Eric Klinenberg |
Έχουμε την τάση να ορίζουμε το διαδίκτυο ως μέσο απόλυτης ελευθερίας επειδή, επιτέλους, επιτρέπει σε οποιοδήποτε άτομο -στο μέτρο, βεβαίως, που ανήκει σε κάποια από τις προνομιούχους πληθυσμιακές κατηγορίες του πλούσιου κόσμου- να λαμβάνει πληροφορίες αντίστοιχες των προτιμήσεών του, αλλά και να διαχέει, με τη σειρά του, προς κάθε σημείο του πλανήτη, ειδήσεις και, κυρίως, προσωπικά σχόλια. Το ιδανικό μέσο, κατά κάποιο τρόπο, που απελευθερώνει από τα πλοκάμια της προπαγάνδας και του χρήματος. Είναι, όμως, πράγματι έτσι; Το άρθρο του Eric Klinenberg που δημοσιεύουμε σήμερα, προειδοποιούσε ήδη από το 2007 -πριν την άνθιση των social media- για όλα τα δεινά που σήμερα προσπαθούμε -χωρίς επιτυχία- να ξορκίσουμε.
Από το αρχείο μας, Ιανουάριος 2007
Οι Αμερικανοί ιθύνοντες των μεγάλων ομίλων ΜΜΕ και οι σύμμαχοί τους στο Κογκρέσο αναλύουν διεξοδικά την υψηλή διαφοροποίηση της διαδικτυακής πληροφόρησης για να υποστηρίξουν ότι οι νόμοι που ρυθμίζουν τα παραδοσιακά μέσα επικοινωνίας («οld media») έχουν γίνει, δήθεν, άχρηστοι. Αναρωτιούνται, τάχα, πώς θα μπορούσε η οποιαδήποτε μιντιακή κοινοπραξία -ακόμη κι αν έχει στην κατοχή της την τοπική ημερήσια εφημερίδα, ένα εκ των τεσσάρων τηλεοπτικών δικτύων εθνικής εμβέλειας (NBC, CBS, ABC, Fox)1 και οχτώ τοπικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς- να μονοπωλήσει την αγορά της ενημέρωσης, όταν το διαδίκτυο προσφέρει τόσες προοπτικές στους καταναλωτές. Ο Τζέιμς Γκατούζο, ερευνητής στο (ακροδεξιό) Heritage Foundation έφτασε μάλιστα να διατυπώσει την άποψη ότι τα μέτρα που στρέφονται εναντίον του συγκεντρωτισμού στο πεδίο των μέσων ενημέρωσης βλάπτουν το κοινό: «Οι καταναλωτές βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα φάσμα επιλογής άνευ προηγουμένου, που σχεδόν επιφέρει σύγχυση, παρά με μέσα ενημέρωσης σε μονοπωλιακή θέση. Η πραγματική απειλή έγκειται περισσότερο στους παρωχημένους και άχρηστους περιορισμούς, οι οποίοι διακινδυνεύουν να ανακόψουν την πρόοδο της τεχνολογίας και της αγοράς της ενημέρωσης, και, κατά συνέπεια, να μειώσουν τα παρεπόμενα οφέλη για το κοινό»2.
Παρόμοια θέση είχε εμπνεύσει και τις προτεραιότητες του Μάικλ Πάουελ, τέως προέδρου της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Επικοινωνιών (FCC), ο οποίος εξηγούσε: «Αντίθετα με τα όσα ακούγονται γύρω από τα Μ.Μ.Ε., νομίζω ότι είναι τόσο πολλά που μας κατακλύζουν. Σας διαβεβαιώ ότι, με τη σημερινή ροή πληροφόρησης, τίποτα σημαντικό δεν μπορεί να συμβεί χωρίς να το μάθουμε μέσα σε διάστημα είκοσι λεπτών. Αρκεί να επισκεφθώ τον ιστότοπο του Google News για να επιλέξω μεταξύ τεσσάρων χιλιάδων πηγών ενημέρωσης. Η προοπτική που μου προσφέρεται είναι αρκετά συναρπαστική»3.
Αναμφίβολα, η πληθώρα πηγών περιεχομένου μεταμόρφωσε τη λειτουργία των μέσων ενημέρωσης. Ωστόσο, τέτοιου είδους δηλώσεις είναι μάλλον υπερβολικές. Διότι, σύμφωνα με το Κέντρο για το Ψηφιακό Μέλλον του πανεπιστημίου της Νότιας Καλιφόρνιας, το 21% του αμερικανικού πληθυσμού δεν χρησιμοποίησε ούτε μία φορά το διαδίκτυο μέσα στο 2005, ενώ το 33% δεν έχει πρόσβαση κατ’ οίκον. Τέλος, μεταξύ εκείνων που διαθέτουν σύνδεση στο σπίτι λιγότεροι από τους μισούς χρησιμοποιούν σύνδεση υψηλής ταχύτητας η οποία επιτρέπει την εύκολη πρόσβαση σε οπτικοακουστικά αρχεία.
Τα άτομα που διαθέτουν υψηλά εισοδήματα και καλό μορφωτικό επίπεδο έχουν περισσότερες πιθανότητες πρόσβασης στο διαδίκτυο. Εκτός αυτού, όμως, αποδεικνύονται και πιο επιδέξια στη χρήση του και, επομένως, περισσότερο ικανά να ανακαλύψουν τις πλέον πρόσφατες ειδήσεις που κυκλοφορούν μέσω του διαδικτύου, αλλά και τους αντίστοιχους ιστότοπους ενημέρωσης και τις διαθέσιμες υπηρεσίες. Ακόμη και στην περίπτωση ίδιας ταχύτητας σύνδεσης στο διαδίκτυο οι υψηλόμισθοι πτυχιούχοι καταλήγουν ευκολότερα στα είδη πληροφόρησης και ψυχαγωγίας που αναζητούν. Αντίθετα, τα λιγότερο μορφωμένα και χαμηλότερα αμειβόμενα άτομα τείνουν να περιορίζουν την πλοήγησή τους στους εμπορικούς ιστότοπους και στους ιστότοπους των μεγάλων Μ.Μ.Ε.4.
Ένας επικίνδυνος μύθος
Το διαδίκτυο δεν είναι, επομένως, πανταχού παρόν, όπως θέλουν να το παρουσιάζουν τα αφεντικά των μιντιακών συγκροτημάτων που προσβλέπουν στη μεγαλύτερη συγκέντρωση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των τηλεοπτικών καναλιών και των ραδιοφωνικών σταθμών. Επί του παρόντος ο παγκόσμιος ιστός δεν είναι τόσο αξιόπιστος, σε επίπεδο τοπικής πληροφόρησης, όσο διακηρύττουν. Η κρίση του τυφώνα Κατρίνα αποκάλυψε σε ποιο βαθμό ορισμένες καινοτομίες των νέων μέσων ενημέρωσης μπορούν να συνεισφέρουν στη βιωσιμότητα της κοινωνίας των πολιτών. Επιπροσθέτως, ακόμη και σε συμβατικές περιστάσεις είναι αμέτρητοι οι νέοι ιστότοποι που εμπλουτίζουν την τοπική προσφορά πληροφόρησης. Ωστόσο, οι αναλύσεις που επικεντρώνονται στην ενίσχυση της επαναστατικής ορμής της επιτόπιας δημοσιογραφίας διαμέσου των αμέτρητων «bloggers» απειλούν να συγκαλύψουν το γεγονός ότι οι πολυεθνικές της επικοινωνίας συγκλίνουν στο διαδίκτυο για να εδραιώσουν τη δικαιοδοσία και την ισχύ τους. Η άποψη ότι οι νέες τεχνολογίες της πληροφορίας έχουν καταστείλει τους κινδύνους του συγκεντρωτισμού των μέσων ενημέρωσης συνιστά τον κεντρικό και πιο επικίνδυνο μύθο της ψηφιακής εποχής.
Σύμφωνα με την «Έρευνα για τα ΜΜΕ, 2006» του Σχεδίου για Δημοσιογραφία Υψηλών Επιδόσεων (ΣΔΥΕ) «το διαδίκτυο χαρακτηριζόταν ανέκαθεν από το τεράστιο πλήθος νέων ιστότοπων, οι οποίοι καλύπτουν ολόκληρο το φάσμα των πολιτικών απόψεων. Όμως, οι πιο δημοφιλείς δικτυακοί τόποι συνδέονται με τους ισχυρότερους ομίλους μέσων ενημέρωσης. Μεταξύ των ιστότοπων με τη μεγαλύτερη επισκεψιμότητα κατά το 2005, όπως υποδεικνύεται από το Nielsen-Net, δεκαεπτά συνδέονταν με παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης, δηλαδή παρήγαγαν το μεγαλύτερο μέρος των διαδικτυακών περιεχομένων τους για εφημερίδες, περιοδικά ή τηλεοπτικούς σταθμούς». Τον Δεκέμβριο του 2005 τα ακριβή στοιχεία (ως προς τον αριθμό των επισκεπτών), ήταν, εξάλλου, τα εξής: Yahoo News – 24,6 εκατ., MSNBC – 22,9 εκατ., CNN – 20,9 εκατ., AOL – 14,7 εκατ., Internet Broadcasting Systems (το λεγόμενο IBS, το οποίο αναδιανέμει στο διαδίκτυο τα θέματα που προορίζονται για τους κεντρικούς τηλεοπτικούς σταθμούς του) – 12,9 εκατ., Gannett – 11,5 εκατ., New York Times – 10,9 εκατ., Tribune Newspapers – 10,5 εκατ., Knight Kidder (δικτυακή έκδοση) – 9,9 εκατ., USA Today – 9,9 εκατ. 5.
Νέοι κολοσσοί, όπως οι Yahoo, AOL και IBS προστέθηκαν, βεβαίως, στον κατάλογο των μεγάλων τηλεοπτικών δικτύων, των καναλιών της καλωδιακής τηλεόρασης και των ομίλων του τύπου. Όμως, δεν προσφέρουν επουδενί πρωτότυπα περιεχόμενα. Ο Τζιν Κίμελμαν, διευθυντής της Ένωσης Καταναλωτών, συνοψίζει την κατάσταση: «Το διαδίκτυο είναι καταπληκτικό μέσο πληροφόρησης. Ένας μικρός αριθμός καταναλωτών βασίζεται αποκλειστικά σ’ αυτό. Όμως, όταν η ΟΕΕ τούς ρώτησε ποιους ιστότοπους επισκέπτονταν, οι μισοί απάντησαν “τηλεόραση”. Δεύτερο σε προτιμήσεις ήρθε το “γραπτός τύπος.com”. Επομένως, εξαρτώνται από τις ίδιες πηγές ενημέρωσης, αναμφίβολα διαμέσου μιας νέας τεχνολογίας. Όμως αυτό δεν συνεισφέρει καθόλου στον πλουραλισμό των απόψεων»6.
Οι μεγάλες επιχειρήσεις μέσων ενημέρωσης, οι οποίες εμπνεύστηκαν περίπλοκα σχέδια για να κατευθύνουν το ρεύμα του διαδικτύου προς τους ιστότοπούς τους, επιδεικνύουν πολύ μικρότερο ζήλο σε ό,τι αφορά την παραγωγή πρωτότυπων ρεπορτάζ τοπικής κλίμακας. Το μεγαλύτερο μέρος των περιεχομένων τους περιορίζεται στην αναδημοσίευση ανακοινώσεων των πρακτορείων τύπου ή στην ανακύκλωση απόψεων. Οι ίδιες οι εφημερίδες χρησιμοποιούν πιο συχνά το διαδίκτυο για να επανακυκλοφορήσουν τα άρθρα των έντυπων εκδόσεών τους παρά για να προτείνουν διαδραστικά περιεχόμενα ή προϊόντα που αξιοποιούν τις δυνατότητες των νέων τεχνολογιών.
Όσο για τους νεοφερμένους στο πεδίο, όπως οι εταιρείες Yahoo, AOL ή IBS, αυτοί εξαρτώνται σχεδόν αποκλειστικά από τις πληροφορίες που παράγουν άλλα μέσα ενημέρωσης. Έτσι, τα σύντομα, άχρωμα κείμενα των πρακτορείων, όπως του Reuters και του Associated Press στις Ηνωμένες Πολιτείες, αποτελούν, κατά προσέγγιση, τα τρία τέταρτα των περιεχομένων του ABC.com και τα τρία πέμπτα των περιεχομένων του foc.com και του MSNBC.com. Ακόμη και φημισμένες επιχειρήσεις του τύπου, όπως οι «New York Times» και «Washington Post», κάνουν εκτενή χρήση των ενημερώσεων των πρακτορείων για να προσφέρουν στους επισκέπτες των ιστότοπών τους πληροφόρηση σε πραγματικό χρόνο -με τον κίνδυνο να προσφέρουν περιεχόμενα χαμηλότερου επιπέδου σε σύγκριση με τις έντυπες εκδόσεις τους.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης έχουν μετατρέψει τις αχανείς εκτάσεις του διαδικτύου σε πελώριο ηχείο όπου αυθεντικά κείμενα γίνονται η ηχώ του εαυτού τους, από τον ένα ιστότοπο στον άλλον, υπονομεύοντας την αξία του πρωτότυπου δημοσιογραφικού έργου. Μη διαθέτοντας κάποιο οικονομικό μοντέλο κατάλληλο για το διαδίκτυο οι διαχειριστές των κυριότερων δικτυακών τόπων έφτασαν, μάλιστα, κατά το διάστημα 2003-2004 στο σημείο να μειώσουν τον αριθμό των επαγγελματιών που απασχολούνταν στην επιμέλεια, στην αναδιατύπωση και στην έρευνα περιεχομένου. Αποτέλεσμα; Περίπου 60% των ανακοινώσεων των πρακτορείων αναρτήθηκαν ως είχαν. Αναλύοντας περίπου δύο χιλιάδες άρθρα που δημοσιεύτηκαν στους εννέα μεγαλύτερους ενημερωτικούς ιστότοπους, το ΣΔΥΕ κατέληξε ότι «παρ’ όλο που το περιεχόμενο διογκώθηκε σε μέγεθος, βελτιώθηκε σε επίπεδο ενημέρωσης και τεχνικών προδιαγραφών, ο παγκόσμιος ιστός παραμένει το νεκροτομείο όπου στοιβάζονται ανακοινώσεις πρακτορείων, ανταποκρίσεις από δεύτερο χέρι και ανακυκλωμένα άρθρα πρωινών εφημερίδων»7
Εξαιτίας της έλλειψης δημοσιογράφων επιφορτισμένων με την επιβεβαίωση των πληροφοριών, την επιμέλεια άρθρων ή την ενημέρωση ήδη διαμορφωμένων περιεχομένων με νέα στοιχεία, η δικτυακή πληροφόρηση δεν είναι αξιόπιστη. Ο αριθμός ψευδών πληροφοριών που κυκλοφορεί στο Ίντερνετ είναι τόσο μεγάλος ώστε οι αναγνώστες έχουν αρχίσει να τις αντιμετωπίζουν γενικά με καχυποψία, εκτός κι αν προέρχονται από κάποιο μέσο ενημέρωσης που κρίνεται αξιόπιστο -σε γενικές γραμμές, δηλαδή, όταν πρόκειται για κάποια καταξιωμένη επιχείρηση τύπου. Βεβαίως, το διαδίκτυο δεν έχει το μονοπώλιο στις ανυπόστατες φήμες ή στην κατευθυνόμενη δημοσιογραφία. Τα ψευδο-σκάνδαλα των Τζέισον Μπλερ και Τζούντιθ Μίλερ («The New York Times»), του Στέφεν Γκλας («The New Republic») και του Τζακ Κέλεϊ («USA Today»), για να παραθέσουμε μερικά μονάχα παραδείγματα) απέδειξαν ότι ακόμη και οι πιο φημισμένες εφημερίδες δεν μπορούν να αποφύγουν ολοκληρωτικά τον κίνδυνο να διαπράξουν κατάφωρες παραβιάσεις της δεοντολογίας. Όμως, στην περίπτωση του συγκεκριμένου μέσου η διενέργεια εσωτερικών ερευνών και η αυστηρότητα των ποινών που επιβλήθηκαν καταμαρτυρούσαν την επιθυμία σεβασμού ορισμένων επαγγελματικών κανόνων.
Οποιοσδήποτε έχει ήδη περιηγηθεί στον παγκόσμιο ιστό γνωρίζει ότι η πλειονότητα των «μικρών» ιστότοπων προσφέρει περισσότερα σχόλια παρά έρευνες και συμμορφώνεται μόνο κατά προσέγγιση με τους κανόνες δεοντολογίας του δημοσιογραφικού επαγγέλματος. Σε ποιο μέσο, άλλωστε, η αλυσίδα των Wal-Mart και η εταιρεία δημοσίων σχέσεων που έχει στην κατοχή της, η Edelman, έχουν βρει μέσα ενημέρωσης πρόθυμα να δημοσιεύσουν, συχνά αυτολεξί, τα δελτία τύπου της επιχείρησης, για παράδειγμα αναφορικά με τον ρόλο της στην παροχή βοήθειας στα θύματα του τυφώνα Κατρίνα; Πού κυκλοφόρησε η «πληροφορία» για τους Εβραίους που υποτίθεται ότι διοργάνωσαν τις απόπειρες της 11ης Σεπτεμβρίου και ότι ειδοποίησαν τους ομόθρησκούς τους να μη μεταβούν στα γραφεία τους εκείνη την ημέρα; Στον παγκόσμιο ιστό8.
Ακόμη και ο Νταν Γκίλμορ, του οποίου το βιβλίο «We the Media» («Εμείς, τα μέσα ενημέρωσης») διακηρύττει τις επαναστατικές προοπτικές της «δημοσιογραφίας των πολιτών», παραδέχεται: «Για τους επιτήδειους, τους απατεώνες και τους φαρσέρ κάθε βεληνεκούς, το διαδίκτυο είναι μάννα εξ ουρανού». Και πιστεύει ότι η καχυποψία που δημιουργούν οι ηλεκτρονικές ψευδο-ειδήσεις παροτρύνει τους χρήστες να αναζητήσουν τις «πραγματικές» ειδήσεις στους ιστότοπους των βασικών «επώνυμων» της ενημέρωσης, γεγονός που επαυξάνει την επιρροή των τελευταίων: «Η ροή των μη αξιόπιστων πληροφοριών που βρίσκουμε στο διαδίκτυο μπορεί να έχει ως παράδοξο αποτέλεσμα την ενίσχυση των μεγάλων μέσων, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα»9.
Σε περισσότερες από μία περιστάσεις επαγγελματίες δημοσιογράφοι οδηγήθηκαν σε λανθασμένα συμπεράσματα επειδή ανακύκλωσαν πληροφορίες που άντλησαν από το διαδίκτυο. Τον Δεκέμβριο του 2005, για παράδειγμα, η Τζούλι Καρτ της εφημερίδας «Los Angeles Times» διάβασε ότι ο κυβερνήτης του Γουαϊόμινγκ, Ντέιβ Φρέντενταλ, παραβίασε το νόμο για την προστασία των ειδών υπό εξαφάνιση, αρνούμενος να εισαγάγει εκ νέου στην Πολιτεία κάποιο είδος λύκου. Στις δηλώσεις του ανέφερε ότι το Γουαϊόμινγκ «θεωρεί επί του παρόντος ότι ο λύκος δεν είναι τίποτα παραπάνω από έναν ομοσπονδιακό σκύλο», ο οποίος στερείται νομικού πλαισίου προστασίας. Η «Los Angeles Times» δημοσίευσε την είδηση στην πρώτη σελίδα, προτού ανακαλύψει ότι επρόκειτο για φάρσα. Ο χρήστης που τη διέδωσε στο διαδίκτυο δεν θα φανταζόταν ποτέ ότι το αστείο του θα γινόταν πρωτοσέλιδο σε ένα από τις πιο σεβαστά έντυπα της χώρας. Η εν λόγω εφημερίδα -ιδιοκτησία του ομίλου Tribune, ο οποίος είχε μειώσει δραστικά τις θέσεις εργασίας των δημοσιογράφων του- δημοσίευσε διορθωτική ανακοίνωση την επόμενη μέρα, όπου παραδεχόταν ότι «απέδωσε αδίκως ευθύνες» για κάποιο ζήτημα στον κυβερνήτη του Γουαϊόμινγκ…
Συχνά, τα πιο τρανταχτά ατοπήματα τέτοιου είδους βρίσκουν απήχηση κατά τη διάρκεια προεκλογικών εκστρατειών. Σε τηλεοπτικό ντιμπέιτ, τον Οκτώβριο του 2000, μεταξύ της Χίλαρι Κλίντον και του Ρίτσαρντ Λάζιο (αμφότεροι υποψήφιοι στη Νέα Υόρκη για τη Γερουσία), η δημοσιογράφος του τοπικού τηλεοπτικού σταθμού WCBS-TV, Μάρσια Κρέιμερ, ζήτησε από τους δύο αντίζηλους να απαντήσουν στην εξής ερώτηση: «Ποια είναι η θέση σας έναντι του ομοσπονδιακού νόμου 602Ρ; ». Όταν η Κλίντον, αιφνιδιασμένη, κατόρθωσε τελικά να ψελλίσει: «Δεν έχω την παραμικρή ιδέα περί τίνος πρόκειται», η δημοσιογράφος απάντησε: «Καλώς, λοιπόν, θα σας πω: Το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, που θα τεθεί ενώπιον του Κογκρέσου, ορίζει ότι το Ταχυδρομείο θα έχει το δικαίωμα να χρεώνει τους χρήστες ηλεκτρονικού ταχυδρομείου πέντε σεντς (0,4 ευρώ) ανά μήνυμα, ακόμη κι αν το ίδιο δεν συνεισφέρει στην όλη διαδικασία. Όμως, έτσι, αναμένεται ότι θα καλυφθεί έλλειμμα της τάξης των 230 εκατ. δολαρίων ανά έτος, το οποίο θα βαρύνει το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, που αναπτύσσεται ραγδαία. Το ετήσιο κόστος για κάποιον που αποστέλλει περίπου 10 μηνύματα την ημέρα θα ανέλθει σε 180 δολάρια. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, εάν θα υπερψηφίζατε το συγκεκριμένο νομοσχέδιο». Οι δύο υποψήφιοι εξέφρασαν, λοιπόν, την αντίθεσή τους προς το νομοσχέδιο, με τον Ρεπουμπλικάνο Λάζιο να το θεωρεί «παράδειγμα των μεθόδων αρπακτικού ενός κράτους που θέλει να καρπωθεί χωρίς καμία δικαιολογία τα χρήματα των φορολογουμένων».
Κατανοούμε ότι οι δύο υποψήφιοι προβληματίστηκαν σχετικά με τον νόμο 602Ρ. Ανησύχησαν, όμως, άδικα διότι η συγκεκριμένη πρόταση νόμου υπήρξε μία από τις πιο ανακυκλωμένες ανυπόστατες φήμες του διαδικτύου! Η πληθώρα διευκρινίσεων που τη συνόδευε της είχαν προσδώσει, μάλιστα, αξιοπιστία ώς ένα βαθμό: ο νόμος είχε προταθεί από κάποιο (φανταστικό) μέλος του Κογκρέσου που ονομαζόταν Τόνι Σνελ και υποστηρίχθηκε από το κεντρικό άρθρο (επίσης φανταστικό) της εφημερίδας «Washingtonian», ενώ κάποιος (ανύπαρκτος) δικηγορικός σύνδεσμος με (φανταστική) έδρα κάποια υπαρκτή διεύθυνση υποτίθεται ότι είχε εκφράσει ήδη την αντίθεσή του απέναντι στο νομοσχέδιο. Αμέτρητα ηλεκτρονικά μηνύματα και πληθώρα ιστότοπων είχαν ήδη προειδοποιήσει το κοινό ότι επρόκειτο για φάρσα. Όμως, στο WCBS-TV κανείς δεν έδωσε σημασία στις προειδοποιήσεις.
Ωστόσο, στις περισσότερες πόλεις δικτυακές πρωτοβουλίες δημιουργούν νέες προοπτικές σε ρεπορτάζ τα οποία αγνοούνται από τα παραδοσιακά μέσα. Κάποιες φορές παίρνουν τα ηνία από τον τοπικό τύπο, ο οποίος στερείται πλέον των απαιτούμενων δημοσιογραφικών πόρων. Στη Νέα Υόρκη, για παράδειγμα, το Citizens Union Foundation (μη κερδοσκοπικό ερευνητικό κέντρο) δημιούργησε τον Σεπτέμβριο του 1999 τη δικτυακή έκδοση «Gotham Gazette». Ο συγκεκριμένος ιστότοπος προσφέρει «μια πλήρη δικτυακή πύλη για όλους όσοι ενδιαφέρονται για τις δημόσιες δραστηριότητες και για τη δράση των συλλόγων». Υποστηριζόμενη από πενταμελή ομάδα και διαθέτοντας ετήσιο προϋπολογισμό της τάξης των 500.000 δολαρίων, από επιδοτήσεις και δωρεές, η «Gotham Gazette» ανανεώνει καθημερινά το περιεχόμενό της. Πρόκειται για μία επιλογή επικαιρότητας, με συνδέσμους που παραπέμπουν σε αμέτρητες εκδόσεις της Νέας Υόρκης (ημερήσια, εβδομαδιαία και μηνιαία έντυπα, δικτυακοί τόποι), πρωτότυπα ρεπορτάζ για κοινωνικά, πολιτισμικά και πολιτικά ζητήματα, άρθρα που υπογράφονται από αιρετούς αντιπροσώπους, πανεπιστημιακούς και δημοσιογράφους, την ημερήσια διάταξη των τοπικών πολιτικών δραστηριοτήτων, κριτικές βιβλίων, μικρές αγγελίες, στήλη αφιερωμένη στην επεξήγηση του δημοτικού προϋπολογισμού, διαδραστικές κάρτες, παιχνίδια βίντεο που προσομοιώνουν προβλήματα πολεοδομίας τα οποία χρήζουν επίλυσης, συνδέσμους με τα πιο αξιόλογα blogs της μητρόπολης κ.ά.
Ένα από αυτά τα blogs, το Gothamist, έχει επίσης ως σημείο αναφοράς την τοπική πολιτική επικαιρότητα, από τις δημοτικές εκλογές ώς τις απεργίες των δημόσιων μεταφορικών μέσων. Συνοψίζει και σχολιάζει άρθρα του τύπου. «Ο ιστότοπός μας λειτουργεί εύρυθμα χάρη στο ότι η πόλη διαθέτει πληθώρα μέσων ενημέρωσης. Η “μετα-κάλυψή” μας εξαρτάται από αυτά», εξηγεί ο συνιδρυτής της, Τζέικ Ντόμπκιν, προτού διευκρινίσει: «Τα πλοκάμια μας βρίσκονται παντού. Οι αναγνώστες μας βρίσκονται σε κάθε συνοικία της Νέας Υόρκης και παίζουν σημαντικό ρόλο στην παραγωγή περιεχομένου. Συχνά μάς αποστέλλουν σχόλια και διευκρινίσεις. Όταν ξεσπάει μια πυρκαγιά στο Μανχάταν έχουμε τη δυνατότητα, μέσα στα επόμενα λεπτά, να δημοσιεύσουμε σχετικές φωτογραφίες στο διαδίκτυο».
Τα νέα μέσα ενημέρωσης της Νέας Υόρκης συνιστούν συμπληρωματική πηγή τοπικής ενημέρωσης η οποία καλύπτει τις ανάγκες πληροφόρησης στρωμάτων του πληθυσμού που ήδη ικανοποιούνται σε αυτό το επίπεδο εξαιτίας της πληθώρας και της ποιότητας των παραδοσιακών μέσων ενημέρωσης. Η επιτυχία τους οφείλεται, συχνά, στο γεγονός ότι μπορούν να προσελκύσουν διαφημιστές που στοχεύουν σε ένα προνομιούχο κοινό νεαρής ηλικίας. Σε άλλες περιοχές της χώρας τα τμήματα του πληθυσμού που χρειάζονται περισσότερο εναλλακτικές πηγές πληροφόρησης είναι αυτά με τις λιγότερες πιθανότητες να τις αποκτήσουν.
Τον Σεπτέμβριο του 2005, στην Ουάσιγκτον, δύο άνδρες δολοφονήθηκαν μέσα σε διάστημα σαράντα πέντε λεπτών, ο ένας σε δρόμο εύπορης συνοικίας και ο άλλος σε κάποια φτωχογειτονιά, στα νοτιοανατολικά. Η εφημερίδα «Washington Post» αφιέρωσε 528 λέξεις στην είδηση του πρώτου φόνου, ενώ ο δεύτερος φόνος περιορίστηκε σε σύντομη ανακοίνωση 56 λέξεων. Όμως, η ιστορία δεν σταματά εδώ. Διότι, στην τελευταία περίπτωση, οι κάτοικοι δεν διέθεταν ούτε blogs ούτε δικτυακά φόρουμ που θα τους επέτρεπαν να οργανώσουν από κοινού ενέργειες ώστε να απαιτήσουν καλύτερες δημοτικές υπηρεσίες και επιπρόσθετη προστασία. Οι πρώτοι προσέφυγαν στον παγκόσμιο ιστό, ενώ οι δεύτεροι δεν είχαν πουθενά να καταφύγουν.
Όσο η δυνατότητα πρόσβασης στο διαδίκτυο και ανάρτησης ιστοτόπων δεν διαμοιράζεται ισότιμα στην κοινωνία, η ηλεκτρονική διακυβέρνηση, τα συνοικιακά φόρουμ και τα blogs είναι πιθανό -αντίθετα από τις προσδοκίες των υποστηρικτών τους- να τονίσουν τις κοινωνικές ανισότητες, να προσφέρουν επιπρόσθετους πόρους σε ήδη προνομιούχους πολίτες, επιτρέποντάς τους να συμμετέχουν στους δημοκρατικούς θεσμούς ή να διεκδικούν αποτελεσματικά τα δικαιώματά τους έναντι των αρχών.
Τα ερωτήματα που γεννιούνται από τη γενίκευση της διαδικτυακής επικοινωνίας μάς υπενθυμίζουν την άποψη που έχουν ήδη διατυπώσει αρκετές γενιές ιστορικών των μέσων ενημέρωσης: οι νέες τεχνολογίες ουδέποτε εξαλείφουν την ανάγκη εκπόνησης κατάλληλου νομικού πλαισίου ώστε να αποφευχθεί -για παράδειγμα- το ενδεχόμενο κυριαρχίας της αγοράς από ελάχιστες κολοσσιαίες επιχειρήσεις, οι οποίες στρέφονται κυρίως προς τα πλέον προνομιούχα στρώματα του πληθυσμού.
- Ιδιοκτησίας, αντιστοίχως, των General Electric, CBS, Disney, News Corporation (όμιλος που ανήκει στον Ρούπερτ Μέρντοκ).
- James Gattuso, «The myth of media concentration: Why the FCC’s ownership rules are unnecessary», Μάιος 2003.
- Βλ. την πανεπιστημιακή περιοδική έκδοση «USC’s Annenberg Online Journalism Review».
- Οι κυριότερες στατιστικές είναι διαθέσιμες στην ηλεκτρονική διεύθυνση www.digitalcenter.org
- Για τα στοιχεία της εν λόγω έρευνας βλ. https://www.pewtrusts.org/en/research-and-analysis/reports/2006/03/13/the-state-of-the-news-media-2006
- Τηλεοπτική εκπομπή «The newshour with Jim Lehrer», PBS, 15 Μαΐου 2003.
- https://www.pewtrusts.org/en/research-and-analysis/reports/2005/03/14/the-state-of-the-news-media-2005
- Για το ζήτημα της χρήσης blogs από την αλυσίδα Wal-Mart, βλ. Stephen Baker, «Edelman shows Wal-Mart the power of blogs», «Business Week Online», 26 Οκτωβρίου 2005.
- Dan Gilmor, «Εμείς είμαστε το μέσο, Λαϊκή Δημοσιογραφία από τον λαό», Οξύ, 2006 (εξαντλημένο).
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου