«Απ’ τα τσακάλια δε γλιτώνεις μ’ εφκές και παρακάλια» «Κι αν είναι ο λάκκος σου πολύ βαθύς, χρέος με τα χέρια σου να σηκωθείς.»
Σαν σήμερα το 1884 Γεννιέται στον Πύργο (Μπουργκάς) της Βουλγαρίας ο κομμουνιστής ποιητής Κώστας Βάρναλης.
Μενέλαος Λουντέμης : «Η ποίηση του Βάρναλη δε μύριζε ποτέ γάλα. Μύριζε από την αρχή μπαρούτι».
Η φιλία του Λουντέμη και η αγάπη στον άνθρωπο πάνω απ΄ όλα
Κώστα Βάρναλη, τον οδήγησε να γράψει το βιβλίο Ο Κονταρομάχος. Δε θα πω
περισσότερα. Αφήνω να μιλήσουν τα αποσπάσματα που επέλεξα από το γραπτό
του αγαπημένου μου Μενέλαου προς τον αγαπημένο του κυρ-Κώστα.
……………………………………………………………………………
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ ΚΑΙ Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ
«Υπάρχουν βιβλία γραμμένα απ΄τον Κώστα Βάρναλη. Πολλά. Δεν υπάρχει όμως κανένα βιβλίο για τον Κώστα Βάρναλη.
Ο Βάρναλης σαν ποιητής και προπάντων ο Βάρναλης σαν άνθρωπος δεν
έγινε ακόμα βιβλίο. Να!… Αυτό το χρέος και, μαζί, αυτήν την αποστολή
έρχομαι να εκπληρώσω σήμερα. Να δώσω δηλαδή στους ανθρώπους τον ά ν θ ρ ω
π ο.
Τα βιβλία ενός ποιητή διαβάζονται και ξαναδιαβάζονται. Εκδίδονται και
επανεκδίδονται. Τον άνθρωπο τον ίδιο όμως ποτέ δεν μπορείς να τον
επανεκδώσεις. Έχει μια και μόνη έκδοση. Την εξαντλεί και φεύγει.
Να γιατί καταπιάστηκα μ΄ αυτό το γραφτό. Θέλω να επαναλάβω τον
άνθρωπο. Να τον χαρίσω στους ανθρώπους. Σ΄ όσους δεν τον γνώρισαν. Να
τους κεράσω την απλότητά του, τη σεμνή του παλληκαριά και τη λαϊκή του
σοφία.
Ο ποιητής πια πάει, κατοχυρώθηκε, θα μείνει. Δεν είναι όμως κρίμα να χαθεί ο άνθρωπος;
[…]
Διάβασα κάπου ότι ως και τα ξεκινήματα του Βάρναλη δεν ήταν απ΄ τα
συνηθισμένα, ήταν κι αυτά πρωτότυπα. Πήρε την ποίηση λέει για παιχνίδι,
ήταν δα από έφηβος «πειραχτήριο». Πολύ αργότερα… έγινε ο κοινωνικός
«ταραξίας» που άρχιζε ν΄ απασχολεί πια και τις Αστυνομίες. Το πρώτο του
ψευδώνυμο ήταν… Δήμος Τανάλιας. Σαν του το θύμισα κάποτε ξέσπασε σε
τρανταχτά γέλια.
-Σώπα… μου λέει. Για να ξέρεις γλύτωσα από χειρότερα…. Στην αρχή
ήθελα να το κάνω Σφύρος Δρεπάνης. Αλλά πρόφτασε ένας βλάμης και μου
είπε: Κάντο «Τανάλιας» και σώθηκα. Δηλαδή τι σώθηκα…
Αν τον εξετάσεις στο βάθος ο Βάρναλης δεν ήταν ποτέ πρωτολειακός. Μ΄
άλλα λόγια δεν έχει «νεανικά αμαρτήματα». Η ποίησή του δε μύριζε ποτέ
γάλα. Μύριζε απ΄ την αρχή μπαρούτι. Κατέβηκε δηλαδή στο στίβο χωρίς πάρα
πολλά «γυμνάσματα» και δοκιμές και περιπλανήσεις στους «λειμώνες των
ασφοδέλων»… Μ΄ άλλα λόγια χωρίς αυτές τις πεισιθάνατες κραυγές που
έβγαζαν όλοι οι λυρικοί του καιρού του. Όχι. Η ποίηση του Βάρναλη ήταν
απ΄ την αρχή αρσενική, λάσια, μια βολίδα που πεσε μες στα στεκούμενα
νερά του μελίπηχτου λυρισμού.
[…]
Ποιητής καθάριος, λαϊκός. Ποιητής των πικραμένων, των φουρκισμένων,
των «αβόλευτων», είναι ο Βάρναλης. Ένας ποιητής που –για πρώτη φορά στην
ιστορία της ποίησης μας- απαγγέλθηκε από εργατικά χείλη, μπήκε στις
φτωχογειτονιές, κατέβηκε στα υπόγεια ταβερνάκια.
Η ΠΡΩΤΗ ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΛΟΥΝΤΕΜΗ
Κάθομαι τώρα και σκέφτομαι και βασανίζω τη μνήμη μου. Που τον
πρωτογνώρισα; Γιατί το παράξενο είναι ότι δεν θυμούμαι ποτέ που να μην
τον γνώρισα. Κι ίσως να ναι και λίγο φυσικό αυτό. Γιατί –όταν μπήκα κι
εγώ στον τυραννικό κόσμο των στίχων –τ΄ όνομα «Βάρναλης» ήταν πια
κατακυρωμένο.
Πρώτα, φυσικά, είδα κάτι φωτογραφίες του, πιο σωστά κάτι σκίτσα του.
Προεξείχε το σήμα κατατεθέν –το αφτί στην παλάμη. Έπειτα εκείνη η μορφή
με την οικεία πνευματικότητα του λαϊκού ανθρώπου –όχι του ανθρώπου που
ξεκίνησε απ΄ τον ποιητή, αλλά του ποιητή που ξεκίνησε απ΄ τον άνθρωπο.
Σύνθεση σπάνια και εξαίσια ελληνική. Αλλά ό, τι γνώρισα ως τότε ήταν
ριγμένο στο χαρτί. Σκίτσα και ποιήματα. Πίσω απ΄ αυτά χάνονταν, ή, μόλις
μαντεύονταν ο άνθρωπος.
Κανείς ποτέ μέσα στο στενό κόσμο που κινούμουν κείνον τον καιρό –δεν
το ήξερε… Το ότι δεν χρειάζονταν παρά να κατέβω μερικά σκαλοπάτια, να
μπω σε κάποια λαϊκή ταβέρνα για να τον συναντήσω ανάμεσα στους απλούς
και καλόγνωμους ανθρώπους, να τσιμπολογά μια μαρίδα και να ρουφάει γλυκά
και συσταζούμενα το κρασί του… αυτό ποτέ δεν το διανοήθηκα.
Το λάθος μου ήταν ότι τον ζητούσα σε άλλες σφαίρες, στους κύκλους των
ποιητών. Ποτέ δε μου πέρασε απ΄ το νου –αν συνέχιζα να τον αναζητώ σ΄
αυτούς τους κύκλους- δεν θα τον εύρισκα ποτέ.
Ήμουν τότε πολύ νέος, πολύ άμαθος για να πιστέψω ότι έναν ποιητή –και
τέτοιον ποιητή- θα μπορούσα να τον βρω στον περίβολο των ταπεινών.
Πίστευα ότι μόνο… σε ουράνια δώματα θα τον αντάμωνα, να μιλά μ΄
ονειροπόλα μάτια και μεθυστική φωνή για ό, τι ευγενικό κι εξαίσιο έχει
μέσα του αυτός ο κόσμος.
Ε!… Εκεί τον πρωτόδα; Όχι φυσικά. Τον πρωτόδα σ΄ ένα παλιό, βαρύ, άχαρο θέατρο.
Χρονιά; Δεν την πολυθυμάμαι. Θαρρώ 1935. Τόπος το θέατρο «Κεντρικό»
της πλατείας Κολοκοτρώνη. Οι εφημερίδες έλεγαν ότι θα μιλούσαν δεν…
θυμούμαι ποιοι. Το ποιοι ήσαν το μαθα πια την επομένη. Ήταν και δύο
γυναίκες. Η Γαλάτεια Καζαντζάκη κι η Ελένη Ουράνη (Άλκης Θρύλος).
Έπειτα… ο Στρατής Σωμερίτης, ο Βάρναλης, ο Βεάκης, και δε θυμάμαι και
ποιοι άλλοι ούτε το θέμα θυμάμαι ακριβώς. Μου φαίνεται για τα Ανθρώπινα
Δικαιώματα… Η αίθουσα ήταν ασφυχτικά γεμάτη. Άκουα –χωρίς να βλέπω-
χωμένος κάπου στο καπνιστήριο. Απ΄ όλη αυτή την ιστορία μόνο ένα πράμα
θυμάμαι. Ότι σε κάποια στιγμή ξέσπασαν στην αίθουσα τέτοια ξεφωνητά και
χειροκροτήματα που παραλίγο να πεφτε το παμπάλαιο και άχαρο κείνο
θέατρο.
(Ο συγγραφέας περιγράφει στη συνέχεια ότι προσπαθούσε να μάθει ποιος
ήταν ο ομιλητής, κάποιος του είπε ένας Τούρκος, Αβράμ Αλής, ρώτησε κι
άλλους, ώσπου στο τέλος διαπίστωσε ντροπιασμένος ότι επρόκειτο για τον
Βάρναλη)
Το φιάσκο αυτό ακόμη το φυσάω και δεν κρυώνει.
Κι έτσι έχασα τη μοναδική ευκαιρία να τον δω.
Από τότε δεν άφηνα διάλεξη για διάλεξη. Φιλολογικές γιορτές στον
Παρνασσό… Ρεσιτάλ ποίησης. Τίποτα. Κείνη η εμφάνισή του στο «Κεντρικό»
ήσαν, καθώς φαίνεται, η πρώτη και η τελευταία δημόσια εμφάνιση του
ποιητή.
[…]Μισοθυμάμαι θαμπά, ένα χλιαρό βράδυ της κατοχικής, πεινασμένης
Αθήνας. Ένας φίλος, ένας άνθρωπος θυσιασμένος στη φιλία μου –ο Γιώργος
Λιαρομάτης- έτρεχε όλη την ημέρα να με βρει αφήνοντας παντού παραγγελία:
«Πέρνα το βράδυ απ΄ το σπίτι. Μην αμελήσεις. Θα σε φουρνίσω». Απ΄ αυτό
έβγαινε ότι είχε ψωμί.
Ανησύχησα μη δε προλάβω κι έτρεξα. Σαν έμπαινα είχε πέσει πια η
νύχτα. Το σπίτι όμως από μέσα ήταν φωτισμένο από κάτι λάμπες του παλιού
αιώνα. Ένα τραπέζι στο βάθος του σαλονιού… Κουταλοπήρουνα, και στη μέση
–ουρανοί!- μια πιατέλα μ΄ αχνιστά φασόλια! Ξαναζωντάνεψαν οι περασμένες
εποχές των μεγάλων θαυμάτων. Ποιο χώμα ευλογημένο ζέστανε, επώασε και
γέννησε αυτόν τον «άρτο» των Ελλήνων.
Στο τραπέζι δεν ήμουν ο μόνος καλεσμένος. Κάπου ήταν ένα πλάσμα
ανάμεσα σε τρεις ηλικίες. Και λίγο πιο πέρα ένας στυφόγλυκος άνθρωπος με
το χέρι στ΄ αφτί. Ήταν ασπρομάλλης, αδύνατος, ωραίος στον τύπο του.
-Γιώργο, λέω στον οικοδεσπότη, αν αυτός δεν είναι ο Βάρναλης θα σηκωθώ να φύγω και θα μείνω νηστικός.
(Έτσι έγινε η πρώτη γνωριμία τους, που έμελλε να εξελιχθεί σε μία στενή σχέση και φιλία)
Ο ΒΑΡΝΑΛΗΣ ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΣΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΛΟΥΝΤΕΜΗ
…Είπαμε ότι ανάμεσα στους υπερασπιστές μου ήταν κι ο Δάσκαλος. Αλλά,
πως ήρθε! Δεν είχε την υπομονή να περιμένει να τον ειδοποιήσουν. Μόλις
το πληροφορήθηκε απ΄ τις εφημερίδες ντύθηκε τα γιορτινά του κι ήρθε
μόνος του. Δε λογάριασε ούτε γηρατειά, ούτε φόβο, ούτε κρύο. Διέσχισε τα
πυκνά στίφη των πραιτωριανών (που χανε κυκλώσει ολόκληρο το τετράγωνο)
και μπήκε στην αίθουσα.
-Κωνσταντίνος Βάρναλης… φώναξε ο κλητήρας.
Ο Δάσκαλος τον κοιτούσε με χλευαστική απάθεια.
-Δάσκαλε… Εσένα φωνάζουν… του πε ο Νίκος Παππάς.
-Εμένα; Τότε τι «Κωνσταντίνος» λέει αυτός ο… άντε ας μην το πω.
-Περάστε κ. Βάρναλη… του είπε ο Εισαγγελέας Κατεβαίνης, που κανε τον διανοούμενο.
Ο Δάσκαλος πλησίασε κάτω απ΄ την έδρα με το χέρι στ΄ αφτί. Ο Πρόεδρος ρωτά:
-Πιο δυνατά! φώναξε ο Βάρναλης.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Έστω. Είναι ένοχος ο κατηγορούμενος;
ΒΑΡΝΑΛΗΣ (Με έμφαση): Ένοχος; Όχι! Για να ναι ένοχος ένας Συγγραφέας
πρέπει να δίνει αρνητικές απαντήσεις στις τρεις παρακάτω ερωτήσεις;
Πρώτον: Ζώντας σε μια κοινωνία αδικίας με ποιους θα πάει; Με τους
αδικητές ή με τους αδικημένους; Δεύτερο: Αν ο Λαός πέσει στα δεσμά της
τυραννίας με ποιους θα συνταχθεί; Με τον τυραγνισμένο ή με τον τύραννο;
Και τρίτο και τελευταίο: Αν η Πατρίδα πάει σ΄ εθνική σκλαβιά ποιους θα
βοηθήσει; Τους κατακτητές ή τους κατακτημένους; Δηλαδή με τους κιοτήδες
θα πάει ή με τα παλικάρια; Γνωρίζω τον κατηγορούμενο από έφηβο. Τον
γνωρίζω σαν συγγραφέα, και σαν Έλληνα. Και σας δηλώνω κατηγορηματικά:
Και στις τρεις ερωτήσεις ο κατηγορούμενος έδωσε αυτές τις απαντήσεις.
Δεν είναι ένοχος.
[…]
ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Εις ένα από τα υπό κατηγορίαν κείμενά του και συγκεκριμένα εις το υπό τον τίτλον «Οι λύκοι ανεβαίνουν στον ουρανό»…
ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Ε;…
ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Ο Συγγραφεύς -δια να σώσει την τρυφεράν Ειρηνούλαν από την
βουλιμίαν των αφεντικών της- την παραδίδει εις τας χείρας των εργατών.
ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Καλά κάνει.
ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Δε θα μπορούσε , έξαφνα, να την παραδώσεις εις χείρας
εκείνων οίτινες είναι εντεταλμένοι για την φρούρησιν της τιμής των…
ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Ποιονών. Των χωροφυλάκων;
ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Βεβαίως.
ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Όχι! Θα την πουλούσαν στο μπουρδέλο.
ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Κύριε Βάρναλη…
ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Τη γνώμη μου δε ζητήσατε; Τη γνώμη μου είπα. Ξέρω, εσείς έχετε άλλην γνώμη. Αλλά δεν είσθε σεις ο μάρτυρας.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τίποτε άλλο κ. Βάρναλη. Μπορείτε ν΄ αποσυρθείτε.
ΒΑΡΝΑΛΗΣ (δυνατά): Κοιτάξτε μην τύχει και τον αθωώσετε «λόγω
αμφιβολιών»! Αν οι Νόμοι σας καταδικάζουν αυτές τις αρετές καταδικάστε
τον! Δεν έχει κανένα ελαφρυντικό. Κανένα! Σας το λέω εγώ!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου