ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΤΗΣ .. Σαν σήμερα, 10 του Μάρτη, απεβίωσε ..
Από τους σημαντικότερους ρεμπέτες της προπολεμικής εποχής, γνωστός και ως Γιώργος Αμπάτης. Το πραγματικό του όνομα ήταν Γιώργος Τσωρός. Γεννήθηκε το 1885 στα Παλαιά Λουτρά Μεθάνων και σε ηλικία 8 ετών μετακόμισε στον Πειραιά. Στρατεύτηκε το 1908 και υπηρέτησε έως το 1920! Έμαθε μπαγλαμά στις στρατιωτικές φυλακές, όπου τον έκλειναν τακτικά γιατί λιποτακτούσε. Από το 1915 έπαιζε μπαγλαμά και τραγουδούσε στους τεκέδες και τα ταβερνάκια του Πειραιά.
Το 1925 άνοιξε το πρώτο του χοροδιδασκαλείο «Κάρμεν» στη Δραπετσώνα και
το 1931 ένα καφενείο - τεκέ, το «Ζώρζ Μπατέ», στα Λεμονάδικα του
Καραϊσκάκη (Ακτή Τζελέπη), όπου σύχναζαν όλοι οι μάγκες της εποχής. Έξι
χρόνια αργότερα, του το έκλεισαν και αναγκάστηκε να κάνει άλλο στο
Γιουσουρούμ του Πειραιά, όπου συνέχισε να διδάσκει το μπουζούκι.
Παράλληλα, εξασκούσε και άλλα επαγγέλματα, όπως κομπογιαννίτης (πουλούσε
«ελιξίρια» για τα δόντια, για τους κάλους, κ.λπ.), παλαιοπώλης,
ενεχυροδανειστής, μικροπωλητής, κ.ά.
Το 1934, μαζί με τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Ανέστη Δελιά και τον Στράτο Παγιουμτζή, σχημάτισε το πρώτο ρεμπέτικο συγκρότημα και εμφανίστηκε στην «Ανάσταση» του Πειραιά, στο μαγαζί του Κωνσταντόπουλου (2 μπουζούκια, μπαγλαμάς και τραγούδι). Ήταν η «Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς», όπως την ονόμασε ο ίδιος.
Αν και ηχογράφησε μόνο 17 τραγούδια σε δίσκους γραμμοφώνου, υπήρξε ένας από τους θεμελιωτές του κλασικού πειραιώτικου ρεμπέτικου τραγουδιού. Οι σημαντικότερες επιτυχίες του: «Ο τεκές του Μπάτη», «Ο Ωρωπός», «Από κάτω απ' το ραδίκι», «Βάρκα μου μπογιατισμένη», «Η Παπαδιά», «Ο Θερμαστης», «Κάτω στην Άγια Μαρίνα», «Ατσιγγάνα με φωνάζουν», «Εφουμέρναμε χασίσι», «Ο γαλατάς», «Η Αλεξάνδρα», «Γιαχνί σοκάκι», «Κάτω στο γυαλό στην άμμο», «Φωνογραφητζήδες», «Βλέπω τέσσεροι παρέα», «Στρατώνα», «Καμηλιέρικο», «Ζεϊμπεκάνο Σπανιόλο» («Ζούλα σε μια βάρκα μπήκα»), «Ο Mπουφετζής», «Σού 'χει λάχει», «Μάγκες καραβοτσακισμένοι», «Το μπαρμπεράκι», «Γυφτοπούλα στο χαμάμ» κ.ά.
Ο Γιώργος Μπάτης αγαπούσε τα παλιά λαϊκά και ρεμπέτικα όργανα. Στο σπίτι του διατηρούσε μια συλλογή από πέντε μπουζούκια, δυο μπαγλαμάδες, ένα μισομπούζουκο, μια κιθάρα και μια ρομβία - λατέρνα. Είχε πολύ έντονη την αίσθηση του χιούμορ και οι πλάκες του άφηναν εποχή. Ντυνόταν πάντοτε στην «πέννα», στο κλασσικό στυλ του «παλιόμαγκα», με μαύρο κουστούμι, άσπρο πουκάμισο, παπιγιόν, σκληρό καπέλο και κρατούσε μπαστουνάκι. Φορούσε στιβάλια μυτερά και ψηλοτάκουνα, χαρακτηριστικά παπούτσια των «Κουτσαβάκηδων».
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τριγύριζε στα γνωστά του στέκια, ταβέρνες και καφενεία του Πειραιά, παίζοντας στις παρέες τραγούδια από το ένδοξο παρελθόν του. Πέθανε στις 10 Μαρτίου 1967 και κηδεύτηκε -σύμφωνα με την επιθυμία του- παρέα με τον αγαπημένο του μπαγλαμά (έργο του Τσακιριάν).
Τρία τραγούδια βάζουμε του Μπάτη και ένα καρδιακό ..
ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/biographies/353#ixzz42Thz41Q3
Το 1934, μαζί με τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Ανέστη Δελιά και τον Στράτο Παγιουμτζή, σχημάτισε το πρώτο ρεμπέτικο συγκρότημα και εμφανίστηκε στην «Ανάσταση» του Πειραιά, στο μαγαζί του Κωνσταντόπουλου (2 μπουζούκια, μπαγλαμάς και τραγούδι). Ήταν η «Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς», όπως την ονόμασε ο ίδιος.
Αν και ηχογράφησε μόνο 17 τραγούδια σε δίσκους γραμμοφώνου, υπήρξε ένας από τους θεμελιωτές του κλασικού πειραιώτικου ρεμπέτικου τραγουδιού. Οι σημαντικότερες επιτυχίες του: «Ο τεκές του Μπάτη», «Ο Ωρωπός», «Από κάτω απ' το ραδίκι», «Βάρκα μου μπογιατισμένη», «Η Παπαδιά», «Ο Θερμαστης», «Κάτω στην Άγια Μαρίνα», «Ατσιγγάνα με φωνάζουν», «Εφουμέρναμε χασίσι», «Ο γαλατάς», «Η Αλεξάνδρα», «Γιαχνί σοκάκι», «Κάτω στο γυαλό στην άμμο», «Φωνογραφητζήδες», «Βλέπω τέσσεροι παρέα», «Στρατώνα», «Καμηλιέρικο», «Ζεϊμπεκάνο Σπανιόλο» («Ζούλα σε μια βάρκα μπήκα»), «Ο Mπουφετζής», «Σού 'χει λάχει», «Μάγκες καραβοτσακισμένοι», «Το μπαρμπεράκι», «Γυφτοπούλα στο χαμάμ» κ.ά.
Ο Γιώργος Μπάτης αγαπούσε τα παλιά λαϊκά και ρεμπέτικα όργανα. Στο σπίτι του διατηρούσε μια συλλογή από πέντε μπουζούκια, δυο μπαγλαμάδες, ένα μισομπούζουκο, μια κιθάρα και μια ρομβία - λατέρνα. Είχε πολύ έντονη την αίσθηση του χιούμορ και οι πλάκες του άφηναν εποχή. Ντυνόταν πάντοτε στην «πέννα», στο κλασσικό στυλ του «παλιόμαγκα», με μαύρο κουστούμι, άσπρο πουκάμισο, παπιγιόν, σκληρό καπέλο και κρατούσε μπαστουνάκι. Φορούσε στιβάλια μυτερά και ψηλοτάκουνα, χαρακτηριστικά παπούτσια των «Κουτσαβάκηδων».
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τριγύριζε στα γνωστά του στέκια, ταβέρνες και καφενεία του Πειραιά, παίζοντας στις παρέες τραγούδια από το ένδοξο παρελθόν του. Πέθανε στις 10 Μαρτίου 1967 και κηδεύτηκε -σύμφωνα με την επιθυμία του- παρέα με τον αγαπημένο του μπαγλαμά (έργο του Τσακιριάν).
Τρία τραγούδια βάζουμε του Μπάτη και ένα καρδιακό ..
ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/biographies/353#ixzz42Thz41Q3
"Ο Ρήγας του ρεμπέτικου"
«Ο πατέρας μου ο Μπάτης ήρθε απ' τη Σμύρνη το '22
κι έζησε 50 χρόνια σ' ένα κατώι φτωχικό»,
λέει ο Διονύσης Σαββόπουλος στο γνωστό του τραγούδι με τη φωνή της Σωτηρίας Μπέλλου.
Κάπως διαφορετικά από το Σαββόπουλο (που θέλησε πιθανότατα να προσδώσει μια πιο μυθολογική διάσταση), παρουσιάζουν οι πληροφορίες των ασχολουμένων με το ρεμπέτικο (χωρίς κι αυτοί να συμφωνούν μεταξύ τους) τα σχετικά με την καταγωγή και το βίο του Γιώργου Αμπάτη ή Μπάτη.
«Γνωστός με το ψευδώνυμο Μπάτης, γεννήθηκε στον Πειραιά το 1890 και πέθανε το 1967», γράφει ο Τάσος Σχορέλης στη «Ρεμπέτικη Ανθολογία» (τόμος α').
«Γεννήθηκε στα Μέθανα γύρω στα 1887 και πέθανε στον Πειραιά στις 10 Μαρτίου 1967», αναφέρει σε σημείωμα του ο Πάνος Σαββόπουλος.
«Πρόκειται για έναν από τους θεμελιωτές του κλασικού πειραιώτικου ρεμπέτικου τραγουδιού, άσχετα αν ηχογράφησε μόνο 17 τραγούδια σε δίσκους γραμμοφώνου. Ήταν ένα από τα μέλη της περίφημης "Τετράδος της ξακουστής του Πειραιά", που με την εμφάνισή της το καλοκαίρι του 1934 άλλαξε όλη την πορεία του λαϊκού τραγουδιού στις πόλεις και καθιέρωσε το μπουζούκι σαν το πιο εκφραστικό όργανο», σημειώνει ο Π. Σαββόπουλος.
Οι άλλοι τρεις της «Τετράδος» ήταν οι πασίγνωστοι Μάρκος Βαμβακάρης, Στράτος Παγιουμτζής, Ανέστης Δελιάς.
Έπαιζε πάρα πολύ ωραία μπαγλαμά και είχε δικό του «χοροδιδασκαλείο» στη Δραπετσώνα, γύρω στο 1925, γράφει ο Τ. Σχορέλης. «Μέχρις ότου καεί το Καραϊσκάκη, το 1937, διατηρούσε εκεί καφενείο - τεκέ, όπου σύχναζαν όλοι οι μάγκες της εποχής. Στη ζωή του έκανε πολλές δουλειές. Εκτός από το χοροδιδασκαλείο και το καφενείο-τεκέ, πουλούσε φάρμακα για τους κάλους και τα δόντια, έκανε το μικροπωλητή, είχε ενεχυροδανειστήριο κ.ά. Είχε αναπτυγμένο το αίσθημα του χιούμορ και έχουν αφήσει εποχή τα καλαμπούρια του και οι "πλάκες" που 'χε σκαρώσει σε πολλούς, χωρίς την παραμικρή δόση κακίας».
Από τους δύο αυτούς ερευνητές του ρεμπέτικου και οι πληροφορίες που ακολουθούν: «Στα 8 του χρόνια η οικογένειά του μετακόμισε στον Πειραιά, γι' αυτό τον θεωρούν στην ουσία Πειραιώτη. Επρόκειτο για χαρακτήρα ατίθασο και ως εκ τούτου έκανε πάνω από 10 χρόνια στο στρατό». (Π.Σ.)
«Μέχρι το θάνατό του έπαιζε και τραγουδούσε πότε με συγκροτήματα και πότε μόνος του, γυρνώντας στα καφενεία και στις ταβέρνες. Ηταν πραγματικά ο αντιπροσωπευτικός τύπος του ρεμπέτη καλλιτέχνη. Οι παλιοί τον θυμούνται πάντα καλοντυμένο να παίζει στα λεμονάδικα, καθισμένος πάνω σ' ένα καρότσι, με το μικρό οργανάκι του, που το έκρυβε μέσα στην τσέπη του σακακιού του. Ο πιο όμορφος χαρακτηρισμός που γίνηκε για τον Μπάτη είναι αυτός που έκανε ο γερο-Τσακιριάν, που τον γνώριζε καλά. "Ηταν ο Ρήγας του Πειραιά". Είναι ένας χαρακτηρισμός που μαζί του συμφωνούν όλοι όσοι τον γνώρισαν. Οταν θάψανε τον Μπάτη, του βάλανε μαζί τον αγαπημένο του μπαγλαμά που του 'χε φτιάξει ο Τσακιριάν». (Τ.Σ.)
«Πέθανε από προβλήματα στα πνευμόνια. Λίγο πριν πεθάνει ο Μπάτης έγραφε τη διαθήκη του:
"Ο Μπαρμπα-Γιώργος γέρασε,
δυο κόκαλα έχει μείνει,
μα το μπαγλαμαδάκι του
στιγμή δεν το αφήνει.
Με μπαγλαμάδες αγκαλιά πέρασε τη ζωή του,
με μια στερνή διπλοπενιά θ' αφήσει τη ζωή του.
Να μην τον συγχωρήσετε,
δεν έχει κάνει κρίμα,
μόν' θέλει να τον θάψετε
με μπαγλαμά στο μνήμα.
Ο Μπαρμπα-Γιώργης ο Πειραιώτης,
γερομάγκας και τσικ ιππότης,
μπουζουκοπροσωπικότης,
ο Μπαρμπα-Γιώργης ο Πειραιώτης"». (Π.Σ.)
Γνωστά τραγούδια του Μπάτη είναι η «Γυφτοπούλα», οι «Φυλακές του Ωρωπού», ο «Θερμαστής», το «Βάρκα μου μπογιατισμένη», το «Ζεϊμπεκάνο Σπανιόλο» («Ζούλα σε μια βάρκα μπήκα») και ο θρυλικός «Μπουφετζής» -απ' όπου οι στίχοι με τους οποίους θα κλείσω αυτό το σημείωμα: «Θέλω να γίνω μπουφετζής σε τούρκικους τεκέδες / να 'ρχονται οι χανούμισσες να πίνουν ναργιλέδες». Και στο φινάλε, η επωδός:
- «Γεια σου, λεβέντη μου Μπάτη».
http://www.enet.gr/online/online_text/c=113,id=16672676
Ο Γιώργος Μπάτης αγαπούσε τα παλιά λαϊκά και ρεμπέτικα όργανα. Στο σπίτι του διατηρούσε μια συλλογή από πέντε μπουζούκια, δυο μπαγλαμάδες, ένα μισομπούζουκο, μια κιθάρα και μια ρομβία - λατέρνα. Είχε πολύ έντονη την αίσθηση του χιούμορ και οι πλάκες του άφηναν εποχή. Ντυνόταν πάντοτε στην «πέννα», στο κλασσικό στυλ του «παλιόμαγκα», με μαύρο κουστούμι, άσπρο πουκάμισο, παπιγιόν, σκληρό καπέλο και κρατούσε μπαστουνάκι. Φορούσε στιβάλια μυτερά και ψηλοτάκουνα, χαρακτηριστικά παπούτσια των «Κουτσαβάκηδων».
Όταν απεβίωσε, στα χέρια του απέθεσαν τον αγαπημένο του μπαγλαμά, που έφτιαξε ο Τσακιριάν.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου