Εδώ και εβδομάδες, η Γαλλία συγκλονίζεται από άκρη σε άκρη από τις μαζικότερες κινητοποιήσεις που γνώρισε εδώ και δεκαετίες. Με αφορμή την συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση οι διαδηλωτές είπαν ταυτόχρονα όχι και σε μια κοινωνία όπου ο καθένας ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό του, όπου η κερδοσκοπική συσσώρευση υπερισχύει της αλληλεγγύης. Όπως συμβαίνει όταν ένα συνταξιοδοτικό σύστημα περνάει από το αναδιανεμητικό στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα.
Οι πάντες, ή σχεδόν οι πάντες, λατρεύουν το αναδιανεμητικό σύστημα ασφάλισης. Ακόμη και ο Εμμανουέλ Μακρόν. Ένα σύστημα όπου «εκείνος που εργάζεται πληρώνει για εκείνον ή εκείνη που βρίσκεται στη σύνταξη», εξηγούσε ο πρόεδρος της Δημοκρατίας το 2019 στο Ροντές, για να καταλήξει: «αυτή είναι η δύναμή μας». Η πρωθυπουργός Ελιζαμπέτ Μπορν δηλώνει ότι μάχεται για να αποφευχθεί η εξαφάνιση του αναδιανεμητικού συστήματος «προς όφελος του κεφαλαιοποιητικού συστήματος, που ενσαρκώνει τη βασιλεία του “ο καθένας για τον εαυτό του”» (1). Μόνο ορισμένοι εμμονικοί διακινδυνεύουν ακόμη να υποστηρίξουν ότι κάθε οικονομικά ενεργός πολίτης θα έπρεπε να χρηματοδοτεί το μεγαλύτερο μέρος της σύνταξής του από την αποταμίευση και τα εισοδήματα που αποφέρουν οι τοποθετήσεις της. Όπως ο Νταβίντ Λισνάρ, δήμαρχος του κόμματος της Δεξιάς Les Républicains (LR) στις Κάννες, μία από τις ακριβότερες πόλεις στον κόσμο, όπου το 34% των κατοίκων είναι συνταξιούχοι, σύμφωνα με το γαλλικό Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής και Οικονομικών Μελετών (Insee). Ή ο Φιλίπ Ζουβέν, βουλευτής του ίδιου κόμματος (LR), ο οποίος το 2021 αποκόμισε καθαρά εισοδήματα 209.455 ευρώ από τις διάφορες δημόσιες θέσεις του και από τη δραστηριότητά του ως ιατρός (2). Ή, ακόμη, ορισμένες δεξαμενές σκέψης αμετακίνητες από τις απόψεις τους, όπως το Ίδρυμα για την Έρευνα στη Δημόσια Διοίκηση και στις Δημόσιες Πολιτικές (Ifrap) της Ανιές Βερντιέ-Μολινιέ ή τα Ινστιτούτα Μολινάρι και Σάπιενς, καθώς και τα φερέφωνά τους στον χώρο των μέσων ενημέρωσης, δηλαδή η εφημερίδα «L’Opinion» και ο Ντομινίκ Σε στον δημόσιο ραδιοφωνικό σταθμό France Inter ή στην οικονομική εφημερίδα «Les Echos».
Με εξαίρεση τις λιγοστές αυτές φωνές, το αναδιανεμητικό σύστημα ασφάλισης υποτίθεται ότι δεν έχει εχθρούς. Και όμως, όπως διαπίστωνε πρόσφατα η εφημερίδα «Le Monde», «υποχωρεί λίγο-λίγο» (3). Ενώ το 2011 9,7 εκατομμύρια Γάλλοι πλήρωναν εισφορές σε κάποιο κεφαλαιοποιητικό επικουρικό ταμείο σε επίπεδο επιχείρησης ή σε ιδιωτικά συνταξιοδοτικά προγράμματα, δέκα χρόνια αργότερα το έκαναν 15,3 εκατομμύρια. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας αυτής, το συνολικό ύψος των ασφαλιστικών εισφορών αυτής της κατηγορίας σχεδόν διπλασιάστηκε, αγγίζοντας πλέον τα 20 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως. Στο εξής, μολονότι οι σχετικές καταβολές συντάξεων για το 2021 δεν αντιστοιχούσαν παρά στο 2,3% των συνολικών συνταξιοδοτικών καταβολών, το ποσοστό αυτό διαρκώς αυξάνεται και μεσοπρόθεσμα αναμένεται να σημειώσει κατακόρυφη άνοδο. Εξάλλου, οι ασφαλιστικές εταιρείες το περιμένουν: εδώ και δέκα χρόνια, το ύψος των προβλέψεών τους για τις μελλοντικές επικουρικές συντάξεις –δηλαδή τα αποθέματα που συσσωρεύουν για τη μελλοντική καταβολή τους– αυξήθηκαν κατά 70%, υπερβαίνοντας τα 250 δισεκατομμύρια ευρώ. Είναι δηλαδή κατά πολύ υψηλότερα των αποθεμάτων που επιβάλλει η νομοθεσία για τα ταμεία υποχρεωτικής επικουρικής ασφάλισης (κυρίως για την Agirc-Arrco), τα οποία κυμαίνονται λίγο κάτω από τα 150 δισεκατομμύρια ευρώ (4).
Τι ονειρεύονται οι σοσιαλδημοκράτες;
Πώς να εξηγηθεί μια τόσο σοβαρή εξέλιξη για μια κοινωνία που δεν είχε ζητήσει τίποτε ανάλογο; Πώς το σχέδιο αυτό σημείωσε τέτοια πρόοδο μέσα σε μια δεκαετία, τη στιγμή που ούτε η μεταρρύθμιση της σύνταξης γήρατος του Νικολά Σαρκοζί, το 2010, ούτε εκείνη του Φρανσουά Ολάντ, το 2013, δεν προέβλεπαν την επέκταση του χρηματοπιστωτικού τομέα και στις συντάξεις;
Τη δεκαετία του 1980, όταν αναδύεται ο φόβος για ανατροπή της ισορροπίας μεταξύ εργαζομένων και συνταξιούχων, ανοίγει μια συζήτηση για την προσφυγή στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα ασφάλισης «με την υποστήριξη των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και ιδιαίτερα του ασφαλιστικού τομέα, ο οποίος βλέπει μια νέα αγορά στις συντάξεις» (5), όπως θα εξηγήσει ο Μισέλ Λαρόκ, πρώην υψηλόβαθμος αξιωματούχος του υπουργείου Κοινωνικών Υποθέσεων. Το χρηματιστηριακό κραχ του 1987 ανακόπτει προσωρινά τον μεταρρυθμιστικό οίστρο. Τα επόμενα χρόνια όμως, οι εκθέσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας ή το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης διακινούν και επιβάλλουν ως θεμιτή μια θεώρηση του ασφαλιστικού συστήματος βασισμένη σε τρεις πυλώνες –τον αναδιανεμητικό πυλώνα, τον κεφαλαιοποιητικό πυλώνα και τον πυλώνα της ιδιωτικής αποταμίευσης. Έτσι, οι διεθνείς αυτοί οργανισμοί ενθαρρύνουν τις κινήσεις διείσδυσης του χρηματοπιστωτικού τομέα στον κλάδο των συντάξεων, εκεί όπου κυριαρχούσε η φορολόγηση και οι κοινωνικές εισφορές (6). Το 1991, στο βιβλίο τους L’Heure des choix, ο Ολάντ και ο σοσιαλιστής σύντροφός του Πιερ Μοσκοβισί μπορούν να εμφανίσουν την προσφυγή στα ιδιωτικά συνταξιοδοτικά ταμεία ως ένα «όνειρο τόσο καπιταλιστικό όσο και σοσιαλδημοκρατικό, που κάνει το γαλλικό μοντέλο να ξεθωριάζει, καθώς οι επιχειρήσεις μας πολύ συχνά συνδυάζουν υψηλά επίπεδα χρέους με απαγορευτικά επιτόκια και ανεπαρκή ίδια κεφάλαια, χωρίς αποφασιστική σύνδεση των εργαζομένων με την πορεία της επιχείρησης».
Ήταν η εποχή της διαπαιδαγώγησης: η εποχή της αποπολιτικοποίησης, όπου η αυτοκρατορία των ειδικών συνέτριβε τις δημοκρατικές επιλογές. Αλλά και η εποχή του παράφορου έρωτα των μέσων ενημέρωσης για τα ξένα μοντέλα, των οποίων η δήθεν ανωτερότητα έκανε το γαλλικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης να μοιάζει αρχαϊκό. Το ολλανδικό μοντέλο. Το μοντέλο του Ηνωμένου Βασιλείου και του Τόνι Μπλερ, όπου τα συνταξιοδοτικά ταμεία κατέχουν στοιχεία ενεργητικού εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ευρώ. Τα σχετικά δημοσιεύματα πολλαπλασιάζονταν –από πανεπιστήμια, ιδρύματα ή εργοδοτικές οργανώσεις, όπως οι δημοσιεύσεις του France Pensions, μιας ένωσης όπου συμμετέχουν μια σειρά επιχειρηματίες, με πρόεδρο τον Ρεϊμόν Σουμπί, μετέπειτα σύμβουλο κοινωνικών υποθέσεων του Σαρκοζί– και προωθούσαν το κεφαλαιοποιητικό σύστημα στις διάφορες εκδοχές του.
Ενώ το 1980 μια έκθεση της Γενικής Διεύθυνσης Σχεδιασμού (7) κατήγγελλε το κεφαλαιοποιητικό σύστημα ως «κοινωνική οπισθοδρόμηση που στηριζόταν σε οικονομικές ψευδαισθήσεις» (8), το 1999 ο ίδιος ο επικεφαλής της Ζαν-Μισέλ Σαρπέν το υποστήριζε στην εισήγησή του «Το μέλλον των συντάξεών μας», η οποία συντάχθηκε κατόπιν αιτήματος του τότε πρωθυπουργού Λιονέλ Ζοσπέν και στηριζόταν σε συγκρίσεις με το αμερικανικό, το καναδικό και το βρετανικό μοντέλο: «Η τεχνική της συλλογικής κεφαλαιοποίησης», συνόψιζε ο Σαρπέν, «θα μπορούσε να προσφέρει ένα χρήσιμο στήριγμα στη διαχείριση του αναδιανεμητικού γαλλικού ασφαλιστικού συστήματος». Την προηγούμενη χρονιά, ο Ολιβιέ Νταβάν, πρώην τραπεζίτης στη Goldman Sachs, σε σημείωμά του προς το Συμβούλιο Οικονομικής Ανάλυσης (CAE), είχε από την πλευρά του χρησιμοποιήσει το επιχείρημα της τότε εκτόξευσης των χρηματιστηριακών αξιών για να ασκήσει κριτική στις μέτριες αποδόσεις του αναδιανεμητικού συστήματος.
Στην πράξη, ωστόσο, παρά την κινητοποίηση των ελίτ, η υπόθεση του κεφαλαιοποιητικού συστήματος ασφάλισης προχωρά ελάχιστα εκείνη την εποχή. Το κίνημα ενάντια στο σχέδιο Ζιπέ, το 1995, ανέδειξε πολύ καθαρά τους δεσμούς της γαλλικής κοινωνίας με το αναδιανεμητικό σύστημα και την κοινωνική ασφάλιση –όπως και την αποφασιστικότητά της να τα υπερασπιστεί. Όσο για τις ασφαλιστικές εταιρείες, φοβούνταν τον ανταγωνισμό των ιδιωτικών συνταξιοδοτικών ταμείων, τα οποία θα έρχονταν να αποσπάσουν σημαντικό μέρος των αποταμιεύσεων, σε βάρος κυρίως των ασφαλειών ζωής. Κατά τη δεκαετία του 1990, οι ασφαλιστικές εταιρείες έπεισαν τη γαλλική κυβέρνηση να καθυστερήσει την ενσωμάτωση μιας ευρωπαϊκής οδηγίας για το πλαίσιο λειτουργίας των ιδιωτικών συνταξιοδοτικών ταμείων, κάτι που, τελικά, θα συμβεί το 2003. Και μολονότι, τον Ιανουάριο του 2008, η έκθεση της Επιτροπής για την Απελευθέρωση της Ανάπτυξης –με πρόεδρο τον Ζακ Αταλί και εξέχον μέλος τον Εμμανουέλ Μακρόν– πρότεινε την αυτόματη ένταξη στα ιδιωτικά ασφαλιστικά ταμεία, η τύχη τους σφραγίστηκε μερικούς μήνες αργότερα από το χρηματοπιστωτικό κραχ, που είχε ως αποτέλεσμα την απαξίωση των σχετικών μοντέλων και των υποστηρικτών τους στη Γαλλία: κατά το τελευταίο τρίμηνο του 2008, 925.000 ηλικιωμένοι Αμερικανοί αναγκάστηκαν να εργαστούν ξανά μετά την κατάρρευση των συνταξιοδοτικών φορέων τους. 104.000 από αυτούς ήταν πάνω από 75 ετών (9).
Μόνο τα υψηλά εισοδήματα δεν ανησυχούν
Και όμως, για μία ακόμη φορά, το κεφαλαιοποιητικό σύστημα επανακάμπτει. Και εκεί όπου κυριαρχούσε και εκεί όπου μόλις εμφανιζόταν. Σήμερα, σε τέτοιες συνταξιοδοτικές λύσεις καταφεύγουν διπλάσιοι Γάλλοι σε σχέση με την περίοδο πριν από την κρίση του 2008. Διότι, στην πραγματικότητα, η ενίσχυση του κεφαλαιοποιητικού συστήματος ασφάλισης οφείλεται στον μακρόχρονο συνδυασμό ελλιπούς χρηματοδότησης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, επιδείνωσης του βιοτικού επιπέδου των συνταξιούχων και θέσπισης κεφαλαιοποιητικών επικουρικών καθεστώτων ασφάλισης. Δηλαδή, με λίγα λόγια, οφείλεται σε έναν μηχανισμό που συνίσταται στην υποβάθμιση εκείνου που λειτουργεί για να επιβληθεί μοιραία εκείνο που κανείς δεν επιθυμούσε. Κατ’ αρχάς, υπάρχει η μείωση του «εργασιακού κόστους». Οι απαλλαγές από τις ασφαλιστικές εισφορές ή οι πολιτικές παγώματος των μισθών, ιδιαίτερα στον δημόσιο τομέα, στεγνώνουν τα έσοδα των ασφαλιστικών ταμείων. Η κινδυνολογία συντηρεί τον «μύθο της τρύπας στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης» (10) και δικαιολογεί την κοινωνική οπισθοδρόμηση. Στη συνέχεια, υπάρχει η υποβάθμιση στο επίπεδο των συντάξεων, ήδη από την εποχή της πρώτης αντι-μεταρρύθμισης του 1993, η οποία οδηγεί στον υπολογισμό τους με βάση τα 25 καλύτερα έτη αντί για τα 10 –με τη συγκεκριμένη τάση, μάλιστα, να ενισχύεται αισθητά τα πρόσφατα χρόνια. Τέλος, υπάρχει το άγχος που μεγαλώνει. Η ανησυχία γύρω από τη βιωσιμότητα του αναδιανεμητικού συστήματος ασφάλισης, η ανησυχία για το τι θα αντιμετωπίσει κάποιος στο τέλος της σταδιοδρομίας του. Και ο πειρασμός να στραφεί προς τα κεφαλαιοποιητικά ασφαλιστικά προϊόντα που εισήγαγε ο νομοθέτης, πριν τα συνενώσει το 2019 σε ένα ενιαίο προϊόν, το αποταμιευτικό-συνταξιοδοτικό πρόγραμμα (plan épargne-retraite, PER).
Το 2022, ο αριθμός όσων εντάχθηκαν στο αποταμιευτικό-συνταξιοδοτικό πρόγραμμα αυξήθηκε κατά 30% σε σχέση με την ήδη εξαιρετική χρονιά του 2021. Και «οι σχετικές τοποθετήσεις δεν είναι οι μόνες που ωφελήθηκαν από το άγχος των αποταμιευτών σε σχέση με τη σύνταξή τους», διαπίστωνε η εφημερίδα «Le Figaro» στις 3 Φεβρουαρίου 2023. «Οι εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων στον τομέα των ακινήτων, οι οποίες επενδύουν σε κτίρια (γραφεία, εμπορικά καταστήματα) και καταβάλουν μια τακτική απόδοση, τα πήγαν εξίσου εξαιρετικά πέρσι». Ορισμένα από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που διαθέτουν στην αγορά τα προϊόντα αυτά δεν διστάζουν να επωφεληθούν από τέτοιους φόβους. Τον Ιούλιο του 2019, η γαλλική ΑΧΑ αναρτά διαφήμιση στο Διαδίκτυο. «Σήμερα, η χρηματοπιστωτική ισορροπία του ασφαλιστικού συστήματος αμφισβητείται», μπορεί κάποιος να διαβάσει στο σχετικό γράφημα, και «η προγραμματισμένη μείωση των μελλοντικών συντάξεων» αναδεικνύει «την ελκυστικότητα του κεφαλαιοποιητικού συστήματος ασφάλισης». Στις 5 Δεκεμβρίου 2022, ενώ η κυβέρνηση Μπορν οριστικοποιεί το σχέδιο συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης, είναι η σειρά της Crédit Agricole Assurances να ανακοινώσει με δελτίο Τύπου τη δημιουργία του δικού της ταμείου επικουρικής επαγγελματικής σύνταξης «την ώρα που η προετοιμασία για τη σύνταξη αναδεικνύεται σε μεγάλη πηγή ανησυχίας για πολλούς Γάλλους». Και, στις 16 Ιανουαρίου 2023, σε σημείωμά του για τον ιστότοπο Boursorama, ο Φιλίπ Τρενάρ, chief risk officer της εταιρείας αντασφάλισης Scor, δραματοποιεί την κατάσταση του αναδιανεμητικού συστήματος («βαθιά ελλειμματικό»): «Για τους Γάλλους που δεν είναι ούτε δημόσιοι υπάλληλοι ούτε δικαιούχοι της ελάχιστης σύνταξης γήρατος, είναι ακόμη πιο επιτακτική ανάγκη σήμερα από ό,τι χθες να ενταχθούν σε ένα αποταμιευτικό-συνταξιοδοτικό πρόγραμμα που θα τους επιτρέψει να λειάνουν κάπως το βιοτικό επίπεδό τους σε όλη τη διάρκεια του κύκλου της ζωής».
Στις διαφημίσεις τους, οι ασφαλιστικές εταιρείες προβάλλουν επίσης τις σημαντικές φοροαπαλλαγές που επιτρέπει η ένταξη σε ένα αποταμιευτικό-συνταξιοδοτικό πρόγραμμα. Μεταφέρουν την ομιλία προς τον ασφαλιστικό κλάδο του υπουργού Οικονομίας Μπρινό Λεμέρ, ο οποίος, στις 25 Οκτωβρίου 2019, καυχιόταν ότι τους έχει προσφέρει ένα «σημαντικό» πλεονέκτημα. Πράγματι, είναι πλέον εφικτό να αφαιρέσει κάποιος από το φορολογητέο εισόδημά του τέτοιου είδους εισφορές, μέχρι του ποσού των 32.419 ευρώ. Αλλά αυτό δεν είναι αρκετό για το λόμπι. Στις «προτάσεις εν όψει των προεδρικών εκλογών», τις οποίες δημοσίευσε στις αρχές του 2022, η ένωση των γαλλικών ασφαλιστικών εταιρειών France Assureurs ζητά τον διπλασιασμό του ορίου φοροαπαλλαγών.
Τον χειμώνα 2019-2020, ωστόσο, πάρα πολλοί Γάλλοι συμμετείχαν σε κινητοποιήσεις ενάντια στο λεγόμενο «συστημικό» σχέδιο μεταρρύθμισης, το οποίο θα άνοιγε επιπλέον προοπτικές στα ιδιωτικά συνταξιοδοτικά ταμεία ή σε διαχειριστές κεφαλαίων όπως η BlackRock (11). Ο γαλλικός λαός δεν ψήφισε ποτέ υπέρ μιας τέτοιας διεύρυνσης του κεφαλαιοποιητικού συστήματος ασφάλισης, όπως δεν ψήφισε ποτέ υπέρ της αποδιάρθρωσης των ταχυδρομείων και των πανεπιστημίων ή της αραίωσης των μικρών και μεσαίων σιδηροδρομικών δρομολογίων. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η υποβάθμιση της ποιότητας των προσφερόμενων υπηρεσιών υποχρέωσε τους χρήστες να καταφύγουν σε υποκατάστατα: τις ψηφιακές συναλλαγές, τη συλλογική χρήση αυτοκινήτων, την ιδιωτική ανώτατη εκπαίδευση. Ή το κεφαλαιοποιητικό σύστημα ασφάλισης. Είναι προσφορές στις οποίες συνηθίζουμε, ή τουλάχιστον υποκύπτουμε. Ακόμη κι αν, τον Οκτώβριο του 2023, η Τράπεζα της Αγγλίας χρειάστηκε να αγοράσει ομόλογα του βρετανικού Δημοσίου αξίας αρκετών δισεκατομμυρίων βρετανικών λιρών προκειμένου να σώσει από την κερδοσκοπική κατάρρευση τα ιδιωτικά ασφαλιστικά ταμεία που διαχειρίζονται τις συντάξεις 30 εκατομμυρίων Βρετανών. Ακόμη κι αν το αναδιανεμητικό σύστημα ασφάλισης θα βρεθεί ακόμη πιο αποδυναμωμένο.
Χωρίς αμφιβολία, τα πλουσιότερα νοικοκυριά θα τα καταφέρουν. Οι υπόλοιποι δυσκολότερα. Σύμφωνα με τη γαλλική στατιστική υπηρεσία, το εισόδημα του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 4 φορές μεγαλύτερο από το εισόδημα του φτωχότερου 20%. Οι αποταμιεύσεις τους είναι 10 φορές μεγαλύτερες. Επομένως, η ικανότητα αποταμίευσης αυξάνεται πολύ γρηγορότερα από την ικανότητα εξασφάλισης εισοδήματος. Και για τα πιο ταπεινά εισοδήματα δεν περισσεύει σχεδόν τίποτε κάθε μήνα. Άραγε, θα αγαπήσουν όλοι το κεφαλαιοποιητικό σύστημα ασφάλισης;
Επίμετρο: Πολύμορφα συστήματα
Πέρα από τη θεμελιώδη διάκριση μεταξύ αναδιανεμητικού και κεφαλαιοποιητικού συστήματος ασφάλισης, καθένα από τα δύο συστήματα μπορεί να προσλάβει αρκετά διαφορετικές μορφές.
Στο αναδιανεμητικό σύστημα, υπάρχουν καθεστώτα κύριων και επικουρικών συντάξεων. Και στις δύο περιπτώσεις, το σύστημα χαρακτηρίζεται από τη διαγενεακή αλληλεγγύη: οι σημερινές συντάξεις χρηματοδοτούνται από τις σημερινές εισφορές. Αλλά η λειτουργία των καθεστώτων κύριας σύνταξης με βάση τα έτη ασφάλισης είναι διαφορετική από τα καθεστώτα συγκέντρωσης μονάδων της Agirc-Arrco, η οποία καταβάλλει επικουρικές συντάξεις ανάλογες με τις δηλωθείσες αποδοχές.
Από την άλλη, η ένταξη σε ένα κεφαλαιοποιητικό συνταξιοδοτικό προϊόν μπορεί να είναι ατομική ή συλλογική. Στη Γαλλία, υπάρχουν αποταμιευτικά-συνταξιοδοτικά προγράμματα (PER) σε επίπεδο επιχείρησης. Υπάρχει επίσης ένα δημόσιο ίδρυμα που αναλαμβάνει τις επικουρικές συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων (RAFP). Η οντότητα αυτή, στην οποία εισρέουν και οι εργοδοτικές εισφορές της δημόσιας διοίκησης, διαχειρίζεται τα 40 δισεκατομμύρια των περιουσιακών στοιχείων της όπως ένα αγγλοσαξονικό ιδιωτικό συνταξιοδοτικό ταμείο, κεφαλαιοποιώντας τις εισφορές και αποδίδοντας το προϊόν τους στους δικαιούχους όταν σταματήσουν να εργάζονται.
Gregory Rzepski
(1) Συνέντευξη στην εφημερίδα «Journal du dimanche», Παρίσι, 5 Φεβρουαρίου 2023.
(2) Δήλωση «πόθεν έσχες» που κατατέθηκε στην Ανώτατη Αρχή για τη Διαφάνεια της Δημόσιας Ζωής (Haute Autorité pour la transparence de la vie publique - HATVP) στις 28 Ιουλίου 2022.
(3) Aurélie Blondel, «Retraites: la capitalization s’installe à bas bruit chez les Français» και «Le PER, un “bulldozer” de la défiscalisation», «Le Monde», 16 Φεβρουαρίου 2023.
(4) Δεδομένα που αναρτήθηκαν στο Διαδίκτυο στις 7 Φεβρουαρίου 2023, https://drees.solidarites-sante.gouv.fr.
(5) Michel Laroque, «L’adaptation de la politique d’assurance vieillesse au vieillissement», «Vie sociale», τ. 15, Παρίσι, 2016.
(6) Βλ. Gaël Coron, «L’inscription des retraites dans la politique de l’Union européenne», στο Nicolas Castel και Bernard Friot (επιμ.), Retraites: généraliser le droit au salaire, Éditions du Croquant, Vulaines-sur-Seine, 2022.
(7) (Σ.τ.Μ.) Η Γενική Διεύθυνση Σχεδιασμού δημιουργήθηκε στη Γαλλία το 1946 από τον στρατηγό ντε Γκολ. Υπαγόταν κατευθείαν στον πρόεδρο της Δημοκρατίας και ήταν επιφορτισμένη με τον στρατηγικό σχεδιασμό της οικονομικής δραστηριότητας στη χώρα, υποβάλλοντας πενταετή πλάνα. Από τη δεκαετία του 1980, σταδιακά αποδυναμώθηκε, μέχρι τη μετονομασία-κατάργησή της το 2006.
(8) «Vieillir demain», έκθεση της ομάδας Prospective personnes âgées pour le VIIIe Plan, La Documentation française, Παρίσι, 1980.
(9) Laurent Carroué, «La crise économique et financière états-unienne: enjeux géographiques et géopolitiques», «Hérodote», τ. 132, Παρίσι, 2009.
(10) Julien Duval, Le Mythe du «trou de la Sécu», Raisons d’agir, Παρίσι, 2008.
(11) Βλ. Sylvain Leder, «BlackRock, la finance au chevet des retraités français», «Le Monde diplomatique», Ιανουάριος 2020.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου