συναισθηµατικής πρόσδεσης του βρέφους µε τον φροντιστή του. Η µελέτη της έριξε περισσότερο φως στις βαθιές συνέπειες που απορρέουν από τους διαφορετικούς τύπους πρόσδεσης που αναπτύσσουν µεταξύ τους, επισηµαίνοντας την ασφαλή πρόσδεση, την ανασφαλή αµφιθυµικού τύπου πρόσδεση και την ανασφαλή αποφευκτικού τύπου πρόσδεση, ενώ µεταγενέστερα η Main και οι συνεργάτες της πρόσθεσαν έναν ακόµη τύπο, τον ανασφαλή/αποδιοργανωµένο τύπο πρόσδεσης.
Τα παιδιά που φαίνονται ασφαλή τείνουν να έχουν ευαίσθητους και διαθέσιµους γονείς που ανταποκρίνονται στις ανάγκες τους. Τα παιδιά που εµφανίζονται ως ανασφαλή και ανήσυχα, συχνά έχουν γονείς που δεν είναι ευαίσθητοι στις ανάγκες τους, είναι ασυνεπείς ή απορριπτικοί στη φροντίδα που παρέχουν και ανταποκρίνονται µε αρνητικό τρόπο στο κάλεσµα του παιδιού τους.
Οι συνέπειες της συναισθηµατικής πρόσδεσης στα παιδιά.
Τα παιδιά που έχουν αναπτύξει ασφαλή πρόσδεση µε τους γονείς τους µοιάζει να έχουν µια υγιή συναισθηµατική και γνωστική ανάπτυξη, ενώ δηµιουργούν διαπροσωπικές σχέσεις εµπιστοσύνης και ασφάλειας. Σε ερευνητικές µελέτες τα παιδιά αυτά έδειξαν µεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και επιµονή στην επίλυση προβληµάτων και εκδήλωσαν θετικά συναισθήµατα και ενθουσιασµό µε ό,τι καταπιάνονταν.
Σε αντίθεση, τα παιδιά που έχουν αναπτύξει ανασφαλή τύπου πρόσδεση, καθώς έχουν βιώσει τη γονεϊκή αποστέρηση και δε έχουν καλυφθεί οι βασικές συναισθηµατικές τους ανάγκες, δυσκολεύονται να προσαρµοστούν στο περιβάλλον και να διαχειριστούν αποτελεσµατικά πληθώρα θεµάτων, από τη δηµιουργία λειτουργικών διαπροσωπικών σχέσεων µέχρι την έκφραση των συναισθηµάτων τους, καθώς και την αυτορρύθµισή τους σε στρεσσογόνες καταστάσεις. Η Αµερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία, στο εγχειρίδιό της (DSM IV), περιγράφει τα παιδιά µε ανασφαλή δεσµό (ανεσταλµένου τύπου), παιδιά µε παγωµένο βλέµµα που έχουν χάσει την πίστη τους ότι θα λάβουν αγάπη, ανακούφιση και παρηγοριά, µε αποτέλεσµα η συµπεριφορά τους να διέπεται από αντιφάσεις, αµφιθυµία και υπερδιέγερση.
Πολλοί ερευνητές θεωρούν ότι τα συµπτώµατα που εµφανίζονται στη συµπεριφορά των παιδιών αυτών συνδέονται άµεσα µε τα κενά που έµειναν ακάλυπτα από το βασικό πρόσωπο φροντίδας. Έτσι, για παράδειγµα, στην περίπτωση του παιδιού που έχει ανασφαλή αµφιθυµικού τύπου πρόσδεση (το παιδί έµαθε ότι η επικοινωνία µε τον γονιό του είναι ασυνεπής, κάποιες φορές οι ανάγκες του καλύφτηκαν, κάποιες άλλες όχι), παρουσιάζεται έντονο άγχος και ανασφάλεια, καθώς γνωρίζει ότι δεν µπορεί να βασιστεί σε κανέναν.
Συχνά όµως παρατηρείται και το παράδοξο, να επιδεικνύει δηλαδή το παιδί υπερβολική εξάρτηση από τον γονιό, ελπίζοντας ασυνείδητα ότι εκείνος τελικά θα του καλύψει το συναισθηµατικό του κενό, ικανοποιώντας τις βαθύτερες ανάγκες του. Στη δε περίπτωση του ανασφαλή/αποδιοργανωµένου τύπου πρόσδεσης (ο γονιός αγνοεί τις ανάγκες του παιδιού του, ενώ η συµπεριφορά του µπορεί να προκαλεί τρόµο) παρατηρούνται αδόµητες και χαοτικές συµπεριφορές, όπως υπερβολική παθητικότητα, επιθετικότητα, κοινωνική απόσυρση και αποσύνδεση.
Η εµπειρία της ασυνεπούς γονεϊκής φροντίδας αποτελεί µια εξαιρετικά επώδυνη και τραυµατική εµπειρία για το παιδί. Η µη διαθεσιµότητα του γονιού (λόγω άλυτων προσωπικών του δυσκολιών, ψυχικής νόσου, κ.ο.κ.), η συναισθηµατική του ψυχρότητα, η αδιαφορία, η ασυνέπειά του, καθώς και η έκθεση του παιδιού σε συνθήκες όπου επικρατούν κακοποίηση, παραµέληση των αναγκών του για στοργή, φροντίδα, κ.α., οι ενδοοικογενειακές συγκρούσεις, οι επανειληµµένες αλλαγές του βασικού προσώπου φροντίδας του παιδιού αποτελούν µερικές µόνο πηγές µεγάλου ψυχικού πόνου, άγχους, και καταθλιπτικών συναισθηµάτων για το παιδί.
Οι συνέπειες της συναισθηµατικής πρόσδεσης στους ενήλικες.
Ο τύπος συναισθηµατικής πρόσδεσης που θα αναπτύξει κανείς ως ενήλικας στη σχέση του µε τους άλλους αντανακλά σε µεγάλο βαθµό τις πρώιµες εµπειρίες που απέκτησε µε τους γονείς/φροντιστές του. Οι Hazan and Shaver (1987) υπήρξαν από τους πρώτους ερευνητές που διερεύνησαν τη θεωρία της συναισθηµατικής πρόσδεσης στο πλαίσιο των ενήλικων διαπροσωπικών και ερωτικών σχέσεων. Πιο συγκεκριµένα διαπίστωσαν ότι οι ενήλικες που αισθάνονταν ασφαλείς στις ερωτικές τους σχέσεις είχαν περισσότερες πιθανότητες να θυµούνται τους γονείς τους ως φιγούρες στοργής, φροντίδας και αποδοχής. Οι ασφαλείς ενήλικες, υποστήριξαν, τείνουν να είναι πιο ικανοποιηµένοι στις σχέσεις τους, µπορούν να εµπιστευτούν πιο εύκολα, να ανοιχθούν συναισθηµατικά και να δεσµευτούν σε µακροχρόνιες και στενές σχέσεις.
Είναι επίσης πιο πιθανό να ζητήσουν στήριξη και βοήθεια από τον/την σύντροφό τους κάθε φορά που τη χρειάζονται, καθώς και να την ανταποδώσουν, ενώ αξιοποιούν τη συντροφική τους σχέση ως µια ασφαλή βάση για να εξερευνήσουν τον κόσµο (Fraley & Davis, 1997). Ο θετικός τρόπος διαχείρισης των δυσκολιών, η ανοιχτότητα στην επικοινωνία, η ψυχική ανθεκτικότητα και η δυνατότητα ανάκτησης της γαλήνης και της ηρεµίας σε στρεσσογόνες καταστάσεις αποτελούν µηχανισµούς τους οποίους απέκτησε κανείς σε µια ασφαλή τύπου πρόσδεση και οι οποίοι διαχέονται στη σχέση και στην καθηµερινή αλληλεπίδραση µε τον / την σύντροφο.
Στο αντίποδα, όσοι σχετίζονται µε ανασφαλή αµφιθυµικού τύπου πρόσδεση δεν είναι βέβαιοι ότι αγαπιούνται, ή ότι αξίζουν να αγαπηθούν, και αυτή η ανασφάλεια εκφράζεται µε υπερβολική επαγρύπνηση, µε µια διαρκή αναζήτηση επιβεβαίωσης ή µε συναισθήµατα όπως θυµός και ζήλια. Τα άτοµα αυτά παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα άγχους όταν βρίσκονται σε µια σχέση, καθώς φοβούνται ότι ο / η σύντροφός τους θα τους εγκαταλείψει, ενώ εξαρτώνται υπερβολικά από εκείνον. Η ασυνεπής ανταπόκριση της µητέρας στην κάλυψη των συναισθηµατικών τους αναγκών είχε ως αποτέλεσµα να µην καθησυχάζονται ούτε να ανακουφίζονται εύκολα µέσα στη σχέση.
Αυτοί που συνδέονται µε ανασφαλή αποφευκτικού τύπου πρόσδεση αποφεύγουν τη δηµιουργία κοντινών σχέσεων, ενώ έχουν µάθει ότι για να αισθάνονται ασφαλείς πρέπει να βασίζονται αποκλειστικά στον εαυτό τους και να µην αποζητούν από τους άλλους στήριξη και φροντίδα. Είναι συνήθως επιφυλακτικοί και δύσπιστοι µε τους άλλους και δυσκολεύονται να εκφράσουν τα συναισθήµατά τους, αφού ως βρέφη έµαθαν να καταστέλλουν τις ανάγκες και τις επιθυµίες τους. Εµφανίζονται συνήθως ως αυτόνοµα και ιδιαίτερα δυναµικά άτοµα, και κάθε ένδειξη αδυναµίας και ευαλωτότητάς τους αποσιωπάται. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει έλλειψη ικανοποίησης και ευχαρίστησης µέσα στη σχέση, µε αποτέλεσµα σταδιακά να ακολουθεί η διάλυσή της.
Η διορθωτική εµπειρία της ψυχοθεραπείας
Τα άτοµα µε ανασφαλή τύπου πρόσδεση βρίσκονται σε µια διαρκή αγωνία να καλύψουν το κενό της πρωταρχικής ανάγκης για συναισθηµατική εγγύτητα, είτε αναζητώντας την µε υπερβολικό τρόπο, γεµίζοντας άγχος, είτε αποφεύγοντάς την, φτάνοντας σε ακραίες καταστάσεις, όπως η κοινωνική αποµόνωση. Και στις δύο περιπτώσεις καταβάλλονται από διαστρεβλωµένες και αρνητικές αντιλήψεις για τον εαυτό και τους άλλους, εµφανίζοντας υψηλά ποσοστά ψυχικών ασθενειών και για τον λόγο αυτό η ψυχοθεραπεία κρίνεται αναγκαία.
Η πορεία προς την ψυχική αλλαγή, ανάµεσα σε άλλα, περιλαµβάνει την αµφισβήτηση πρότερων σχέσεων και συνδιαλλαγών, ενώ περνάει από πολλά στάδια. Η έκφραση δυσπιστίας, για παράδειγµα, προς το πρόσωπο του θεραπευτή θεωρείται αναµενόµενη, καθώς ήδη τα άτοµα αυτά έχουν βιώσει την απόρριψη και την εγκατάλειψη στην αρχική σχέση µε τους ενήλικες φροντιστές τους, σε µια ιδιαίτερα ευαίσθητη και κρίσιµη περίοδο της ζωής τους. Πρωταρχικός στόχος της ψυχοθεραπείας είναι να τους δώσει ευκαιρίες ώστε να βιώσουν την ασφάλεια και την αποδοχή µέσα στη θεραπευτική σχέση για να µπορέσουν σταδιακά να εξερευνήσουν τις επώδυνες αυτές εµπειρίες ζωής.
Ως εκ τούτου η κυρίαρχη δυσκολία που διέπει τα περισσότερα άτοµα µε ανασφαλή τύπου πρόσδεση, να ανοιχτούν δηλαδή και να µοιραστούν τις σκέψεις και τα συναισθήµατά τους, γίνεται αντικείµενο επεξεργασίας κατά τη διάρκεια της θεραπευτικής διαδικασίας. Πιο συγκεκριµένα, µέσα σε ένα πλαίσιο ασφαλούς βάσης, τους δίνεται η δυνατότητα να επεξεργαστούν το τραύµα και να αναθεωρήσουν πρότερα δυσλειτουργικά µοντέλα σχέσεων αλληλεπίδρασης µε τους σηµαντικούς άλλους. Κατανοώντας ότι προσπαθούν να καλύψουν τις βασικές τους ανεκπλήρωτες ανάγκες µε αναποτελεσµατικούς τρόπους µαθαίνουν εναλλακτικές ώστε να ικανοποιούν τις συναισθηµατικές αυτές ανάγκες, ρυθµίζοντας µε θετικό τρόπο το συναίσθηµά τους, αποκτώντας την ίδια ώρα διορθωτικές εµπειρίες µέσα από τη δηµιουργία ισορροπηµένων ανθρώπινων σχέσεων και νοηµατοδοτώντας τη ζωή τους εκ νέου.
Αντί επιλόγου
Είναι αλήθεια ότι οι πρώιµες εµπειρίες ζωής που αποκτάει κανείς µέσα από τη συνύπαρξη µε τους σηµαντικούς άλλους παρέχουν το υπόβαθρο για τη ρύθµιση των συναισθηµατικών και νοητικών του λειτουργιών, την οργάνωση και διαµόρφωση της αντίληψής του για τον εαυτό του και τον κόσµο. Παρά όµως την επίδραση των πρώιµων αυτών σχέσεων, σε όλο το φάσµα της ενήλικης ζωής του µπορεί να αποκτηθούν νέες εµπειρίες, οι οποίες να διαµορφώσουν πιο εµπλουτισµένους τρόπους συναισθηµατικής σύνδεσης µε τους άλλους, µέσα από την ψυχοθεραπευτική διαδικασία.
Οι ανθρώπινες σχέσεις, όσο δύσκολες και επώδυνες κι αν είναι, όσο κι αν αποτυγχάνουν κάποιες φορές να καλύπτουν βαθιές συναισθηµατικές µας ανάγκες, είναι εντούτοις απαραίτητες για την ύπαρξή µας, καθώς διαφορετικά οδεύουµε, σύµφωνα µε τη ρήση του Αριστοτέλη, να χάσουµε τον εαυτό µας και την ανθρώπινη φύση µας, καταλήγοντας είτε θηρία είτε θεοί.
Συγγραφέας: Ελισάβετ Μπαρμπαλιού: Ψυχολόγος –Ψυχοθεραπεύτρια
Image Credit: Amelia Bauerle (Bowerley)
Βιβλιογραφία
Ainsworth, M.D.S., Blehar, M., Waters , E., & Wall, S. (1978). Patterns of attachment. Hillsdale, N.J.: Erlbaum.
Bowlby, J. (1969). Attachment and loss: Vol.3. Loss. New York: Basic Books.
Fraley, R.C., & Davis, K.E.(1997). Attachment formation and transfer in young adults' close friendships and romantic relationships. Personal Relationships, 4,131–144.
Hazan, C., & Shaver, P. R. (1987). Romantic love conceptualized as an attachment process. Journal of Personality and Social Psychology, 52, 511-524.
Winnicott, D.W. (1971). Playing and Reality. UK: Tavistock Publications.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου