Στο σημερινό αφιέρωμα η Φωτεινή Λαμπρίδη μιλά για τον Τάσο Λειβαδίτη.
Η μητέρα μου δεν είχε ιδιαίτερη σχέση με την ποίηση αλλά συνήθιζε να με κοιμίζει με ποιήματα του Παλαμά και μάλιστα με τον Τάφο. Ακόμα δεν έχω καταλάβει γιατί επέλεξε τον θρήνο του ποιητή για τον θάνατο του μικρού παιδιού για να με παραδίδει στην αγκαλιά του Μορφέα, ωστόσο μπορεί το μοιρολόι αυτό να στοίχειωνε τον ύπνο μου, αλλά αυτή της η συνήθεια μαζί με την παράδοση της Καρπάθου που μου μετεφερε ο πατέρας μου να συνδιαλεγόμαστε μέσω αυτοσχέδιων μαντινάδων, με εισήγαγαν στον κόσμο της ποίησης ο οποίος ευτυχώς είναι έως σήμερα η ασφάλειά μου αν και όχι βολικός και ξεκούραστος όπως τον παρουσιάζουν πολλοί.
Από τότε αγάπησα πολλούς ποιητές και συνεχίζω να ανακαλύπτω νέους και να παθιάζομαι με τη γραφή τους. Κάθε φορά μπαίνω σχεδόν εμμονικά στο έργο τους διαβάζω για τον βίο τους, προσπαθώ να ανακαλύψω ανέκδοτα ποιηματά τους που δεν έχουν βγει στο φως. Όμοια αντιμετωπίζω και τους νέους ποιητές, αυτούς που με αφορούν τους ξεκοκκαλίζω κυριολεκτικά. Η ερώτηση ποιος είναι ο αγαπημένος σου ποιητής όμως με ζορίζει, γιατί νιώθω ότι κάποιον θα προδώσω. Όταν μου έκανε την πρόταση ο Σπύρος Αραβανής, πέρασαν αστραπιαία από το μυαλό μου σε λίγα δευτερόλεπτα σχεδόν όλοι οι αγαπημένοι ποιητές ο Σεφέρης ο Καρούζος, ο Ρίτσος, ο Γκάτσος, ο Λάγιος, ο Βάρναλης, ο Καρυωτάκης, ο Ανανωστάκης, ο Καβάφης, ο Ελύτης αλλά και ο Ρεμπώ, ο Γουέιτς η Πλαθ, ο Νερούντα, ο Βιγιόν, ο Ρίλκε, ο Τόμας , ο Χικμέτ, ο Πάουντ και σταματώ εδώ γιατί πάλι κάποιον δεν θα αναφέρω κι είναι κρίμα.
Μετά από λίγα δευτερόλεπτα όμως είπα τον Λειβαδίτη. Ενστικτωδώς αστραπιαία και σταθερά. Μετά έκατσα να σκεφτώ γιατί σχεδόν αυτόματα τον επέλεξα .
Πρώτα μου ήρθε στο μυαλό ένα απόσπασμα σαν αυτοσύσταση.
“Κι εγώ ποιος ήμουν
ένας τρελός για επαναστάσεις και άλλα πράγματα χαμένα
και κάθε που χτυπούσαν οι καμπάνες ένιωθα να κινδυνεύει η ανθρωπότητα
κι έτρεχα να τη σώσω
κι όταν ένα παιδί κοιτάει με έκσταση το δειλινό
είναι που αποθηκεύει θλίψη για το μέλλον”
Το διάβασα στα γυμνασιακά μου χρόνια και έκλαψα χωρίς να γνωρίζω βέβαια τότε πόση θλίψη για το μέλλον αποθήκευα
Γι'αυτό διάλεξα τον Λειβαδίτη.
Γιατί με συγκινεί βαθιά. Γιατί αυτό που αισθανόμουν ότι είναι τον κόσμος που ζω αλλά κι ο άλλος που ονειρεύομαι τον διάβαζα σε κάθε του στίχο . Γιατί η ζωή του ταυτίζόταν απόλυτα με το αξιακό σύστημα το οποίο οικοδόμησε με το έργο του. Ο Λειβαδίτης αποτελεί την περίπτωση ενός δημιουργού, ο οποίος ταύτισε το έργο με τη ζωή του.
Γιατί στον κάθε του στίχο χτυπούσε η καρδιά του ανθρώπου που αγωνίζεται και μες τον αγώνα του όχι απλά δεν σκληραίνει , αλλά γίνεται η ίδια η ποίηση του ένας αγώνας ενάντια στην αποκτήνωση. Μάχεται κι ως την ύστατη στιγμή έχει την έγνοια να μη δει στον καθρέφτη το πρόσωπο του τέρατος να μη χάσει την ελπίδα. Γιατί η πένα του ήταν και σπαθί και αγκάλη.
“Ἡ πιὸ μεγάλη ἀρετὴ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι νὰ ᾿χει καρδιά.
Μὰ ἡ πιὸ μεγάλη ἀκόμα, εἶναι ὅταν χρειάζεται
νὰ παραμερίσει τὴν καρδιά του.”
Ο Λειβαδίτης με βρήκε παιδί μέσα από τους στίχους του που μελοποίησαν ο Θεοδωράκης, ο Λοΐζος, ο Τσαγκάρης . Κυρίως όμως εκείνα που μελοποίησε ο Θεοδωράκης. Η Δραπετσώνα, Σαββατόβραδο, τα Λυρικά, Βρέχει στη φτωχογειτονια. Μεγάλωνα στα Καμίνια του Πειραιά και οι στίχοι του Λειβαδίτη ήταν σαν να έβγαιναν από τα σπλάχνα της πόλης μου. Από την αγωνία των γειτόνων. Από δάκρυα νωπά από μάχες χαμένες από μια τόσο κοντινή ομορφιά, όπως η μυρωδιά του γιασεμιού στα μπαλκόνια μας. Δεν ήταν ένας ποιητής που ζητούσε να βρω τη σκάλα ν’ανέβω να τον ανταμώσω. 'Ηρθε εκείνος στη γειτονιά μου μέσα στο σπίτι μου, χάρη βεβαια στους σπουδαίους συνθέτες που τον μελοποίησαν.
Απομόνωνα δίστιχα από τα τραγούδια του κι έμοιαζαν όλα να είχουν μια αυτοτέλεια ένα μικρό αλλά ολόκληρο σύμπαν. Ο κάθε στίχος του μια καθάρια εικόνα πίσω απο την οποία χτυπούσε η καρδιά του κόσμου, του κόσμου μας.
Βρέχει στη φτωχογειτονιά βρέχει και στην καρδιά μου
Την πόρτα ανοίγω το βράδυ τη λάμπα κρατώ ψηλά
να δούνε της γης οι θλιμένοι
να ρθούνε να βρουν συντροφιά
Να βρούνε στρωμένο τραπέζι
σταμνί για να πιει ο καημός
κι ανάμεσα μας θα στέκει
ο πόνος του κόσμου ο αδερφός
Ο πόνος ήταν του κόσμου ο αδερφός στον κόσμο του Λειβαδίτη όχι ένας προσωπικός γολγοθάς . Η περήφανη αυτή στάση του απέναντι στην οδύνη διαποτίζει όλο το έργο του. Φυλακίστηκε, εξορίστηκε, δεν υπέγραψε δήλωση μετάνοιας και εξαιτίας αυτού τον ξαναπήγαν στον Αη Στράτη. Αργότερα έμεινε άνεργος, απομονώθηκε, τα βιβλία του κατασχέθηκαν λόγω του φιλειρηνικού περιεχομένου τους και πουθενά στην ποίησή του, δεν διαφαίνεται το προσωπικό του δράμα αλλά ούτε κάτι το ηρωικό. Αν θέλουμε να συναιστανθούμε την οδύνη της ύπαρξης πρέπει να συναιστανθούμε τον πόνο του αδερφού. Γιατί διαπίστωνε πως "ο κόσμος, μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει..."
«...γι αυτό και μέσα σε κάθε ζωή / υπάρχει πάντα κάτι πιο βαθύ / απ' τον εαυτό της /
η ζωή των άλλων».
Έτσι μας οδηγεί ο Λειβαδίτης στο υπαρξιακό ζήτημα. Είτε μιλά για τον αγώνα είτε για τον θάνατο, για τη θυσία είτε για τον έρωτα. Δεν υπάρχει ζωή έξω από τα μάτια του άλλου στην ποίησή του. Κάποιοι μελετητές του έργου του το είπαν μετριοφροσύνη, εγώ νομίζω πως στην ποίησή του κρατά την ύψιστη αξία ή ουσία της ζωής σαν κεράκι αναμένο.
Αγαπώ τον Λειβαδίτη γιατί έγραφε απλά, έστω κι αν καταλαβαίνουμε οι αναγνώστες του πως καμία λέξη δεν περισσεύει, πως βασάνιζε το μυαλό του για να βρουν οι λέξεις τη σειρά τους και πως το πιο δύσκολο πράγμα είναι να γράψει κανείς απλά την ώρα που αποποιείται την ευκολογραφία.
«Μας φτάνει να μιλήσουμε/ απλά/ όπως πεινάει κανείς απλά/ όπως αγαπάει/ όπως πεθαίνουμε/ απλά».
Γιατί …«Γράφω για κείνους που δεν ξέρουν να διαβάσουν», θέση στην οποία έμεινε αμετακίνητος σημειώνοντας αργότερα «μίλησα πάντοτε με λόγια απλά για να επιδέχονται όλες τις ερμηνείες.
Με απλές καθημερινές λέξεις, οι οποίες υπηρετούσαν υψηλά νοήματα και ένα μοναδικό φιλοσοφικό εύρος, μιλούσε ο Λειβαδίτης.
Η σύγχρονη γλωσσολογία διαχωρίζει την αναφορική λειτουργία της γλώσσας που σχετίζεται με το λογικό από την ποιητική που αφορά τη συγκίνηση, το θυμοειδές. Σκοπός του Λειβαδίτη είναι να συγχωνεύσει τις δύο αυτές λειτουργίες ή να μπορέσει να επιτύχει τη διάχυση της μιας μέσα στην άλλη, γράφει πολύ σωστά η Αλεξάνδρα Μπουφέα.
Αγαπώ τον Λειβαδίτη γι’αυτήν την ιερή και απόλυτη ακροβασία μεταξύ των αντιθέτων των φαινομενικά αταίριαστων. Περιγράφει έναν κόσμο που στάζει αίμα χωρίς να αποστρέφει το βλέμμα από την ομορφιά. Η ματαίωση αλλά και η ματαιότητα βρίσκει θέση δίπλα σε ένα ολόγιομο φεγγάρι.
Ἀλλὰ τὰ βράδια
Καὶ νὰ ποὺ φτάσαμε ἐδῶ
Χωρὶς ἀποσκευὲς
Μὰ μ᾿ ἕνα τόσο ὡραῖο φεγγάρι
Καὶ ἐγὼ ὀνειρεύτηκα ἕναν καλύτερο κόσμο
Φτωχὴ ἀνθρωπότητα, δὲν μπόρεσες
οὔτε ἕνα κεφαλαῖο νὰ γράψεις ἀκόμα
Σὰ σανίδα ἀπὸ θλιβερὸ ναυάγιο
ταξιδεύει ἡ γηραιά μας ἤπειρος
Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ
Βέβαια ἀγάπησε
τὰ ἰδανικά της ἀνθρωπότητας,
ἀλλὰ τὰ πουλιὰ
πετοῦσαν πιὸ πέρα
Σκληρός, ἄκαρδος κόσμος,
ποῦ δὲν ἄνοιξε ποτὲ μίαν ὀμπρέλα
πάνω ἀπ᾿ τὸ δέντρο ποὺ βρέχεται
Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ
Η ποίηση του Λειβαδίτη είναι επαναστατική λένε. Κι αν είναι δεν είναι γιατί μίλησε για την
επανάσταση, δεν είναι γιατί προέτρεψε να βγούμε στους δρόμους, δεν είναι γιατί ύμνησε τους επαναστάτες του αγώνα.
Εξάλλου υπογράμμιζε θαραλέα οτι “..Μεγάλες λέξεις δὲ λέγαν πιὰ τίποτα καὶ τὶς πετοῦσαν στοὺς ὀχετούς …”
Είναι επαναστατική η ποίηση του, γιατί προτίμησε να επαναφέρει ξανά και ξανά το διαχρονικό αίτημα για δικαιοσύνη για ειρήνη για αλληλεγγύη γιατί δεν φοβήθηκε την αγάπη και την αυτοθυσία ως έννοιες. Γιατί δεν κουράστηκε να επαναλλαμβάνει με διαφορετικό και μοναδικό τρόπο κάθε φορά, πως επανάσταση χωρίς βαθιά αγάπη για τον άνθρωπο, για τον κόσμο, δεν νοείται. Πως δεν γίνεται όλος αυτός ο χαμός για να ‘ ρθουν νικητές οι ηττημένοι, μα για να νικήσει η ζωή την αθλιότητα. Και μπορούσε να τα γράψει γιατί δεν ήταν ο ποιητής που ζητούσε δικαίωση ήταν ο ποιητής που “είδε το χέρι του να τον σημαδεύει αλύπητα από το βάθος των περασμένων”
Και μιὰ μέρα θέλω νὰ γράψουν στὸν τάφο μου: ἔζησε στὰ σύνορα
μιᾶς ἀκαθόριστης ἡλικίας καὶ πέθανε γιὰ πράγματα μακρινὰ ποὺ
……εἶδε κάποτε σ᾿ ἕνα ἀβέβαιο ὄνειρο.
Κι ο καθένας ας αναλογιστεί πόσο επικαιρη είναι σήμερα και πόσο επίκαιρη θα είναι και αύριο η ποίηση του Λειβαδίτη.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν' αγωνίζεσαι για την ειρήνη και για το δίκιο.
Σήμερα που χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις πολιτείες
μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα
αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται στην νύχτα του πολέμου
έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη κάτω απ΄τις οβίδες.
Δεν έχεις καιρό
δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου