Ποιο το καλύτερο τραγούδι του; Αν τον
ρωτούσαμε, ο Κώστας Βίρβος, που πέθανε σχεδόν 90 ετών, θα απαντούσε ίσως
πως, αν όχι οι καλύτεροι στίχοι του, πάντως οι πιο αγαπημένοι του, ήταν
εκείνοι που δεν τραγουδήθηκαν ποτέ: οι λέξεις ελευθερίας που έγραφε
πάνω στους τοίχους της Αθήνας, φοιτητής της Παντείου και Επονίτης,
Μάρτιο του 1944. Λέει στο βιβλίο «Κώστας Βίρβος: Λαϊκή στιχουργική
ανθολογία» (Βιβλιοεκδοτική Αναστασάκη, 1989): «Μας πιάσαν στη γωνία
Αγορακρίτου και Αριστομένους οι χαφιέδες και μας οδήγησαν στην Ειδική
Ασφάλεια, αφού πρώτα περάσαμε από το ξενοδοχείο ‘‘Κρυστάλ’’, όπου είχαν
τσιμπούσι οι αρχιβασανιστές Παναγιωτόπουλος και Παρθενίου. Εκεί μας
βασάνισαν μέχρι θανάτου. Ο ξενοδόχος του ‘‘Κρυστάλ’’, όταν μας είδε
αιμόφυρτους [...], ειδοποίησε το Πρώτων Βοηθειών. Πρέπει να το ’κανε
σκόπιμα για να υπάρχουν μάρτυρες, ώστε να μη μας σκοτώσουν».
Δεύτερο «καλύτερο» τραγούδι του ο «Φαντάρος», το πρώτο του που μελοποιήθηκε (από τον Καλδάρα), τέλη του 1947, δεν γραμμοφωνήθηκε όμως ποτέ. «Η δισκογραφική εταιρεία φοβήθηκε να το στείλει στη λογοκρισία». Σωστά. Η 3η στροφή παραήταν ακραία: «Μα ο φαντάρος δεν παραπονιέται, / έχει ελπίδα μέσα στην καρδιά, / πως θα γυρίσει πάλι στους δικούς του / όταν τα χέρια μας θα δώσουμε ξανά». Αυτά τα «χέρια μας», το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο σε μια Ελλάδα κομμένη πολεμικά στη μέση, θα κόβονταν σίγουρα.
Ο Βίρβος έγραψε πάνω από 2.000 τραγούδια, ερωτικά, κοινωνικά, πολιτικά, αδιάφορα για διακρίσεις του είδους λαϊκό/έντεχνο, στιχουργός/ποιητής. Οταν τον τραγουδάμε, όταν ψιθυρίζουμε το «Κουρασμένο βήμα μου», το «Μια στενοχώρια που έχω απόψε», τον «Απόκληρο», το «Λίγα ψίχουλα αγάπης σού γυρεύω», τη «Ζαΐρα», τις «Φάμπρικες της Γερμανίας», το «Δεν θέλω να μου δέσετε τα μάτια» και το «Της γερακίνας γιος», σπανίως, σπανιότατα θυμόμαστε τον στιχουργό. Στην καλύτερη περίπτωση θυμόμαστε τον συνθέτη, ιδίως αν είναι ο Τσιτσάνης, και πιστώνουμε σ’ αυτόν και τους στίχους. Αν τραγουδάει ο Καζαντζίδης, του αποδίδουμε συνήθως το τραγούδι στο σύνολό του. Αλλά ένα λαϊκό τραγούδι έτσι δείχνει πόσο άξιο είναι: όταν το λεκτικό και η εικονοποιία του τού δίνουν τη δύναμη ώστε να γίνει με τον χρόνο οιονεί δημοτικό, ένα ανώνυμο κοινό κτήμα. Τέτοια τραγούδια έγραψε πολλά ο Κώστας Βίρβος.
Δεύτερο «καλύτερο» τραγούδι του ο «Φαντάρος», το πρώτο του που μελοποιήθηκε (από τον Καλδάρα), τέλη του 1947, δεν γραμμοφωνήθηκε όμως ποτέ. «Η δισκογραφική εταιρεία φοβήθηκε να το στείλει στη λογοκρισία». Σωστά. Η 3η στροφή παραήταν ακραία: «Μα ο φαντάρος δεν παραπονιέται, / έχει ελπίδα μέσα στην καρδιά, / πως θα γυρίσει πάλι στους δικούς του / όταν τα χέρια μας θα δώσουμε ξανά». Αυτά τα «χέρια μας», το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο σε μια Ελλάδα κομμένη πολεμικά στη μέση, θα κόβονταν σίγουρα.
Ο Βίρβος έγραψε πάνω από 2.000 τραγούδια, ερωτικά, κοινωνικά, πολιτικά, αδιάφορα για διακρίσεις του είδους λαϊκό/έντεχνο, στιχουργός/ποιητής. Οταν τον τραγουδάμε, όταν ψιθυρίζουμε το «Κουρασμένο βήμα μου», το «Μια στενοχώρια που έχω απόψε», τον «Απόκληρο», το «Λίγα ψίχουλα αγάπης σού γυρεύω», τη «Ζαΐρα», τις «Φάμπρικες της Γερμανίας», το «Δεν θέλω να μου δέσετε τα μάτια» και το «Της γερακίνας γιος», σπανίως, σπανιότατα θυμόμαστε τον στιχουργό. Στην καλύτερη περίπτωση θυμόμαστε τον συνθέτη, ιδίως αν είναι ο Τσιτσάνης, και πιστώνουμε σ’ αυτόν και τους στίχους. Αν τραγουδάει ο Καζαντζίδης, του αποδίδουμε συνήθως το τραγούδι στο σύνολό του. Αλλά ένα λαϊκό τραγούδι έτσι δείχνει πόσο άξιο είναι: όταν το λεκτικό και η εικονοποιία του τού δίνουν τη δύναμη ώστε να γίνει με τον χρόνο οιονεί δημοτικό, ένα ανώνυμο κοινό κτήμα. Τέτοια τραγούδια έγραψε πολλά ο Κώστας Βίρβος.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου