«Θίασος Κοτοπούλη ευρίσκεται εις Πάτρας. Συναντήσατε Κον Μυράτ στο ξενοδοχείο του. Σας προτείνουμε συνεργασία στο θέατρο Ρεξ δίπλα στη Μελίνα Μερκούρη. Γιώργος Χέλμης.» Αυτό το τηλεγράφημα που έφτασε στα χέρια της μητέρας της Ευγενίας Καρπούζη, Θεώνης, σήμανε την εκκίνηση μιας διαδρομής που θα χαράξει όχι μόνο την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου και θεάτρου αλλά και τις ψυχές των Ελλήνων. Πρόκειται για τη διαδρομή της Τζένης Καρέζη.
Η Ευγενία Καρπούζη, λοιπόν, όταν ήταν μικρή βιαζόταν μετά το σινεμά να κλειστεί στο δωμάτιο της, ένα ολόκληρο σύμπαν μέσα σε τέσσερις τοίχους. Εκεί έπαιρνε ένα σεντόνι και τυλίγοντάς το γύρω από το κορμί της παρίστανε τη Μπέτι Ντέιβις. Ή βάζοντας ένα κασκόλ στο κεφάλι της και παίρνοντας μια κούκλα αγκαλιά έκανε τη χαροκαμένη μάνα. Τα κάγκελα του κρεβατιού της τη βοηθούσαν να παίξει τον ρόλο της φυλακισμένης πριγκίπισσας. Σ’ αυτό το παιδικό δωμάτιο η μετέπειτα Τζένη Καρέζη θα κάνει έναν φίλο, έναν απ’ αυτούς που θα της μείνει πιστός: τον καθρέφτη. Σ’ αυτόν έλεγε όλα τα βάσανα, τα όνειρα και τις ανησυχίες της.
Στην Κατοχή ήταν πολύ μικρή και κρυβόταν στην αγκαλιά της μητέρας της ενώ οι βόμβες έξω έπεφταν βροχή. Ξαφνικά μια μελωδία σταματούσε τα κλάματα. «Είναι η ενάτη συμφωνία του Μπετόβεν», της εξηγούσε η μητέρα της. Η μουσική έκανε τη μικρή να ξεχνιέται. Και να καταλάβει ότι η Τέχνη λειτουργεί για τους ανθρώπους σαν καταφύγιο.
Αργότερα, στη Θεσσαλονίκη θα ζήσει για μία ακόμα φορά τη σκληρότητα του πολέμου, με την εκτέλεση των δύο Εβραίων συμμαθητών της, του Αλβέρτου και της Ιουδίθ.
Η Θεσσαλονίκη είναι το μέρος όπου θα κατασταλάξουν οι γονείς της έπειτα από πολλές μεταθέσεις από πόλη σε πόλη. Εκεί η Τζένη Καρέζη θα μπει εσωτερική στο σχολείο των Καλογριών. Μέσα στο σχολείο έβλεπε τις Καλόγριες, αυστηρές φιγούρες, να περιφέρονται φορώντας τα άσπρα κολλαριστά καπέλα, σαν αερικά. Μία απ’ αυτές, καθηγήτρια γαλλικής φιλολογίας, την έβαλε να της διαβάσει κάποιο ποίημα. Η τότε «Ευγενούλα» το διάβασε και η καλόγρια είχε ενθουσιαστεί. Τη ρωτάει πώς τη λένε και η καλόγρια επαναλαμβάνει το όνομα της στα γαλλικά: «Eugenie. Gennie. Τζένη δηλαδή.» Αργότερα, ο δάσκαλός της στη Δραματική Σχολή Αγγελος Τερζάκης έδωσε την ιδέα του καλλιτεχνικού επωνύμου της: Καρέζη.
Η εκπαίδευσή της στις Καλόγριες συνεχίστηκε στο Saint Joseph στην Αθήνα. Πέρα από τα άψογα γαλλικά, η εκπαίδευση της καλλιέργησε την αγάπη για τις Τέχνες. Εκεί έμαθε να εκτιμά τη λογοτεχνία και την ποίηση. Στο Γυμνάσιο μετέφραζε σκετς από τα γαλλικά.
Επαιζε και σκηνοθετούσε έργα στις σχολικές γιορτές. Στην Αθήνα, που έκανε τα δύο τελευταία σχολικά χρόνια, της εβδόμης και της ογδόης, η αγάπη της για το θέατρο είχε πάρει μια συγκεκριμένη μορφή. Η μελλοντική Ελληνίδα σταρ ήξερε πλέον τι ήθελε να κάνει στη ζωή της. O πατέρας της όμως, παρακινούμενος από τις επιδόσεις της στην έκθεση και τα φιλολογικά μαθήματα ήθελε να την κάνει δημοσιογράφο. Αυτή όμως ήθελε να δώσει εξετάσεις στο Εθνικό. Κάτι που συμφώνησε με τη μητέρα της να κρατήσει μυστικό.
Το 1951, χρονιά αποφοίτησής της από την Ελληνογαλλική Σχολή, πήρε μέρος στην Αντιγόνη του Σοφοκλή, που ανέβηκε στο «Rex» από τους τελειόφοιτους. Σ’ αυτήν την παράσταση, η Τζένη ήταν πρωταγωνίστρια και σκηνοθέτης. Στην πλατεία του θεάτρου βρισκόταν και ο πρωταγωνιστής- διευθυντής του θεάτρου Δημήτρης Μυράτ που, διακρίνοντας το ταλέντο της, πήγε στα παρασκήνια να συγχαρεί τους γονείς της. Τρία χρόνια αργότερα ο Μυράτ θα είναι ο ίδιος άνθρωπος που θα την περίμενε για να μιλήσουν για την πρώτη της επαγγελματική εμφάνιση, στο ίδιο θέατρο.
Ο Μυράτ και το ξενοδοχείο στο οποίο βρισκόταν στην Πάτρα ήταν ο προορισμός του λεωφορείου που είχε πάρει η Τζένη Καρέζη. Στη συνάντησή τους, ο Δημήτρης Μυράτ φέρεται να της λέει: «Δεσποινίς, τον Οκτώβριο αρχίζουμε στο Ρεξ με την "Ωραία Ελένη". Ξέρετε ότι η πρωταγωνίστρια του θεάτρου είναι η Μελίνα Μερκούρη. Σας πληροφορώ πως ο ρόλος είναι εξίσου μεγάλος, αν όχι μεγαλύτερος από τον δικό της. Αυτό σημαίνει δύο πράγματα: θρίαμβο ή καταστροφή! Διακόψτε, λοιπόν, τον παραθερισμό σας, γυρίστε το γρηγορότερο στην Αθήνα και περιμένετέ με. Σε λίγες μέρες αρχίζουμε πρόβες.»
Η Τζένη Καρέζη απάντησε μ’ ένα «ευχαριστώ πολύ» και βγήκε από το δωμάτιο του Μυράτ. Η εμπιστοσύνη στον εαυτό της ήταν τόσο μεγάλη που αντιμετώπιζε ήδη αυτόν τον ρόλο σαν έναν δρόμο που θα οδηγούσε σε μία μόνο κατεύθυνση: το θρίαμβο.
Στην πρώτη της παράσταση, μπροστά σ’ ένα απαιτητικό κοινό η Τζένη Καρέζη χειροκροτήθηκε απ’ όλους. Ολοι αναγνώρισαν πάνω της τη φλέβα μιας θεατρίνας με μέλλον. Το καμαρίνι της στο τέλος της παράστασης γέμισε από σημαντικές προσωπικότητες του θεάτρου. Η Τζένη Καρέζη είχε πάρει πλέον τον τίτλο της μεγάλης ελπίδας της ελληνικής σκηνής. Ο Μ. Καραγάτσης θα γράψει γι’ αυτήν: «Ας θυμηθούμε πως τούτο το φθινόπωρο του 1954 χάρισε στο ελληνικό θέατρο μια νέα ηθοποιό με μεγάλο μέλλον: την Τζένη Καρέζη».
Η Ελληνίδα σταρ είχε τη διαύγεια να ακολουθήσει το ένστικτό της. Τόλμησε να μεταπηδήσει από το δράμα στην κωμωδία, κάτι που δεν θα το περίμενε κανείς από μια νεαρή ηθοποιό που είχε τελειώσει τη Δραματική πριν από ένα χρόνο. Ετσι, το καλοκαίρι του ’55 εμφανίζεται ως πρωταγωνίστρια ανάμεσα σε δύο γίγαντες της ελληνικής κωμωδίας: τον Ντίνο Ηλιόπουλο και τον Μίμη Φωτόπουλο.
Την ίδια εποχή, ο ελληνικός κινηματογράφος άρχισε να γνωρίζει ιδιαίτερη ανάπτυξη. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην παρουσία του Φίνου, ο οποίος δεν ήθελε αρχικά να συμμετάσχει σε ταινία του η Τζένη Καρέζη. Το έκανε αφού δέχτηκε μεγάλη πίεση από τον Αλέκο Σακελάριο. Μάλιστα, λέγεται ότι η τελευταία φράση του Φίνου προς τον Σακελάριο ήταν: «Εντάξει, πάρ’ την αλλά την ευθύνη θα την έχεις εσύ».
Ετσι έκανε η Τζένη Καρέζη το ντεμπούτο της στον κινηματογράφο με το «Λατέρνα, Φτώχεια Και Φιλότιμο». Μ’ αυτήν την ταινία η Καρέζη ξεκινά το χτίσιμο ενός άλλου μύθου που πήγαινε μαζί μ’ αυτόν της μεγάλης ηθοποιού: αυτόν της σταρ της μεγάλης οθόνης.
Ο κινηματογράφος και το θέατρο λειτουργούσαν στην περίπτωσή της σαν συγκοινωνούντα δοχεία. Το ένα έτρεφε το άλλο. Γι’ αυτό το «Εθνικό» της προτείνει συνεργασία. Με ρόλους που έγραψαν ιστορία και είχαν τέτοια επιτυχία που έκαναν τις προτάσεις να πέφτουν βροχή. Η Τζένη Καρέζη έγινε περιζήτητη μεταξύ των θεατρικών αλλά και των κινηματογραφικών επιχειρηματιών. Μετά τη συνεργασία της με τον Σακελάριο θα συνεργαστεί με τον Γιώργο Ζερβό στη «Λίμνη των Πόθων».
Πρόκειται για ταινία υψηλής αισθητικής που θα προβληθεί σε ξένα φεστιβάλ. Μετά τα «Ναυάγια της Ζωής», όπου έπαιξε με τον Κώστα Κακκαβά και τον Ανδρέα Μπάρκουλη, θα παίξει στο «Τρελοκόριτσο», ταινία που θα την αναδείξει ως νεανικό ίνδαλμα. Ετσι, παράλληλα με την Αλίκη Βουγιουκλάκη το εγχώριο σταρ σύστεμ θα αποκτήσει και το αντίπαλο δέος, την Τζένη Καρέζη, αναβιώνοντας έτσι την καλλιτεχνική αντιπαλότητα της Κυβέλης με τη Μαρίκα Κοτοπούλη, χωρίς όμως τις πολιτικές προεκτάσεις εκείνης της διαμάχης.
Γυρνώντας τον χρόνο πίσω και ανατρέχοντας στα αρχεία της σχολής του «Εθνικού», διακρίνεις την Αλίκη Βουγιουκλάκη, τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ και την Τζένη Καρέζη στην ίδια παρέα. Είναι η απτή απόδειξη ότι η Αλίκη Βουγιουκλάκη και η Τζένη Καρέζη διάγουν «βίους παράλληλους» από τα πρώτα τους χρόνια στην υποκριτική. Εγιναν διάσημες την ίδια χρονιά. Γέννησαν τους γιους τους την ίδια χρονιά. Και πέθαναν τον ίδιο μήνα.
Μπορεί όλη η Ελλάδα να είχε χωριστεί σε δύο «στρατόπεδα» αλλά οι δύο σταρ ήταν πάντα μεταξύ τους φίλες.
Οταν μάλιστα η Βουγιουκλάκη έμαθε, τέσσερα χρόνια μετά το θάνατο της Καρέζη, τη δική της αρρώστια πήρε τηλέφωνο τη μάνα της Τζένης, για να της πει: «Κυρία Θεώνη, θα πάω να συναντήσω την Τζένη».
Μια διαφορά ίσως ανάμεσα στις δύο σταρ είναι ότι η Καρέζη τόλμησε και σε πιο «δύσκολους» ρόλους. Και δεν ήταν μόνο τα «Κόκκινα Φανάρια» που έκαναν την Ελληνίδα σταρ να περπατήσει πάνω στο κόκκινο χαλί του Φεστιβάλ των Καννών. Ηταν οι ρόλοι που άρχισε να παίζει μετά τη γνωριμία της με τον Κώστα Καζάκο: το μεγάλο κεφάλαιο της ζωής της. «Το 1967 θεωρώ ότι είναι χρονιά-σταθμός στη ζωή μου. Γιατί τότε γνώρισα τον Κώστα. Χρωστάμε και οι δύο αιώνια ευγνωμοσύνη στον Φίνο, γιατί γνωριστήκαμε στην ταινία του "Κοντσέρτο για Πολυβόλα" όπου πρωταγωνιστούσαμε.»
Ο γάμος τους έγινε στις 5 Αυγούστου του 1968 μεταξύ λίγων φίλων και συγγενών. Δεν είχε καμία ομοιότητα με τον προηγούμενο, κοσμοπολίτικο γάμο της Τζένης Καρέζη με τον Ζάχο Χατζηφωτίου. «"Από τη στιγμή που τον γνώρισα κατάλαβα πόσο σημαντική είναι η προσωπική ζωή του ανθρώπου, ο σύντροφός σου στο σπίτι σου, το παιδί σου, η καριέρα σου"», θα πει η Τζένη Καρέζη για τον Κώστα Καζάκο.
Μετά το γάμο της η Τζένη Καρέζη θα κάνει τη στροφή προς τους «μεγάλους» ρόλους διαλέγοντας να ανεβάσει μαζί με τον άντρα της τη «Θεοδώρα». Στον κινηματογράφο, μετά το «Κοντσέρτο για Πολυβόλα» η επόμενη ταινία του ζευγαριού Καρέζη-Καζάκου θα είναι το «Αγάπη κι Αίμα» του Νίκου Φώσκολου. Για τη συνεργασία του με την Ελληνίδα σταρ ο Νίκος Φώσκολος έχει πει: «Δούλευε σαν σκυλί. Για τα γυρίσματα της ταινίας την έπαιρνε στη μία το βράδυ ένα αυτοκίνητο από το «Γκλόρια», που έπαιζε τότε, και την έφερνε στην Κωπαΐδα. Κοιμόταν περίπου τρεις ώρες, έτρωγε μια φέτα καρπούζι, γιατί έκανε εξαντλητική δίαιτα, και στις εφτά το πρωί ερχόταν στον κάμπο για τα γυρίσματα.»
Η δουλειά και τα ρίσκα που έπαιρνε όσον αφορά στους ρόλους που διάλεγε έφεραν τους καρπούς τους. Ενα από τα πιο σημαντικά επιτεύγματα της αδιάκοπης δουλειάς της ήταν η δημιουργία του δικού της θεάτρου, στο «Αθήναιον», που έγινε γνωστό και ως θέατρο «Τζένη Καρέζη». Το εγκαινίασε στις 17 Νοεμβρίου 1978 με το «Πολίτες Β’ Κατηγορίας» που σκηνοθέτησε ο άντρας της. Κι εκεί θα παίξει τους ρόλους που ονειρεύτηκε για τα υπόλοιπα δεκατέσσερα χρόνια της ζωής της: τη Βιρτζίνια Γουλφ, την Εντα Γκάμπλερ αλλά και τη «Μήδεια» στο Ηρώδειο και στην Επίδαυρο -στην τελευταία θα υποδυθεί την «Ηλέκτρα» το 1986-87.
Κι ενώ η Καρέζη είχε ανεβάσει τον «Βυσσινόκηπο» του Τσέχοφ, παράσταση που γνώριζε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία, τα πρώτα σημάδια της αρρώστιας της θα την αναγκάσουν να τη διακόψει απότομα. Η Καρέζη όμως δεν το έβαλε κάτω. Ανέβασε το «Διαμάντια και Μπλουζ» στο θέατρο. Επαιξε στην τηλεοπτική σειρά «Μαύρη Χρυσαλλίδα». Μέχρι που έφυγε από τη ζωή, παρέμεινε αληθινή σταρ.
* Από το περιοδικό «Εικόνες» του Έθνους, 16 Νοεμβρίου 2008
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου