Στις βαριά αδικημένες λέξεις, μαζί με
τον «κυνισμό», που κατάντησε να θεωρείται ταυτόσημος της αγένειας και
της ωμότητας, και τον «επικούρειο», που στένεψε νοηματικά και ακυρώθηκε
ηθικά ώστε να καλύψει τον ανέμελο ηδονοθήρα, πρέπει να υπολογίσουμε και
τον «κοσμοπολίτη». Και αυτόν τον όρο τον ταπείνωσε η συνήθης χρήση του.
Για να τον σύρει στο επίπεδο του αμέριμνου ταξιδιώτη, του καλοπερασάκια,
που, αδιάφορος τάχα για πατρίδες και σύνορα, τρυγάει υπερεθνικές
«εμπειρίες». Τα συνώνυμά του; Μπον βιβέρ, βιπ, χάι σοσάιετι κ.ο.κ.
Είχα διαβάσει χρόνια πριν για κάποια μάλλον περιθωριακή προσπάθεια υπεράσπισης της ουσίας (άρα και του ονόματος) της κυνικής φιλοσοφίας, με την εισαγωγή ενός νέου όρου, του «zynisme», που θα προσδιόριζε την ωμή και απρεπή συμπεριφορά. Θα έμενε έτσι καθαρή -στη διεθνή ορολογία- η παλαιά λέξη «cynisme», για να ονοματίζει το φιλοσοφικό σύστημα των αρχαίων Κυνικών, του Αντισθένη, του Διογένη και όσων άλλων σύχναζαν στο γυμναστήριο του Κυνοσάργους. Αυτό ήταν το μόνο όπου μπορούσαν να γυμνάζονται όσα παιδιά δεν είχαν γεννηθεί από γνήσιους Αθηναίους· οι ημίαιμοι. Γι’ αυτό και υπήρχε εκεί ιερό του Ηρακλέους, «επεί κακείνος ουκ ην γνήσιος εν θεοίς, αλλ’ ενείχετο νοθεία διά την μητέρα θνητήν ούσαν», όπως λέει ο Πλούταρχος βιογραφώντας έναν άλλον νόθο, τον Θεμιστοκλή, γιο Αθηναίου και Θρακιώτισσας. Νόθος άλλωστε ήταν και ο ίδιος ο Αντισθένης, σαν γιος Αθηναίου και μιας δούλας, επίσης Θρακιώτισσας (ποιος ξέρει πόσους σπουδαίους αρχαίους θα έπρεπε να αποκηρύξουμε, αν δίναμε βάση στη βλακώδη ιδεοληψία του «καθαρού ελληνικού αίματος»). Οσο για το Κυνόσαργες, παράγεται -για να αντιγράψω από ένα αρχαιολογικό Λεξικό του 1837, του Νικολάου Λωρέντη- «εκ του κύων και αργός ήτοι ταχύς, διότι εν ω ποτέ ο Δίομος επρόσφερε θυσίαν εις τον Ηρακλέα, κύων τις αρπάσας μίαν μερίδα κρέατος εκ των θυμάτων έφυγεν με αυτήν εις τούτο το μέρος».
Το εγχείρημα λοιπόν της αναβάπτισης του όρου «κυνισμός» δεν ευοδώθηκε, αν κρίνω και από το γεγονός ότι πληκτρολογώντας «zynisme» στο Γκουγκλ δεν εμφανίστηκε ούτε ένα εύρημα, έστω σαν ολιγόλεκτο επιτύμβιο μιας έξυπνης ιδέας. Συνεχίζουμε έτσι να πορευόμαστε με τα ονόματα ως είχαν, γνωρίζοντας όμως πια πως η «επίσκεψίς» τους δεν είναι πάντοτε «αρχή σοφίας», όπως πίστευε ο Αντισθένης. Και σίγουρα δεν είναι στην περίπτωση του «κοσμοπολίτη». Ή του «κοσμίου», όπως αυτοπροσδιοριζόταν ο Σωκράτης, κατά την αφήγηση του Επίκτητου: «Αν όσα λένε οι φιλόσοφοι για τη συγγένεια ανάμεσα στον θεό και τους ανθρώπους αληθεύουν, τι άλλο μένει στους ανθρώπους, πλην εκείνου που έλεγε ο Σωκράτης; Δηλαδή, σε όποιον σε ρωτάει από πού είσαι, να μην του απαντάς πως είσαι Αθηναίος ή Κορίνθιος, αλλά πολίτης του κόσμου [“κόσμιος”]». Κι από κοντά ο Διογένης, ο Κύων: «Ερωτηθείς πόθεν είη, κοσμοπολίτης έφη». Και δεν εννοούσε βέβαια, αυτός ο δάσκαλος της αυτάρκειας αλλά και διά βίου μαθητής της σκληραγωγίας, ότι πολύ θα ήθελε να σουλατσάρει από τόπο σε τόπο κυνηγώντας ηδονές. Η φιλοσοφία του, επικυρωμένη από τη ζωή του, ήταν το εντελώς αντίθετο.
Για να προσγειωθούμε απότομα στο τώρα, πόσο πολίτες του κόσμου αισθανόμαστε εμείς, όσοι (ιδού μια ευλογία που συχνά μεταλλάσσεται σε κατάρα) κυκλοφορούμε στην ίδια μικρότατη, πλην όμορφη και πλούσια φέτα γης με τους εισηγητές του ηθικού και πνευματικού κοσμοπολιτισμού; Κι αν όχι πολίτες του κόσμου όλου, της Ευρώπης έστω, κι ακόμα στενότερα, της Ευρωπαϊκής Ενωσης; Με ποια δικαιώματα συναρτούμε τον όρο και την υπόσταση «Ευρωπαίος», αλλά και με ποιες απαράγραπτες υποχρεώσεις τον θεωρούμε ταυτισμένο; Το ίδιο ερώτημα αφορά φυσικά και τους Ιταλούς, τους Γάλλους, τους Γερμανούς – αλλά και τους Ρώσους. Υποκείμενο ερώτημα: Πόσο γνωρίζουμε οι Ελληνες τους Ισπανούς λ.χ. και πόσο οι Ισπανοί τους Ελληνες, ώστε να ελπίσουμε πως η αλληλογνωριμία θα μπορούσε να υπηρετήσει το μοντέλο «Ευρωπαίος»;
Η αλήθεια είναι ότι μετά τα τέλη του Ιανουαρίου αναζωπυρώθηκε και εδώ και σε άλλες χώρες η συζήτηση για το ποια η Ευρώπη. Μέσα από τις έριδες, τις διαφωνίες και τις προσπάθειες συμβιβασμού, κάποια πράγματα αποσαφηνίστηκαν. Αλλα λειτουργούν παρηγορητικά, άλλα όμως, ίσως τα περισσότερα, αφήνουν πικρή γεύση. Και νομιμοποιούν ώς έναν βαθμό τον ευρωσκεπτικισμό, που δεν είναι μονοφωνικός και μονόχρωμος. Φάνηκε, ας πούμε, ότι τα στερεότυπα στα οποία βασίζεται η αναπαράσταση των αλλοεθνών, προσβλητικά και μειωτικά συνήθως, εμποδίζουν τη βαθύτερη αλληλοκατανόηση.
Μολαταύτα, φάνηκε επίσης πως υπάρχουν ήδη κάποιες ραγισματιές στο τείχος που υψώνουν τα στερεότυπα αυτά. Μπορούμε έτσι να βλέπουμε ένα κομματάκι της πραγματικότητας μέσα από τις τρυπούλες που ανοίχτηκαν. Να βλέπουμε δηλαδή πως οι Γερμανοί δεν είναι όλοι «Γερμανοί», ένα καλούπι όλοι τους, φτιαγμένο από την προκατάληψή μας· το έδειξε άλλωστε αυτό η εναντίωση στη λαϊκίστικη «Μπιλντ», που εκδηλώθηκε αμέσως, και από τα κάτω (με τα τιτιβίσματα «απλών ανθρώπων») και από τα πάνω (με τις αντιδράσεις πολιτικών και δημοσιογράφων). Και, ταυτόχρονα, να βλέπουν και οι Γερμανοί πως οι Ελληνες δεν είναι όλοι «Ελληνες»· δεν ταιριάζουν δηλαδή όλοι τους στο πατρόν που κατασκεύασε η κοπτορραπτική της δικής τους προκατάληψης.
Αυτό είναι σίγουρα παρήγορο, όχι πάντως αρκετό για να πιστέψουμε πως εμφανίστηκε ο Homo Europaeus. Είναι άλλωστε αποκαρδιωτικό το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση νοείται μόνον οικονομικά και πορεύεται μάλλον ζαλισμένη, δίχως έναν αυθεντικά ευρωπαϊκό αέρα· δίχως ένα σχέδιο που να χρειάζεται τους πολιτικούς και τους πολίτες για να υλοποιηθεί και όχι τους γραφειοκράτες και τους τεχνοκράτες που διοικούν τώρα. Αποκαρδιωτικό και το ότι η εκχώρηση τμήματος της εθνικής κυριαρχίας, διά της οποίας θεμελιώνονται οι ολότητες, δεν ισχύει για όλους. Η καταφανής ανισότητα είναι προσβλητική για τους μισούς λαούς της Ενωσης, που δίκαια νιώθουν υποτελείς και ταπεινωμένοι. Μια τόσο σαθρή και άδικη βάση δεν μπορεί βέβαια να βοηθήσει να σχηματιστεί η ταυτότητα του Ευρωπαίου πολίτη ή του κοσμοπολίτη. Ο Διογένης, το δίχως άλλο, θα κλεινόταν απογοητευμένος στο πιθάρι του.
Είχα διαβάσει χρόνια πριν για κάποια μάλλον περιθωριακή προσπάθεια υπεράσπισης της ουσίας (άρα και του ονόματος) της κυνικής φιλοσοφίας, με την εισαγωγή ενός νέου όρου, του «zynisme», που θα προσδιόριζε την ωμή και απρεπή συμπεριφορά. Θα έμενε έτσι καθαρή -στη διεθνή ορολογία- η παλαιά λέξη «cynisme», για να ονοματίζει το φιλοσοφικό σύστημα των αρχαίων Κυνικών, του Αντισθένη, του Διογένη και όσων άλλων σύχναζαν στο γυμναστήριο του Κυνοσάργους. Αυτό ήταν το μόνο όπου μπορούσαν να γυμνάζονται όσα παιδιά δεν είχαν γεννηθεί από γνήσιους Αθηναίους· οι ημίαιμοι. Γι’ αυτό και υπήρχε εκεί ιερό του Ηρακλέους, «επεί κακείνος ουκ ην γνήσιος εν θεοίς, αλλ’ ενείχετο νοθεία διά την μητέρα θνητήν ούσαν», όπως λέει ο Πλούταρχος βιογραφώντας έναν άλλον νόθο, τον Θεμιστοκλή, γιο Αθηναίου και Θρακιώτισσας. Νόθος άλλωστε ήταν και ο ίδιος ο Αντισθένης, σαν γιος Αθηναίου και μιας δούλας, επίσης Θρακιώτισσας (ποιος ξέρει πόσους σπουδαίους αρχαίους θα έπρεπε να αποκηρύξουμε, αν δίναμε βάση στη βλακώδη ιδεοληψία του «καθαρού ελληνικού αίματος»). Οσο για το Κυνόσαργες, παράγεται -για να αντιγράψω από ένα αρχαιολογικό Λεξικό του 1837, του Νικολάου Λωρέντη- «εκ του κύων και αργός ήτοι ταχύς, διότι εν ω ποτέ ο Δίομος επρόσφερε θυσίαν εις τον Ηρακλέα, κύων τις αρπάσας μίαν μερίδα κρέατος εκ των θυμάτων έφυγεν με αυτήν εις τούτο το μέρος».
Το εγχείρημα λοιπόν της αναβάπτισης του όρου «κυνισμός» δεν ευοδώθηκε, αν κρίνω και από το γεγονός ότι πληκτρολογώντας «zynisme» στο Γκουγκλ δεν εμφανίστηκε ούτε ένα εύρημα, έστω σαν ολιγόλεκτο επιτύμβιο μιας έξυπνης ιδέας. Συνεχίζουμε έτσι να πορευόμαστε με τα ονόματα ως είχαν, γνωρίζοντας όμως πια πως η «επίσκεψίς» τους δεν είναι πάντοτε «αρχή σοφίας», όπως πίστευε ο Αντισθένης. Και σίγουρα δεν είναι στην περίπτωση του «κοσμοπολίτη». Ή του «κοσμίου», όπως αυτοπροσδιοριζόταν ο Σωκράτης, κατά την αφήγηση του Επίκτητου: «Αν όσα λένε οι φιλόσοφοι για τη συγγένεια ανάμεσα στον θεό και τους ανθρώπους αληθεύουν, τι άλλο μένει στους ανθρώπους, πλην εκείνου που έλεγε ο Σωκράτης; Δηλαδή, σε όποιον σε ρωτάει από πού είσαι, να μην του απαντάς πως είσαι Αθηναίος ή Κορίνθιος, αλλά πολίτης του κόσμου [“κόσμιος”]». Κι από κοντά ο Διογένης, ο Κύων: «Ερωτηθείς πόθεν είη, κοσμοπολίτης έφη». Και δεν εννοούσε βέβαια, αυτός ο δάσκαλος της αυτάρκειας αλλά και διά βίου μαθητής της σκληραγωγίας, ότι πολύ θα ήθελε να σουλατσάρει από τόπο σε τόπο κυνηγώντας ηδονές. Η φιλοσοφία του, επικυρωμένη από τη ζωή του, ήταν το εντελώς αντίθετο.
Για να προσγειωθούμε απότομα στο τώρα, πόσο πολίτες του κόσμου αισθανόμαστε εμείς, όσοι (ιδού μια ευλογία που συχνά μεταλλάσσεται σε κατάρα) κυκλοφορούμε στην ίδια μικρότατη, πλην όμορφη και πλούσια φέτα γης με τους εισηγητές του ηθικού και πνευματικού κοσμοπολιτισμού; Κι αν όχι πολίτες του κόσμου όλου, της Ευρώπης έστω, κι ακόμα στενότερα, της Ευρωπαϊκής Ενωσης; Με ποια δικαιώματα συναρτούμε τον όρο και την υπόσταση «Ευρωπαίος», αλλά και με ποιες απαράγραπτες υποχρεώσεις τον θεωρούμε ταυτισμένο; Το ίδιο ερώτημα αφορά φυσικά και τους Ιταλούς, τους Γάλλους, τους Γερμανούς – αλλά και τους Ρώσους. Υποκείμενο ερώτημα: Πόσο γνωρίζουμε οι Ελληνες τους Ισπανούς λ.χ. και πόσο οι Ισπανοί τους Ελληνες, ώστε να ελπίσουμε πως η αλληλογνωριμία θα μπορούσε να υπηρετήσει το μοντέλο «Ευρωπαίος»;
Η αλήθεια είναι ότι μετά τα τέλη του Ιανουαρίου αναζωπυρώθηκε και εδώ και σε άλλες χώρες η συζήτηση για το ποια η Ευρώπη. Μέσα από τις έριδες, τις διαφωνίες και τις προσπάθειες συμβιβασμού, κάποια πράγματα αποσαφηνίστηκαν. Αλλα λειτουργούν παρηγορητικά, άλλα όμως, ίσως τα περισσότερα, αφήνουν πικρή γεύση. Και νομιμοποιούν ώς έναν βαθμό τον ευρωσκεπτικισμό, που δεν είναι μονοφωνικός και μονόχρωμος. Φάνηκε, ας πούμε, ότι τα στερεότυπα στα οποία βασίζεται η αναπαράσταση των αλλοεθνών, προσβλητικά και μειωτικά συνήθως, εμποδίζουν τη βαθύτερη αλληλοκατανόηση.
Μολαταύτα, φάνηκε επίσης πως υπάρχουν ήδη κάποιες ραγισματιές στο τείχος που υψώνουν τα στερεότυπα αυτά. Μπορούμε έτσι να βλέπουμε ένα κομματάκι της πραγματικότητας μέσα από τις τρυπούλες που ανοίχτηκαν. Να βλέπουμε δηλαδή πως οι Γερμανοί δεν είναι όλοι «Γερμανοί», ένα καλούπι όλοι τους, φτιαγμένο από την προκατάληψή μας· το έδειξε άλλωστε αυτό η εναντίωση στη λαϊκίστικη «Μπιλντ», που εκδηλώθηκε αμέσως, και από τα κάτω (με τα τιτιβίσματα «απλών ανθρώπων») και από τα πάνω (με τις αντιδράσεις πολιτικών και δημοσιογράφων). Και, ταυτόχρονα, να βλέπουν και οι Γερμανοί πως οι Ελληνες δεν είναι όλοι «Ελληνες»· δεν ταιριάζουν δηλαδή όλοι τους στο πατρόν που κατασκεύασε η κοπτορραπτική της δικής τους προκατάληψης.
Αυτό είναι σίγουρα παρήγορο, όχι πάντως αρκετό για να πιστέψουμε πως εμφανίστηκε ο Homo Europaeus. Είναι άλλωστε αποκαρδιωτικό το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση νοείται μόνον οικονομικά και πορεύεται μάλλον ζαλισμένη, δίχως έναν αυθεντικά ευρωπαϊκό αέρα· δίχως ένα σχέδιο που να χρειάζεται τους πολιτικούς και τους πολίτες για να υλοποιηθεί και όχι τους γραφειοκράτες και τους τεχνοκράτες που διοικούν τώρα. Αποκαρδιωτικό και το ότι η εκχώρηση τμήματος της εθνικής κυριαρχίας, διά της οποίας θεμελιώνονται οι ολότητες, δεν ισχύει για όλους. Η καταφανής ανισότητα είναι προσβλητική για τους μισούς λαούς της Ενωσης, που δίκαια νιώθουν υποτελείς και ταπεινωμένοι. Μια τόσο σαθρή και άδικη βάση δεν μπορεί βέβαια να βοηθήσει να σχηματιστεί η ταυτότητα του Ευρωπαίου πολίτη ή του κοσμοπολίτη. Ο Διογένης, το δίχως άλλο, θα κλεινόταν απογοητευμένος στο πιθάρι του.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου