Ενα εξαιρετικά επίκαιρο κείμενο του Β.Ι.Λένιν (Άπαντα, τ. 49, σελ. 324-334)
σε μια ιστορική στιγμή που η εθνική ανεξαρτησία της χώρας μας υφίσταται
νέα, ισχυρά πλήγματα από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις σε συνεργασία με
την εγχώρια άρχουσα τάξη:
«ΠΡΟΣ ΤΗΝ I. φ. ΑΡΜΑΝΤ
Αγαπητή φίλη! Σχετικά με την «υπεράσπιση της πατρίδας» δεν ξέρω αν υπάρχουν ανάμεσά μας διαφωνίες ή όχι. Βρίσκετε ότι υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στο άρθρο μου πού δημοσιεύτηκε στη συλλογή «Στη μνήμη του Μαρξ»[1] και στις τωρινές μου δηλώσεις, χωρίς να παραθέτετε ακριβή αποσπάσματα ούτε από το άρθρο, ούτε από τις δηλώσεις. Μου είναι αδύνατο να απαντήσω στην παρατήρηση αυτή. Δεν έχω τη συλλογή «Στη μνήμη του Μαρξ». Φυσικά, δεν μπορώ να θυμηθώ κατά λέξη όσα έγραφα εκεί. Δεν είμαι σε θέση να απαντήσω σ’ ένα τέτιο επιχείρημα δικό Σας, χωρίς να έχω ακριβή αποσπάσματα, τοτινά και τωρινά.
Και, μιλώντας γενικά, μου φαίνεται ότι κρίνετε τα πράγματα λίγο μονόπλευρα και φορμαλιστικά. Πήρατε ένα απόσπασμα από το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» (οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα) και σαν να θέλετε να το χρησιμοποιήσετε χωρίς επιφυλάξεις, φτάνοντας ως την άρνηση των εθνικών πολέμων.
Όλο το πνεύμα του μαρξισμού, όλο το σύστημα του απαιτεί να εξετάζουμε την κάθε θέση μόνο α) ιστορικά β) μόνο σε σύνδεση με άλλες θέσεις γ) μόνο σε σύνδεση με τη συγκεκριμένη πείρα της Ιστορίας.
Η πατρίδα είναι έννοια ιστορική. Άλλο πράγμα είναι η πατρίδα την εποχή ή πιο συγκεκριμένα: τη στιγμή που γίνεται πάλη για την ανατροπή της εθνικής καταπίεσης. Και άλλο πράγμα τη στιγμή που τα εθνικά κινήματα έχουν μείνει αρκετά πίσω. Δεν μπορεί να εφαρμοστεί κατά τον ίδιο τρόπο και για τούς «3 τύπους χωρών» (§ 6 των θέσεων μας για την αυτοδιάθεση)[2] και σε όλες τις συνθήκες ή θέση για την πατρίδα και την υπεράσπιση της.
Στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» λέγεται ότι οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα.
Σωστά. Όμως εκεί δεν λέγεται μόνο αυτό. Εκεί λέγεται ακόμη ότι με τη διαμόρφωση των εθνικών κρατών ό ρόλος του προλεταριάτου γίνεται κάπως ιδιόμορφος. Αν πάρουμε την πρώτη θέση (οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα) και ξεχάσουμε τη σύνδεσή της με το δεύτερο (οι εργάτες διαμορφώνονται σαν τάξη εθνικά, όχι όμως με την ίδια έννοια πού διαμορφώνεται ή αστική τάξη), θα κάνουμε πολύ μεγάλο λάθος.
Πού βρίσκεται ή σύνδεση αυτή; Κατά τη γνώμη μου, ακριβώς στο γεγονός ότι, όταν έχουμε δημοκρατικό κίνημα (σε μια τέτοια στιγμή, σε μια τέτοια συγκεκριμένη κατάσταση), το προλεταριάτο δεν μπορεί να μην το υποστηρίξει (συνεπώς δεν μπορεί να μην υπερασπίσει και την πατρίδα σε ένα εθνικό πόλεμο).
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς είπαν στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» ότι οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα. Ο ίδιος όμως ο Μαρξ επανειλημμένα καλούσε να πάρουν μέρος σε εθνικό πόλεμο: ο Μαρξ το 1848, ο Ένγκελς το1859 (το τέλος της μπροσούρας του «Πο και Ρήνος», όπου διαγείρεται ανοιχτά το εθνικό αίσθημα των γερμανών, τους καλούν ανοιχτά σε εθνικό πόλεμο). Το1891 οΈνγκελς, λόγω της απειλής και του επερχόμενου τότε πολέμου της Γαλλίας (Μπουλανζέ) + του Αλέξανδρου του Γ’ ενάντια στη Γερμανία, αναγνώριζε ανοιχτά την «υπεράσπιση της πατρίδας» .
Μήπως ο Μαρξ καιο Ένγκελς μπέρδευαν και έλεγαν άλλα σήμερα και άλλα αύριο; Όχι. Κατά τη γνώμη μου, η αναγνώριση της «υπεράσπισης της πατρίδας» στον εθνικό πόλεμο ανταποκρίνεται απόλυτα στο μαρξισμό. Το 1891 oι γερμανοί σοσιαλδημοκράτες πραγματικά θα έπρεπε να υπερασπίσουν την πατρίδα τους στον πόλεμο ενάντια στον Μπουλανζέ και τον Αλέξανδρο τον Γ’. Αυτό θα ήταν μια ιδιόμορφη παραλλαγή εθνικού πολέμου.
Ανάμεσα στ’ άλλα: λέγοντας αυτό, επαναλαμβάνω εκείνο πού ειπώθηκε στο άρθρο ενάντια στον Γιούρι [3]. Εσείς δεν ξέρω γιατί σωπαίνετε σχετικά μ’ αυτό. Μου φαίνεται ότι για το ζήτημα που ανακινήθηκε εδώ, σ’ αυτό ακριβώς το άρθρο υπάρχουν μια σειρά θέσεις πού ξεκαθαρίζουν ως το τέλος (ή σχεδόν ως το τέλος) τη δική μου αντίληψη περί μαρξισμού.
Για τον Ράντεκ — για τα «μαλώματα» (;;;!!!) με τον Ράντεκ. Την άνοιξη είχα ήδη μια συζήτηση με τον Γκριγκόρι που δεν είχε καταλάβει καθόλου την πολιτική κατάσταση εκείνης της στιγμής και με κατηγορούσε ότι ξέκοψα από την Αριστερά του Τσίμμερβαλντ. Αυτό είναι ανοησία. Η σύνδεση με την Αριστερά του Τσίμμερβαλντ είναι επίσης πράγμα συμβατικό. Πρώτο, ο Ράντεκ δεν =Αριστερά του Τσίμμερβαλντ. Δεύτερο, δεν υπήρξε γενικά «ξέκομμα» από τον Ράντεκ, παρά μόνο σε μια ορισμένη σφαίρα. Τρίτο, η σύνδεση με τον Ράντεκ είναι ανόητο να την καταλαβαίνει κανείς έτσι, που να μας δένει τα χέρια στον τομέα της απαραίτητης θεωρητικής και πρακτικής πάλης.
Ad 1 (σχετικά με το 1-ο σημείο). Ποτέ και σε καμιά περίπτωση δεν έκανα ούτε μια ενέργεια, ούτε ίχνος ενέργειας, όχι μόνο για ξέκομμα, αλλά ούτε και για εξασθένιση της σύνδεσης με την «Αριστερά του Τσίμμερβαλντ». Κανένας δεν με επέκρινε και δεν θα με επικρίνει γι’ αυτό. Ούτε με τον Μπόρχαντ, ούτε με τούς σουηδούς, ούτε με τον Knief κτλ. κτλ.
(Ο Ράντεκ πολύ πρόστυχα μας έδιωξε από τη Συντακτική επιτροπή του «Vorbote». Ο Ράντεκ στην πολιτική φέρεται σαν μικρέμπορος τύπου Τίσκα, αναιδής, αυθάδης, ανόητος. Ο Γκριγκόρι μου έγραφε την άνοιξη του 1916, όταν βρισκόμουν ήδη στη Ζυρίχη, ότι αυτός δεν έχει καμιά «συλλογική δουλιά» με τον Ράντεκ. Ο Ράντεκ απομακρύνθηκε — αυτό είναι το γεγονός. Αποτραβήχτηκε εξαιτίας του «Vorbote» και από μένα και από τον Γκριγκόρι. Η Αριστερά του Τσίμμερβαλντ δενέπαψε να είναι Αριστερά λόγω της αναίδειας και της μικρεμπορικής προστυχιάς ενός προσώπου, και δεν κάνει να την μπερδεύετε εδώ, δεν είναι λογικό, δεν είναι σωστό.
Η «GazetaRobotnicza», το φύλλο τού Φλεβάρη 1916, αποτελεί ένα πρότυπο τέτοιου φοβερά λακεδίστικου «παιχνιδιού» τύπου Τίσκα (ό Ράντεκ βαδίζει στα ίχνη του), θεωρώ βλάκα ή παλιάνθρωπο εκείνον που συγχωρεί τέτοια πράγματα στην πολιτική. Εγώ ποτέ δεν θα τα συγχωρήσω. Γι’ αυτά δίνουν γροθιές στη μούρη ή γυρνούν τις πλάτες.
Εγώ, φυσικά, έκανα το δεύτερο. Και δεν μετανιώνω. Δεν χάσαμε ούτε για μια στιγμή τη σύνδεση μας με τούς γερμανούς αριστερούς. Όταν έμπαινε καθήκον να πάμε πραγματικά μαζί με τον Ράντεκ (συνέδριο της Ζυρίχης 4-5. XI. 1916), εμείς πήγαμε μαζί. Όλες οι ανόητες φράσεις του Γκριγκόρι για ξέκομμα δικό μου από την Αριστερά του Τσίμμερβαλντ αποδείχτηκαν ότι ήταν ανοησίες, όπως ήταν πάντοτε.)
Ad 2 — «σφαίρα» της διακοπής με τον Ράντεκ ήταν (α) οι ρωσικές και οι πολωνικές υποθέσεις. Η απόφαση της Επιτροπής των οργανώσεων εξωτερικού το επιβεβαίωσε, (β) Η ιστορία με τον Γιούρι και Σια. Ο Ράντεκ και σήμερα γράφει πολύ αυθάδη γράμματα (μπορώ να Σας τα στείλω, αν τα θέλετε) σε μένα (και στον Γκριγκόρι) πάνω στο θέμα, ότι «εμείς», λέει, (αυτός + Μπουχάριν + Γιούρι και Σία) «βλέπουμε» μ’ αυτόν τον τρόπο!! Έτσι μπορεί να γράφει μόνο ένας βλάκας και παλιάνθρωπος, που θέλει «να σκαρώσει μηχανορραφίες», τρυπώνοντας στη χαραμάδα των διαφωνιών που υπάρχουν ανάμεσα σε μας και στον Γιούρι και Σία. Αν ο Ράντεκ δεν καταλάβαινε τι έκανε, τότε είναι βλάκας. Αν καταλάβαινε, τότε είναι παλιάνθρωπος.
Το πολιτικό καθήκον του Κόμματος μας ήταν σαφές: εμείς δεν μπορούσαμε να δέσουμε τα χέρια μας, αποδεχόμενοι ισοτιμία στη Συντακτική επιτροπή με τους Ν. I. + Γιούρι + Ε. Μπ. (ο Γκριγκόρι δεν το κατάλαβε αυτό και μ’ έκανε να φτάσω ως το σημείο να στείλω ανοιχτό τελεσίγραφο: δήλωσα ότι θα αποχωρήσω από το «Κομμουνίστ», αν δεν κόψουμε την επαφή μαζί του. Το«Κομμουνίστ» ήταν καλό, ωσότου η τριάδα που αποτελούσε το 1/2 της Συντακτικής επιτροπής δεν είχε ιδιαίτερο πρόγραμμα), θα ήταν ηλιθιότητα και θα χαλούσαμε όλη τη δουλιά, αν δίναμε ισοτιμία στην ομάδα Μπουχάριν + Γιούρι + Ε. Μπ.
Κουκούτσι μυαλό δεν έχει ο Γιούρι, είναι εντελώς γουρουνόπουλο, ούτε και η Ε. Μπ., και αν φτάσουν μέχρι την ομαδική βλακεία μαζί με τον Μπουχάριν, τότε θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τη στάση μας μαζί τους, πιο συγκεκριμένα: να ξεκόψουμε με το «Κομμουνίστ». Κι’ αυτό έγινε. Η πολεμική εξαιτίας της αυτοδιάθεσης μόλις αρχίζει. Εδώ έχουν απόλυτη σύγχυση και σε όλο το ζήτημα της στάσης απέναντι στη δημοκρατία. Στην περίπτωση αυτή να δώσουμε «ισοτιμία» στα γουρουνόπουλα και στους βλάκες — ποτέ! Δεν θελήσατε να διδαχτείτε ειρηνικά και συντροφικά, τώρα βάλτε τα με τον εαυτό σας. (Τους γινόμουν τσιμπούρι, ανοίγοντας επίτηδες συζητήσεις γι’ αυτό στη Βέρνη: γύριζαν τη μύτη άλλου! Τους έγραφα γράμματα δεκάδες σελίδες στη Στοκχόλμη — γύριζαν τη μύτη άλλου! Όμως αφού είναι έτσι, πηγαίνετε στο διάβολο. Έκανα ό,τι μπορούσα για μια ειρηνική λύση. Δεν θέλετε — θα σας σπάσω τη μούρη καιθα σας ρεζιλέψω μπροστά σε όλο τον κόσμο σαν βλάκες. Έτσι και μόνο έτσι πρέπει να ενεργήσουμε.).Τι σχέση έχει εδώ ό Ράντεκ; ίσως να ρωτήσετε.
Γιατί αυτός ήταν το «βαρύ πυροβολικό» της «ομάδας» αυτής, το πυροβολικό πού ήταν κρυμένο παράμερα στους θάμνους. Ο Γιούρι και Σία δεν υπολόγιζαν και άσχημα (η Ε. Μπ. έχει ικανότητες για μηχανορραφίες, αποδείχτηκε ότι δεν έφερνε τον Γιούρι προς το μέρος μας, αλλά συγκροτούσε ομάδα ενάντια μας). Αυτοί υπολόγιζαν: εμείς θα ανοίξουμε πόλεμο, θα πολεμήσει όμως για μας ο Ράντεκ!! Για μας θα πολεμήσει ο Ράντεκ, καιο Λένιν θα έχει τα χέρια δεμένα.
Δεν πρόκειται να γίνει κάτι τέτιο, αγαπητά γουρουνόπουλα! Δεν θα δέσω τα χέρια μου στην πολιτική, θέλετε να πολεμήσετε; Τραβάτε ανοιχτά. Καιο ρόλος του Ράντεκ — να παρακινεί στα κρυφά τα νεαρά γουρουνόπουλα και ο ίδιος να κρύβεται πίσω απότην «Αριστερά του Τσίμμερβαλντ», ξεπερνάει κάθε προστυχιά. Ο πιο κακοήθης… από το βάλτο του Τίσκα δεν θα μπορούσε να κάνει πιο πρόστυχα τον ψιλικατζή, να φερθεί πιο λακεδίστικα και να δολοπλοκεί πίσω από τις πλάτες.
Ad 3 — ειπώθηκε ήδη ξεκάθαρα. Το ζήτημα της σχέσης του ιμπεριαλισμού απέναντι στη δημοκρατία και το πρόγραμμα-μίνιμουμ μπαίνει όλο και πιο πλατιά (βλ. το ολλανδικό πρόγραμμα στο δελτίο, τευχ. 3 ,οι αμερικανοί τουS. L. Ρ. [4] πέταξαν ολόκληρο το πρόγραμμα-μίνιμουμ. Entwaffnungsfrage[5]). Ο Ράντεκ έχει απόλυτη σύγχυση στο κεφάλι (αυτό φάνηκε καθαρά απότις θέσεις του· αυτό το έδειξε ακόμη και το ζήτημα σχετικά με τούς έμεσους και άμεσους φόρους, πού το ανακίνησαν οι θέσεις μου). Ποτέ δεν θα δέσω τα χέρια μου, όταν πρόκειται να εξηγήσω το σπουδαιότατο και θεμελιακό αυτό ζήτημα. Δεν μπορώ. Το ζήτημα πρέπει να ξεκαθαριστεί. Πάνω σ’ αυτό δεκάδες θα «πέσουν» ακόμη (θα σκοντάψουν).
Όποιος καταλαβαίνει τη «σύνδεση» της Αριστεράς του Τσίμμερβαλντ έτσι, ότι δηλαδή θα δέσουμε τα χέρια μας στη θεωρητική πάλη ενάντια στον «ιμπεριαλιστικό οικονομισμό» (αυτή είναι διεθνής αρρώστια: ολλανδο-αμερικανο-ρωσική κτλ.), αυτός δεν καταλαβαίνει τίποτε. Εγώ δεν πρόκειται να δεχτώ να αποστηθίσω την «Αριστερά του Τσίμμερβαλντ» και να χτυπώ το μέτωπο καταγής, υποκλινόμενος μπροστά στην πλήρη θεωρητική σύγχυση του Ράντεκ.
Συμπεράσματα: ύστερα από το Τσίμμερβαλντ οι ελιγμοί έγιναν δυσκολότεροι. Έπρεπε να πάρουμε ό,τι χρειαζόταν από τον Ράντεκ και την Ε. Μπ. Και Σια, χωρίς να δέσουμε τα χέρια μας. Νομίζω αυτό το πέτυχα. Έπειτα από την αναχώρηση του Μπουχάριν στην Αμερική και το κυριότερο, όταν μας στάλθηκε ύστερα το άρθρο του Γιούρι και αποδέχτηκε (αυτός αποδέχτηκε! ανα- γκάστηκε να αποδεχτεί) την απάντηση μου — η υπόθεση τους, σαν ομάδα, τελείωσε. (Και ό Γκριγκόρι ήθελε να διαιωνίσει την ομάδα αυτή, δίνοντας της ισοτιμία: θα της δίναμε εμείς ισοτιμία!!)
Χωρίσαμε με τον Ράντεκ πάνω στο ρωσο-πολωνικό στίβο και δεν τον καλέσαμε στη Συλλογή μας[6]. Έτσι έπρεπε να γίνει.
Κι’ αυτός δεν μπορεί τώρα να κάνει τίποτε πού να βλάπτει τη δουλιά. Στο συνέδριο της Ζυρίχης (5. XI. 1916) αναγκάστηκε να πάει μαζί μου, όπως και τώρα, ενάντια στον Γκρίμμ.
Τι θα πει αυτό; Αυτό θα πει ότι μπόρεσα να ξεχωρίσω[7] τα ζητήματα: η διεθνής πίεση πάνω στους καουτσκιστές δεν μειώθηκε ούτε κατά ένα γιώτα (ο Γκρίμμ compris[8]) και ταυτόχρονα δεν υποτάχθηκα στην «ισοτιμία», ακολουθώντας τη βλακεία του Ράντεκ.
Νομίζω ότι τώρα κερδίσαμε την υπόθεση στρατηγικά. Μπορεί ο Γιούρι + Σια + Ράντεκ + Σια να βρίζουν. Allez-y, mesamis![9]Τώρα odium[10] θα πέσει σε σας και όχι σε μας. Όμως τώρα δεν πρόκειται να κάνετε ζημιά στην υπόθεση και ο δρόμος μας είναι ξεκαθαρισμένος. Ξεμπλέξαμε από τη βρώμικη (απ’ όλες τις απόψεις) σύγχυση με τον Γιούρι και τον Ράντεκ, χωρίς να αδυνατίσουμε την «Αριστερά του Τσίμμερβαλντ» ούτε κατά ένα γιώτα και έχουμε τις προϋποθέσεις να παλέψουμε ενάντια στις ανοησίες στο ζήτημα της στάσης απέναντι στη δημοκρατία.
Voilà[11]. Ζητώ συγνώμη για το τόσο εκτενές γράμμα και για την αφθονία των απότομων λέξεων· δεν μπορώ να γράψω διαφορετικά, όταν μιλώ ανοιχτά. Μα αυτά όλα είναι entrenous[12] και μπορεί να ειπωθεί και καμιά παραπανίσια βρισιά.
Σας στέλνω τούς καλύτερους χαιρετισμούς! Δικός Σας Λένιν
Γενικά και ο Ράντεκ και ο Πάννεκουκ δεν βάζουν σωστά το ζήτημα της πάλης ενάντια στον καουτσκισμό. Αυτό ΝΒ!!
Γράφτηκε στις 30 του Νοέμβρη 1916»
[1]«Μαρξισμός και αναθεωρητισμός» (Άπαντα, 5η εκδ., τόμ. 17ος, σελ 16-26). Η Συντ.
[2]«Ή σοσιαλιστική επανάσταση και το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών» (Άπαντα, 5η έκδ., τόμ. 27ος, σελ. 264-265).
[3]Βλ. «Σχετικά με τη γελοιογραφία του μαρξισμό» και τον «ιμπεριαλιστικό οικονομισμό»» (Άπαντα, 5η έκδ., τόμ. 30ός, σελ. 77-130). Η Συντ
[4]SocialistLabourParty— Σοσιαλιστικό Εργατικό κόμμα. Η Συντ.
[5]Το ζήτημα του αφοπλισμού. Η Συντ
[6]Πρόκειται γιατη «Σμπόρνικ «Σοτσιάλ-Ντεμοκράτα»». Η Συντ.
[7]Αυτό ήταν πολύ δύσκολο!!
[8]- συμπεριλαμβάνεται. Η Συντ.
[9]- Ενεργείτε έτσι, φίλοι μου. Η Συντ.
[10]- ευθύνη. Η Συντ.
[11]- Ιδού. Η Συντ.
[12]- μεταξύ μας.Η Συντ.
Εργατικός Αγώνας
«ΠΡΟΣ ΤΗΝ I. φ. ΑΡΜΑΝΤ
Αγαπητή φίλη! Σχετικά με την «υπεράσπιση της πατρίδας» δεν ξέρω αν υπάρχουν ανάμεσά μας διαφωνίες ή όχι. Βρίσκετε ότι υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στο άρθρο μου πού δημοσιεύτηκε στη συλλογή «Στη μνήμη του Μαρξ»[1] και στις τωρινές μου δηλώσεις, χωρίς να παραθέτετε ακριβή αποσπάσματα ούτε από το άρθρο, ούτε από τις δηλώσεις. Μου είναι αδύνατο να απαντήσω στην παρατήρηση αυτή. Δεν έχω τη συλλογή «Στη μνήμη του Μαρξ». Φυσικά, δεν μπορώ να θυμηθώ κατά λέξη όσα έγραφα εκεί. Δεν είμαι σε θέση να απαντήσω σ’ ένα τέτιο επιχείρημα δικό Σας, χωρίς να έχω ακριβή αποσπάσματα, τοτινά και τωρινά.
Και, μιλώντας γενικά, μου φαίνεται ότι κρίνετε τα πράγματα λίγο μονόπλευρα και φορμαλιστικά. Πήρατε ένα απόσπασμα από το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» (οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα) και σαν να θέλετε να το χρησιμοποιήσετε χωρίς επιφυλάξεις, φτάνοντας ως την άρνηση των εθνικών πολέμων.
Όλο το πνεύμα του μαρξισμού, όλο το σύστημα του απαιτεί να εξετάζουμε την κάθε θέση μόνο α) ιστορικά β) μόνο σε σύνδεση με άλλες θέσεις γ) μόνο σε σύνδεση με τη συγκεκριμένη πείρα της Ιστορίας.
Η πατρίδα είναι έννοια ιστορική. Άλλο πράγμα είναι η πατρίδα την εποχή ή πιο συγκεκριμένα: τη στιγμή που γίνεται πάλη για την ανατροπή της εθνικής καταπίεσης. Και άλλο πράγμα τη στιγμή που τα εθνικά κινήματα έχουν μείνει αρκετά πίσω. Δεν μπορεί να εφαρμοστεί κατά τον ίδιο τρόπο και για τούς «3 τύπους χωρών» (§ 6 των θέσεων μας για την αυτοδιάθεση)[2] και σε όλες τις συνθήκες ή θέση για την πατρίδα και την υπεράσπιση της.
Στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» λέγεται ότι οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα.
Σωστά. Όμως εκεί δεν λέγεται μόνο αυτό. Εκεί λέγεται ακόμη ότι με τη διαμόρφωση των εθνικών κρατών ό ρόλος του προλεταριάτου γίνεται κάπως ιδιόμορφος. Αν πάρουμε την πρώτη θέση (οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα) και ξεχάσουμε τη σύνδεσή της με το δεύτερο (οι εργάτες διαμορφώνονται σαν τάξη εθνικά, όχι όμως με την ίδια έννοια πού διαμορφώνεται ή αστική τάξη), θα κάνουμε πολύ μεγάλο λάθος.
Πού βρίσκεται ή σύνδεση αυτή; Κατά τη γνώμη μου, ακριβώς στο γεγονός ότι, όταν έχουμε δημοκρατικό κίνημα (σε μια τέτοια στιγμή, σε μια τέτοια συγκεκριμένη κατάσταση), το προλεταριάτο δεν μπορεί να μην το υποστηρίξει (συνεπώς δεν μπορεί να μην υπερασπίσει και την πατρίδα σε ένα εθνικό πόλεμο).
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς είπαν στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» ότι οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα. Ο ίδιος όμως ο Μαρξ επανειλημμένα καλούσε να πάρουν μέρος σε εθνικό πόλεμο: ο Μαρξ το 1848, ο Ένγκελς το1859 (το τέλος της μπροσούρας του «Πο και Ρήνος», όπου διαγείρεται ανοιχτά το εθνικό αίσθημα των γερμανών, τους καλούν ανοιχτά σε εθνικό πόλεμο). Το1891 οΈνγκελς, λόγω της απειλής και του επερχόμενου τότε πολέμου της Γαλλίας (Μπουλανζέ) + του Αλέξανδρου του Γ’ ενάντια στη Γερμανία, αναγνώριζε ανοιχτά την «υπεράσπιση της πατρίδας» .
Μήπως ο Μαρξ καιο Ένγκελς μπέρδευαν και έλεγαν άλλα σήμερα και άλλα αύριο; Όχι. Κατά τη γνώμη μου, η αναγνώριση της «υπεράσπισης της πατρίδας» στον εθνικό πόλεμο ανταποκρίνεται απόλυτα στο μαρξισμό. Το 1891 oι γερμανοί σοσιαλδημοκράτες πραγματικά θα έπρεπε να υπερασπίσουν την πατρίδα τους στον πόλεμο ενάντια στον Μπουλανζέ και τον Αλέξανδρο τον Γ’. Αυτό θα ήταν μια ιδιόμορφη παραλλαγή εθνικού πολέμου.
Ανάμεσα στ’ άλλα: λέγοντας αυτό, επαναλαμβάνω εκείνο πού ειπώθηκε στο άρθρο ενάντια στον Γιούρι [3]. Εσείς δεν ξέρω γιατί σωπαίνετε σχετικά μ’ αυτό. Μου φαίνεται ότι για το ζήτημα που ανακινήθηκε εδώ, σ’ αυτό ακριβώς το άρθρο υπάρχουν μια σειρά θέσεις πού ξεκαθαρίζουν ως το τέλος (ή σχεδόν ως το τέλος) τη δική μου αντίληψη περί μαρξισμού.
Για τον Ράντεκ — για τα «μαλώματα» (;;;!!!) με τον Ράντεκ. Την άνοιξη είχα ήδη μια συζήτηση με τον Γκριγκόρι που δεν είχε καταλάβει καθόλου την πολιτική κατάσταση εκείνης της στιγμής και με κατηγορούσε ότι ξέκοψα από την Αριστερά του Τσίμμερβαλντ. Αυτό είναι ανοησία. Η σύνδεση με την Αριστερά του Τσίμμερβαλντ είναι επίσης πράγμα συμβατικό. Πρώτο, ο Ράντεκ δεν =Αριστερά του Τσίμμερβαλντ. Δεύτερο, δεν υπήρξε γενικά «ξέκομμα» από τον Ράντεκ, παρά μόνο σε μια ορισμένη σφαίρα. Τρίτο, η σύνδεση με τον Ράντεκ είναι ανόητο να την καταλαβαίνει κανείς έτσι, που να μας δένει τα χέρια στον τομέα της απαραίτητης θεωρητικής και πρακτικής πάλης.
Ad 1 (σχετικά με το 1-ο σημείο). Ποτέ και σε καμιά περίπτωση δεν έκανα ούτε μια ενέργεια, ούτε ίχνος ενέργειας, όχι μόνο για ξέκομμα, αλλά ούτε και για εξασθένιση της σύνδεσης με την «Αριστερά του Τσίμμερβαλντ». Κανένας δεν με επέκρινε και δεν θα με επικρίνει γι’ αυτό. Ούτε με τον Μπόρχαντ, ούτε με τούς σουηδούς, ούτε με τον Knief κτλ. κτλ.
(Ο Ράντεκ πολύ πρόστυχα μας έδιωξε από τη Συντακτική επιτροπή του «Vorbote». Ο Ράντεκ στην πολιτική φέρεται σαν μικρέμπορος τύπου Τίσκα, αναιδής, αυθάδης, ανόητος. Ο Γκριγκόρι μου έγραφε την άνοιξη του 1916, όταν βρισκόμουν ήδη στη Ζυρίχη, ότι αυτός δεν έχει καμιά «συλλογική δουλιά» με τον Ράντεκ. Ο Ράντεκ απομακρύνθηκε — αυτό είναι το γεγονός. Αποτραβήχτηκε εξαιτίας του «Vorbote» και από μένα και από τον Γκριγκόρι. Η Αριστερά του Τσίμμερβαλντ δενέπαψε να είναι Αριστερά λόγω της αναίδειας και της μικρεμπορικής προστυχιάς ενός προσώπου, και δεν κάνει να την μπερδεύετε εδώ, δεν είναι λογικό, δεν είναι σωστό.
Η «GazetaRobotnicza», το φύλλο τού Φλεβάρη 1916, αποτελεί ένα πρότυπο τέτοιου φοβερά λακεδίστικου «παιχνιδιού» τύπου Τίσκα (ό Ράντεκ βαδίζει στα ίχνη του), θεωρώ βλάκα ή παλιάνθρωπο εκείνον που συγχωρεί τέτοια πράγματα στην πολιτική. Εγώ ποτέ δεν θα τα συγχωρήσω. Γι’ αυτά δίνουν γροθιές στη μούρη ή γυρνούν τις πλάτες.
Εγώ, φυσικά, έκανα το δεύτερο. Και δεν μετανιώνω. Δεν χάσαμε ούτε για μια στιγμή τη σύνδεση μας με τούς γερμανούς αριστερούς. Όταν έμπαινε καθήκον να πάμε πραγματικά μαζί με τον Ράντεκ (συνέδριο της Ζυρίχης 4-5. XI. 1916), εμείς πήγαμε μαζί. Όλες οι ανόητες φράσεις του Γκριγκόρι για ξέκομμα δικό μου από την Αριστερά του Τσίμμερβαλντ αποδείχτηκαν ότι ήταν ανοησίες, όπως ήταν πάντοτε.)
Ad 2 — «σφαίρα» της διακοπής με τον Ράντεκ ήταν (α) οι ρωσικές και οι πολωνικές υποθέσεις. Η απόφαση της Επιτροπής των οργανώσεων εξωτερικού το επιβεβαίωσε, (β) Η ιστορία με τον Γιούρι και Σια. Ο Ράντεκ και σήμερα γράφει πολύ αυθάδη γράμματα (μπορώ να Σας τα στείλω, αν τα θέλετε) σε μένα (και στον Γκριγκόρι) πάνω στο θέμα, ότι «εμείς», λέει, (αυτός + Μπουχάριν + Γιούρι και Σία) «βλέπουμε» μ’ αυτόν τον τρόπο!! Έτσι μπορεί να γράφει μόνο ένας βλάκας και παλιάνθρωπος, που θέλει «να σκαρώσει μηχανορραφίες», τρυπώνοντας στη χαραμάδα των διαφωνιών που υπάρχουν ανάμεσα σε μας και στον Γιούρι και Σία. Αν ο Ράντεκ δεν καταλάβαινε τι έκανε, τότε είναι βλάκας. Αν καταλάβαινε, τότε είναι παλιάνθρωπος.
Το πολιτικό καθήκον του Κόμματος μας ήταν σαφές: εμείς δεν μπορούσαμε να δέσουμε τα χέρια μας, αποδεχόμενοι ισοτιμία στη Συντακτική επιτροπή με τους Ν. I. + Γιούρι + Ε. Μπ. (ο Γκριγκόρι δεν το κατάλαβε αυτό και μ’ έκανε να φτάσω ως το σημείο να στείλω ανοιχτό τελεσίγραφο: δήλωσα ότι θα αποχωρήσω από το «Κομμουνίστ», αν δεν κόψουμε την επαφή μαζί του. Το«Κομμουνίστ» ήταν καλό, ωσότου η τριάδα που αποτελούσε το 1/2 της Συντακτικής επιτροπής δεν είχε ιδιαίτερο πρόγραμμα), θα ήταν ηλιθιότητα και θα χαλούσαμε όλη τη δουλιά, αν δίναμε ισοτιμία στην ομάδα Μπουχάριν + Γιούρι + Ε. Μπ.
Κουκούτσι μυαλό δεν έχει ο Γιούρι, είναι εντελώς γουρουνόπουλο, ούτε και η Ε. Μπ., και αν φτάσουν μέχρι την ομαδική βλακεία μαζί με τον Μπουχάριν, τότε θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τη στάση μας μαζί τους, πιο συγκεκριμένα: να ξεκόψουμε με το «Κομμουνίστ». Κι’ αυτό έγινε. Η πολεμική εξαιτίας της αυτοδιάθεσης μόλις αρχίζει. Εδώ έχουν απόλυτη σύγχυση και σε όλο το ζήτημα της στάσης απέναντι στη δημοκρατία. Στην περίπτωση αυτή να δώσουμε «ισοτιμία» στα γουρουνόπουλα και στους βλάκες — ποτέ! Δεν θελήσατε να διδαχτείτε ειρηνικά και συντροφικά, τώρα βάλτε τα με τον εαυτό σας. (Τους γινόμουν τσιμπούρι, ανοίγοντας επίτηδες συζητήσεις γι’ αυτό στη Βέρνη: γύριζαν τη μύτη άλλου! Τους έγραφα γράμματα δεκάδες σελίδες στη Στοκχόλμη — γύριζαν τη μύτη άλλου! Όμως αφού είναι έτσι, πηγαίνετε στο διάβολο. Έκανα ό,τι μπορούσα για μια ειρηνική λύση. Δεν θέλετε — θα σας σπάσω τη μούρη καιθα σας ρεζιλέψω μπροστά σε όλο τον κόσμο σαν βλάκες. Έτσι και μόνο έτσι πρέπει να ενεργήσουμε.).Τι σχέση έχει εδώ ό Ράντεκ; ίσως να ρωτήσετε.
Γιατί αυτός ήταν το «βαρύ πυροβολικό» της «ομάδας» αυτής, το πυροβολικό πού ήταν κρυμένο παράμερα στους θάμνους. Ο Γιούρι και Σία δεν υπολόγιζαν και άσχημα (η Ε. Μπ. έχει ικανότητες για μηχανορραφίες, αποδείχτηκε ότι δεν έφερνε τον Γιούρι προς το μέρος μας, αλλά συγκροτούσε ομάδα ενάντια μας). Αυτοί υπολόγιζαν: εμείς θα ανοίξουμε πόλεμο, θα πολεμήσει όμως για μας ο Ράντεκ!! Για μας θα πολεμήσει ο Ράντεκ, καιο Λένιν θα έχει τα χέρια δεμένα.
Δεν πρόκειται να γίνει κάτι τέτιο, αγαπητά γουρουνόπουλα! Δεν θα δέσω τα χέρια μου στην πολιτική, θέλετε να πολεμήσετε; Τραβάτε ανοιχτά. Καιο ρόλος του Ράντεκ — να παρακινεί στα κρυφά τα νεαρά γουρουνόπουλα και ο ίδιος να κρύβεται πίσω απότην «Αριστερά του Τσίμμερβαλντ», ξεπερνάει κάθε προστυχιά. Ο πιο κακοήθης… από το βάλτο του Τίσκα δεν θα μπορούσε να κάνει πιο πρόστυχα τον ψιλικατζή, να φερθεί πιο λακεδίστικα και να δολοπλοκεί πίσω από τις πλάτες.
Ad 3 — ειπώθηκε ήδη ξεκάθαρα. Το ζήτημα της σχέσης του ιμπεριαλισμού απέναντι στη δημοκρατία και το πρόγραμμα-μίνιμουμ μπαίνει όλο και πιο πλατιά (βλ. το ολλανδικό πρόγραμμα στο δελτίο, τευχ. 3 ,οι αμερικανοί τουS. L. Ρ. [4] πέταξαν ολόκληρο το πρόγραμμα-μίνιμουμ. Entwaffnungsfrage[5]). Ο Ράντεκ έχει απόλυτη σύγχυση στο κεφάλι (αυτό φάνηκε καθαρά απότις θέσεις του· αυτό το έδειξε ακόμη και το ζήτημα σχετικά με τούς έμεσους και άμεσους φόρους, πού το ανακίνησαν οι θέσεις μου). Ποτέ δεν θα δέσω τα χέρια μου, όταν πρόκειται να εξηγήσω το σπουδαιότατο και θεμελιακό αυτό ζήτημα. Δεν μπορώ. Το ζήτημα πρέπει να ξεκαθαριστεί. Πάνω σ’ αυτό δεκάδες θα «πέσουν» ακόμη (θα σκοντάψουν).
Όποιος καταλαβαίνει τη «σύνδεση» της Αριστεράς του Τσίμμερβαλντ έτσι, ότι δηλαδή θα δέσουμε τα χέρια μας στη θεωρητική πάλη ενάντια στον «ιμπεριαλιστικό οικονομισμό» (αυτή είναι διεθνής αρρώστια: ολλανδο-αμερικανο-ρωσική κτλ.), αυτός δεν καταλαβαίνει τίποτε. Εγώ δεν πρόκειται να δεχτώ να αποστηθίσω την «Αριστερά του Τσίμμερβαλντ» και να χτυπώ το μέτωπο καταγής, υποκλινόμενος μπροστά στην πλήρη θεωρητική σύγχυση του Ράντεκ.
Συμπεράσματα: ύστερα από το Τσίμμερβαλντ οι ελιγμοί έγιναν δυσκολότεροι. Έπρεπε να πάρουμε ό,τι χρειαζόταν από τον Ράντεκ και την Ε. Μπ. Και Σια, χωρίς να δέσουμε τα χέρια μας. Νομίζω αυτό το πέτυχα. Έπειτα από την αναχώρηση του Μπουχάριν στην Αμερική και το κυριότερο, όταν μας στάλθηκε ύστερα το άρθρο του Γιούρι και αποδέχτηκε (αυτός αποδέχτηκε! ανα- γκάστηκε να αποδεχτεί) την απάντηση μου — η υπόθεση τους, σαν ομάδα, τελείωσε. (Και ό Γκριγκόρι ήθελε να διαιωνίσει την ομάδα αυτή, δίνοντας της ισοτιμία: θα της δίναμε εμείς ισοτιμία!!)
Χωρίσαμε με τον Ράντεκ πάνω στο ρωσο-πολωνικό στίβο και δεν τον καλέσαμε στη Συλλογή μας[6]. Έτσι έπρεπε να γίνει.
Κι’ αυτός δεν μπορεί τώρα να κάνει τίποτε πού να βλάπτει τη δουλιά. Στο συνέδριο της Ζυρίχης (5. XI. 1916) αναγκάστηκε να πάει μαζί μου, όπως και τώρα, ενάντια στον Γκρίμμ.
Τι θα πει αυτό; Αυτό θα πει ότι μπόρεσα να ξεχωρίσω[7] τα ζητήματα: η διεθνής πίεση πάνω στους καουτσκιστές δεν μειώθηκε ούτε κατά ένα γιώτα (ο Γκρίμμ compris[8]) και ταυτόχρονα δεν υποτάχθηκα στην «ισοτιμία», ακολουθώντας τη βλακεία του Ράντεκ.
Νομίζω ότι τώρα κερδίσαμε την υπόθεση στρατηγικά. Μπορεί ο Γιούρι + Σια + Ράντεκ + Σια να βρίζουν. Allez-y, mesamis![9]Τώρα odium[10] θα πέσει σε σας και όχι σε μας. Όμως τώρα δεν πρόκειται να κάνετε ζημιά στην υπόθεση και ο δρόμος μας είναι ξεκαθαρισμένος. Ξεμπλέξαμε από τη βρώμικη (απ’ όλες τις απόψεις) σύγχυση με τον Γιούρι και τον Ράντεκ, χωρίς να αδυνατίσουμε την «Αριστερά του Τσίμμερβαλντ» ούτε κατά ένα γιώτα και έχουμε τις προϋποθέσεις να παλέψουμε ενάντια στις ανοησίες στο ζήτημα της στάσης απέναντι στη δημοκρατία.
Voilà[11]. Ζητώ συγνώμη για το τόσο εκτενές γράμμα και για την αφθονία των απότομων λέξεων· δεν μπορώ να γράψω διαφορετικά, όταν μιλώ ανοιχτά. Μα αυτά όλα είναι entrenous[12] και μπορεί να ειπωθεί και καμιά παραπανίσια βρισιά.
Σας στέλνω τούς καλύτερους χαιρετισμούς! Δικός Σας Λένιν
Γενικά και ο Ράντεκ και ο Πάννεκουκ δεν βάζουν σωστά το ζήτημα της πάλης ενάντια στον καουτσκισμό. Αυτό ΝΒ!!
Γράφτηκε στις 30 του Νοέμβρη 1916»
[1]«Μαρξισμός και αναθεωρητισμός» (Άπαντα, 5η εκδ., τόμ. 17ος, σελ 16-26). Η Συντ.
[2]«Ή σοσιαλιστική επανάσταση και το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών» (Άπαντα, 5η έκδ., τόμ. 27ος, σελ. 264-265).
[3]Βλ. «Σχετικά με τη γελοιογραφία του μαρξισμό» και τον «ιμπεριαλιστικό οικονομισμό»» (Άπαντα, 5η έκδ., τόμ. 30ός, σελ. 77-130). Η Συντ
[4]SocialistLabourParty— Σοσιαλιστικό Εργατικό κόμμα. Η Συντ.
[5]Το ζήτημα του αφοπλισμού. Η Συντ
[6]Πρόκειται γιατη «Σμπόρνικ «Σοτσιάλ-Ντεμοκράτα»». Η Συντ.
[7]Αυτό ήταν πολύ δύσκολο!!
[8]- συμπεριλαμβάνεται. Η Συντ.
[9]- Ενεργείτε έτσι, φίλοι μου. Η Συντ.
[10]- ευθύνη. Η Συντ.
[11]- Ιδού. Η Συντ.
[12]- μεταξύ μας.Η Συντ.
Εργατικός Αγώνας
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου