Mona Chollet and Βασίλης Παπακριβόπουλος (μετάφραση)
Ο σεξισμός και ο υφέρπων μισογυνισμός δεν χαρακτηρίζει μόνο τον εξωφρενικό Ντόναλντ Τραμπ. Η επίδειξη αρρενωπής ευρωστίας απαιτείται ιστορικά από τους Αμερικανούς προέδρους -και όχι μόνο τους Αμερικανούς.
Διοργανωτής των καλλιστείων για την ανάδειξη της Μις ΗΠΑ μεταξύ του 1996 και του 2005, ο Ντόναλντ Τραμπ είχε υποσχεθεί «μείωση του μεγέθους των μαγιό και αύξηση του ύψους των τακουνιών». Την ημέρα που διεξαγόταν ο διαγωνισμός του 2005, κραύγαζε από σκηνής: «Αν
θέλετε να δείτε μεγαλοφυΐες, μην ανοίξετε την τηλεόρασή σας απόψε. Αν
όμως θέλετε να δείτε πολύ ωραίες γυναίκες, τότε πρέπει να
παρακολουθήσετε τα καλλιστεία» (1).
Εναντίον του δισεκατομμυριούχου έχουν κατατεθεί αρκετές μηνύσεις για
βιασμό –μία από αυτές αφορούσε τον βιασμό μιας δεκατριάχρονης ανήλικης.
Αν και δεν σταματά να καυχιέται για τις ερωτικές κατακτήσεις και τις
σεξουαλικές επιδόσεις του, το 2007 σκεφτόταν να λανσάρει ένα ριάλιτι στο
οποίο νεαρές κοπέλες «που τους αρέσει να γλεντάνε» θα στέλνονταν σε ένα οικοτροφείο όπου «θα τους μάθαιναν καλούς τρόπους» (2).
Το
πάθος του για τις καλλίγραμμες γυναίκες πηγαίνει χέρι-χέρι με μια
βαθύτατη απέχθεια για το γυναικείο σώμα. Η δικηγόρος Ελίζαμπεθ Μπεκ
διηγήθηκε (στο CNN,
στις 29 Ιουλίου 2015) ότι το 2011 είχε αναγκαστεί να διακόψει μια
σύσκεψη επειδή ήταν ώρα να συλλέξει γάλα για το μωρό της με το θήλαστρο.
Τότε ο Τραμπ σηκώθηκε, με το πρόσωπο κατακόκκινο και, κουνώντας τον
δείκτη προς το μέρος της, επαναλάμβανε: «Είστε αηδιαστική!» Έχοντας δεχθεί πλήγματα κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης με τη δημοσιογράφο του Fox Μέγκιν Κέλι, έφριττε όταν αναφερόταν σε εκείνη: «Μπορούσες να δεις το αίμα να στάζει από τα μάτια της, από το… Τέλος πάντων!» (CNN,
7 Αυγούστου 2015). Και, στις 21 Δεκεμβρίου του 2015, κατά τη διάρκεια
μιας συγκέντρωσης, σχολίαζε ως εξής μια σύντομη απουσία της Χίλαρι
Κλίντον, η οποία, κατά τη διάρκεια ενός ντιμπέιτ του Δημοκρατικού
Κόμματος, είχε εκμεταλλευθεί μια διακοπή για διαφημιστικά μηνύματα
προκειμένου να πάει στην τουαλέτα: «Εγώ ξέρω πού πήγε. Είναι υπερβολικά σιχαμερό, δεν θέλω να σας μιλήσω γι’ αυτό. Όχι, όχι, μην το πείτε!».
Ο
συμβολισμός είναι μάλλον εντυπωσιακός: η πρώτη γυναίκα στην ιστορία των
Ηνωμένων Πολιτειών που έλαβε το χρίσμα για τις προεδρικές εκλογές
βρίσκεται αντιμέτωπη με έναν άντρα που διακρίνεται για επίδειξη τοξικού
μισογυνισμού. «Ξέρετε, παίζει το γυναικείο χαρτί. Χωρίς αυτό, δεν θα είχε καμία πιθανότητα να κερδίσει»,
είπε ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών στις 7 Μαΐου, κατά τη διάρκεια μιας
συγκέντρωσης. Δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει κάτι τέτοιο: όταν ένα
μέλος μιας περιθωριοποιημένης κοινωνικής ομάδας –μια γυναίκα, ένας
μαύρος– έρχεται να αναστατώσει την πολιτική σκηνή, «τον κατηγορούν ότι εισάγει ζητήματα ταυτότητας στον δημόσιο διάλογο, λες και κάτι τέτοιο θα αποσπάσει την προσοχή από τα αληθινά ζητήματα», παρατηρεί
ο Τζάκσον Κατζ (3). Όμως, όπως υποστηρίζει ο δοκιμιογράφος, οι
αμερικανικές προεδρικές εκλογές ανέκαθεν υπήρξαν μια υπόθεση ταυτότητας.
Μονάχα που στο παρελθόν κανείς δεν το πρόσεχε, δεδομένου ότι η μόνη
ταυτότητα που διακυβευόταν σε αυτές ήταν η ανδροπρέπεια –και πιο
συγκεκριμένα, μέχρι την εμφάνιση του Μπάρακ Ομπάμα, η λευκή
ανδροπρέπεια.
«Μια ελάχιστα πιο εκλεπτυσμένη εκδοχή της κόντρας ανάμεσα σε έφηβα αγόρια για το ποιος είναι πιο δημοφιλής»:
ιδού, σύμφωνα με τον Κατζ, με τι μοιάζει η διεκδίκηση του τίτλου του
ηγέτη του ελεύθερου κόσμου. Όπως και στο λύκειο, το χειρότερο που μπορεί
να συμβεί είναι κάποιος να θεωρηθεί «φλώρος», «κότα»
(4) –και, πάλι όπως στο λύκειο, εκείνοι που καταβάλλουν υπερβολικά
κραυγαλέες προσπάθειες για να το παίξουν άνετοι, δεν μπορούν να ελπίζουν
σε κανενός είδους έλεος. Το 1988, ο Δημοκρατικός Μάικλ Δουκάκης
απάλλαξε τους Ρεπουμπλικανούς από τον κόπο να τον γελοιοποιήσουν, όταν
θεώρησε καλό να τον κινηματογραφήσουν να κάνει φιγούρες πάνω σε ένα άρμα
μάχης, φορώντας στρατιωτικό κράνος: έμοιαζε με τετράχρονο αγοράκι που
κάνει την πρώτη βόλτα του καβάλα στα αλογάκια του λούνα παρκ. Το 2004, ο
υποψήφιος Τζον Κέρι, στην προσπάθειά του να συναγωνιστεί την εικόνα του
καουμπόι που πρόβαλε ο απερχόμενος πρόεδρος Τζορτζ Μπους, είχε καλέσει
τους φωτογράφους να τον συνοδεύσουν σε ένα κυνήγι που οργάνωσε στο
Οχάιο: οι συντηρητικοί κάγχασαν στην θέα της ολοκαίνουργιας κυνηγητικής
στολής του.
Φέτος
ωστόσο, ο Τραμπ και οι ανταγωνιστές του για το χρίσμα των
Ρεπουμπλικανών κατάφεραν να επιδοθούν σε μια κυριολεκτική εκδοχή της
αγορίστικης κόντρας «ποιος την έχει μεγαλύτερη». Τον Μάιο, ο Μάρκο
Ρούμπιο υπαινίχθηκε ότι ο γερο-πλεϊμπόι με το πορτοκαλί μαλλί έχει ένα
τοσοδούλι πέος: ο ενδιαφερόμενος τον διέψευσε καυχώμενος για τον
ανδρισμό του. Τον Ιανουάριο, ο Τραμπ είχε ειρωνευτεί τον γερουσιαστή της
Φλόριδας επειδή φορούσε ένα ζευγάρι μπότες με ενισχυμένα τακούνια ώστε
να δείχνει ψηλότερος, υποχρεώνοντάς τον να αντεπιτεθεί μιλώντας για
αμερικάνικο ποδόσφαιρο και πυροβόλα όπλα. Η καταβύθιση του δημόσιου
διαλόγου σε τέτοια αβυσσαλέα βάθη ανησύχησε μέχρι και τον μαχητικό
αντιφεμινιστή Ντιν Έσμεϊ: «Εδώ έχουμε την φούσκα των φοιτητικών δανείων που είναι έτοιμη να σκάσει και μια μεσαία τάξη η οποία διαλύεται (5)…». Μάλλον είναι κι αυτός ένας ακόμη θηλυπρεπής διανοούμενος που δεν ξέρει να διασκεδάζει.
Ο κ. Τραμπ καυχιόταν κατά τη διάρκεια μιας προεκλογικής συγκέντρωσης: «Μπορώ να πυροβολήσω κάποιον καταμεσής της 5ης Λεωφόρου και να μην χάσω ούτε μία ψήφο».
Ωστόσο, αν τελικά εκλεγεί, το προφίλ του ως «κουτσαβάκι» δεν θα
αποτελέσει καινοτομία στη διεθνή σκηνή. Υπάρχει ήδη το παράδειγμα του
Βλαντιμίρ Πούτιν στη Ρωσία, του Νικολά Σαρκοζί στη Γαλλία (2007-2012),
του Ροντρίγκο Ντουέρτε στις Φιλιππίνες… Ο πρώτος δήλωνε «θα πάω να σκοτώσω τους τρομοκράτες ακόμα και μέσα στους καμπινέδες» (Σεπτέμβριος 1999), ο δεύτερος «θα καθαρίσω με το πιεστικό Kärcher»
τους 4.000 ενοίκους ενός εξεγερμένου συγκροτήματος κατοικιών στην
υποβαθμισμένη παρισινή συνοικία της Κουρνέβ (19 Ιουνίου 2005), ενώ ο
τρίτος, εκλεγμένος στις 9 Μαΐου 2016, υπόσχεται τον θάνατο «100.000 παραβατών, των οποίων τα πτώματα θα ταΐσουν τα ψάρια του Κόλπου της Μανίλας (6)».
Σε
κάθε χώρα, αυτή η υπεραρρενωπότητα έχει τις ρίζες της σε μια ιδιαίτερη
ιστορία. Στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ο Ρίτσαρντ Νίξον που, κατά τη
δεκαετία του 1970, είχε πρώτος την ιδέα να εκμεταλλευθεί τη δυσφορία των
λευκών ανδρών από τις λαϊκές τάξεις: όχι ξαναδίνοντάς τους την
οικονομική αξιοπρέπεια που τους είχε υπεξαιρεθεί με τη συνενοχή του
Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, αλλά μετατοπίζοντας τον δημόσιο διάλογο στο
πεδίο των «αξιών» (7) και υποκινώντας τους να στρέψουν τον θυμό τους
ενάντια στις χειραφετημένες γυναίκες, στους χίπηδες και στις
μειονότητες.
Κανείς
δεν ενσάρκωσε καλύτερα την επιτυχία αυτής της στρατηγικής από τον
Ρόναλντ Ρήγκαν. Απέναντι σε έναν Τζίμι Κάρτερ του οποίου το κύρος είχε
υπονομευθεί από τη μακροχρόνια κράτηση ομήρων (επί 444 ημέρες) στην
αμερικανική πρεσβεία της Τεχεράνης, εμφανίστηκε το 1980 ως λυτρωτής. Η
καριέρα του στο Χόλυγουντ του επέτρεψε να ξαναζωντανέψει τον μύθο του
καουμπόι, αυτόν τον παροξυσμό της λευκής αρρενωπότητας, που καταφεύγει
με προθυμία στη βία μέσα σε έναν ανελέητο κόσμο. «This is Reagan country»
(«Αυτή είναι η χώρα του Ρήγκαν») ισχυριζόταν ένα από τα συνθήματα που
χρησιμοποίησε για την επανεκλογή του το 1984 –ξεκάθαρη παραπομπή στη
διάσημη διαφημιστική καμπάνια τσιγάρων «This is Marlboro country»,
όπου πρωταγωνιστούσε ένας καουμπόι. Βεβαίως, όλα αυτά ελάχιστη σχέση
είχαν με την πραγματικότητα. Ένας από τους πρώην υπεύθυνους του
επιτελείου του διηγήθηκε τι συνέβη όταν μια μέρα, τότε που ο Ρήγκαν ήταν
υποψήφιος για το αξίωμα του κυβερνήτη της Καλιφόρνιας, έπρεπε να κάνει
έναν περίπατο ιππασίας με μια δημοσιογράφο. Ο Ρήγκαν εμφανίστηκε
φορώντας ένα κολάν ιππασίας –τη συνηθισμένη περιβολή του όταν ίππευε.
Θορυβημένος, ο σύμβουλός του τον έστειλε αμέσως να αλλάξει: «Θα σε περάσουν για καμιά μυγιάγγιχτη της Ανατολικής Ακτής (8)! Οι ψηφοφόροι της Καλιφόρνια θέλουν να είσαι καουμπόι!».
Μία
ακόμη υπόμνηση του Φαρ Ουέστ: ένας υποψήφιος για το υπέρτατο αξίωμα της
χώρας οφείλει να διατρανώνει την αποφασιστικότητά του για την
«προστασία της οικογένειάς του». Το 1988, ο Μάικ Δουκάκης βούλιαξε
οριστικά μια πολιτική καριέρα που είχε ήδη δεχθεί σημαντικό πλήγμα από
την υπόθεση του τανκ όταν, ερωτηθείς τι θα έκανε αν η γυναίκα του
βιαζόταν και δολοφονούνταν, αρκέστηκε να απαντήσει ότι, κατά τη γνώμη
του, η θανατική ποινή δεν μπορεί να αποτελεί τη λύση. Αναλύοντας τη
θεαματική αντιφεμινιστική ένταση που ακολούθησε μετά την 11η
Σεπτεμβρίου (9), η δοκιμιογράφος Σούζαν Φαλούντι κατέδειξε πώς,
αντιδρώντας στις επιθέσεις, οι Αμερικανοί βάλθηκαν ασταμάτητα να
παράγουν εξωπραγματικές αφηγήσεις διασώσεων αδύναμων γυναικών από
μυώδεις ήρωες. Η ταπείνωση που υπέστησαν από την ξαφνική αποκάλυψη του
πόσο ευάλωτοι ήταν, τους γύρισε πίσω στον πρώτο «πόλεμο ενάντια στον
τρόμο» που γνώρισε το έθνος τους: στον πόλεμο των αποίκων ενάντια στις
επιδρομές των Ινδιάνων. Ξαναγραμμένη για να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες της
προπαγάνδας, η ιστορία της διάσωσης της στρατιωτίνας Τζέσικα Λυντς στο
Ιράκ το 2003 (10) έφερνε αμέσως στον νου την Αιχμάλωτη της Ερήμου
του Τζον Φορντ (1956). Ένα σποτ για την επανεκλογή του Τζορτζ Μπους το
2004 έδειχνε τον πρόεδρο να σφίγγει στην αγκαλιά του μια έφηβη, την
Άσλεϋ, της οποίας η μητέρα είχε σκοτωθεί στους Δίδυμους Πύργους, ενώ
ταυτόχρονα η κοπέλα ακουγόταν να λέει: «Είναι ο ισχυρότερος άντρας του κόσμου και το μόνο που θέλει είναι να βεβαιωθεί ότι εγώ είμαι ασφαλής».
Το
έχουμε καταλάβει: σε αυτή την πλειοδοσία επιθετικής αρρενωπής πόζας, οι
Δημοκρατικοί ξεκινούν με δομικό μειονέκτημα. Ωστόσο, ο Κατζ έχει μια
ενδιαφέρουσα παρατήρηση: αρκετοί ανάμεσά τους αφήνονται να παρασυρθούν
στο ιδεολογικό γήπεδο του αντιπάλου –όταν δεν στρέφονται ολόπλευρα προς
τα δεξιά, όπως μαρτυρά η εξωτερική πολιτική που επαγγέλλεται η Χίλαρι
Κλίντον. Έτσι, μοιραία, δίνουν την εντύπωση διστακτικών και μικρόψυχων
ανθρώπων. Από αυτή την άποψη, η υποψηφιότητα του Μπέρνι Σάντερς για το
χρίσμα των Δημοκρατικών αποτέλεσε μια σημαντική καμπή. Προβάλλοντας
ακομπλεξάριστα τις αριστερές πεποιθήσεις του, ο γερουσιαστής από το
Βερμόντ κατόρθωσε να επαναπατρίσει στους κόλπους του κόμματος ένα μέρος
των λευκών ανδρών από τις λαϊκές τάξεις. Έφτασε μάλιστα μέχρι και το
σημείο να προσφέρει στον εαυτό του την πολυτέλεια του αυτοσαρκασμού,
δηλώνοντας τον Μάιο σε μια προεκλογική συγκέντρωση στην Καλιφόρνια ότι
είναι «τυπικό δείγμα άντρα του GQ» (αναφερόταν στο γνωστό ανδρικό περιοδικό, η δήλωση στο «Daily Republic», 19 Μαΐου 2016). Στο Instagram, τον είδαμε να ποζάρει χαμογελαστός φορώντας ένα έντονα κόκκινο καπέλο και να ανεβάζει το εξής σχόλιο: «Επιτέλους, το πέτυχα το λουκ του GQ.» Μια μικρή δόση χιούμορ μέσα σ’ έναν ωκεανό τεστοστερόνης δεν κάνει ποτέ κακό…
-
Andrew Kaczynski, «Donald Trump said a lot of gross things about women on “Howard Stern”», Buzzfeed.com, 24 Φεβρουαρίου 2016.
-
Steven Zeitchik, «Trump’s “Lady” comes τo Fox», Variety.com, 12 Ιουνίου 2007.
-
Jackson Katz, «Man Enough? Donald Tramp, Hillary Clinton and the Politics of Presidential Masculinity», Interlink Books, Northampton, 2016. Οι περισσότερες ιστορικές/ανεκδοτολογικές αναφορές του άρθρου προέρχονται από αυτό το βιβλίο.
-
Βλ. Stephen J. Ducat, «The Wimp Factor, Gender Gaps, Holy Wars, & the Politics of the Anxious Masculinity», Beacon Press, Βοστόνη, 2005.
-
Hannah Levintova, «Even some men’s rights activists are worried about a Trump presidence», «Mother Jones», Σαν Φρανσίσκο, 20 Μαΐου 2016.
-
Βλ. Harold Thibaut, «Aux Philippines, “Duterte Harry”, le candidat à la présidence partisan des escadrons de la mort», «Le Monde», 29 Φεβρουαρίου 2016.
-
Βλ. Thomas Frank, «Pourquoi les pauvres votent à droite», Agone, Μασσαλία, 2013.
-
(Σ.τ.Μ.) Στο φαντασιακό των «πραγματικών» Αμερικανών της ενδοχώρας, τα μεσοστρώματα της Ανατολικής Ακτής αποτελούνται από κομψευόμενους ψευτοδιανοούμενους, που δεν είναι «πραγματικοί άντρες» και άρα θηλυπρεπείς.
-
Susan Faludi, «The Terror Dream, Fear and Fantasy in Post 9/11America», Metropolitan Books, Νέα Υόρκη, 2007.
-
Βλ. Ignacio Ramonet, «Τα ψέματα του κράτους», «Le Monde diplomatique», Ιούλιος 2003.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου