Το σύνθημα «Λαός ενωμένος, ποτέ
νικημένος» είναι για το μεσοδιάστημα από κάλπη σε κάλπη. Για τις αμέσως
μετεκλογικές μέρες η ρίμα αναζητεί άλλες λέξεις και ταιριάζει το σύνθημα
«Λαός παρασυρμένος, πάντα νικημένος». Σ’ αυτό το μοτίβο συγκλίνουν
μονότονα, νομοτελειακά μάλλον, οι αναγνώσεις του εκάστοτε εκλογικού
αποτελέσματος από τους εκάστοτε ηττημένους. Σαν να αντιγράφει ο ένας τον
άλλον, κι όλοι μαζί σαν να κοπιάρουν τα πατροπαράδοτα, χωρίς διάθεση
για πρωτοτυπία. Για λίγη αυτοκριτική, που να μην εξαντλείται στο αδάπανο
«κάναμε και κάποια λάθη».
Ενα δείγμα σύμπτωσης απόψεων εδώ. «Η ψήφος στον ΣΥΡΙΖΑ», κατά το ΚΚΕ, «εκφράζει την αναπαραγωγή της επιλογής του “μικρότερου κακού” σε σχέση με τη Ν.Δ., την παγίδευση στο δόλωμα “δεύτερη ευκαιρία, για να μη γίνει παρένθεση η Αριστερά”». Το ριζικά άλλης λογικής ΚΚΕ (μ-λ) αποδίδει τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ «στην επικράτηση της λογικής του “μικρότερου κακού” και της “δεύτερης ευκαιρίας”». Ποιος αντιγράφει ποιον; Κανείς κανέναν. Και όλοι όλους. Στις κοινοτοπίες δεν υπάρχει κοπιράιτ. Οι πάντες καταφεύγουμε σ’ αυτές, κόμματα ή άτομα.
Η αλήθεια είναι ότι δεν ακούγεται συχνά η προς τον λαό εντολή από την πλευρά «αδικημένων» κομμάτων «να διορθώσει την ψήφο του». Κατά την όρεξη πάντως κάθε ερμηνευτή της λαϊκής ετυμηγορίας, κατά τη διάθεσή του να φανεί ευγενικός ή επιθετικός, στη θέση του «παρασυρμένου» λαού μπορούμε να συναντήσουμε τον «εξαπατημένο», τον «αυτοπαγιδευμένο», τον «παραπλανημένο» κτλ. Ακόμα και «ζώα» αποκαλούσε επί δεκαετίες ο κ. Βασίλης Λεβέντης όσους δεν πίστευαν τις τηλεπροφητείες του. Και, επιτέλους, μια μερίδα «ζώων» τον αντάμειψε, συγκαταλέγοντάς τον στους «ποιμένες» του. Η ιστορία σαν παρωδία.
Δεν λείπουν, βέβαια, και όσοι σύρονται μετεκλογικά από την πικρία τους προς την περιοχή της ποίησης. Για να ανασύρουν από εκεί το επίγραμμα του Διονύσιου Σολωμού για τον «ευκολοπίστευτο λαό». Μόνο που αυτοί, ας το ξαναπώ, δίνουν στην κρίσιμη λέξη τον τόνο της χλευαστικής κατάκρισης. Τίποτε τέτοιο δεν είχε όμως στο μυαλό του ο ποιητής. Με βαθιά έγνοια μιλούσε. Με τρυφερότητα και πόνο. Οχι με οίηση.
Οι κομματικοί μηχανισμοί πολιτεύονται διαφημίζοντας τη μοναδικότητά τους: «Μόνο εμείς υπερασπίζουμε τα λαϊκά συμφέροντα»· «μόνο εμείς θα εξασφαλίσουμε τη σταθερότητα»· «μόνο εμείς είμαστε μεταρρυθμιστές»· «μόνο εμείς θα επιβάλουμε τη συνεργασία» κ.ο.κ. Λογικό είναι λοιπόν να προστίθενται στην πολυάριθμη ομάδα των συννεφοπιπτόντων όσοι εξ αυτών διαπιστώνουν την ώρα τού «έλαβον...» ότι ο δύσπιστος λαός δεν τίμησε επαρκώς τη «μοναδικότητά» τους. Συνερχόμενοι από την πτώση τους αρχίζουν να αναζητούν τους υπευθύνους της αποτυχίας τους. Και τους ψάχνουν «κάπου εκεί έξω». Πρωτίστως στην αγνωμοσύνη του λαού ή την ανωριμότητά του. Στη ροπή του να σκέφτεται με την καρδιά. Να παγιδεύεται από τα συναισθήματά του, αντί να ζυγίζει τα πράγματα με την πειραγμένη ζυγαριά που έχει να του προσφέρει κάθε ψηφοκυνηγός. Τι κι αν τον ίδιο λαό τον υμνολογούσαν πριν από δέκα ώρες; Ξέρουμε και από τις τοιχογραφίες της Κνωσού πως η κυβίστηση, η διάσημη κωλοτούμπα των ημερών μας, είναι αγαπημένη άθληση στα μέρη μας από τον καιρό των ταυροκαθαψίων στη μινωική Κρήτη.
Η λέξη που εμφανίζεται με αξιώσεις μαγικού ερμηνευτικού κλειδιού στις μετεκλογικές αποτιμήσεις είναι η «αυταπάτη». Στον πληθυντικό συνήθως και με ποικίλα κοσμητικά να εξειδικεύουν υποτίθεται το περιεχόμενό της: «αυτοκαταστροφικές λαϊκές αυταπάτες», «μικροαστικές αυταπάτες», «ρεφορμιστικές αυταπάτες», «βλακώδεις μαζικές αυταπάτες». Ας μη σταθούμε στο γεγονός ότι η αυταπάτη δεν είναι οπωσδήποτε παραλυτική, αλλά μπορεί να λειτουργήσει και προωθητικά. Κι ας σκεφτούμε μήπως αυτό που ορίζουμε επιτιμητικά σαν αυταπάτη δεν είναι παρά μια ελπίδα ενσυνείδητα κατασκευασμένη και αυστηρά αυτοελεγχόμενη· μια προσδοκία που γνωρίζει καλά τα στενά όριά της και τις πολλές πιθανότητες να διαψευστεί, κι ωστόσο επιτρέπει στον εαυτό της να υπάρξει.
Μιλάω για έναν ψυχικό ή πνευματικό μηχανισμό ανάλογο με την εσκεμμένη επιλησμονή, τη συνειδητή συγχώρηση ή παραγνώριση των σφαλμάτων των άλλων (των κομμάτων λ.χ. και των ηγετών τους) ή της μετριότητάς τους. Ξέρουμε ότι κανένας, κόμμα ή «χαρισματικός ηγέτης», δεν μπορεί να μας «σώσει», ότι δεν πρέπει να αναθέτουμε σε κανέναν την ερήμην μας «σωτηρία» μας. Εν πλήρει επιγνώσει, ωστόσο, του ενδεχομένου της απογοήτευσης, και πιθανόν για να μην κατρακυλήσουμε στο νιχιλισμό και τον ενύπαρκτο ναρκισσισμό του ή στη μισανθρωπία, ξαναλέμε «ναι» σε μια ελπίδα που ήδη μας πλήγωσε· ποντάρουμε άλλη μια φορά σε ένα στοίχημα που το χάσαμε πολλάκις. Και, επί εκλογών, ψηφίζουμε με μισή καρδιά ή, αν είμαστε κοψοχέρηδες, με το εναπομείναν ακέραιο χέρι, έτοιμοι να το κόψουμε κι αυτό· περίπου σαν τον «άγουρο» του δημοτικού τραγουδιού, που του έκοψαν το ένα χέρι στον πόλεμο του φιλιού, μα λαχταράει να ξαναφιλήσει κι ας του κόψουν και το άλλο. Και λέω «περίπου» γιατί ο κοψοχέρης δεν επιμένει στην ψήφο του από λαχτάρα, αλλά από την ανάγκη του να πιστέψει σε κάτι που να αφορά και άλλους, όχι μόνο το άτομό του, να νιώσει ότι κάπου συνανήκει. Και ότι κάτι, ένα ελάχιστο, μπορεί ν’ αλλάξει στο καλύτερο. Γι’ αυτό και κατασκευάζει την ελπίδα του. Ή ανέχεται την αυταπάτη.
Το λέει ωραία αυτό σε προτρεπτικό επίγραμμά του (Παλατινή Ανθολογία, Ι΄ 70) ο Μακεδόνιος Υπατος, ποιητής του 6ου αιώνα μ.Χ., από τη Θεσσαλονίκη: «Ει βίον εν μερόπεσσι Τύχης παίζουσιν εταίραι / Ελπίδες αμβολάδην πάντα χαριζόμεναι, / παίζομαι, ει βροτός ειμι· βροτός δ’ ευ οίδα και αυτός / θνητός εών· δολιχαίς δ’ ελπίσι παιζόμενος / αυτός εκοντί γέγηθα πλανώμενος ουδέ γενοίμην / ες κρίσιν ημετέρην πικρός Αριστοτέλης. / Την γαρ Ανακρείοντος ενί πραπίδεσσι φυλάσσω / παρφασίην, ότι δει φροντίδα μη κατέχειν». Ολη η ουσία στο «αυτός εκοντί γέγηθα πλανώμενος». Μεταφράζω: «Αν οι συντρόφισσες της Τύχης, οι Ελπίδες, εμπαίζουν των ανθρώπων τη ζωή, / χαρίζοντας με αναβολή τα πάντα, / παιχνίδι τους κι εγώ, αν είμαι άνθρωπος· / και καλά το ξέρω βέβαια, άνθρωπος είμαι, όντας θνητός. / Αφού λοιπόν ελπίδες μακρινές με εμπαίζουν, / αυτοθέλητα την εξαπάτησή μου απολαμβάνω. / Και μακάρι, ποτέ μου να μη γίνω ξινός Αριστοτέλης. / Κρατάω στο νου μου του Ανακρέοντα την προτροπή: / για τίποτε δεν πρέπει να μας νοιάζει». Ευδιάκριτη πάντως η διαφορά: Αν έτσι σκέφτονται οι ύπατοι, οι πληβείοι απολαμβάνουμε την αυταπάτη επειδή μας νοιάζουν πολλά.
Ενα δείγμα σύμπτωσης απόψεων εδώ. «Η ψήφος στον ΣΥΡΙΖΑ», κατά το ΚΚΕ, «εκφράζει την αναπαραγωγή της επιλογής του “μικρότερου κακού” σε σχέση με τη Ν.Δ., την παγίδευση στο δόλωμα “δεύτερη ευκαιρία, για να μη γίνει παρένθεση η Αριστερά”». Το ριζικά άλλης λογικής ΚΚΕ (μ-λ) αποδίδει τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ «στην επικράτηση της λογικής του “μικρότερου κακού” και της “δεύτερης ευκαιρίας”». Ποιος αντιγράφει ποιον; Κανείς κανέναν. Και όλοι όλους. Στις κοινοτοπίες δεν υπάρχει κοπιράιτ. Οι πάντες καταφεύγουμε σ’ αυτές, κόμματα ή άτομα.
Η αλήθεια είναι ότι δεν ακούγεται συχνά η προς τον λαό εντολή από την πλευρά «αδικημένων» κομμάτων «να διορθώσει την ψήφο του». Κατά την όρεξη πάντως κάθε ερμηνευτή της λαϊκής ετυμηγορίας, κατά τη διάθεσή του να φανεί ευγενικός ή επιθετικός, στη θέση του «παρασυρμένου» λαού μπορούμε να συναντήσουμε τον «εξαπατημένο», τον «αυτοπαγιδευμένο», τον «παραπλανημένο» κτλ. Ακόμα και «ζώα» αποκαλούσε επί δεκαετίες ο κ. Βασίλης Λεβέντης όσους δεν πίστευαν τις τηλεπροφητείες του. Και, επιτέλους, μια μερίδα «ζώων» τον αντάμειψε, συγκαταλέγοντάς τον στους «ποιμένες» του. Η ιστορία σαν παρωδία.
Δεν λείπουν, βέβαια, και όσοι σύρονται μετεκλογικά από την πικρία τους προς την περιοχή της ποίησης. Για να ανασύρουν από εκεί το επίγραμμα του Διονύσιου Σολωμού για τον «ευκολοπίστευτο λαό». Μόνο που αυτοί, ας το ξαναπώ, δίνουν στην κρίσιμη λέξη τον τόνο της χλευαστικής κατάκρισης. Τίποτε τέτοιο δεν είχε όμως στο μυαλό του ο ποιητής. Με βαθιά έγνοια μιλούσε. Με τρυφερότητα και πόνο. Οχι με οίηση.
Οι κομματικοί μηχανισμοί πολιτεύονται διαφημίζοντας τη μοναδικότητά τους: «Μόνο εμείς υπερασπίζουμε τα λαϊκά συμφέροντα»· «μόνο εμείς θα εξασφαλίσουμε τη σταθερότητα»· «μόνο εμείς είμαστε μεταρρυθμιστές»· «μόνο εμείς θα επιβάλουμε τη συνεργασία» κ.ο.κ. Λογικό είναι λοιπόν να προστίθενται στην πολυάριθμη ομάδα των συννεφοπιπτόντων όσοι εξ αυτών διαπιστώνουν την ώρα τού «έλαβον...» ότι ο δύσπιστος λαός δεν τίμησε επαρκώς τη «μοναδικότητά» τους. Συνερχόμενοι από την πτώση τους αρχίζουν να αναζητούν τους υπευθύνους της αποτυχίας τους. Και τους ψάχνουν «κάπου εκεί έξω». Πρωτίστως στην αγνωμοσύνη του λαού ή την ανωριμότητά του. Στη ροπή του να σκέφτεται με την καρδιά. Να παγιδεύεται από τα συναισθήματά του, αντί να ζυγίζει τα πράγματα με την πειραγμένη ζυγαριά που έχει να του προσφέρει κάθε ψηφοκυνηγός. Τι κι αν τον ίδιο λαό τον υμνολογούσαν πριν από δέκα ώρες; Ξέρουμε και από τις τοιχογραφίες της Κνωσού πως η κυβίστηση, η διάσημη κωλοτούμπα των ημερών μας, είναι αγαπημένη άθληση στα μέρη μας από τον καιρό των ταυροκαθαψίων στη μινωική Κρήτη.
Η λέξη που εμφανίζεται με αξιώσεις μαγικού ερμηνευτικού κλειδιού στις μετεκλογικές αποτιμήσεις είναι η «αυταπάτη». Στον πληθυντικό συνήθως και με ποικίλα κοσμητικά να εξειδικεύουν υποτίθεται το περιεχόμενό της: «αυτοκαταστροφικές λαϊκές αυταπάτες», «μικροαστικές αυταπάτες», «ρεφορμιστικές αυταπάτες», «βλακώδεις μαζικές αυταπάτες». Ας μη σταθούμε στο γεγονός ότι η αυταπάτη δεν είναι οπωσδήποτε παραλυτική, αλλά μπορεί να λειτουργήσει και προωθητικά. Κι ας σκεφτούμε μήπως αυτό που ορίζουμε επιτιμητικά σαν αυταπάτη δεν είναι παρά μια ελπίδα ενσυνείδητα κατασκευασμένη και αυστηρά αυτοελεγχόμενη· μια προσδοκία που γνωρίζει καλά τα στενά όριά της και τις πολλές πιθανότητες να διαψευστεί, κι ωστόσο επιτρέπει στον εαυτό της να υπάρξει.
Μιλάω για έναν ψυχικό ή πνευματικό μηχανισμό ανάλογο με την εσκεμμένη επιλησμονή, τη συνειδητή συγχώρηση ή παραγνώριση των σφαλμάτων των άλλων (των κομμάτων λ.χ. και των ηγετών τους) ή της μετριότητάς τους. Ξέρουμε ότι κανένας, κόμμα ή «χαρισματικός ηγέτης», δεν μπορεί να μας «σώσει», ότι δεν πρέπει να αναθέτουμε σε κανέναν την ερήμην μας «σωτηρία» μας. Εν πλήρει επιγνώσει, ωστόσο, του ενδεχομένου της απογοήτευσης, και πιθανόν για να μην κατρακυλήσουμε στο νιχιλισμό και τον ενύπαρκτο ναρκισσισμό του ή στη μισανθρωπία, ξαναλέμε «ναι» σε μια ελπίδα που ήδη μας πλήγωσε· ποντάρουμε άλλη μια φορά σε ένα στοίχημα που το χάσαμε πολλάκις. Και, επί εκλογών, ψηφίζουμε με μισή καρδιά ή, αν είμαστε κοψοχέρηδες, με το εναπομείναν ακέραιο χέρι, έτοιμοι να το κόψουμε κι αυτό· περίπου σαν τον «άγουρο» του δημοτικού τραγουδιού, που του έκοψαν το ένα χέρι στον πόλεμο του φιλιού, μα λαχταράει να ξαναφιλήσει κι ας του κόψουν και το άλλο. Και λέω «περίπου» γιατί ο κοψοχέρης δεν επιμένει στην ψήφο του από λαχτάρα, αλλά από την ανάγκη του να πιστέψει σε κάτι που να αφορά και άλλους, όχι μόνο το άτομό του, να νιώσει ότι κάπου συνανήκει. Και ότι κάτι, ένα ελάχιστο, μπορεί ν’ αλλάξει στο καλύτερο. Γι’ αυτό και κατασκευάζει την ελπίδα του. Ή ανέχεται την αυταπάτη.
Το λέει ωραία αυτό σε προτρεπτικό επίγραμμά του (Παλατινή Ανθολογία, Ι΄ 70) ο Μακεδόνιος Υπατος, ποιητής του 6ου αιώνα μ.Χ., από τη Θεσσαλονίκη: «Ει βίον εν μερόπεσσι Τύχης παίζουσιν εταίραι / Ελπίδες αμβολάδην πάντα χαριζόμεναι, / παίζομαι, ει βροτός ειμι· βροτός δ’ ευ οίδα και αυτός / θνητός εών· δολιχαίς δ’ ελπίσι παιζόμενος / αυτός εκοντί γέγηθα πλανώμενος ουδέ γενοίμην / ες κρίσιν ημετέρην πικρός Αριστοτέλης. / Την γαρ Ανακρείοντος ενί πραπίδεσσι φυλάσσω / παρφασίην, ότι δει φροντίδα μη κατέχειν». Ολη η ουσία στο «αυτός εκοντί γέγηθα πλανώμενος». Μεταφράζω: «Αν οι συντρόφισσες της Τύχης, οι Ελπίδες, εμπαίζουν των ανθρώπων τη ζωή, / χαρίζοντας με αναβολή τα πάντα, / παιχνίδι τους κι εγώ, αν είμαι άνθρωπος· / και καλά το ξέρω βέβαια, άνθρωπος είμαι, όντας θνητός. / Αφού λοιπόν ελπίδες μακρινές με εμπαίζουν, / αυτοθέλητα την εξαπάτησή μου απολαμβάνω. / Και μακάρι, ποτέ μου να μη γίνω ξινός Αριστοτέλης. / Κρατάω στο νου μου του Ανακρέοντα την προτροπή: / για τίποτε δεν πρέπει να μας νοιάζει». Ευδιάκριτη πάντως η διαφορά: Αν έτσι σκέφτονται οι ύπατοι, οι πληβείοι απολαμβάνουμε την αυταπάτη επειδή μας νοιάζουν πολλά.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου