3 Οκτ 2017

Η γερμανική ακροδεξιά και η μάχη των ιδεών

By and
Η νίκη του AfD στις εκλογές της 24ης Σεπτεμβρίου ήταν μεγαλύτερη από αυτήν που προέβλεπαν οι δημοσκοπήσεις. Ο δρόμος ήταν ήδη στρωμένος: το AfD επέβαλλε τη δική του θεματολογία στον δημόσιο διάλογο και διεξήγαγε τη μάχη του πολιτισμού παράλληλα με τον πολιτικό αγώνα. Στη Γερμανία, όπως και αλλού, τα εθνικο-συντηρητικά πολιτικά σχήματα φροντίζουν να φέρουν σε πέρας το διπλό αυτό καθήκον. Το επιτυγχάνουν με την έκδοση περιοδικών και εφημερίδων και τη δημιουργία εκδοτικών οίκων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ένα εβδομαδιαίο γερμανικό έντυπο που γνώρισε τα τελευταία χρόνια μια χωρίς προηγούμενο επιτυχία.
Στην υποδοχή των γραφείων της εβδομαδιαίας εφημερίδας «Junge Freiheit» («νεαρή ελευθερία»), σε μια εύπορη συνοικία του Δυτικού Βερολίνου, μια διακοσμητική παράσταση αποδίδει μια αλληγορία της γερμανικής ιστορίας απεικονίζοντας είκοσι ανθρώπινες φιγούρες σε κίνηση: χωρικούς και βασιλιάδες, στρατιώτες και γυναίκες που έχουν πάρει τον δρόμο της εξορίας. Είναι ακόμα και ο Καρλ Μαρξ εκεί και, στην άκρη, ένας διαδηλωτής ενάντια στην πυρηνική ενέργεια. Αλλά ούτε ένας ναζί. Η μόνη ένδειξη της δωδεκάχρονης εθνικοσοσιαλιστικής δικτατορίας είναι μια σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό, πεσμένη στο έδαφος, τσαλακωμένη και τσαλαπατημένη. Ο Ντίτερ Στάιν, ιδρυτής και αρχισυντάκτης της εφημερίδας, έχει διακοσμήσει τον τοίχο του γραφείου του με ένα πορτρέτο του κόμη φον Στάουφενμπεργκ, του αξιωματικού της Βέρμαχτ που είχε οργανώσει την αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ στις 20 Ιουλίου του 1944.
«Υπάρχει ένα ρεύμα, που δεν είναι σημαντικό από αριθμητική άποψη, αλλά παραδοσιακά υπαρκτό στη Γερμανία, που τροφοδοτεί μια νοσταλγία για το Γ΄ Ράιχ. Δεν το ενστερνιζόμαστε». Ο Στάιν, 50 ετών, θέλει να είναι σαφής ως προς τη γραμμή της εφημερίδας που ίδρυσε το 1986, ενώ ήταν ακόμα μαθητής λυκείου: εθνικιστικός συντηρητισμός, χωρίς σχέσεις όμως με το νεοναζιστικό κόμμα, το Nationaldemokratische Partei Deutschlands (NPD). Ο ιδρυτής της εφημερίδας διατηρεί πάντα το 15% του μετοχικού κεφαλαίου της εκδότριας εταιρείας, ενώ το υπόλοιπο ανήκει σε περίπου τριακόσιους εταίρους χωρίς ευθύνη, μια νομική μορφή που επιτρέπει στον Στάιν να συγκεντρώνει κεφάλαια διατηρώντας τον έλεγχο της εφημερίδας.
Στις τριάντα μεγάλου μεγέθους σελίδες της, με μια παλαιού τύπου τυπογραφική εμφάνιση και ένα καθαρευουσιάνικο στυλ, η «Junge Freiheit» προβάλλει τα κινήματα διεκδίκησης της γερμανικής ταυτότητας (30 Σεπτεμβρίου 2016), υιοθετεί την έκφραση «μεγάλη αντικατάσταση», που εισήγαγε ο Γάλλος συγγραφέας Ρενώ Καμύ (16 Δεκεμβρίου 2016) και προσφέρει τακτικά τις σελίδες της, από το 1994, σε έναν διανοούμενο που είναι εμβληματική φυσιογνωμία του γαλλικού επαναστατικού συντηρητισμού, τον Αλαίν ντε Μπενουά (1).
Ο αναγνώστης θα βρει λίγα ρεπορτάζ σε αυτή την εφημερίδα που αυτοπροσδιορίζεται ως «εβδομαδιαία έκδοση διαλόγου». Θα βρει όμως πολλές πολιτικές αναλύσεις και σχόλια με πλήθος ιστορικών και φιλοσοφικών αναφορών, οι οποίες κάποιες φορές εκπλήσσουν –όταν για παράδειγμα ένας αρθρογράφος αναφέρει τον Αμερικανό λογοτέχνη Χένρυ Ντέιβιντ Θόρω, υπέρμαχο της κατάργησης της δουλείας και της πολιτικής ανυπακοής, προκειμένου να κάνει έκκληση ανυπακοής στην καγκελάριο Άγγελα Μέρκελ (6 Ιανουαρίου 2017). Η εφημερίδα παρακολουθεί κάθε γεγονός ή κίνηση, καθώς και τις έντονες εσωτερικές αντιπαραθέσεις, της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (Alternative für Deutschland, AfD), του ακροδεξιού κόμματος που ιδρύθηκε το 2013 με ένα πολιτικό λόγο κατά των μεταναστών, κατά του ευρώ, αντιφεμινιστικό και ακραία φιλελεύθερο (2). Στις βουλευτικές εκλογές του 2013 η AfD για λίγο δεν κατόρθωσε να πιάσει το 5%, το όριο εισόδου στην Μπούντεσταγκ (3). Έχει όμως κοινοβουλευτική παρουσία στα κοινοβούλια των δώδεκα από τις δεκαέξι Länder (4), με εκλογικά αποτελέσματα που κυμαίνονται μεταξύ του 5,5% και του 24%.
Από διαμαρτυρία του ακροδεξιού γερμανικού σχηματισμού Pegida στη Φρανκφούρτη εναντίον του “Lügenpresse”, του “Ψευδόμενου Τύπου” (φωτ.: flickr).
Στο βαθμό που η μία εκλογική επιτυχία διαδεχόταν την άλλη, η AfD ανακάλυπτε έναν αστερισμό φιλικών προς αυτή ΜΜΕ, όλα προερχόμενα από την πολιτιστική σκηνή της γερμανικής ακροδεξιάς. Είχε ήδη κατοχυρώσει μια αναγνωρισιμότητα το 2010 με την έκδοση του ξενοφοβικού βιβλίου «Η Γερμανία εξαφανίζεται», του τέως σοσιαλδημοκράτη πολιτικού Τίλο Σαραζέν, που πούλησε περισσότερα από ενάμισι εκατομμύριο αντίτυπα. Ταυτόχρονα, μια μηνιαία έκδοση θεωριών συνωμοσίας, το «Compact», «περιοδικό για την εθνική κυριαρχία», εξέδιδε το πρώτο τεύχος του. Οι πωλήσεις της «Junge Freiheit» αυξάνονται αλματωδώς: 1.000 συνδρομητές το 2005, 20.000 το 2014, 25.000 το 2016. Η εφημερίδα ισχυρίζεται ότι πλέον οι πωλήσεις της φθάνουν τα 30.000 αντίτυπα την εβδομάδα.
Το «Compact» και η «Junge Freiheit» οργανώνουν επίσης συνέδρια και διανέμουν τα δικά τους βιβλία ή εκείνα συγγενών ιδεολογικά εκδοτικών οίκων. Προσελκύουν το ενδιαφέρον των συμπαθούντων του κινήματος των «Ευρωπαίων πατριωτών κατά της ισλαμοποίησης της Δύσης» (Pegida), που, όπως και η AfD αλλά με λιγότερο θεσμική μορφή, διεκδικεί την πολιτική ηγεμονία από τα κυβερνώντα κόμματα. Ύστερα από παρότρυνσή του, χιλιάδες ανθρώπων διαδήλωναν κάθε εβδομάδα ενάντια στην «ισλαμοποίηση της Γερμανίας» στους δρόμους της Δρέσδης το φθινόπωρο του 2014. Ένα μέρος των διαδηλωτών φώναζε συνθήματα κατά του Lügenpresse («ο Τύπος που ψεύδεται»). Το «Compact» και η «Junge Freiheit» εμφανίζονται ως εγγυητές της πολυφωνίας απέναντι στον υπόλοιπο Τύπο, ο οποίος υποτίθεται τηρεί ενιαία στάση στα κοινωνικά θέματα.
«Υπάρχει πρόβλημα με τους δημοσιογράφους-νταντάδες στη Γερμανία», εκτιμά ο Ντίτερ Στάιν. «Χειραγωγούν τον αναγνώστη, σαν να είναι εντελώς ηλίθιος και να μην μπορεί να καταλάβει προς τα πού πηγαίνουν τα πράγματα. Φιλτράρουν την πληροφορία με τρόπο ώστε ο αναγνώστης να μην ενστερνίζεται απόψεις τις οποίες οι δημοσιογράφοι θεωρούν αναληθείς, στα θέματα μετανάστευσης και τα σχετικά με την πολυπολιτισμική κοινωνία». Εκείνος διεξάγει έναν «ιδεολογικό αγώνα» και δεν το κρύβει. «Υπάρχουν υπερβολικά πολλοί αριστεροί στα ΜΜΕ», επισημαίνει στηριζόμενος σε μια δημοσκόπηση σύμφωνα με την οποία η πλειοψηφία των δημοσιογράφων είναι φιλικά προσκείμενοι προς το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD).
Δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι οι δημοσιογράφοι της «Junge Freiheit» είναι μάλλον φίλα προσκείμενοι στην AfD. Άλλωστε το κόμμα απασχολεί αρκετούς από τους αρθρογράφους του. Ο Ντίτερ Στάιν μας διαβεβαιώνει: περίμενε για περισσότερο από δύο δεκαετίες την ανάπτυξη ενός κόμματος πιο δεξιού από τη Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU), όχι ανοιχτά νεοναζιστικού και ικανού να σημειώσει αξιοπρεπή αποτελέσματα στις κάλπες. Μετά από ένα πέρασμα από τη νεολαία της CDU, ο Ντίτερ Στάιν προσχωρεί, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, σε ένα κόμμα της ριζοσπαστικής Δεξιάς, το Die Republikaner (5), που εκτρέπεται προς την άκρα Δεξιά, και στη συνέχεια στο Freiheitlische Volkspartei (Λαϊκό Φιλελεύθερο Κόμμα), το οποίο εγκαταλείπει μετά από μια εκλογική αποτυχία. «Τα κυρίαρχα ΜΜΕ στην αρχή αγνόησαν τα νέα κόμματα της Δεξιάς, ή αναφέρθηκαν σε αυτά με τρόπο ιδιαίτερα αρνητικό, αναζητώντας σκάνδαλα», λέει ενοχλημένος ακόμα και σήμερα. «Δεν υπήρχαν ΜΜΕ φιλικά διακείμενα προς αυτά, όπως έγινε με τους Πράσινους ή το Die Linke [το κόμμα της Αριστεράς] όταν τα κόμματα αυτά δημιουργήθηκαν». Αυτό το σκοπό υπηρετεί το «Junge Freiheit» έναντι της AfD.
Ένα εύπορο αναγνωστικό κοινό
Ο στόχος δεν είναι τόσο η υποστήριξη του κόμματος και των ηγετών του, όσο η ένταξη στον δημόσιο διάλογο της αγαπημένης θεματολογίας του: πρόσφυγες, μετανάστευση, Ισλάμ. Η «Junge Freiheit» αναφέρεται στο μεταναστευτικό κύμα που δέχεται η Γερμανία από το 2015 μόνο από την οπτική γωνία της απειλής –τρομοκρατία, εγκληματικότητα, σεξουαλικές επιθέσεις. Πολύ λίγο τους ενδιαφέρει αν οι απειλές αυτές είναι πραγματικές, ενδεχόμενες ή φανταστικές. Οι πολιτικές συμπάθειες συμβαδίζουν με τα οικονομικά συμφέροντα. «Όταν η Μέρκελ άνοιξε τα σύνορα, οι πωλήσεις μας, και κυρίως οι επισκέψεις στην ιστοσελίδα μας, αυξήθηκαν αλματωδώς», αναφέρει ο αρχισυντάκτης.
Στις 7 Οκτωβρίου 2016 ο πρωτοσέλιδος τίτλος της εφημερίδας είναι «Το Ισλάμ θέλει την εξουσία» και συνεχίζει στις εσωτερικές σελίδες με το ρεπορτάζ «Πώς η σαρία εδραιώνει τη θέση της στην Ευρώπη», επικαλούμενο το γαλλικό εβδομαδιαίο περιοδικό «Valeurs actuelles» για την υποτιθέμενη γνώση που αυτό έχει για την κατάσταση στα προάστια των γαλλικών πόλεων. Η εφημερίδα αντιμάχεται επίσης τον φεμινισμό, το δικαίωμα στην άμβλωση, τη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση στα σχολεία και τις εργασίες σχετικά με ταυτότητα φύλου. Έχει επίσης εκδώσει μια μπροσούρα για την «τρέλα γύρω από το φύλο», που «απειλεί εσάς, τα παιδιά και τα εγγόνια σας» (6). Οι πολιτιστικές σελίδες προβάλλουν ιστορικά βιβλία αφιερωμένα σε εξαφανισμένους πολιτισμούς, σε αυτοκράτορες, σε πολέμους του εικοστού αιώνα. Οι σελίδες του κινηματογράφου αναφέρονται στην κυκλοφορία σε DVD μιας ταινίας του πιο διάσημου ναζιστή σκηνοθέτη, του Φάιτ Χάρλαν, χωρίς φυσικά να τον αναφέρουν ως τέτοιον, αξιολογώντας το ταλέντο του σύμφωνα με την άποψη που είχε γι’ αυτόν ο Γιόζεφ Γκαίμπελς (6 Ιανουαρίου 2017). Στην τελευταία σελίδα ο αναγνώστης διαβάζει ότι το κάπνισμα πίπας επιστρέφει ως ισχυρή τάση στην ανδρική μόδα.
Λάτρης ή όχι του παλιού καπνού, ο μέσος αναγνώστης της «Junge Freiheit» είναι άνδρας (90%), ηλικιωμένος (οι μισοί από τους αναγνώστες είναι άνω των 60 ετών), εύπορος και μορφωμένος (46% έχουν πανεπιστημιακό πτυχίο), σύμφωνα με τα δεδομένα που είναι στη διάθεση των υποψήφιων διαφημιζομένων. Συναντούμε ένα τέτοιο δείγμα στα τέλη Μαρτίου του 2017, στη Βιβλιοθήκη του Συντηρητισμού στο Βερολίνο, μια δομή που ίδρυσε ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας για να συγκεντρώσει μια κατηγορία αγαπητών σε αυτόν έργων. Την ημέρα εκείνη ο χώρος φιλοξενούσε μια διάλεξη για «την κοινωνική ζεστασιά του καπιταλισμού και την κοινωνική ψυχρότητα του Κράτους Πρόνοιας». Ο ομιλητής, ένας ενθουσιώδης οπαδός του Φρήντριχ Χάγιεκ, στοχαστή της νεοφιλελεύθερης οικονομίας, εξευτελίζει την αρχή της αναδιανομής του εισοδήματος και υπερασπίζεται τον καπιταλισμό, ο οποίος «επέτρεψε στις γυναίκες να έχουν ηλεκτρικά πλυντήρια αντί να πλένουν τα ρούχα στο ποτάμι, πράγμα που αναμφισβήτητα θα ήταν ρομαντικό». Καθισμένοι στο βάθος της αίθουσας , η Ουλρίκε και ο Αλφ, δύο Γερμανοί γύρω στα εξήντα, ακούν προσεκτικά.
Εκείνη είναι γιατρός, εκείνος συνταξιούχος, πρώην καθηγητής φυσικής αγωγής και γαλλικών και δραστήριος επί σαράντα χρόνια στη γαλλογερμανική φιλία. Το ζευγάρι διαβάζει τη «Junge Freiheit» εδώ και δεκαπέντε χρόνια. «Πολλά μέλη της AfD την διαβάζουν», εξηγεί ο Αλφ. «Διότι πολλοί είναι υψηλού μορφωτικού επιπέδου, είναι διανοούμενοι». «Είναι μια ποιοτική εφημερίδα, κλασική, με προσεγμένη γλώσσα», συμπληρώνει η σύζυγός του. «Κι έπειτα, στη “Junge Freiheit” δεν υπάρχει πολιτική ορθότητα όπως στις άλλες εφημερίδες. Δεν υπάρχουν διακρίσεις σε βάρος της AfD, ούτε σε βάρος του Pegida (ΣτΜ: Patriotische Europäer gegen die Islamisierung des Abendlandes, Πατριώτες Ευρωπαίοι Ενάντια στην Ισλαμοποίηση της Δύσης, ακροδεξιά πολιτική κίνηση), Κατά τη γνώμη μου, η “Junge Freiheit” είναι επίσης πιο αντικειμενική απέναντι στη Ρωσία. Τα άλλα ΜΜΕ επιδίδονται σε κυνήγι μαγισσών. Όλα λένε το ίδιο πράγμα, δεν ασκούν καμιά κριτική στην κυβέρνηση, ούτε στο μεταναστευτικό κύμα».
Με τιμή φύλλου 4,40 ευρώ και ετήσια συνδρομή 200 ευρώ, η «Junge Freiheit» δεν είναι φθηνή. Πέρα όμως από την έντυπη έκδοση, η εφημερίδα επηρεάζει κάθε μέρα περισσότερους Γερμανούς, μέσω της ιστοσελίδας της, του καναλιού της στο YouTube και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Ο Ντήτερ Στάιν αρέσκεται να συγκρίνει το ΜΜΕ του με την υπερσυντηρητική σελίδα Breitbart, που ίδρυσε στις ΗΠΑ ο Στήβεν Μπάνον, ο πρώην σύμβουλος του Ντόναλντ Τραμπ. Με μια μικρή διαφοροποίηση: «Εμείς επιθυμούμε να δημοσιεύουμε στην ιστοσελίδα μας μόνο αληθινές ειδήσεις, για τις οποίες, αν είναι δυνατόν, έχουμε κάνει δική μας έρευνα. Και να διαχωρίζουμε από αυτές τα σχόλια».
Το μουστάκι του Χίτλερ
Πράγματι, παρά τη δοξαστική ματιά της απέναντι στη γερμανική Ιστορία, τη συμπάθειά της προς τον Τραμπ και τον Πούτιν και την ισλαμοφοβία της, η «Junge Freiheit» είναι μάλλον μετριοπαθής στο νέο τοπίο του ακροδεξιού Τύπου, ακόμη και για τη Γερμανία. Το μηνιαίο περιοδικό «Compact» την ξεπερνάει σε ακρότητα. Ιδρυμένο το 2010 από τον Γιούργκεν Ελσέσσερ, ακροαριστερό δημοσιογράφο στη δεκαετία του 1990, που έκτοτε πέρασε στο Pegida και στις θεωρίες συνωμοσίας, ισχυρίζεται ότι πουλάει σήμερα 40.000 αντίτυπα.
Στο εξώφυλλο του πρώτου τεύχους του 2017 εμφανιζόταν η Μέρκελ με ένα χιτλερικό μουστάκι. Ο τίτλος του: «Η τελευταία μάχη της Μέρκελ. Τέλος χρόνου στο μπούνκερ της καγκελαρίας». «Αντί για τον εθνικοσοσιαλισμό, σήμερα εφαρμόζεται ένας αντεθνικός σοσιαλισμός, που διανέμει τον πλούτο της Γερμανίας σε όλο τον κόσμο», εξηγούσε ο Γιούργκεν Ελσέσσερ στο κύριο άρθρο του «ενάντια στη μαζική εισαγωγή μουσουλμάνων». Αντιθέτως, η ηγέτιδα της AfD, Φράουκε Πέτρυ, παρουσιαζόταν στο τεύχος του Μαρτίου 2016 ως «η καλύτερη καγκελάριος». Το «Compact» διακηρύσσει επίσης τη συμπάθειά του για το Εθνικό Μέτωπο της Γαλλίας και τα κινήματα ταυτότητας. Το τεύχος του Φεβρουαρίου 2016 αφιέρωνε το εξώφυλλό του στη Μαριόν Μαρεσάλ – Λε Πεν, μία από «τις κόρες της Ευρώπης ενάντια στην ισλαμοποίηση», σύμφωνα με το μηνιαίο περιοδικό.
Το πανόραμα του Τύπου με τις φαιές αποχρώσεις θα ήταν ατελές χωρίς το περιοδικό «Sezession» (7), το οποίο εκδίδεται από το 2003 από ένα «Ινστιτούτο για την Κρατική Πολιτική», που διευθύνει ο Γκετς Κούμπιτσεκ, ένας από τους συνήθεις ομιλητές των εκδηλώσεων του Pegida. Με μονάχα δύο χιλιάδες αντίτυπα, η επιρροή του διμηνιαίου περιοδικού φαίνεται περιορισμένη. Αυτό όμως ισχύει αν δεν ληφθεί υπ’ όψιν το πλήθος των συνεδρίων και διαλέξεων που διοργανώνει, τα οποία με το πέρασμα του χρόνου έχουν εξελιχθεί σε τόπο συνάντησης της ακροδεξιάς διανόησης, τόσο της Γερμανίας όσο και από αλλού. Άλλωστε το «Sezession» και η «Junge Freiheit» έχουν αρκετούς κοινούς συντάκτες. Εδώ τα δυσδιάκριτα όρια που θέτει ο Ντίτερ Στάιν εξαφανίζονται. Στα συνέδρια και τις διαλέξεις τα οποία διοργανώνει το ινστιτούτο που εκδίδει το «Sezession», με την έδρα του στη Σαξωνία-Άνχαλτ, οι υπεύθυνοι της AfD συναντιούνται με πρώην στελέχη του νεοναζιστικού NPD, τον Τζακ Ντόνοβαν, έναν Αμερικανό υπέρμαχο της ανωτερότητας των αρσενικών, που κηρύσσει την επιστροφή στην εποχή των φυλών, και Αυστριακούς εκπροσώπους κινημάτων ταυτότητας. Ένα ιδεολογικό εργαστήριο το οποίο η επιτυχία του Ντόναλντ Τραμπ έπεισε ότι όχι μόνο μπορεί να βγει από το περιθώριο, αλλά και να κυριαρχήσει στον δημόσιο διάλογο.
  1. Βλ. Thorsten Thaler, «Der Freiheit eine Gasse! 25 Jahre Junge Freiheit, Eine deutsche Zeitungsgeschichte», Edition JF, Βερολίνο 2011.
  2. Βλ. Dominique Vidal, «A droite du nouveau», «Le Monde diplomatique», Μάιος 2015.
  3. (Σ.τ.Μ.) Bundestag: Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο.
  4. (Σ.τ.Μ.) Land, πληθ. Länder: έτσι ονομάζονται τα δεκαέξι ομόσπονδα κρατίδια της Γερμανίας.
  5. (Σ.τ.Μ.) Die Republikaner: οι Ρεπουμπλικανοί.
  6. (Σ.τ.Μ.) Sezession: απόσχιση.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More