1. «200 εταιρείες συγκεντρώνουν το 68% των εξαγωγών»
«Συνεχώς διευρύνεται ο αριθμός των επιχειρήσεων που στρέφονται από τις εξαγωγές στις εισαγωγές προκειμένου να αυξήσουν το περιθώριο κέρδους. Ήδη, οι τέσσερις στις πέντε «εξωστρεφείς» εταιρείες έχουν περιορίσει το μερίδιο των εξαγωγών στον συνολικό τους τζίρο σε επίπεδα αρκετά κάτω του 50%. Γιατί συμβαίνει αυτό; Από τους ισολογισμούς προκύπτει ότι στην Ελλάδα σε πολλούς τομείς, τα περιθώρια κέρδους του εμπορίου είναι πολύ υψηλότερα από αυτά της βιομηχανίας.
Έτσι, οι εταιρείες είτε διακόπτουν την παραγωγική δραστηριότητα και το ρίχνουν στο εμπόριο είτε μεταφέρουν την παραγωγική διαδικασία εκτός των ελληνικών συνόρων προκειμένου να συγκρατήσουν το κόστος. Αυτές οι δύο κινήσεις εξηγούν και το γιατί διευρύνεται συνεχώς το εμπορικό έλλειμμα στην Ελλάδα (σ.σ.: στο τέλος του 2003 ξεπέρασε τα 22,6 δισ. ευρώ): εισάγουμε τα πάντα και εξάγουμε μόλις 180 προϊόντα εκ των οποίων ελάχιστα διατηρούν την ανταγωνιστικότητά τους.
[…]
Οι χιλιάδες μικρομεσαίοι που έχουν «πάρε-δώσε» με το εξωτερικό αδυνατούν -λόγω έλλειψης πόρων- είτε να βελτιώσουν την ποιότητα του προϊόντος τους είτε να ρίξουν την τιμή του, με αποτέλεσμα να χάνουν συνεχώς έδαφος στον διεθνή στίβο. Από τις 4.500 εξαγωγικές εταιρείες που εμφανίζονται στα μητρώα της ICAP, οι 3.500 -δηλαδή περίπου οι 8 στις 10- παρουσιάζουν έσοδα κάτω των δύο εκατομμυρίων ευρώ από πωλήσεις αγαθών εκτός συνόρων. Μάλιστα στην πλειονότητα τους (σε αναλογία άνω του 80%) οι μικρομεσαίοι εξαγωγείς λειτουργούν με μονοψήφια ποσοστά κέρδους ή ακόμη και με ζημιές.
[…]
Ο κλάδος των τροφίμων – ο μεγαλύτερος εξαγωγέας της χώρας καθώς συγκεντρώνει μερίδιο 10,5% επί των συνολικών εξαγωγών – είχε να αντιμετωπίσει το σκληρό ευρώ. Η διολίσθηση των περισσότερων άλλων νομισμάτων έναντι του ευρώ, μείωσε τα έξοδα για τους εισαγωγείς τροφίμων καθώς τα προϊόντα τους παράγονταν σε ευρώ και πωλούνταν στα νομίσματα των χωρών εισαγωγής τους. Η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία κατέγραψε σημαντικές ανατιμήσεις στα προς εξαγωγή προϊόντα τροφίμων καθώς οι εταιρείες προσπάθησαν να αναπληρώσουν το χαμένο έδαφος αυξάνοντας τις τιμές. Το αποτέλεσμα ήταν να μειωθεί ακόμα περισσότερο η ανταγωνιστικότητα»
Ελευθεροτυπία, 25/7/2004:
Link: http://pastebin.com/Zpb3tUwL
2. «Με το ένα χέρι μάς δίνουν κονδύλια και με το άλλο μάς τα παίρνουν πίσω»
«Η Ε.Ε. έφερε στην Ελλάδα νομισματική σταθερότητα και ονομαστική σύγκλιση. Δεν κατάφερε όμως να φέρει και την πραγματική σύγκλιση μισθών και εισοδημάτων, καθώς η χαμηλή ανταγωνιστικότητα έδιωξε την παραγωγή, έφερε εισαγωγές και άφησε πίσω της υψηλή ανεργία και προβλήματα. Τελευταία φορά η δραχμή υποτιμήθηκε το Μάρτιο του 1998 κατά 14%. Τόσο υπολογίσθηκε τότε ότι έπρεπε να περιοριστεί η αξία του νομίσματός μας για να γίνουν τα ελληνικά προϊόντα και οι υπηρεσίες πιο «φθηνές» και να είναι έτσι ανταγωνιστικές με τις ευρωπαϊκές. Από τότε συνδέθηκε οριστικά η ισοτιμία της δραχμής με το ευρώ. Ωστόσο, από το 2001 έως το 2009 χάσαμε το 26,6% της ανταγωνιστικότητας μας έναντι των ξένων αγορών (εκτιμήσεις της ΤτΕ). Οι εξαγωγές της Ελλάδας έφταναν τότε στο 22,9% του ΑΕΠ και σήμερα έχουν περιοριστεί στο 18,8%. Η χώρα εισάγει προϊόντα στο ύψος του 28,5% του ΑΕΠ (στοιχεία Κομισιόν). Εντός της Ε.Ε. η Ελλάδα εξάγει προϊόντα αξίας ίσης με το 3,7% του ΑΕΠ (έναντι 23,3% που είναι η επίδοση της Γερμανίας). Το 1980 η Ελλάδα έστελνε στις αγορές της Δυτικής Ευρώπης προϊόντα στο ύψος του 4,7% του ΑΕΠ της και η Γερμανία στο ύψος του 13,7%. Εμείς συνεχίζουμε να στέλνουμε έξω λίγα και συνήθως «φθηνά» προϊόντα, μη τυποποιημένα, χάνοντας ακόμη και την εγχώρια αγορά των οπωροκηπευτικών, τα οποία έρχονται σε πιο ανταγωνιστικές τιμές από «έξω». Αντίθετα, οι εισαγωγές από κράτη της Ε.Ε. θέριεψαν, φτάνοντας το 2009 στο 11,6% του ΑΕΠ. Βασικός προμηθευτής, σύμφωνα με στοιχεία των εμπορικών ακολούθων, είναι η Γερμανία, έπεται η Ιταλία και άλλα κράτη της Δυτικής Ευρώπης, ενώ στην πρώτη πεντάδα περιλαμβάνεται και η Γαλλία. Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (ροές προϊόντων, υπηρεσιών και κεφαλαίων) έφτασε το 2009 στο 13,1% του ΑΕΠ, όταν το 1980 είχαμε πλεόνασμα 1,9% του ΑΕΠ.
[…]
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αδυναμίας να προωθηθεί με επιτυχία ένα ανταγωνιστικό ελληνικό προϊόν είναι η ιστορία του ελαιόλαδου. Η Ελλάδα είναι η τρίτη παραγωγός χώρα ελαιολάδου παγκοσμίως, το λάδι μας έχει την καλύτερη ποιότητα διεθνώς, αλλά καλύπτει μόλις το 3% της «πίτας» των ανεπτυγμένων αγορών της Δύσης, αφού συνεχίζεται η πώληση «χύμα» λαδιού σε ιταλικές εταιρείες, οι οποίες στη συνέχεια το συσκευάζουν και το εμπορεύονται για λογαριασμό τους κερδίζοντας πολύ περισσότερα.
[…]
Τεράστιο πρόβλημα ανταγωνιστικότητας στην ελληνική βιομηχανία αλλά και τη γεωργία κατέγραφε προ τετραετίας και το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Μελετών (ΚΕΠΕ) του υπουργείου Περιφερειακής Ανάπτυξης. Ζητούσε την άμεση ανάληψη δράσης, καθώς η κατάσταση γινόταν ασφυκτική. Υπολόγιζε ότι μόνο 26 από τα 260 προϊόντα που παράγει η Ελλάδα είναι ανταγωνιστικά στις ξένες αγορές, έστω και των αναπτυσσόμενων κρατών της Ανατολικής Ευρώπης. Εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ελάχιστα προϊόντα έχουν κάποια τύχη, τα έλαια, ο καπνός, τα ποτά»
Ελευθεροτυπία, 17/10/2010:
Link: http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=214251
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου