Όλοι γνωρίζουμε ότι ο Ουγκώ δεν ήταν Κομμουνάρος, αλλά μας είναι γνωστή και η ζωή και το έργο του και σε ποια ύψη ουμανισμού και πολιτικής γενναιότητας έφτασε, καθώς ανάλαβε την υπεράσπιση (μετά την ήττα της Κομμούνας) ανθρώπων που ούτε τις κοινωνικές ούτε τις πολιτικές τους πεποιθήσεις αποδεχόταν.
«Η υπόθεση της Κομμούνας είναι υπόθεση της κοινωνικής επανάστασης, υπόθεση της ολοκληρωτικής πολιτικής και οικονομικής απελευθέρωσης των εργαζομένων, είναι υπόθεση του παγκόσμιου προλεταριάτου. Και με την έννοια αυτή το έργο της Κομμούνας είναι αθάνατο», υπογράμμιζε ο Β.Ι. Λένιν σε άρθρο του με αφορμή τα 40 χρόνια της Παρισινής Κομμούνας.
Από τότε κύλησε κάμποσο ακόμα νερό στο μύλο της Ιστορίας, και τα παραπάνω λόγια παραμένουν επίκαιρα όσο και η διαχρονική ανάγκη των καταπιεσμένων μαζών για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Φέτος συμπληρώνονται 150 χρόνια από την Κομμούνα του Παρισιού (ή Παρισινή Κομμούνα), την πρώτη προλεταριακή επανάσταση στην ιστορία της ανθρωπότητας. Για πρώτη φορά, τότε, οι εργάτες του Παρισιού ανέτρεψαν την αστική κυβέρνηση και άρχισαν να οικοδομούν το δικό τους κράτος, διακηρύσσοντας την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.
Η Κομμούνα είχε σύντομη ζωή, δέκα βδομάδες ή 72 μέρες (18 Μάρτη – 28 Μάη 1871), ήταν όμως αρκετή για να σφραγίσει ολόκληρη την κοινωνική και πολιτική ζωή. Στις 28 του Μάη 1871 η Παρισινή Κομμούνα πνίγεται στο αίμα, με την αγριότητα των νικητών να ξεπερνάει κάθε προηγούμενο. Σχεδόν 100.000 Παριζιάνοι καταλήγουν στη φυλακή ή εξόριστοι, εκτοπίζονται, εκτελούνται.
Ποια στάση κράτησε ο μεγάλος συγγραφέας Βίκτωρ Ουγκώ (26 του Φλεβάρη 1802 – 22 του Μάη 1885) σχετικά με την Κομμούνα του Παρισιού; Ποια η σχέση του συγγραφέα των αριστουργηματικών «Αθλίων», που υπήρξε υμνητής της Γαλλικής Επανάστασης, με τους φλογερούς επαναστάτες του Παρισιού που άλλαξαν τον ρου της Ιστορίας για 72 μέρες, συνταράσσοντας συθέμελα την «κανονικότητα» της εποχής τους;
Απαντήσεις μάς δίνουν οι Αλεξάντρ Πέσεφ και Λουντμίλα Στεφάνοβα στην εξαιρετικά διαφωτιστική εργασία τους που εκδόθηκε στα πλαίσια του 11ου Φεστιβάλ ΚΝΕ – Οδηγητή, το 1985, με τον τίτλο «Η λογοτεχνία της Παρισινής Κομμούνας». Από την έκδοση αυτή αντιγράφουμε το απόσπασμα που ακολουθεί:
Όταν μιλάμε για την Παρισινή Κομμούνα δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε και στη σχέση του Βίκτωρα Ουγκώ μ’ αυτήν, με το έργο της και τους ανθρώπους που το ανάλαβαν.
Όλοι γνωρίζουμε ότι ο Ουγκώ δεν ήταν Κομμουνάρος, αλλά μας είναι γνωστή και η ζωή και το έργο του και σε ποια ύψη ουμανισμού και πολιτικής γενναιότητας έφτασε, καθώς ανάλαβε την υπεράσπιση (μετά την ήττα της Κομμούνας) ανθρώπων που ούτε τις κοινωνικές ούτε τις πολιτικές τους πεποιθήσεις αποδεχόταν.
Για να μπορέσουμε να ξεκαθαρίσουμε ως ένα σημείο αυτή την αντίθεση, ας αρχίσουμε από παλιότερα. Την επόμενη μέρα μετά το πραξικόπημα του Δεκέμβρη το ’51 φεύγει σαν πολιτικός πρόσφυγας απ’ τη χώρα του κι ανακοινώνει πως δεν θα γυρίσει, όσο διάστημα θα ’ναι στην εξουσία ο σφετεριστής.
Και κράτησε το λόγο του – γύρισε στο Παρίσι στις 5 Σεπτέμβρη του 1870, την άλλη μέρα της ανακήρυξης της Δημοκρατίας. Η Γαλλία όπως ήδη διαπιστώσαμε ζούσε φοβερές μέρες. Πιστεύοντας προς στιγμή ότι ο πόλεμος δεν ήταν ενάντια στη Γαλλία, αλλά στον αυτοκράτορα, ο ίδιος ο Ουγκώ κάνει έκκληση «στους Γερμανούς» να σταματήσουν οι πολεμικές επιχειρήσεις ενάντια στη Δημοκρατία. Οι Γερμανικές εφημερίδες απαντούν «κρεμάστε τον ποιητή σε φαναρόστυλο». Μην πιστεύοντας στους στρατηγούς ο Ουγκώ εναποθέτει τις ελπίδες του στο λαό, καλώντας τον σε παλλαϊκό αμείλικτο πόλεμο κατά του ξένου κατακτητή. Αν κι ο λαός έκανε ηρωική αντίσταση ο πόλεμος οδηγούσε σε πλήρη στρατιωτική ήττα.
Ο Ουγκώ ελπίζει ότι και πάλι μπορεί ίσως να επιτευχθεί μια αξιοπρεπής συμφωνία ειρήνης. Με μια τέτοια ελπίδα βάζει υποψηφιότητα για βουλευτής σ’ ένα απ’ τα διαμερίσματα του Παρισιού. Οι ελπίδες του όμως δεν δικαιώνονται. Η πλειοψηφία της Εθνικής συνέλευσης που συνεδριάζει στο «Μπορντό» και που αποτελούνταν από αντιδραστικούς, φοβάται πολύ περισσότερο απ’ το λαό, πολύ περισσότερο απ’ τους Πρώσους. Αυτές τις μέρες παραιτείται κι ο Ουγκώ απ’ την Εθνική συνέλευση κι εγκαθίσταται στο Παρίσι.
Έρχεται η Κομμούνα. Την πρώτη μέρα στις 18 Μάρτη, συμβαίνει το εξής: στην πλατεία της Βαστίλης προς το μεσημέρι μια συνοδεία κηδείας προχωρεί προς το νεκροταφείο! Μετά το φέρετρο ακολουθεί ένας ασπρισμένος γεράκος. Οι άνδρες της Εθνοφυλακής γνωρίζουν ότι αυτή η συντριμμένη απ’ τον πόνο φυσιογνωμία είναι ο πολίτης Βίκτωρ Ουγκώ που στέλνει στο Πιερ-Λασαίζ το λείψανο του γιου του Σαρλ. Σ’ όλο το δρόμο ανεμίζουν σημαίες. Αυτή τη μεγάλη στιγμή της ζωής του περιέγραψε στο ποίημα «Ενταφιασμός» που τυπώθηκε στη συλλογή «Η φοβερή χρονιά».
Στο στίχο «Η μάνα που υπερασπίζεται το γιο της» (Απρίλης ’71) παρουσιάζει την Κομμούνα σαν σκληρή και τρυφερή μάνα που υπερασπίζεται το παιδί της, που ονομάζεται «μέλλον».
Τέτοιο είναι το Παρίσι, η πόλη όπου η Ευρώπη συναντιέται
με το δίκιο, τη δόξα και την τέχνη, την τριπλή τροφό
που θηλάζει αυτό το λαμπρό παιδί. Το Μέλλον.Τον Μάρτη και τις πρώτες μέρες του Απρίλη, ο Ουγκώ δημιουργεί ποιητικά έργα, γεμάτα από αγάπη, περηφάνεια, θαυμασμό και σεβασμό για το Παρίσι επόμενα και για την Κομμούνα. Έτσι κι αλλιώς δεν μπόρεσε να κατανοήσει την βαθιά ιστορική σημασία της Κομμούνας. Πιο συγκεκριμένα, δεν μπόρεσε να κατανοήσει τον μεγαλειώδη πόλεμο μεταξύ Κομμούνας και Βερσαλιών, ότι ήταν αγώνας για ζωή ή για θάνατο, της αστικής ή της εργατικής τάξης, αγώνας μεταξύ του παλιού κόσμου και του νέου που ήθελε να χτίσει η Κομμούνα.
Πάλι θα είμαστε άδικοι αν πούμε, ότι στα ποιήματα που έγραψε τον Μάη έβριζε την Κομμούνα, έστω κι αν την ενοχοποίησε για κάποιες παρεκτροπές. Σ’ αυτές τις κατηγορίες όμως έκανε λάθος! Έκανε λάθος όταν έβαλε κάτω απ’ το ίδιο πρίσμα την Κομμούνα και τις Βερσαλίες, για κείνη την ματωμένη τραγωδία που έζησε η Γαλλία μπροστά στα μάτια του ξένου εχθρού.
Ο κάθε εμφύλιος πόλεμος είναι μια μεγάλη δοκιμασία για τον λαό. Ο ποιητής δεν μπόρεσε να κατανοήσει ότι ο ένοχος του αδελφοκτόνου πόλεμου δεν ήταν η Κομμούνα, αλλά οι Βερσαλίες, ότι ήταν επιλογή της προδοτικής μπουρζουαζίας. Δεν προκάλεσε η Κομμούνα τον εμφύλιο πόλεμο, αυτή αμύνθηκε. Σε κάθε τέτοιο πόλεμο φτάνει κανείς στις ακρότητες. Πράγματι οι Κομμουνάροι κατάστρεψαν το μνημείο Βαντόμ, αλλά είχαν δίκιο, ήταν μνημείο του μιλιταρισμού και της χρεωκοπημένης μοναρχίας. Είχαν πρόθεση να φτιάξουν στη θέση του, μνημείο της ειρήνης και της αδελφοσύνης των λαών. Συγχρόνως όμως, με τους άγριους βομβαρδισμούς τους οι Βερσαλιώτες κατάστρεψαν πολλά κτίρια και ιστορικά μνημεία, μεταξύ των οποίων και την αψίδα του θριάμβου.
Στο ποίημα του «Δυο λάφυρα» (16 Μάη 1871) ο ποιητής δοκιμάζει να συγκρίνει το ένα με το άλλο, βάζοντας στο ίδιο καζάνι την Κομμούνα και τις Βερσαλίες.
Προς τιμή του πρέπει να πούμε ότι οι κατηγορίες για τους Κομμουνάρους δεν ήταν αποτέλεσμα μίσους ή κακής θέλησης, αλλά αποτέλεσμα λανθασμένης κατανόησης. Από εκεί ξεκινά κι ο διχασμός στη συνείδησή του.
«Κατ’ αρχάς είμαι υπέρ της Κομμούνας και κατά της πρακτικής της» ή «η Κομμούνα είναι κάτι ωραίο αλλά κακά πραγματοποιημένο».
Έπρεπε ν’ ακολουθήσει η ήττα της Κομμούνας και η λεγόμενη «λευκή τρομοκρατία» που επακολούθησε για να δούμε του Ουγκώ κάτω από άλλο πρίσμα.
Στο τέλος του Μάη για οικογενειακούς λόγους βρίσκεται στις Βρυξέλλες. Τότε η Βελγική κυβέρνηση ανακοινώνει ότι κλείνει τα σύνορά της στους πρόσφυγες Κομμουνάρους. Την άλλη μέρα ο Ουγκώ δημοσιεύσει σ’ εφημερίδα ότι παραχωρεί καταφύγιο σ’ όλους τους Κομμουνάρους στο σπίτι του. Τη νύχτα, γιοι αντιδραστικών αστών, η λεγάμενη «χρυσή νεολαία», επιτίθεται στο σπίτι του φωνάζοντας «θάνατος στον Γιάννη Αγιάννη».
Η ίδια η κυβέρνηση αντί να τιμωρήσει αυτή την ενέργεια τον διώχνει απ’ το Βέλγιο. Καταφεύγει στο Λουξεμβούργο κι εκεί μαθαίνει μ’ ευχαρίστηση ότι οι βελγικές αρχές ανακαλέσανε την απόφασή τους και δέχονται τους πρόσφυγες Κομμουνάρους.
Τον Ιούνη στο έργο του «Γιορτή στις Βερσαλίες» δείχνει την περιφρόνησή του σ’ εκείνες τις «θελκτικές» κυρίες, που με την άκρη της ομπρέλας τους άνοιγαν τις πληγές μιας αιχμάλωτης (πραγματικό γεγονός). Τις παρομοιάζει με σκύλες που ξεσηκώνουν τρόμο. Το «Άμοιρος σύντροφος» (Ιούνης 1871) είναι μια φωνή καταδίκης κι αποτροπιασμού που βγαίνει μέσ’ από την πληγωμένη του ψυχή μπροστά σε πραγματικά γεγονότα.
«Καθώς σκέφτομαι ότι σκότωσαν έγγυες γυναίκες
και πως μέσ’ απ’ τους λάκους υψώνονται τα χέρια
Όχι, χίλιες φορές όχι».Όταν ο Θιέρσος ανακοινώνει ότι «Στο Παρίσι βασιλεύει η τάξη», ο Ουγκώ απαντά: «Τι κυνισμός! Όχι! Οι Κομμουνάροι έκαναν παρεκτροπές, αλλά από αγραμματοσύνη τις έκαναν (έτσι πίστευε ο ίδιος). Αλλά η Κομμούνα ποτέ δεν έκανε αυτό που αυτοί κάνουν τώρα κι αυτοθαυμάζονται σαν “άνθρωποι της τάξης και του νόμου”».
Έτσι τώρα κάτω απ’ την επίδραση των αποτρόπαιων εγκλημάτων της «Ματωμένης βδομάδας» ο ποιητής θέτει τον εαυτό του πίσω απ’ το οδόφραγμα της Κομμούνας. Όχι ότι εναγκαλίστηκε τα ιδανικά της για μια νέα κοινωνία – αυτός παραμένει στις θέσεις της Γαλλικής Επανάστασης 1789-1893 – αλλά τώρα η Κομμούνα γι’ αυτόν είναι το πιο ανθρώπινο, το πιο όμορφο, το πιο ευγενικό σύμβολο της ζωής.
Μέσ’ απ’ αυτή την ηθικο-αισθητική άποψη – όχι ταξικοινωνική – αισθάνεται ότι η Κομμούνα είναι συνεχιστής της πρώτης επανάστασης.
Δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στο ποίημα «Στο οδόφραγμα» (27 Ιούνη 1871) και να μην προσέξουμε πώς τραγουδάει τον ηρωισμό και τη στωικότητα των Κομμουνάρων στο πρόσωπο ενός παιδιού.
Στο οδόφραγμα, ανάμεσα σε σωρούς ποτισμένους από κάθε ένοχο ή αθώο αίμα μαζί με
τους άντρες κι ένα αγόρι συλλαμβάνεται:
– Και συ μ’ αυτούς;– Ναι, μαζί τους είμαι!
– Τότε εδώ περίμενε τη σειρά σου.
Ομοβροντίες, αστραπές και θόρυβοι.
Αυτό βλέπει!
Στην άκρη στον τοίχο, οι σύντροφοί του χάνονται.
Πάει στον αξιωματικό.
– Μπορώ μέχρι το σπίτι να περάσω, αυτό εδώ το ρολόι στη μάνα μου να δώσω;
– Θέλεις να ξεφύγεις;
– Όχι, θα γυρίσω.
– Φοβιτσιάρη, να ζήσεις θέλεις!
– Να εκεί μένουμε κοντά στη βρύση.
– Πήγαινε, πονηρέ, πήγαινε, καλά ξέρεις το ψέμα.
Το παιδί τρέχει – αχ πως τρέχει απ’ το φόβο το παιδί. Χαμογελάει ο αρχηγός, και τ’ άγριο πολεμικό βλέμμα με του θανάτου μοιάζει.
Αλλά στη στιγμή το γέλιο παγώνει, γιατί τ’ αγόρι εκεί, χλωμό εμφανίζεται πάλι, και περήφανα στέκει μπροστά του.
Γύρισε ήρεμα την πλάτη στο ματωμένο τοίχο.
– Ήλθα δεν φοβάμαι!!Μετά την ήττα της Κομμούνας, ο Ουγκώ δεν σταματά ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεται για την αμνηστία όλων των Κομμουνάρων που βρίσκονταν στην προσφυγιά, στην εξορία, στα κάτεργα.
Όταν κάποιοι άλλοι συνάδελφοί του με την πένα τους προτείνουν:
«Ο πολίτης Γουσταύος Κουρμπέ, να κλειστεί σε σιδερένιο κιγκλίδωμα και να τοποθετηθεί στο υπόβαθρο του Βαντόμ» και κάποιος άλλος: «Όλοι οι Κομμουνάροι, αυτά τα λυσσασμένα σκυλιά, να τα τυλίξουμε στις αλυσίδες, και κάτω απ’ το καμτσίκι να τα σύρουμε στους δρόμους να καθαρίσουν τα ερείπια του Παρισιού».
Δυο κόσμοι, δυο αντίποδες, δύο άκρα και δυο δρόμοι. Ο ένας, οδηγούσε στο αίσχος, ο άλλος στην αθανασία.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου