Ντούνης Ανδρέας – Ο νεοφιλελευθερισμός αποτελεί
το καθοριστικό οικονομικό παράδειγμα των καιρών μας –
αναφέρεται στις πολιτικές και τις διαδικασίες κατά τις
οποίες μία μειονότητα ιδιωτικών συμφερόντων μπορεί να
ελέγξει όσο το δυνατόν περισσότερες περιοχές της
κοινωνικής ζωής ώστε να μεγιστοποιήσει το προσωπικό της
κέρδος.
Ο νεοφιλελευθερισμός συσχετίσθηκε πρωτίστως με τις πολιτικές που εφάρμοσαν οι Reagan και Thatcher. Όμως, τις τελευταίες τρείς δεκαετίες οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές έχουν αποτελέσει την κυρίαρχη παγκόσμια οικονομική τάση που υιοθετείται από πολιτικά κόμματα του κέντρου, μεγάλου τμήματος της παραδοσιακής αριστεράς, και φυσικά της δεξιάς. Τα συγκεκριμένα κόμματα και οι πολιτικές που εφαρμόζουν αντιπροσωπεύουν τα άμεσα συμφέροντα εξαιρετικά πλούσιων επενδυτών και λιγότερων από χιλίων σε αριθμό μεγάλων επιχειρήσεων.
Στις Η.Π.Α, πέραν ορισμένων ακαδημαϊκών και μερικών μελών της επιχειρηματικής κοινότητας, ο όρος νεοφιλελευθερισμός δεν χρησιμοποιείται για να περιγράψει το νέο πρόσωπο του καπιταλιστικού συστήματος. Αντιθέτως, οι νεοφιλελεύθερες πρωτοβουλίες χαρακτηρίζονται ως πολιτικές «της ελεύθερης αγοράς» που ενθαρρύνουν τις ιδιωτικές πρωτοβουλίες και την επιλογή των καταναλωτών (consumer choice), ανταμείβουν την προσωπική υπευθυνότητα και την επιχειρηματική πρωτοβουλία, και υποβαθμίζουν το «νεκρό χέρι της ανίκανης, γραφειοκρατικής και παρασιτικής κυβέρνησης που δεν μπορεί ποτέ να προβεί σε ορθές πράξεις».
[1] Στα πλαίσια των μεταβαλλόμενων πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών κατά την μετάβαση από τον 20ο στον 21 ο αιώνα, και της επικράτησης και θεσμοθέτησης μιάς παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, και υπό την σκέπη νέων μορφών ρύθμισης των κοινωνικών σχέσεων και δικαιωμάτων ο λόγος εμπέδωσης του νεοφιλελευθερισμού έπαιξε έναν καθοριστικό ρόλο στον επικαθορισμό και την νομιμοποίηση του νέου κοινωνικοοικονομικού γίγνεσθαι.
Ο νεοφιλελεύθερος λόγος δεν αποτελεί μία ενιαία ιδεολογικοπολιτική ρητορική, καθώς οι έτεροι φορείς τουεκφερόμενου λόγου εστίασαν σε διαφορετικά σημεία οργάνωσης του κράτους (π.χ. ο Hayek κυρίως κατά του κεντρικού σχεδιασμού και ο Milton Friedman στην φιλελευθεροποίηση της οικονομίας), και εκ του αποτελέσματος τα διαφορετικά κρατικά πολιτικά συστήματα τον έχουν «καθιερώσει» σε διαφορετικούς βαθμούς και τον έχουν προσαρμόσει αναλόγως κατά διαφορετικά χρονικά διαστήματα, στο κοινωνικοπολιτικό τους πεδίο. Η πολιτική μορφή του νεοφιλελευθερισμού είναι η διαδικαστική δημοκρατία (φορμαλιστική, φιλελεύθερη, καπιταλιστική ή αστική δημοκρατία (bourgeois), κυριαρχώντας στην πολιτική σκέψη και κρατική πρακτική των ημερών μας.
Αυτή η τροπικότητα της διαχείρισης των ταξικών σχέσεων τελεί πλέον υπό κρίση, που εκφράζεται μέσω της διάβρωσης των πολιτικών ελευθεριών και την ανάδυση της αυταρχικής διακυβέρνησης. Η Μαρξιστική κριτική της νεοφιλελεύθερης δημοκρατίας, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο νεοφιλελευθερισμός είναι ασύμβατος με την επέκταση της δημοκρατίας σε περιοχέςκλειδιά της κοινωνικής ζωής. Αντιστρόφως, η επέκταση της δημοκρατίας μπορεί να αποτελέσει ένα αποτελεσματικό εργαλείο για την κατάργηση του νεοφιλελευθερισμού.
Η συγκεκριμένη προσέγγιση είναι υποσχόμενη για τρείς κύριους λόγους: (α) η επέκταση της δημοκρατίας είναι από μόνη της πολύτιμη, (β) οι αντιφάσεις μεταξύ οικονομικής και πολιτικής δημοκρατίας αναδεικνύουν τους περιορισμούς του σύγχρονου καπιταλισμού και (γ) οι μάχες για τον προσδιορισμό της φύσης και του περιεχομένου της δημοκρατίας μπορούν να εγείρουν ερωτηματικά για τους περιορισμούς του καπιταλισμού ως σχέση παραγωγής [2].
Ο David Harvey στο διαφωτιστικό βιβλίο του «Νεοφιλελευθερισμός: Ιστορία και Παρόν» [3] (A Brief History of Neoliberalism) αποδεικνύει ότι οπουδήποτε έχει εφαρμοστεί το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα, έχει προκαλέσει τη μαζική μετατόπιση πλούτου όχι μόνο στο ανώτερο ένα τοις εκατό, αλλά στο ανώτερο δεκατημόριο του ανώτερου ένα τοις εκατό. Για παράδειγμα, στις Ηνωμένες Πολιτείες, το ανώτερο 0,1% έχει ήδη ανακτήσει την θέση που κατείχε το 1918.
Οι προϋποθέσεις που απαιτεί ο νεοφιλελευθερισμός για την υποτιθέμενη απελευθέρωση των ανθρώπων από την υποδούλωση στο κράτος – οι ελάχιστοι φόροι, η διάλυση των δημόσιων υπηρεσιών και της πρόνοιας, η διάλυση των εργατικών συνδικάτων – αποτελούν ακριβώς τις προϋποθέσεις εκείνες που απαιτούνται για να γίνουν ακόμη πλουσιότεροι οι ελίτ [4], σε ότι αποκαλεί απόλυτα ορθά και στοχευμένα ο Harvey ως «παλινόρθωση της ταξικής τους ισχύος».
_______________
Πηγές: [1] Noam Chomsky and the Struggle Against Neoliberalism, Robert W. McChesney , Monthly Review, April 1, 1999, chomsky.info
[2] Democracy Against Neoliberalism: Paradoxes, Limitations, Transcendence, Alfredo Saad Filho – SOAS, University of London, Alison J Ayers – Simon Fraser University, Critical Sociology, Sage Journals, February 3, 2014 (abstract), crs.sagepub.com
[3] Ντέιβιντ Χάρβει, Νεοφιλελευθερισμός – Ιστορία και Παρόν, Εκδόσεις Καστανιώτη
[4] Enrico Tortolano, Economics and the Powerful: How to fight back against neoliberalism, The institute of employment rights, url: ier.org.uk
Ο νεοφιλελευθερισμός συσχετίσθηκε πρωτίστως με τις πολιτικές που εφάρμοσαν οι Reagan και Thatcher. Όμως, τις τελευταίες τρείς δεκαετίες οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές έχουν αποτελέσει την κυρίαρχη παγκόσμια οικονομική τάση που υιοθετείται από πολιτικά κόμματα του κέντρου, μεγάλου τμήματος της παραδοσιακής αριστεράς, και φυσικά της δεξιάς. Τα συγκεκριμένα κόμματα και οι πολιτικές που εφαρμόζουν αντιπροσωπεύουν τα άμεσα συμφέροντα εξαιρετικά πλούσιων επενδυτών και λιγότερων από χιλίων σε αριθμό μεγάλων επιχειρήσεων.
Στις Η.Π.Α, πέραν ορισμένων ακαδημαϊκών και μερικών μελών της επιχειρηματικής κοινότητας, ο όρος νεοφιλελευθερισμός δεν χρησιμοποιείται για να περιγράψει το νέο πρόσωπο του καπιταλιστικού συστήματος. Αντιθέτως, οι νεοφιλελεύθερες πρωτοβουλίες χαρακτηρίζονται ως πολιτικές «της ελεύθερης αγοράς» που ενθαρρύνουν τις ιδιωτικές πρωτοβουλίες και την επιλογή των καταναλωτών (consumer choice), ανταμείβουν την προσωπική υπευθυνότητα και την επιχειρηματική πρωτοβουλία, και υποβαθμίζουν το «νεκρό χέρι της ανίκανης, γραφειοκρατικής και παρασιτικής κυβέρνησης που δεν μπορεί ποτέ να προβεί σε ορθές πράξεις».
[1] Στα πλαίσια των μεταβαλλόμενων πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών κατά την μετάβαση από τον 20ο στον 21 ο αιώνα, και της επικράτησης και θεσμοθέτησης μιάς παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, και υπό την σκέπη νέων μορφών ρύθμισης των κοινωνικών σχέσεων και δικαιωμάτων ο λόγος εμπέδωσης του νεοφιλελευθερισμού έπαιξε έναν καθοριστικό ρόλο στον επικαθορισμό και την νομιμοποίηση του νέου κοινωνικοοικονομικού γίγνεσθαι.
Ο νεοφιλελεύθερος λόγος δεν αποτελεί μία ενιαία ιδεολογικοπολιτική ρητορική, καθώς οι έτεροι φορείς τουεκφερόμενου λόγου εστίασαν σε διαφορετικά σημεία οργάνωσης του κράτους (π.χ. ο Hayek κυρίως κατά του κεντρικού σχεδιασμού και ο Milton Friedman στην φιλελευθεροποίηση της οικονομίας), και εκ του αποτελέσματος τα διαφορετικά κρατικά πολιτικά συστήματα τον έχουν «καθιερώσει» σε διαφορετικούς βαθμούς και τον έχουν προσαρμόσει αναλόγως κατά διαφορετικά χρονικά διαστήματα, στο κοινωνικοπολιτικό τους πεδίο. Η πολιτική μορφή του νεοφιλελευθερισμού είναι η διαδικαστική δημοκρατία (φορμαλιστική, φιλελεύθερη, καπιταλιστική ή αστική δημοκρατία (bourgeois), κυριαρχώντας στην πολιτική σκέψη και κρατική πρακτική των ημερών μας.
Αυτή η τροπικότητα της διαχείρισης των ταξικών σχέσεων τελεί πλέον υπό κρίση, που εκφράζεται μέσω της διάβρωσης των πολιτικών ελευθεριών και την ανάδυση της αυταρχικής διακυβέρνησης. Η Μαρξιστική κριτική της νεοφιλελεύθερης δημοκρατίας, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο νεοφιλελευθερισμός είναι ασύμβατος με την επέκταση της δημοκρατίας σε περιοχέςκλειδιά της κοινωνικής ζωής. Αντιστρόφως, η επέκταση της δημοκρατίας μπορεί να αποτελέσει ένα αποτελεσματικό εργαλείο για την κατάργηση του νεοφιλελευθερισμού.
Η συγκεκριμένη προσέγγιση είναι υποσχόμενη για τρείς κύριους λόγους: (α) η επέκταση της δημοκρατίας είναι από μόνη της πολύτιμη, (β) οι αντιφάσεις μεταξύ οικονομικής και πολιτικής δημοκρατίας αναδεικνύουν τους περιορισμούς του σύγχρονου καπιταλισμού και (γ) οι μάχες για τον προσδιορισμό της φύσης και του περιεχομένου της δημοκρατίας μπορούν να εγείρουν ερωτηματικά για τους περιορισμούς του καπιταλισμού ως σχέση παραγωγής [2].
Ο David Harvey στο διαφωτιστικό βιβλίο του «Νεοφιλελευθερισμός: Ιστορία και Παρόν» [3] (A Brief History of Neoliberalism) αποδεικνύει ότι οπουδήποτε έχει εφαρμοστεί το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα, έχει προκαλέσει τη μαζική μετατόπιση πλούτου όχι μόνο στο ανώτερο ένα τοις εκατό, αλλά στο ανώτερο δεκατημόριο του ανώτερου ένα τοις εκατό. Για παράδειγμα, στις Ηνωμένες Πολιτείες, το ανώτερο 0,1% έχει ήδη ανακτήσει την θέση που κατείχε το 1918.
Οι προϋποθέσεις που απαιτεί ο νεοφιλελευθερισμός για την υποτιθέμενη απελευθέρωση των ανθρώπων από την υποδούλωση στο κράτος – οι ελάχιστοι φόροι, η διάλυση των δημόσιων υπηρεσιών και της πρόνοιας, η διάλυση των εργατικών συνδικάτων – αποτελούν ακριβώς τις προϋποθέσεις εκείνες που απαιτούνται για να γίνουν ακόμη πλουσιότεροι οι ελίτ [4], σε ότι αποκαλεί απόλυτα ορθά και στοχευμένα ο Harvey ως «παλινόρθωση της ταξικής τους ισχύος».
_______________
Πηγές: [1] Noam Chomsky and the Struggle Against Neoliberalism, Robert W. McChesney , Monthly Review, April 1, 1999, chomsky.info
[2] Democracy Against Neoliberalism: Paradoxes, Limitations, Transcendence, Alfredo Saad Filho – SOAS, University of London, Alison J Ayers – Simon Fraser University, Critical Sociology, Sage Journals, February 3, 2014 (abstract), crs.sagepub.com
[3] Ντέιβιντ Χάρβει, Νεοφιλελευθερισμός – Ιστορία και Παρόν, Εκδόσεις Καστανιώτη
[4] Enrico Tortolano, Economics and the Powerful: How to fight back against neoliberalism, The institute of employment rights, url: ier.org.uk
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου