26 Νοε 2015

Η εκδίκηση της γενιάς των 500 ευρώ

Eργαζόμενοι Oπου εφαρμόστηκαν τα τελευταία 30 χρόνια ευέλικτες μορφές εργασίας, ζημίωσαν την παραγωγικότητα και την καινοτομία, ενώ διόγκωσαν τη διευθυντική γραφειοκρατία
Τα τελευταία τριάντα χρόνια, το κυνήγι των εργοδοτών και των κυβερνήσεων για πιο ευέλικτη αγορά εργασίας κατέστησε ευκολότερες τις απολύσεις και τις προσλήψεις, σχεδόν αδύνατη τη διεκδίκηση υψηλότερων αμοιβών, επισφαλείς όρους εργασίας για την πλειονότητα των εργαζομένων.
Η προσωρινή ή μερική απασχόληση, η νοικιασμένη εργασία έλαβαν μορφή χιονοστιβάδας, εκτόπισαν μυριάδες θέσεις πλήρους απασχόλησης και εδραίωσαν τη χαμηλόμισθη και αναξιοπρεπή εργασία και διαβίωση.
Οι μεταρρυθμίσεις που επέβαλαν αυτήν την τριακονταετία τα Οικονομικά της Προσφοράς στην αγορά εργασίας δημιούργησαν μια τεράστια στρατιά ανθρώπων οι οποίοι πρέπει να δουλεύουν όλο και περισσότερο όλο και πιο σκληρά για λιγότερα χρήματα.
Οι αλλαγές αυτές έφεραν όμως από την άλλη πλευρά υπερκέρδη σε επιχειρήσεις και εργοδότες και εκτόξευσαν τις οικονομικές ανισότητες σε επίπεδα-ρεκόρ.
Αυτή η εξέλιξη φαίνεται ότι έχει πια αρχίσει να γυρνάει μπούμερανγκ για τους κεφαλαιοκράτες.
Μια σειρά από οικονομικές μελέτες που είδαν τους τελευταίους μήνες το φως της δημοσιότητας επιβεβαιώνουν αυτό που αρκετοί υποψιάζονταν εδώ και χρόνια.
Οτι δηλαδή το «ελαστικό» εργατικό δυναμικό των 500 ευρώ και των συμβάσεων εργασίας των μηδενικών ωρών χρειάζεται αυξημένη εποπτεία και έλεγχο για να δουλέψει για τα ψίχουλα που του προσφέρουν.
Μια ολόκληρη γενιά εργαζομένων της σύγχρονης ακραία ελεύθερης αγοράς εργασίας δουλεύει ακολουθώντας πιστά πλέον το γνωμικό των βιομηχανικών εργατών της Σοβιετικής Ενωσης: «Προσποιούμαστε ότι δουλεύουμε, προσποιούνται ότι μας πληρώνουν».
Η εκδίκηση του 500άρη, η εκδίκηση της φτηνής εργασίας είναι εδώ και κοστίζει. Απαιτεί όλο και μεγαλύτερη διευθυντική γραφειοκρατία, όλο και μεγαλύτερο κόστος για τους εργοδότες από το κέρδος που υπόσχεται η ευελιξία.

Υπερβολές

Στην πρόσφατη εργασία τους (Rigidities through flexibility: flexible labour and the rise of management bureaucracies), οι Alfred Kleinknecht, Zenlin Kwee and Lilyana Budyanto διαπίστωσαν μεταξύ άλλων ότι:
α. Η χρησιμοποίηση υψηλότερων ποσοστών προσωρινά απασχολούμενων, ενοικιαζόμενων εργαζόμενων και αυτοαπασχολούμενων συνδέεται με μεγαλύτερη διευθυντική γραφειοκρατία.
Τα υψηλότερα ποσοστά γραφειοκρατίας -οι στρατιές ασήμαντων μεσαίων στελεχών προκειμένου να ελέγχουν συνεχώς τους εργαζόμενους, να συμπληρώνουν τα έντυπα, να διαχειρίζονται το επίπεδο των επιδόσεων των εργαζομένων, να κάνουν τις συνεντεύξεις τους και όλα τα παρεπόμενα αυτής της τρελής υπερβολής- είναι το αποτέλεσμα της απώλειας της εμπιστοσύνης και της αφοσίωσης που συνοδεύει αυτές τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας.
β. Κλάδοι όπως η υγειονομική περίθαλψη, η εκπαίδευση, οι δημόσιες υπηρεσίες ή η δημόσια διοίκηση έχουν μικρότερη διευθυντική γραφειοκρατία σε σχέση με τις ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Και αυτό οφείλεται πιθανότατα στη μεγαλύτερη εμπιστοσύνη και την αφοσίωση των εργαζομένων λόγω των δυσκολιών στις απολύσεις και τις προσλήψεις, της απουσίας ανασφάλειας.
Σε αυτό συντελεί η ύπαρξη ισχυρών συνδικάτων σε αυτούς τους κλάδους.
γ. Σε αντίθεση με ό,τι πιστεύει ο πολύς κόσμος, οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις έχουν σχετικώς χαμηλότερα ποσοστά διευθυντών απ’ ό,τι οι μικρότερες.
δ. Η εκστρατεία της απορρύθμισης και των ιδιωτικοποιήσεων στις δεκαετίες του 1980 και του 1990 συχνά έθεσε το δίλημμα αγορές ή γραφειοκρατία.
Στην απορρυθμισμένη όμως αγορά εργασίας υπάρχουν και τα δύο. Δηλαδή και μεγαλύτερη διευθυντική γραφειοκρατία και υψηλότερο κόστος συναλλαγών στο εσωτερικό των επιχειρήσεων. Είναι το τίμημα της απορρύθμισης στην αγορά εργασίας.
Αποτελεί ειρωνεία το γεγονός ότι το κίνητρο που οδήγησε τις κυβερνήσεις να στηρίξουν την καταστροφή των ασφαλών θέσεων εργασίας, την ώθηση των μισθολογικών δομών προς τα κάτω, την απαξίωση των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού καταλήγει στην πραγματικότητα να κοστίζει στις επιχειρήσεις.
Μεταξύ άλλων και σε όρους καινοτομίας και παραγωγικότητας, όπως διαπιστώνει στην επίσης φετινή εργασία του «How structural reform of labor markets harm innovation» ο Alfred Kleinknecht για το ίδρυμα Hans Böckler.
Εξηγώντας ο επιστήμονας τονίζει ότι:
α. Οι ευκολότερες απολύσεις και οι συμβάσεις μικρής διάρκειας απασχόλησης καθιστούν την εκπαίδευση των εργαζομένων στα μυστικά της εργασίας τους μέσα στην επιχείρηση από λιγότερο ελκυστική έως αδιάφορη.
β. Η διατήρηση ποιοτικού εργατικού δυναμικού σε μια επιχείρηση αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας των προϊόντων αυτής έναντι των μιμητών.
γ. Ο κίνδυνος μιας εύκολης απόλυσης καθιστά τους εργαζόμενους λιγότερο τολμηρούς στην ανάληψη πρωτοβουλιών, δημιουργεί κίνητρο για απόκρυψη πληροφοριών και μυστικών που καθιστούν αποτελεσματικότερη την εργασία τους, εμποδίζει την εμπλοκή τους σε καινοτόμες λύσεις των προβλημάτων.
δ. Αντίθετα με αυτό που πιστεύουν οι περισσότεροι, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την ελαστικοποίηση στην αγορά εργασίας μείωσαν την παραγωγικότητα της εργασίας αντί να την αυξήσουν.

Παραγωγικότητα

Οι μεταρρυθμίσεις που έγιναν στα τέλη της δεκαετίας του ’90 στην Ιταλία προς αυτήν την κατεύθυνση οδήγησαν σε μηδενική βελτίωση της παραγωγικότητας της εργασίας μεταξύ 2001 και 2013.
Ακόμη πιο ενδεικτικό είναι κάτι που δεν πολυσυζητιέται στους κύκλους των συντηρητικών κυβερνήσεων της γηραιάς ηπείρου.
Μεταξύ 1991 και 2000 η ετήσια αύξηση του ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας στη Γερμανία -όταν αυτή εθεωρείτο από τους νεοφιλελεύθερους οικονομολόγους ο «μεγάλος ασθενής της Ευρώπης»- ήταν 2,2%.
Μετά τις διαβόητες «μεταρρυθμίσεις Χαρτς» στην αγορά εργασίας όμως, την περίοδο μεταξύ 2006 και 2013 η αύξηση αυτή είχε υποχωρήσει μόλις στο 0,9%.
Αυτή η πτώση της παραγωγικότητας είχε πάντως και τα θετικά της. Εξαιτίας της χαμηλής παραγωγικότητας υπήρξε μεγαλύτερη ανάγκη για εισροή εργατικού δυναμικού στη Γερμανία. Και έτσι σχεδόν όλοι ήταν ευτυχισμένοι!

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More