5 Μαΐ 2021

Η οικονομία της προσοχής κατακτά τη λογοτεχνία

 

Συγκεκριμένα είναι πια τα συστατικά για μια γρήγορη εκδοτική επιτυχία. Έτσι, ο συγγραφέας μυθιστορημάτων πρέπει να προσελκύσει το ενδιαφέρον στο πρόσωπό του, τόσο με την παρουσία του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τα μέσα ενημέρωσης όσο και με την εξιστόρηση των καημών και των βιωμάτων του. Πρόκειται για ένα πολύ καλά χορογραφημένο θέαμα, που συχνά στέφεται με ένα λογοτεχνικό βραβείο. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των γαλλικών βραβείων του 2019, της τελευταίας «κανονικής» λογοτεχνικής σεζόν πριν από την πανδημία.

Τι θα γινόταν εάν η γαλλική λογοτεχνική σεζόν, με τα μυθιστορήματα νέας εσοδείας και τις καθιερωμένες εικασίες για τα φαβορί, σε ανταγωνισμό για ολοένα περισσότερα βραβεία που το επόμενο φθινόπωρο στοιβάζονται σαν τα ξερά φύλλα, δεν ξεκινούσε όπως είθισται στα τέλη Αυγούστου; Και τι θα γινόταν εάν είχε ήδη ξεκινήσει από τον Ιούλιο, με ένα συνέδριο αφιερωμένο στον Στεφάν Μαλλαρμέ στο διεθνές πολιτιστικό κέντρο του Σεριζύ-λα-Σαλ, διοργανωμένο από τον φιλόλογο Μπερτράντ Μαρσάλ και δύο εκ των συνεργατών του; Η υπόθεση στερείται σοβαρότητας, καθώς κάτι τέτοιο θα σήμαινε πως δεν θα υπήρχαν πια λογοτεχνικές σεζόν. Παρ’ όλα αυτά, φαντάζει ωραίο σαν σενάριο.

O Μαρσάλ ήταν ο υπεύθυνος της τελευταίας έκδοσης του Μαλλαρμέ στην εκλεκτή λογοτεχνική σειρά της Πλειάδας (La Pléiade) και πιο πρόσφατα, της νέας έκδοσης της αλληλογραφίας του1. Κατέχει από μνήμης όχι μόνο τους δύο τόμους με τα άπαντα του Μαλλαρμέ στην Πλειάδα αλλά και, χωρίς αμφιβολία, σχεδόν το 80% της αλληλογραφίας του. Αφιέρωσε τη ζωή του στο έργο του Μαλλαρμέ. Επέλεξε να προσφέρει όλον του τον χρόνο σε εκείνους που είναι  ολοκληρωτικά αφοσιωμένοι στην ποίηση, στους μελλοντικούς αναγνώστες, διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας τα ισχνά άπαντα του ποιητή. Αυτό το επίπονο πνευματικό έργο διαρκεί εδώ και μισό αιώνα –και ωστόσο δεν αρκεί για να ολοκληρώσουμε με τον Μαλλαρμέ.

Τον Οκτώβριο, η γαλλική Ταινιοθήκη, και στη συνέχεια η Ταινιοθήκη της Τουλούζης, πραγματοποίησαν προβολές της φιλμογραφίας του Γκυ Ντεμπόρ. Στο Παρίσι, αναγκάστηκαν να αρνηθούν την είσοδο σε πολύ κόσμο. Αυτό είναι που συμβαίνει όταν οι άνθρωποι θέλουν να δουν (και να κατανοήσουν) μια ταινία δώδεκα και καμιά φορά είκοσι φορές, χωρίς ποτέ το νόημά της να εξαντλείται –όπως ακριβώς συμβαίνει και με ένα ποίημα του Μαλλαρμέ. Πρόκειται για ένα γεγονός που, επιεικώς μιλώντας, δεν προσέλκυσε μεγάλη προσοχή. Ένα γεγονός που δεν μετράει, όπως ένα συνέδριο για τον Μαλλαρμέ σε έναν πύργο στο Σεριζύ-λα-Σαλ της Νορμανδίας. Σε κάθε περίπτωση, δεν είδαμε τον Μαρσάλ ούτε στις εκπομπές του Λωράν Ρουκιέρ ούτε του Τιερί Αρντισσόν ούτε καν του Φρανσουά Μπουσνέλ (Σ.τ.Ε.: διάσημοι τηλεοπτικοί παρουσιαστές). Αλλά και ο Ντεμπόρ και ο Μαλλαρμέ ξεφεύγουν από μια τέτοιου είδους προβολή: ήταν πολύ απασχολημένοι με την προσπάθειά τους να δοθούν στην ανάγνωση, να δώσουν μαθήματα ζωής, διαύγειας, απόστασης και σκιάς σε εκείνους που δεν υπολογίζουν τον χρόνο που τους αφιερώνουν. Ναι, να δώσουν.

Θα μπορούσαμε να είχαμε μείνει στο Σεριζύ ή στην Ταινιοθήκη, όμως έπρεπε να επιστρέψουμε, καθώς είχε έρθει η ώρα της νέας γαλλικής λογοτεχνικής σεζόν: εκείνης που δεν δίνει τίποτα, που δεν είναι φτιαγμένη για να δίνει, αλλά για να δίνουμε εμείς την προσοχή μας σε εκείνη, όπως ακριβώς σε έναν αθλητικό αγώνα, από τον οποίο δεν διαφέρει σχεδόν σε τίποτα, καθώς είναι καταδικασμένη να εξαφανιστεί μετά την επόμενη. Της δίνουμε προσοχή, την οποία μπορούμε να αποσύρουμε αργά ή γρήγορα για να την επικεντρώσουμε σε κάτι άλλο. Στην αγγλική γλώσσα είναι ακόμα πιο ξεκάθαρο: λέμε to pay attention –πληρώνουμε με την προσοχή μας. Η αγγλική ψυχή έχει το εμπόριο αν όχι στο αίμα της, τουλάχιστον στη γλώσσα της. Δίνουμε προσοχή, πληρώνουμε με προσοχή, αναμένουμε μια απόδοση από την επένδυσή μας –και αυτός είναι ακριβώς ο λόγος για τον οποίο σήμερα μιλάμε για μια οικονομία της προσοχής. Με την έναρξη της λογοτεχνικής σεζόν, βρισκόμαστε σε ένα καθεστώς συναλλαγών, όπου η προσοχή είναι το νέο νόμισμα. Ο συγγραφέας πρέπει να πληρώσει με την έκθεση του εαυτού του προκειμένου να του δώσω προσοχή. Εάν δεν πληρώσει, η προσοχή μου στρέφεται αλλού. Και, σε κάθε περίπτωση, η προσοχή μου μετράει για τον συγγραφέα, καθώς ο ανταγωνισμός μεταξύ εκείνων που θέλουν να τους την δώσω είναι άγριος και δεν έχω μονάχα αυτό να κάνω.

Φυσικά, ο ανταγωνισμός και τα βραβεία πάντοτε υπήρχαν στη λογοτεχνία. Όμως, με την επικράτηση της οικονομίας της προσοχής, ένα καινούργιο φαινόμενο έκανε την εμφάνισή του. Η λογοτεχνία δεν προσδιορίζεται πλέον εκ των έσω, σύμφωνα με κανόνες που έχει θεσπίσει ο κλάδος, όπως εξηγούσε ο Πιερ Μπουρντιέ, αλλά με τρόπο ετερόνομο, με όρους προσοχής που της έχουν επιβληθεί εξωτερικά. Ο Μαλλαρμέ στο Σεριζύ από τη μια πλευρά και η νέα λογοτεχνική σοδειά από την άλλη: ιδού δύο κόσμοι απλά ασύμβατοι, χωρίς κοινή μονάδα μέτρησης. Ναι, απλά, δηλαδή χωρίς δεύτερες σκέψεις περί παρακμής της λογοτεχνίας, που πάντοτε υπαινίσσονται πως ό,τι χάθηκε θα μπορούσε να ανακτηθεί, λες και η ιστορία καταλήγει στην επιστροφή σε παλαιότερες καταστάσεις, λες και με την κατάληψη της λογοτεχνίας από την οικονομία της προσοχής δεν αλλάζει θεμελιωδώς η φύση της.

Είναι απλά αδιανόητο να φανταστούμε τον Μαλλαρμέ και τον Ντεμπόρ να κάνουν εκείνα που τόσοι συγγραφείς είναι αναγκασμένοι να κάνουν σήμερα προκειμένου να τους δώσουμε την προσοχή μας. Για παράδειγμα, να εμφανίζονται χωρίς σταματημό παντού, πολύ περιποιημένοι, πολύ ευπαρουσίαστοι, αφού η διαρκής κατάληψη των τηλεοπτικών πλατό, η προβολή της δημοσιότητάς τους στο YouTube ή στο Instagram και η αλληλεπίδραση με το αναγνωστικό κοινό τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν μέρος των υποχρεώσεων τους –ο συγγραφέας οφείλει να είναι κοντά στον αναγνώστη, είναι ο γενναιόδωρος πλησίον μας. Ή να συμμορφώνονται με τους κανόνες της βιομηχανίας της προσοχής, εκθέτοντας τις μύχιες σκέψεις, τις τραυματικές εμπειρίες και τα βάσανα, τα δικά τους, εκείνα των οικείων και των λιγότερο οικείων τους, ή ακόμα τις κακοποιήσεις και τις αδικίες που έχουν υποστεί, αφήνοντας τη λογοτεχνία να τις αποκαταστήσει μέσα από την έκθεσή τους. Η λογοτεχνία μοιάζει πλέον να έχει ως πρωταρχική λειτουργία την κινητοποίηση της ενσυναίσθησής μας, η οποία προσφέρει τους τίτλους ευγενείας της στην οικονομία της προσοχής, που αφ’ εαυτής θα κινδύνευε να φανεί μάλλον χυδαία. Και, προκειμένου να κινητοποιήσει την ενσυναίσθηση, πρέπει οι ίδιοι οι συγγραφείς να κάνουν το πρώτο βήμα, βάζοντας ένα κομμάτι της δικής τους. Στη λογοτεχνική σεζόν του 2019 λόγου χάρη, φάνηκε πως η ενσυναίσθηση για ακόμη μία φορά στράφηκε προς το οικογενειακό παρελθόν, με τα μυθιστορήματα του Ζαν-Λυκ Κοαταλέμ (La Part du fils) και του Σαντιάγο Αμιγκορένα (Le Ghetto Intérieur)2, και τα δύο υποψήφια για τα μεγάλα λογοτεχνικά βραβεία Γκονκούρ και Ρενοντό. Είναι αφιερωμένα, και το ένα και το άλλο, στο τραγικό πεπρωμένο των παππούδων τους, με τον πρώτο να συντρίβεται από τη ναζιστική μηχανή θανάτου και τον δεύτερο να βυθίζεται στη σιωπή μετά τον χαμό της μητέρας του, μεταξύ του γκέτο της Βαρσοβίας και του στρατοπέδου εξόντωσης της Τρεμπλίνκα. Η τρομακτική σιωπή μεταδίδεται στον αναγνώστη.

Είναι απλά αδιανόητο να φανταστούμε τον Μαλλαρμέ και τον Ντεμπόρ να ανησυχούν αν τους νιώθουμε ή αν τους συμπαθούμε: δεν επιθυμούν την προσοχή μας, αδιαφορούν πλήρως για τους κατοπτρικούς νευρώνες μας. Δεν βρίσκονται στη σφαίρα της οικονομίας, βρίσκονται στη σφαίρα του δώρου (του ποιήματος, όπως θα έλεγε ο Μαλλαρμέ), του πότλατς3. Αντιστρόφως, όλα δείχνουν πως ελάχιστοι αναγνώστες των συγγραφέων που συνωστίζονται στις υποψηφιότητες για τα λογοτεχνικά βραβεία είναι έτοιμοι να τους αφιερώσουν πενήντα χρόνια της ζωής τους –και ακόμη λιγότεροι να απομνημονεύσουν τα μυθιστορήματά τους. Εξάλλου, ούτε ο Κοαταλέμ ούτε οι υπόλοιποι θα ήξεραν τι να κάνουν με αναγνώστες που θα τους αφιέρωναν τη ζωή τους. Μπορεί ενδεχομένως να είναι έτοιμοι να επικοινωνήσουν μαζί τους στα κοινωνικά δίκτυα, όμως δεν γράφουν με σκοπό να μην σταματήσουμε ποτέ να ασχολούμαστε με τα βιβλία, τα ποιήματα, τις φράσεις τους. Αντιθέτως, βάζουν τα δυνατά τους ώστε κατά κάποιον τρόπο να έχουν διαβαστεί προκαταβολικά –πρόκειται αναμφίβολα για την απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να αποκτήσουν πρόσβαση στη σφαίρα του λογοτεχνικού γεγονότος. Πρέπει, εν ολίγοις, η ανάγνωση να έχει τελειώσει προτού καν ξεκινήσει. Οι μάνατζερ της προσοχής γνωρίζουν πως η ποσότητα της προσοχής που είμαστε έτοιμοι να επενδύσουμε σε ένα αντικείμενο είναι αντιστρόφως ανάλογη της προσπάθειας που πρέπει να καταβάλλουμε για να την επικεντρώσουμε σε κάτι. Γι’ αυτόν τον λόγο έχει επιβληθεί το να γράφεις ώστε ο αναγνώστης να μην έχει τίποτα να ξαναδιαβάσει (τίποτα να επιθυμήσει): πρέπει να περάσεις από εκεί προκειμένου να έχεις επιδόσεις σε αυτή τη μικρή περιοχή της οικονομίας της προσοχής που συνεχίζουμε να αποκαλούμε λογοτεχνία. Την οποία μπορούμε επίσης να ορίσουμε ως τη λογοτεχνία στο θεαματικό της στάδιο, μετρήσιμη (όπως οφείλει) με δείκτες, βασισμένους στα βραβεία που απονέμονται.

Είναι σημαντικό λοιπόν να επενδύεις τον χρόνο σου σε εκδηλώσεις δημοσιότητας, αυτό το παραχάιδεμα που συνιστά τον ανυπέρβλητο ορίζοντα του πολιτισμού του θεάματος. Τα βραβεία συμβάλλουν στη μετατροπή της λογοτεχνίας σε δρώμενο δημοσιότητας και, γενικότερα, κάθε λογοτεχνική σεζόν αξιολογείται με βάση την περιεκτικότητά της σε εκδηλώσεις. Υπό αυτό το πρίσμα, η σοδειά του 2019 μάλλον δεν ήταν ιδιαιτέρως αξιόλογη, όπως διαβάσαμε προτού φυσικά ανακοινωθούν τα βραβεία (μετά, είναι πλέον αργά: όλα τα βιβλία που βραβεύονται είναι εξ ορισμού αριστουργήματα). Υπήρξε βεβαίως ο Γιαν Μουά, ο οποίος με το Orléans αναμενόταν να λειτουργήσει ως ατμομηχανή –είναι εξάλλου ένας πραγματικός επαγγελματίας αυτής της οικονομίας. Όμως υπέστη μια ηχηρή αποτυχία (πράγματι, αυτό είναι το βασικό δίδαγμα και σχεδόν το μοναδικό γεγονός της λογοτεχνικής σεζόν του 2019: μια ατμομηχανή μπορεί να εκραγεί και να γίνει χίλια κομμάτια). Κι όμως, είχε πουλήσει πολύ δραστήρια τον εαυτό του, χωρίς να μας απαλλάξει από την παραμικρή λεπτομέρεια για τα μαρτυρικά παιδικά χρόνια του –πολύ σύντομα όμως, αρχίσαμε να μην καταλαβαίνουμε τι από αυτά ήταν «ψαχνό» και τι «γαρνιτούρα», τι ήταν αλήθεια και τι ψέμα. Προσπάθησε να επανορθώσει με μια θεαματική τηλεοπτική εμφάνιση, όπου προχώρησε σε όχι και τόσο πλήρεις ομολογίες σχετικά με «τα σφάλματα της νεότητάς του»4 –με τον πρώην εργοδότη του να έχει αναλάβει την παραγωγή της εκπομπής. Ιδού λοιπόν ένα ενδιαφέρον θεαματικό συμβάν, αν και σε κάπως μεταγενέστερο, λανθασμένο χρόνο: o Μουά με λίγα λόγια εφηύρε το μεθύστερο5 θεαματικό συμβάν, το γεγονός μετά το γεγονός, σαν κατά κάποιο τρόπο να σκηνοθετούσε την επερχόμενη δυσμένεια.

Ως εκ τούτου, στην κατηγορία εκείνων, ανδρών και γυναικών, που όντως πληρώνουν με την έκθεση του εαυτού τους, που οι ίδιοι γίνονται το «γεγονός», που συντονίζονται με τις θυσιαστικές επιταγές της οικονομίας της προσοχής, ανήκει η Έμμα Μπέκερ: με το La Maison, υποψήφιο για βραβείο Ρενοντό, έμοιαζε να προηγείται στην κούρσα. Μια νέα γυναίκα των γραμμάτων, πτυχιούχος της Σορβόννης, που καταβυθίζεται επί δυόμισι χρόνια σε έναν οίκο ανοχής στο Βερολίνο για να γράψει ένα αληθινό μυθιστόρημα για την πορνεία, ένα είδος αντί-Νανά ή αντί-Μωπασσάν, όπως έλεγαν (όπως έλεγε). Ιδού η αυθεντικότητα: εδώ έχουμε πραγματικό «ψαχνό» και άρα πρόκειται για το σχεδόν ιδανικό αντικείμενο της θεαματικής λογοτεχνίας. Ή μήπως είναι υπερβολικά ιδανικό, υπερβολικά ωραίο για να είναι αληθινό; Η Μπέκερ δεν κατόρθωσε να προχωρήσει πέρα από τα ημιτελικά, αναμφίβολα επειδή θα έπρεπε να είχε τηρήσει τους τύπους, να είχε κάπως «γαρνίρει» το «ψαχνό». Όχι επειδή ένα μυθιστόρημα για την πορνεία γραμμένο από ένα άτομο που επιδόθηκε σε αυτήν θα θεωρούνταν απρεπές ή ταμπού –το αντίθετο. Το τέχνασμα είναι απόλυτα συντονισμένο με τον σύγχρονο πολιτισμό του θεάματος. Δεν παραλείπει να προκαλεί το ρίγος για το οποίο ξετρελαίνεται το θέαμα και που πάντοτε αποτελεί ένδειξη της θυσιαστικής διάστασής του («Είναι ριψοκίνδυνη, τόλμησε να το κάνει, έκανε το μεγάλο βήμα, ξεπέρασε τα όρια»).

Η Μπέκερ λοιπόν αξίζει επαίνους –θα μπορούσαμε όμως ποτέ να φανταστούμε την κριτική επιτροπή των βραβείων Ρενοντό (εννέα άντρες, μία γυναίκα) να διακηρύσσει σχεδόν επίσημα πως αρκεί να εκπορνεύεσαι επί περίπου δυόμιση χρόνια για να γράψεις το καλύτερο μυθιστόρημα της χρονιάς; Η κριτική επιτροπή ήταν άραγε έτοιμη να παραδεχτεί, όπως η Μπέκερ ισχυρίζεται σε κάποια βίντεο στο YouTube, ότι η εκπόρνευση και η συγγραφή είναι λίγο-πολύ το ίδιο πράγμα αφού, όπως ακριβώς σε ένα μπορντέλο, έτσι και στη λογοτεχνία, υποδυόμαστε ρόλους; Εκτός κι αν φανταζόμαστε (και είναι δύσκολο με ένα μυθιστόρημα που ουσιαστικά αποτελεί μια συνηγορία υπέρ της κανονικοποίησης της πορνείας) πως τα πορνεία είναι χώροι όπου ευνοείται το πότλατς, το δώρο και η αγάπη, όλα αυτά θα μας οδηγούσαν να παραδεχθούμε πως, στην εποχή της οικονομίας της προσοχής, η λογοτεχνία πράγματι εμπίπτει στην ίδια κανονικοποίηση, πρόκειται δηλαδή για μια απλή συναλλαγή, για ένα είδος πορνείας με μόλις και μετά βίας μεταφορική έννοια. Σε μια τέτοια περίπτωση, η λογοτεχνία δεν θα είχε άλλη περιοχή δικαιοδοσίας παρά μόνο αυτό το «πληρώνω με την έκθεση του εαυτού μου», που μου επιτρέπει να αποκτήσω ένα κεφάλαιο προσοχής ή προβολής, το οποίο στις μέρες μας αντικαθιστά ωφελιμιστικά το συμβολικό κεφάλαιο, αυτή την τόσο αγαπητή στον Μπουρντιέ έννοια. Όμως, η κριτική επιτροπή των Ρενοντό αποφάσισε ότι, ακόμα και αν ισχύει κάτι τέτοιο, δεν θα πρέπει να το πολυλέμε: πρέπει να συνεχίσουμε να προσποιούμαστε ότι η λογοτεχνία συνεχίζει να υπάρχει, με συγγραφείς που μοιάζουν με πραγματικούς συγγραφείς. Εξάλλου, βρισκόμαστε στη Γαλλία, τη χώρα της λογοτεχνίας. Έτσι, ο Συλβαίν Τεσσόν, ο συγγραφέας-ταξιδιώτης, λάτρης της ελεύθερης πτώσης και των χαμηλών θερμοκρασιών, ήταν εκείνος που πήρε το βραβείο.

Τα ξερά φύλλα και τα βραβεία σταμάτησαν να στοιβάζονται. Στα ξεχασμένα δάση, όταν περάσει ο σκοτεινός χειμώνας, μας απομένει μονάχα εκείνο που δεν τελειώνει ποτέ.

  1. Stéphane Mallarmé, Αλληλογραφία, 1854-1898, Εκδόσεις Gallimard, συλλογή «Blanche», Παρίσι, 2019. (Σ.τ.Μ): Οι εκδόσεις της Πλειάδας (La Pléiade) ιδρύθηκαν στο Παρίσι από τον εβραϊκής καταγωγής Ζακ Σιφρίν το 1923. Το 1931 ίδρυσε τη «Βιβλιοθήκη της Πλειάδας», με εναρκτήριο τόμο το ολοκληρωμένο έργο του Μπωντλαίρ. Τις εκδόσεις αγόρασε το 1933 και κατέχει έως σήμερα ο εκδοτικός οίκος Γκαλιμάρ (Gallimard), όταν ο Ζαν Σιφρίν αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στην Αμερική εξαιτίας της ναζιστικής απειλής. Θεωρείται κορυφαία τιμή για κάποιον συγγραφέα να δημοσιευτεί το έργο του στη συγκεκριμένη συλλογή.
  2. Jean-Luc Coatalem, La Part du fils, Stock, συλλογή «La bleue», Παρίσι, 2019˙ Santiago Amigorena, Le Ghetto intérieur, P.O.L, Παρίσι, 2019.
  3. (Σ.τ.Μ.): Πότλατς: Τελετουργικό έθιμο των λαών της βορειοδυτικής Αμερικής που χαρακτηρίζεται από την απονομή δώρων από τον οικοδεσπότη ή ενίοτε και την καταστροφή υλικών αγαθών με σκοπό την επίδειξη πλούτου και γενναιοδωρίας, με την προσδοκία μιας ανταπόδοσης.
  4. Αντισημιτικά κείμενα και σχέδια που δημοσιεύτηκαν σε μια φοιτητική εφημερίδα.
  5. (Σ.τ.Μ.): Μεθύστερο, après-coup: Στην ψυχανάλυση, ο όρος après-coup δηλώνει τη διαδικασία με την οποία ορισμένα τραυματικά γεγονότα εκδηλώνονται μεταγενέστερα και σε ένα διαφορετικό πλαίσιο, που τους δίνει νέο νόημα.
  • Καθηγητής Λογοτεχνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης στο Πανεπιστήμιο του Σεν Γκαλ (Ελβετία). Συγγραφέας του Dernières nouvelles du spectacle (Ce que les médias font à la littérature), Εκδόσεις Seuil, Παρίσι, 2017.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More