Πέθανε στα 82 του o βάρδος της
μελαγχολίας, ένας από τους σημαντικότερους μουσικούς των τελευταίων 50
χρόνων. Ηταν ένας ποιητής, ένας γίγαντας των λέξεων και των εννοιών.
Γεννήθηκε στον Καναδά, μάγεψε τη Νέα Υόρκη και λάτρεψε την Υδρα. Και μας
κληροδότησε υπέροχα τραγούδια
Ηταν μια λιτή και κάπως παράταιρη ανακοίνωση στο facebook, στη σελίδα του τραγουδοποιού: «Με
βαθιά λύπη αναφέρουμε ότι ο θρυλικός ποιητής, τραγουδοποιός και
καλλιτέχνης Λέοναρντ Κοέν απεβίωσε. Χάσαμε έναν από τους πιο
αξιοθαύμαστους και παραγωγικούς οραματιστές της μουσικής». Καμία
άλλη λεπτομέρεια. Ούτε πότε πέθανε, ούτε από τι. Απλά ότι θα γίνει
μνημόσυνο στο Λος Αντζελες κάποια στιγμή στο προσεχές μέλλον. Και ότι η
οικογένεια ζητά από τον κόσμο να σεβαστεί τις ιδιωτικές της στιγμές κατά
τη διάρκεια του πένθους της.
Ολοι συμφωνούν ότι ο Κοέν, που γεννήθηκε το 1934 στο Μόντρεαλ του
Καναδά, ανδρώθηκε καλλιτεχνικά στη Νέα Υόρκη των 60s και λάτρεψε την
Υδρα, ήταν ένας οραματιστής.
Ο Κόεν ήταν ήδη αναγνωρισμένος ποιητής και λογοτέχνης σε κάποιους
κύκλους στο Κεμπέκ όταν μετακόμισε στη Νέα Υόρκη το 1966 στα 32 του
χρόνια για να κάνει καριέρα στη μουσική βιομηχανία· η ποίηση δεν
μπορούσε να του προσφέρει τα προς το ζην και από έφηβος γρατζουνούσε μια
κιθάρα σε ένα συγκρότημα κάντρι, «οι κιθάρες εντυπωσιάζουν τα κορίτσια»
έλεγε. Οι συγκρίσεις με τον Μπομπ Ντίλαν δεν άργησαν καθόλου να έρθουν
για τη λυρική δύναμη των στίχων των τραγουδιών του. Πάνω απ’ όλα, όπως
και ο Ντίλαν, ο Κοέν ήταν ένας άνθρωπος των λέξεων και των εννοιών·
έγραψε 12 βιβλία άλλωστε.
Ηταν 33 ετών όταν ηχογράφησε το πρώτο του άλμπουμ, το 1967. Η Τζόνι
Μίτσελ, η οποία έχει ερμηνεύσει πολλά τραγούδια του, τον σύστησε στον
παραγωγό του Ντίλαν, τον Τζον Χάμοντ.
Ωστόσο η καριέρα του στη μουσική υπήρξε άνιση. Παρότι επηρέασε
πολλούς καλλιτέχνες και του αποδόθηκαν πολλές τιμές, όπως μια θέση στο
Rock & Roll Hall of Fame, η απονομή του μεταλλίου της Τάξεως του
Καναδά -της δεύτερης υψηλότερης διάκρισης σε καναδό πολίτη- και το
Grammy το 2010 για το σύνολο του έργου του, τα τραγούδια του Κοέν με τη
μελαγχολική μουσική του και τα ενίοτε σκοτεινά συναισθήματα έμπαιναν
στους καταλόγους των επιτυχιών σπάνια.
Ισως αυτό έχει να κάνει με τη φωνή του, αυτήν που τον έκανε υπέροχο,
έναν βάρδο της μελαγχολίας, αλλά και τον περιόριζε ταυτόχρονα. Ο
«βραχνός βαρύτονος» όπως τον είχε χαρακτηρίσει προ ετών ο βρετανικός
Observer, είχε περιορισμένο εύρος. Και ο ίδιος ο Κοέν το ήξερε. «Μόνο στον Καναδά θα μπορούσε κάποιος με φωνή σαν τη δική μου να κερδίσει τον τίτλο του Τραγουδιστή της Χρονιάς», είχε αστειευτεί όταν παραλάμβανε το σχετικό βραβείο το 1992.
Ηταν λένε, ένας μάστορας των τραγουδιών. Αυτή η πρωτοτυπία του και το
παιχνίδι με τον έρωτα και το θείο που τον βοήθησε να κρατήσει ζωντανή
την καριέρα του όταν έσβησε η πρώτη έξαψη στα μέσα της δεκαετίας του
’70. Τα τραγούδια του –το «Suzanne», το «So Long Marianne», το «Dance Me
to the End of Love» και το «Bird on Wire», μεταξύ τόσων και τόσων άλλων
–έχουν αποκτήσει εδώ και δεκαετίες θέση στη δισκοθήκη κάθε νέου και
νέας σε όλον τον κόσμο. Και συνόδευσαν τις πιο βαθιές στιγμές μιας
ολόκληρης γενιάς.
Ηταν ένας άνδρας του καιρού του. Εγραφε και ερμήνευε τραγούδια για τη
θρησκεία και τις γυναίκες με την ίδια μοναδική ικανότητα, επιτυχία και
γοητεία. Αλλωστε και οι γυναίκες είχαν τον ρόλο των θεοτήτων στη ζωή
του. Πολύ συχνά ήταν οι μούσες του.
Το «So Long Marianne» απευθυνόταν στη Μαριάνε Γιένσεν. Ηταν μια
νορβηγίδα καλλονή, με την οποία ο Κοέν, έζησε όπως έχει πει, την
καλύτερη και πιο παραγωγική περίοδο της ζωής του στη δεκαετία του 1960
στην Υδρα, όπου έγραψε βιβλία, ποιήματα και πολλά από τα τραγούδια που
τον έκαναν διάσημο· ειρωνεία ή σημαδιακό: η Μαριάνε Γιένσεν έφυγε από τη
ζωή μόλις πριν από λίγους μήνες, τον περασμένο Ιούλιο και ο Κοέν την
είχε αποχαιρετήσει με ένα γράμμα. H Μαριάνε αναφερόταν και στο «Bird on Wire».
Από την άλλη το «Σουζάν» ήταν εμπνευσμένο από τη γυναίκα ενός γλύπτη φίλου του, τη Σουζάν Βερντάλ· ο Κοέν επέμενε ότι άγγιξε «το τέλειο σώμα της (μόνο) με το μυαλό μου».
Το «Chelsea Hotel» αναφέρεται σε μια σύντομη και καθόλου ρομαντική
επαφή του με την Τζάνις Τζόπλιν. Το «Sisters of Mercy» γράφτηκε έπειτα
από την περιπέτειά του με δύο αδελφές, στις οποίες είχε προσφέρει
καταφύγιο στο δωμάτιό του στο ξενοδοχείο.
Από την άλλη ένα από τα πιο γνωστά τραγούδια του, «Hallelujah» (1984)
ανακαλεί τον βασιλιά Δαβίδ της Βίβλου και παραλληλίζει τη σωματική έλξη
με την επιθυμία για πνευματική σύνδεση. Ετσι δεν είναι άλλωστε;
-
Χρήστος Ντίνος
27 Οκτωβρίου 2018 ·
Κοινοποιήθηκε στους εξής: Δημόσια
[image: Δημόσια]
ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ: Η «αριστερή» κυβερνητική συμμορία και οι αυταπάτες…!...
-
ΦΟΡΟΥΜ ΕΝΕΡΓΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ ΔΗΜΟΥ Ι.Π. ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ Ανοικτή επιστολή στους
συνδημότες της Ι.Π. Μεσολογγίου: Με την παρούσα θέλουμε να απαντήσουμε και
να σας ενημ...
ΤΗΣ ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑΣ
-
ΤΗΣ ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑΣ Posts . Η Μπουμπουλίνα[1] «τσίμπησε» βαθμό απ’ τον
Καμμένο, ταγό… Αλεξιβρόχιο και εν φρεσί[2] καμένο! . [Ο υπουργός σε θωρηκτό
προήχθη ...
-
*«Ιδιώνυμο» αδίκημα ο αγώνας για την προστασία της λαϊκής κατοικίας!*
Χείρα βοηθείας από ΝΔ, Δημοκρατική Συμπαράταξη και Ποτάμι για να «περάσει»
το έκτρωμα...
Κίτσου Τζαβέλα και Επαμεινώνδα Δεληγιώργη
-
*Τρυπάει μέσα απ’ τα στενά *
*τη φλόγα του καλοκαιριού*
*φυσάει μαϊστράλι*
*λίγα τα σύννεφα που σκορπάνε στο φως.*
*κορίτσια με τιραντέ μπλουζάκια προκαλού...
δυστυχώς πρέπει να τα αποχωριστούμε!
-
Χαρίζονται δυο θηλυκά γνήσια (από πατέρα και μητέρα) τσοπανόσκυλα - λευκά,
δυο περίπου μηνών, εμβολιασμένα με το 1ο εμβόλιο τύφου. Θα γίνουν το ένα
αρκετά ...
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου