ENA ΕΠΙΚΑΙΡΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΑΣΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ
Ο Μπέρτολτ Μρέχτ γεννήθηκε το 1898 στο Άουγκσμπουργκ της Βαυαρίας και πέθανε πριν 58 χρόνια στις 14/8/1956
στο Ανατολικό Βερολίνο. Αρχίζει να γράφει ποιήματα και θεατρικά. Η
πρώτη συλλογή ποιημάτων του ήταν το "Εγκόλπιο ευσέβειας" (Hauspostille).
Κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης,
συνάντησε και δούλεψε με το συνθέτη Χανς Έισλερ και ανέπτυξαν φιλία
ζωής. Γνώρισε και την Χέλενε Βάιγγελ, τη δεύτερη γυναίκα του που τον
συνόδεψε αργότερα στην εξορία μέχρι το τέλος της ζωής του.
Το 1922 παντρεύτηκε την τραγουδίστρια της όπερας Μαριάν Ζόφ.Η
κόρη τους Ανν Χιόμπ γεννήθηκε ένα χρόνο μετά. Το 1923 προσλήφθηκε
βοηθός σκηνοθέτη στο Γερμανικό Θέατρο του Βερολίνου υπό τη διεύθυνση του
Μαξ Ράινχαρτ. Άρχισε να φοιτά στη Μαρξιστική Εργατική Σχολή και μελέτησε διαλεκτικό υλισμό. Το 1930 παντρεύτηκε την Χέλενε Βάιγγελ που του είχε χαρίσει ήδη ένα γιο. Στη συνέχεια απέκτησαν και μια κόρη.
Η προσαρμογή της Όπερας των ζητιάνων
του Τζον Γκέι με το όνομα Η Όπερα της Πεντάρας (Die Dreigroschenoper,
1928) σε στίχους του Μπέρτολτ Μπρεχτ και μουσική Κουρτ Βάιλ προκάλεσε αίσθηση στο Βερολίνο και ο αντίκτυπος του επηρέασε την παγκόσμια σκηνή Μιούζικαλ. Στην όπερα αυτή, ο Μπρεχτ στηλίτευε την καθώς πρέπει βερολινέζικη αστική τάξη που πρόσαπτε στο προλεταριάτο έλλειψη ηθικής.
Το 1933, με την άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία,
ο Μπρεχτ αυτοεξορίστηκε μέχρι το έτος 1948. Έζησε πρώτα στη Δανία και
τη Φινλανδία και μετά στις ΗΠΑ καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου. Στη
Μόσχα εξέδωσε σε συνεργασία με άλλους Γερμανούς συγγραφείς το περιοδικό
«Η Λέξη» (Das Wort). Στην Αμερική, όπου έζησε το κύριο μέρος της ζωής
του, δέχθηκε έντονες διώξεις από το Μακαρθικό καθεστώς.
Μετά το τέλος του πολέμου
εγκαταστάθηκε στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας και μαζί με την Χέλενε
Βάιγκελ (Ηelene Weigel) ίδρυσαν (1949) το Μπερλίνερ Ανσάμπλ (Berliner
Ensemble). Το 1950 εκλέχτηκε μέλος της Ακαδημίας Τεχνών. Τιμήθηκε με το
Εθνικό Βραβείο της ΛΓΔ το 1951 και με το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη το
1954.
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
Τα έργα του χαρακτηρίζονταν αρχικά από πνεύμα καταδίκης του πολέμου και του μιλιταρισμού, ενώ στη συνέχεια παρατηρείται μια αποφασιστική στροφή στη σκέψη και τη ζωή του, που εμπνέεται από τη μαρξιστική φιλοσοφία. Σημαντική ώθηση στη σχέση του με την εργατική τάξη και το κίνημά της έδωσε η μαζική εξαθλίωση που προκάλεσε η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1920 και η νέα ορμητική ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στη Γερμανία.
Ο Μπρεχτ
άρχισε την καριέρα του ως δραματουργός με μια σειρά πειραματισμούς,
επηρεασμένος από τις εξπρεσιονιστικές τεχνικές, όπως στο έργο του "Βάαλ"
(Baal, 1918). Με το αντιπολεμικό έργο του "Ταμπούρλα μες τη Νύχτα" (1922)
κερδίζει το Βραβείο Κλάιστ (Kleist Prize). Ήταν θαυμαστής του Φρανκ
Βέντεκιντ (Frank Wedekind, 1864 - 1918) κι επηρεάστηκε σημαντικά από το
κινεζικό και το ρωσικό θέατρο. Το "διδακτικό" και "ανθρωπιστικό" θέατρο
που για χρόνια υπηρέτησε ο Μπρεχτ απηχεί τη μαρξιστική ιδεολογία του.
Ήταν τότε που έγραψε και το λιμπρέτο της όπερας (με μουσική του Κουρτ
Βάιλ) " Η 'Ανοδος και η Πτώση της πόλης Μαχάγκονυ" (1930).
Ανάμεσα στα έτη 1937 και 1945,
ο Μπρεχτ έγραψε τα σπουδαιότερα έργα του: "Η Ζωή του Γαλιλαίου"
(1937-39), "Μάνα Κουράγιο και τα Παιδιά της" (1936-39), "Ο καλός
άνθρωπος του Σετσουάν" (1935-41), "Ο Κύριος Πούντιλα και ο Υπηρέτης του
Μάττι" (1940), "Η 'Ανοδος του Αρτούρου Ούι" (1941), "Τα Οράματα της
Σιμόνης Μασάρ" (1940-43), "Ο Σβέικ στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο"
(1942-43) και "Ο Καυκασιανός Κύκλος με την Κιμωλία" (1943-45). Το 1944
γράφει το έργο "Η ιδιωτική ζωή της κυρίαρχης φυλής", μια άτεγκτη κριτική
της ζωής στη Γερμανία υπό το καθεστώς του Εθνικοσοσιαλισμού.
Η παγκοσμιότητα του έργου του αναγνωρίστηκε ευρέως μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο.
Τα έργα του κλείνουν μέσα τους μια διάρκεια, καθώς αναδεικνύουν την
ανθρώπινη υπόσταση. Έτσι, όχι μόνο δεν καταλύθηκαν από το χρόνο, αλλά
τώρα προβάλλονται και τιμώνται περισσότερο παρά ποτέ.
Μετά την επιστροφή του στη Γερμανία το 1949, ο Μπρεχτ αφιερώνεται στην ποίηση και τη σκηνοθεσία
των έργων του. Έγραψε εκατοντάδες ποιήματα που αντανακλούν τη σταδιακή
μεταστροφή του προς τη μαρξιστική-λενινιστική φιλοσοφία. Τα πιο γνωστά
από αυτά είναι: Άκουσα πως τίποτα δε θέλετε να μάθετε, Εγκώμιο στη
μάθηση, Γερμανικό εγχειρίδιο πολέμου, Αυτό θέλω να τους πω, Να
καταπολεμάτε το πρωτόγονο, Ποτέ δε σε είχα αγαπήσει τόσο πολύ, Απώλεια
ενός πολύτιμου ανθρώπου, Εγκώμιο στον Κομμουνισμό, Εγκώμιο στη
Διαλεκτική.
Στη
συνέχεια η Iskra παραθέτει ένα επίκαιρο απόσπασμα από το έργο του Μπ.
Μπρέχτ , "Για την τέχνη και την πολιτική" (εκδ. Σύγχρονη Εποχή) για τον
φασισμό και την ελευθερία του λόγου.
ΕΝΑ ΕΠΙΚΑΙΡΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΑΣΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ
ΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΧΩΡΕΣ δεν μπορούν πια να ευοδωθούν χωρίς τη χρήση ωμής βίας.
Μερικοί πιστεύουν ακόμα ότι μπορούν να ενεργούν έτσι συνέχεια, αλλά μια
ματιά στα βιβλία των λογαριασμών τους θα τους πείσει, αργά ή γρήγορα,
για το αντίθετο. Είναι μονάχα ζήτημα χρόνου.
ΜΙΑ
ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΦΑΣΙΣΜΟ ΔΕ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΧΕΙ ΙΧΝΟΣ ΕΙΛΙΚΡΙΝΕΙΑΣ,
όταν μένουν ανέπαφες οι κοινωνικές καταστάσεις που τον παράγουν σαν
φυσική αναγκαιότητα. Όποιος δε θέλει να εγκαταλείψει την
ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, όχι μονάχα δε θ’ απαλλαγεί από
το φασισμό, αλλά θα τον χρειάζεται.
ΦΥΣΙΚΑ,
ΞΕΡΩ ΟΤΙ ΜΕΡΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ, όπως ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής,
δεν ακούγονται ωραία, είναι ελάχιστα ρομαντικές και καθόλου ποιητικές. Αλλά
κανένας μας δε σκέπτεται να τις χρησιμοποιεί για την ομορφιά τους.
Είναι μόνο απαραίτητες. Δηλαδή, χρειάζεται να πούμε αυτό που λένε αυτές
οι λέξεις. Κι όταν βρεθεί κανείς μπροστά στο δίλημμα, αν πρέπει να
χρησιμοποιεί τόσο άσχημες, ξερές και δογματικές λέξεις και να μιλάει
για πράγματα τόσο μηδαμινά, όπως η εξασφάλιση των απαραίτητων μέσων
συντήρησης και η δυνατότητα να τρώει κανείς μέχρι να χορτάσει ή αν
πρέπει ν’ αφήσει το φασισμό να νικήσει, θα πρέπει να κηρυχτεί υπέρ
αυτών των λέξεων.
ΑΛΛΑ
ΓΙΑ ΝΑ ΜΠΕΙ Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΥ, πρέπει να
απαλλαγεί από όλους τους δισταγμούς του και να πετάξει μια-μια στη
θάλασσα όλες τις δικές του έννοιες για ελευθερία, δικαιοσύνη,
προσωπικότητα του ατόμου, ακόμα και συναγωνισμό. Έτσι, μια
άλλοτε μεγάλη και επαναστατική ιδεολογία εμφανίζεται τώρα στον τελικό
της αγώνα με την πιο ταπεινή μορφή κοινής απάτης, με τον πιο αναιδή
τρόπο εξαγοράς συνειδήσεων, με την πιο κτηνώδη θρασυδειλία, ακριβώς με
φασιστική μορφή. Και ο αστός δεν εγκαταλείπει το πεδίο της μάχης προτού
πάρει την πιο βορβορώδη όψη του.
ΓΙΑΤΙ
ΕΙΝΑΙ ΤΡΟΜΕΡΟ ΝΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΠΩΘΕΙ ΠΡΩΤΑ ΣΤΟΝ ΕΡΓΑΤΗ ΤΗΣ ΠΕΝΝΑΣ ότι η
απαγόρευση δεκατεσσάρων κομμουνιστικών εφημερίδων θα ‘πρεπε να τον
σπρώξει σε οργισμένη φωνή διαμαρτυρίας; Είναι τρομερό γιατί
εδώ, όπου κλείστηκε το εργαστήρι της αλήθειας και της προόδου, εκείνος
ποτέ δεν έκανε την εμφάνισή του. Και είναι επίσης τρομερό γιατί, όταν
απαγορεύτηκε η αλήθεια, δεν απαγορεύτηκε τίποτα απ’ όσα εκείνος είχε
τυχόν πει ή επρόκειτο να πει. Η απαγόρευση της αλήθειας δεν τον αφορά.
Εκείνος δεν έχει καμιά σχέση με την αλήθεια. Αυτός γράφει πράγματα
χωρίς καμιά αξία, επομένως δε θα του απαγορευτεί να γράφει ό,τι γράφει.
Τι να κάνει ο εργάτης της πέννας; Η αστυνομία απαγορεύει την αλήθεια
και οι εφημερίδες πληρώνουν καλά το ψέμα!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου