Cogito ergo sum
Μπορεί να υπάρχουν πολλοί που εκπλήσσονται από το γεγονός ότι η Χρυσή
Αυγή δείχνει να αντέχει στον πόλεμο που δέχεται (χαρακτηριστικό δείγμα
αντοχής της οι 388.387 ψήφοι που μάζεψε στις τελευταίες εκλογές) αλλά
επιτρέψτε μου να πω ότι εγώ εκπλήσσομαι μόνο από την έκπληξή τους. Αν,
μάλιστα, δεν φοβόμουν μήπως ακουστώ υπερβολικός, θα τολμούσα να
συμπληρώσω ότι ίσως αυτή η έκπληξη τρέφει τους χρυσαυγήτες αλλά ας μη
γίνω προκλητικός από τον πρόλογο κιόλας.
Φρονώ, λοιπόν, ότι οιαδήποτε τέτοια έκπληξη είναι παντελώς αδικαιολόγητη επειδή φασίστες, φασίζοντες και φασιστόφιλοι υπήρχαν ανέκαθεν ανάμεσά μας, άσχετα αν παριστάναμε πως δεν τους βλέπαμε. Ακόμη και το 1943 στα Καλάβρυτα ή το 1944 στο Δίστομο βρέθηκαν κάποιοι που υποστήριζαν ότι η ευθύνη για τις σφαγές βάραινε τους αντάρτες επειδή παρενοχλούσαν τους κατακτητές. Κι ακόμη και σήμερα υπάρχουν πολλοί που, παρ’ ότι δηλώνουν δημοκράτες, επιμένουν να αναρωτιούνται «πού είσαι Παπαδόπουλε».
Δεν είναι ανάγκη να φορέσει κανείς αγκυλωτό σταυρό ή να χαιρετήσει ναζιστικά για να καταλάβουμε ότι είναι φασίστας. Όσοι καταλαβαίνουμε, έχουμε μάθει να αναγνωρίζουμε τους φασίστες όποια προβιά κι αν φορέσουν. Τους βλέπουμε στα «όργανα της τάξης», που χρησιμοποιούν τα γκλομπ τους ως προεκτάσεις των προβληματικών γεννητικών τους οργάνων, επειδή στο ανύπαρκτο μυαλό τους τα ρήματα «γαμώ» και «δέρνω» είναι ταυτόσημα. Τους βλέπουμε στους πορτιέρηδες των κλαμπ, οι οποίοι έχουν αναγάγει το φούσκωμα των μπράτσων τους σε ισόρροπο του ξεφούσκωτου εγκεφάλου τους. Τους βλέπουμε στα ψωνισμένα πλουσιόπαιδα των «καλών σχολείων», που είναι πεπεισμένα ότι οι παράδες των γονιών τους τα τοποθετούν δικαίως σε καλύτερη θέση έναντι των συνομηλίκων τους. Και, φυσικά, τους βλέπουμε σε όλους εκείνους που αισθάνονται «υπερήφανοι ως έλληνες», μιας και το μόνο που έμαθαν από ολόκληρη την αρχαιοελληνική γραμματεία είναι το «πας μη έλλην βάρβαρος» (ειδικά γι’ αυτούς τους τελευταίους, έχω να προσθέσω μετά μεγάλης μου λύπης ότι, στην πραγματικότητα, αυτό το «πας μη έλλην βάρβαρος» δεν βρίσκεται γραμμένο σε κανένα αρχαιοελληνικό ή, έστω, ελληνιστικό κείμενο, άρα αποτελεί μεταγενέστερη κουταμάρα, προφανώς δημιούργημα κάποιου «ελληναρά»).
Δεν χαρακτηρίζεται κανείς ως φασίστας επειδή ξυρίζει το κρανίο του ή αρέσκεται να φοράει άρβυλα και αμπέχωνα αλλά επειδή έχει φασιστική συμπεριφορά. Η μόνη επιτρεπτή έκπληξη, λοιπόν, έχει να κάνει με το πόσο συχνά γινόμαστε μάρτυρες τέτοιας συμπεριφοράς από τους γύρω μας. Διότι, σε τελική ανάλυση, φασιστική συμπεριφορά είναι να παρκάρεις το αυτοκίνητό σου πάνω σε πεζοδρόμιο, σε διάβαση πεζών ή σε ράμπα αναπήρων επειδή εκεί σε βολεύει, γράφοντας στα παλαιότερα των υποδημάτων σου πεζούς, ανάπηρους, μανάδες με καροτσάκια μωρών και ηλικιωμένους με μπαστούνια. Φασιστική συμπεριφορά είναι να βγάζεις καρέκλες ή γλάστρες στο οδόστρωμα μπροστά στο μαγαζί ή στο σπίτι σου ώστε να μη παρκάρει κάποιος. Φασιστική συμπεριφορά είναι ο ψευτοτσαμπουκάς σε άτομα που εκτιμάς πως είναι πιο αδύναμα από σένα. Φασιστική συμπεριφορά είναι η εναλλακτική χρήση των «γιατί εγώ και όχι αυτός;» και «γιατί αυτός και όχι εγώ;», ανάλογα με το ποιο απ’ τα δυο σε εξυπηρετεί. Σε τελική ανάλυση, φασιστική συμπεριφορά είναι η κάθε λογής ρουφιανιά, το κάθε λογής ρουσφέτι και η κάθε λογής χρήση πλάγιων μέσων προς ίδιον όφελος και οι άλλοι να πάνε να πνιγούν.
Φασισμός υπάρχει συχνά κι εκεί όπου και μόνο η χρήση αυτού του όρου
θα μπορούσε να ξεσηκώσει διαμαρτυρίες: στην κυβέρνηση και στο
κοινοβούλιο. Για παράδειγμα, φασισμός υπάρχει στην χρήση Πράξεων
Νομοθετικού Περιεχομένου, άσχετα με την όποια δικαιολογία προβάλλεται
κάθε φορά (κι οι δικτάτορες, όταν έστελναν κόσμο στην εξορία ή στα
εκτελεστικά αποσπάσματα, κάποιες δικαιολογίες είχαν). Φασισμός υπάρχει
και στην διαπόμπευση των οροθετικών γυναικών, η οποία έγινε δήθεν για
την προστασία των πολιτών. Φασισμός υπάρχει στις προσαγωγές που κάνει η
αστυνομία για εκφοβισμό. Φασισμός υπάρχει στις απειλές της εξουσίας πώς
όποιος δεν διακανονίσει τις οφειλές του θα δεχτεί την επίσκεψη της
εφορίας. Φασισμός είναι να απειλείς με διαγραφή όποιον βουλευτή σου
τολμήσει να ψηφίσει κατά συνείδηση, σε περίπτωση που η συνείδησή του δεν
συμφωνεί με την κομματική επιλογή. Φασισμός είναι και οι φωτογραφικές
διατάξεις που βολεύουν κάποιους γνωστούς, οι τροποποιήσεις νόμων που
περνούν στην ζούλα για τον ίδιο λόγο, τα πολυσέλιδα νομοσχέδια του ενός
άρθρου, η κατάχρηση της διαδικασίας τού κατεπείγοντος κλπ.
Φυσικά, φασισμός είναι πάνω απ’ όλα η καταστρατήγηση των δικαιωμάτων των άλλων. Εδώ έχουμε πολυάριθμες καθημερινές εφαρμογές, από εκείνους που μου αρνούνται το δικαίωμα στην εργασία με ανθρώπινες συνθήκες και αξιοπρεπείς αποδοχές μέχρις εκείνους που μου αρνούνται το δικαίωμα στην νυχτερινή ανάπαυση είτε μαρσάροντας τις μηχανές τους είτε επιδεικνύοντας την ισχύ τού ηχητικού συστήματος που έχουν στο αυτοκίνητό τους. Φασισμό δείχνει και το κράτος που αρνείται το δικαίωμά μου στην περίθαλψη ή το δικαίωμα των παιδιών μου στην μόρφωση, φασισμό δείχνει κι ο γείτονας που πετάει τα σκουπίδια του όπου βρει ή παραδίδει πινακίδες κι αφήνει το σαράβαλό του έξω από την πόρτα μου. Κι αν κάποιοι θεωρούν υπερβολικά όλα αυτά, ας σκεφτούν ότι δεν υπάρχουν μικρά και μεγάλα δικαιώματα. Η καταστρατήγηση κάθε δικαιώματος είναι φασισμός κι ο φασισμός δεν γίνεται να διακριθεί σε μικρό και μεγάλο.
Τελικά, θα ήταν οπωσδήποτε καλύτερο και ασύγκριτα πιο βολικό αν οι φασίστες ξεχώριζαν από τα ξυρισμένα τους κρανία και τους ιδιότυπους χαιρετισμούς τους. Δυστυχώς, δεν είναι έτσι. Οι φασίστες είναι σαν κι εμάς. Είναι κάποιοι από μας. Ζουν ανάμεσά μας. Και είναι περισσότεροι από όσους νομίζουμε. Ας το χωνέψουμε: φασισμός δεν υπάρχει μόνο στην Χρυσή Αυγή.
Φρονώ, λοιπόν, ότι οιαδήποτε τέτοια έκπληξη είναι παντελώς αδικαιολόγητη επειδή φασίστες, φασίζοντες και φασιστόφιλοι υπήρχαν ανέκαθεν ανάμεσά μας, άσχετα αν παριστάναμε πως δεν τους βλέπαμε. Ακόμη και το 1943 στα Καλάβρυτα ή το 1944 στο Δίστομο βρέθηκαν κάποιοι που υποστήριζαν ότι η ευθύνη για τις σφαγές βάραινε τους αντάρτες επειδή παρενοχλούσαν τους κατακτητές. Κι ακόμη και σήμερα υπάρχουν πολλοί που, παρ’ ότι δηλώνουν δημοκράτες, επιμένουν να αναρωτιούνται «πού είσαι Παπαδόπουλε».
Δεν είναι ανάγκη να φορέσει κανείς αγκυλωτό σταυρό ή να χαιρετήσει ναζιστικά για να καταλάβουμε ότι είναι φασίστας. Όσοι καταλαβαίνουμε, έχουμε μάθει να αναγνωρίζουμε τους φασίστες όποια προβιά κι αν φορέσουν. Τους βλέπουμε στα «όργανα της τάξης», που χρησιμοποιούν τα γκλομπ τους ως προεκτάσεις των προβληματικών γεννητικών τους οργάνων, επειδή στο ανύπαρκτο μυαλό τους τα ρήματα «γαμώ» και «δέρνω» είναι ταυτόσημα. Τους βλέπουμε στους πορτιέρηδες των κλαμπ, οι οποίοι έχουν αναγάγει το φούσκωμα των μπράτσων τους σε ισόρροπο του ξεφούσκωτου εγκεφάλου τους. Τους βλέπουμε στα ψωνισμένα πλουσιόπαιδα των «καλών σχολείων», που είναι πεπεισμένα ότι οι παράδες των γονιών τους τα τοποθετούν δικαίως σε καλύτερη θέση έναντι των συνομηλίκων τους. Και, φυσικά, τους βλέπουμε σε όλους εκείνους που αισθάνονται «υπερήφανοι ως έλληνες», μιας και το μόνο που έμαθαν από ολόκληρη την αρχαιοελληνική γραμματεία είναι το «πας μη έλλην βάρβαρος» (ειδικά γι’ αυτούς τους τελευταίους, έχω να προσθέσω μετά μεγάλης μου λύπης ότι, στην πραγματικότητα, αυτό το «πας μη έλλην βάρβαρος» δεν βρίσκεται γραμμένο σε κανένα αρχαιοελληνικό ή, έστω, ελληνιστικό κείμενο, άρα αποτελεί μεταγενέστερη κουταμάρα, προφανώς δημιούργημα κάποιου «ελληναρά»).
Δεν χαρακτηρίζεται κανείς ως φασίστας επειδή ξυρίζει το κρανίο του ή αρέσκεται να φοράει άρβυλα και αμπέχωνα αλλά επειδή έχει φασιστική συμπεριφορά. Η μόνη επιτρεπτή έκπληξη, λοιπόν, έχει να κάνει με το πόσο συχνά γινόμαστε μάρτυρες τέτοιας συμπεριφοράς από τους γύρω μας. Διότι, σε τελική ανάλυση, φασιστική συμπεριφορά είναι να παρκάρεις το αυτοκίνητό σου πάνω σε πεζοδρόμιο, σε διάβαση πεζών ή σε ράμπα αναπήρων επειδή εκεί σε βολεύει, γράφοντας στα παλαιότερα των υποδημάτων σου πεζούς, ανάπηρους, μανάδες με καροτσάκια μωρών και ηλικιωμένους με μπαστούνια. Φασιστική συμπεριφορά είναι να βγάζεις καρέκλες ή γλάστρες στο οδόστρωμα μπροστά στο μαγαζί ή στο σπίτι σου ώστε να μη παρκάρει κάποιος. Φασιστική συμπεριφορά είναι ο ψευτοτσαμπουκάς σε άτομα που εκτιμάς πως είναι πιο αδύναμα από σένα. Φασιστική συμπεριφορά είναι η εναλλακτική χρήση των «γιατί εγώ και όχι αυτός;» και «γιατί αυτός και όχι εγώ;», ανάλογα με το ποιο απ’ τα δυο σε εξυπηρετεί. Σε τελική ανάλυση, φασιστική συμπεριφορά είναι η κάθε λογής ρουφιανιά, το κάθε λογής ρουσφέτι και η κάθε λογής χρήση πλάγιων μέσων προς ίδιον όφελος και οι άλλοι να πάνε να πνιγούν.
Τα Νέα, 10/10/1967: Ο «δημοκράτης» Χρήστος Λαμπράκης στην υπηρεσία του φασισμού |
Φυσικά, φασισμός είναι πάνω απ’ όλα η καταστρατήγηση των δικαιωμάτων των άλλων. Εδώ έχουμε πολυάριθμες καθημερινές εφαρμογές, από εκείνους που μου αρνούνται το δικαίωμα στην εργασία με ανθρώπινες συνθήκες και αξιοπρεπείς αποδοχές μέχρις εκείνους που μου αρνούνται το δικαίωμα στην νυχτερινή ανάπαυση είτε μαρσάροντας τις μηχανές τους είτε επιδεικνύοντας την ισχύ τού ηχητικού συστήματος που έχουν στο αυτοκίνητό τους. Φασισμό δείχνει και το κράτος που αρνείται το δικαίωμά μου στην περίθαλψη ή το δικαίωμα των παιδιών μου στην μόρφωση, φασισμό δείχνει κι ο γείτονας που πετάει τα σκουπίδια του όπου βρει ή παραδίδει πινακίδες κι αφήνει το σαράβαλό του έξω από την πόρτα μου. Κι αν κάποιοι θεωρούν υπερβολικά όλα αυτά, ας σκεφτούν ότι δεν υπάρχουν μικρά και μεγάλα δικαιώματα. Η καταστρατήγηση κάθε δικαιώματος είναι φασισμός κι ο φασισμός δεν γίνεται να διακριθεί σε μικρό και μεγάλο.
Τελικά, θα ήταν οπωσδήποτε καλύτερο και ασύγκριτα πιο βολικό αν οι φασίστες ξεχώριζαν από τα ξυρισμένα τους κρανία και τους ιδιότυπους χαιρετισμούς τους. Δυστυχώς, δεν είναι έτσι. Οι φασίστες είναι σαν κι εμάς. Είναι κάποιοι από μας. Ζουν ανάμεσά μας. Και είναι περισσότεροι από όσους νομίζουμε. Ας το χωνέψουμε: φασισμός δεν υπάρχει μόνο στην Χρυσή Αυγή.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου