Το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο της Ασίας αποτελούν πηγή αντιπαραθέσεων για την ιδιοκτησία αλλά κυρίως για την εκμετάλλευσή τους ιδιαίτερα από την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και μετά. Η διαμάχη του Αζερμπαϊτζάν με την Αρμενία όπως και της Ρωσίας με την Τουρκία βρίσκουν εκεί ένα μέρος από τις ρίζες τους. Επιστροφή μέσα από το αρχείο μας, στο 2007 όταν η Ρωσία του Πούτιν προσπαθεί ν’ ανακτήσει ένα μέρος των προνομίων που είχε επί ΕΣΣΔ.
Από το αρχείο μας, Ιούνιος 2007
Το νέο «μεγάλο παιχνίδι» κορυφώνεται. Μάλιστα, αυτή τη φορά, στο επίκεντρο βρίσκονται το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Ωστόσο, η ζήτηση για υδρογονάνθρακες δεν εξηγεί από μόνη της τη μάχη στην οποία έχουν επιδοθεί οι υπερδυνάμεις για να αποκτήσουν τον έλεγχο των κοιτασμάτων των πρώην Σοβιετικών Δημοκρατιών της Κεντρικής Ασίας και του Καυκάσου που κατόρθωσαν να ξεφύγουν από την κυριαρχία της Μόσχας μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, το 1991. Ο «μαύρος χρυσός» και ο «γκρίζος χρυσός» αποτελούν επίσης ένα από τα μέσα επιρροής και ελέγχου στο κέντρο της ευρασιατικής ηπείρου. Με τη βοήθεια των «μεγαθήριων» του πετρελαϊκού τομέα, οι πετρελαιαγωγοί μετατρέπονται, πλέον, σε ένα είδος μακριού σχοινιού με το οποίο οι υπερδυνάμεις προσπαθούν να προσδέσουν στο γεωστρατηγικό άρμα τους τα οκτώ «νέα ανεξάρτητα κράτη» που εμφανίστηκαν στην περιοχή.
Τον 19ο αιώνα, το «μεγάλο παιχνίδι» -η έκφραση έγινε θρυλική χάρη σε ένα μυθιστόρημα του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ – υποδήλωνε τον αγώνα επιρροής στον οποίο είχαν επιδοθεί οι υπερδυνάμεις και ο οποίος παρουσιάζει ομοιότητες με τη σημερινή κατάσταση. Εκείνη την εποχή, το διακύβευμα ήταν αυτό που αποκαλούνταν «οι Ινδίες», το κόσμημα του βρετανικού στέμματος το οποίο επιβουλευόταν η αυτοκρατορική Ρωσία1. Ο αγώνας διήρκεσε έναν αιώνα και τερματίστηκε το 1907, όταν το Λονδίνο και η Αγία Πετρούπολη συμφώνησαν στη μοιρασιά των ζωνών επιρροής τους και στη δημιουργία ενός κράτους ανάμεσά τους, έτσι ώστε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο σύγκρουσης ανάμεσα στις δύο δυνάμεις: αυτό το κράτος ήταν το Αφγανιστάν2. Η συμφωνία των ζωνών επιρροής τηρήθηκε μέχρι το 1991. Όπως εξηγεί ο Μουρατμπέκ Ιμαναλίεφ, Κιργίσιος (και προηγουμένως σοβιετικός) διπλωμάτης, «σήμερα, αν και έχουν αλλάξει οι μέθοδοι και οι ιδέες στο όνομα των οποίων ενεργούν οι μεγάλες δυνάμεις, ο τελικός στόχος παραμένει ο ίδιος. Πρόκειται για τον αποικισμό, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, της Κεντρικής Ασίας, έτσι ώστε οι μεν να εξουδετερώσουν τους δε. Δεν επιβουλεύονται το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο μονάχα ως ενεργειακούς πόρους, αλλά και ως μέσο επιρροής».
Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, τα νέα ανεξάρτητα κράτη είδαν το πετρέλαιο ως μέσον για να τροφοδοτήσουν με ρευστό τον προϋπολογισμό τους και να ενισχύσουν την ανεξαρτησία τους απέναντι στη Μόσχα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, η αμερικανική εταιρεία Chevron εποφθαλμιούσε το κοίτασμα του Τενγκίζ στο δυτικό Καζακστάν, το οποίο είναι το μεγαλύτερο στον κόσμο. Το 1993, απόκτησε το 50%. Από την άλλη πλευρά της Κασπίας, ο πρόεδρος του Αζερμπαϊτζάν, Γκαϊντάρ Αλίεφ, υπέγραψε, το 1994, τη «σύμβαση του αιώνα» με ξένες πετρελαϊκές εταιρείες, για την εκμετάλλευση του πεδίου Γκουνεσλί-Σιράγκ-Αζέρι.
Όλα αυτά προκάλεσαν την οργή της Ρωσίας, η οποία έβλεπε ότι χάνει τον έλεγχο των πετρελαίων της Κασπίας. Αντέταξε λοιπόν στο Μπακού την απουσία νομικού καθεστώτος για την Κασπία -δεν γνωρίζουμε εάν αποτελεί λίμνη ή θάλασσα- ελπίζοντας ότι θα πετύχαινε καλύτερες σχέσεις με τον Αλίεφ από εκείνες που διατηρούσε με τον προκάτοχό του, τον αντιρώσο εθνικιστή Αμπουλφάζ Ελτσίμπεϊ, ο οποίος ανατράπηκε το 1993 με πραξικόπημα, μερικές ημέρες μετά την υπογραφή σημαντικών συμφωνιών με τα αγγλοσαξονικά μεγαθήρια του πετρελαϊκού τομέα. Ο Αλίεφ, καλός γνώστης των μηχανισμών του σοβιετικού συστήματος, ως πρώην στρατηγός της KGB και μέλος του Πολίτμπιρο, διαπραγματεύτηκε μυστικά με τον ρωσικό πετρελαϊκό τομέα και παραχώρησε στη Lukoil το 10% της κοινοπραξίας Γκουνεσλί-Σιράγκ-Αζέρι. Έτσι, η Ανατολή και η Δύση άρχισαν να εμφανίζονται ως μνηστήρες στα κοιτάσματα της ζώνης.
Τη δεκαετία του 1990, οι Ηνωμένες Πολιτείες, για να δικαιολογήσουν τη διείσδυσή τους στη λεκάνη της Κασπίας, φούσκωσαν τις εκτιμήσεις τους για τα αποθέματα υδρογονανθράκων της περιοχής: 243 δισ. βαρέλια πετρελαίου, σχεδόν όσα της Σαουδικής Αραβίας! Βέβαια, σήμερα, υπολογίζονται στα 50 δισ. βαρέλια και στα 9 τρισ. m³ αερίου, δηλαδή στο 4-5% των παγκόσμιων αποθεμάτων. Σύμφωνα με τον Αμερικανό δημοσιογράφο Στιβ Λεβίν, ο οποίος παρακολουθεί αυτά τα ζητήματα από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, η τεράστια μπλόφα εξυφάνθηκε «γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες επιθυμούσαν να κατασκευαστεί πάση θυσία ο πετρελαιαγωγός BTC (Μπακού-Τιφλίδα-Τσεϊχάν), έτσι ώστε να αναχαιτιστεί η επέκταση της ρωσικής επιρροής»3.
Η Μόσχα ενισχύει την περιφέρειά της
Στη συνέχεια, ο αγώνας για την απόκτηση μεγαλύτερης επιρροής πήρε τεράστιες διαστάσεις. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, με πρόσχημα τον «πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία» που διεξάγεται στο Αφγανιστάν, Αμερικανοί στρατιωτικοί εγκαθίστανται στις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ, στις βάσεις της Κιργιζίας και του Ουζμπεκιστάν. Βέβαια, υπόσχονται ότι θα αποχωρήσουν αμέσως μόλις εξαλειφθεί η μάστιγα των ισλαμιστών… Σύμφωνα με τον πολεμικό ανταποκριτή Λουτζ Κλίβμαν, «ο Μπους χρησιμοποίησε τη μαζική στρατιωτική εμπλοκή στην Κεντρική Ασία για να επισφραγίσει τη νίκη ενάντια στη Ρωσία στον Ψυχρό Πόλεμο, να επιτύχει την ανάσχεση της επιρροής της Κίνας και να διατηρήσει σφιγμένη τη θηλειά γύρω από το Ιράν»4.
Επιπλέον, η Ουάσιγκτον διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στις «χρωματιστές επαναστάσεις» της Γεωργίας (2003), της Ουκρανίας (2004) και της Κιργιζίας (2005), οι οποίες αποτελούν μεγάλες ήττες για τη Μόσχα. Ωστόσο, πολλοί αυταρχικοί ηγέτες, πανικόβλητοι από τις αλυσιδωτές ανατροπές καθεστώτων, γύρισαν την πλάτη στις Ηνωμένες Πολιτείες και προσέγγισαν τη Ρωσία και την Κίνα. Η κατάσταση έγινε περισσότερο περίπλοκη και τα σχέδια για την εκμετάλλευση του φυσικού αερίου επιταχύνθηκαν όταν στις υποθέσεις της Κεντρικής Ασίας ενεπλάκησαν η Κίνα αλλά και η Ευρώπη, η οποία θορυβήθηκε από τον πόλεμο του αερίου ανάμεσα στη Ρωσία και την Ουκρανία, τον Ιανουάριο του 2006, και θέλησε να επιταχύνει τα σχέδια για την εκμετάλλευση του «γκρίζου χρυσού» της Κασπίας. Στο εξής, για να μην εκτοπιστεί από το «μεγάλο παιχνίδι» κάποιος από τους παίκτες, θα έπρεπε να παίζει σε όλα τα επίπεδα: πετρέλαιο, ασφάλεια, αγώνας επιρροής και ιδεολογικές μάχες.
Σε αυτό το μπρα ντε φερ, η Ρωσία διέθετε αρχικά ορισμένα πλεονεκτήματα, καθώς είχε τον έλεγχο όλων των αγωγών που εξασφάλιζαν τη μεταφορά των υδρογονανθράκων των νέων ανεξάρτητων χωρών. Όμως, μετά την πτώση της ΕΣΣΔ κατασκευάστηκαν έξι αγωγοί που δεν διασχίζουν το ρωσικό έδαφος, με αποτέλεσμα να έχει χάσει η Ρωσία τον οικονομικό και πολιτικό έλεγχο της περιοχής.
Η περίπτωση του Τουρκμενιστάν είναι χαρακτηριστική. Με εξαίρεση έναν μικρό αγωγό αερίου που συνδέει τη χώρα με το Ιράν, ο μοναδικός αγωγός της, ο CAC-4, καταλήγει στη Ρωσία. Έτσι, το 2006, αναγκάστηκε να πουλήσει στη Μόσχα τα 40 από τα 50 δισ. m³ αερίου που παρήγαγε. Επιπλέον, το 2003, ο Πούτιν είχε αναγκάσει τον τουρκμένο ομόλογό του Σαπαρμουράντ Νιάζοφ, να δεχθεί εξευτελιστικές τιμές (44 δολάρια τα 1.000 m³), σ’ ένα συμβόλαιο διάρκειας εικοσιπέντε ετών. Σύντομα το Ασχαμπάντ θα προσπαθήσει να αλλάξει τους όρους και γι’ αυτό διακόπτει την παροχή. Τον χειμώνα του 2005, η Μόσχα συμφωνεί να πληρώνει 65 δολάρια γιατί το τουρκμενικό αέριο της είναι απαραίτητο ιδιαίτερα για να μπορεί ο ρωσικός λαός να πληρώνει φθηνά. Τον Σεπτέμβριο του 2006, η Gazprom υποχωρεί ακόμα περισσότερο και συμφωνεί να πληρώσει 100 δολάρια για την περίοδο 2007-2009. Είναι γιατί πέντε μήνες νωρίτερα, τον Απρίλιο, ο εκλιπών δικτάτορας του Τουρκμενιστάν είχε υπογράψει με τον Κινέζο πρόεδρο Χου Τζιντάο ένα έγγραφο σύμφωνα με το οποίο η χώρα θα προμήθευε την Κίνα για τριάντα χρόνια με 30 δις κυβικά μέτρα φυσικού αερίου, με έναρξη το 2009, και θα κατασκεύαζε αγωγό 2000 χλμ. Να γιατί η Gazprom εξαναγκάστηκε ν’ ανεβάσει την τιμή της.
Σε μια προσπάθεια να επιτύχει ακόμα καλύτερες τιμές, ο νέος ηγέτης της χώρας, Γκουρμπανγκουλί Μπερντιμουκχαμεντόφ, επιστρέφοντας από την πρώτη του επίσημη επίσκεψη στη Μόσχα προσκάλεσε τη Chevron να συμμετάσχει στην ανάπτυξη του τουρκμενικού ενεργειακού τομέα, ενώ έκανε άνοιγμα και στην Ευρώπη. Ίσως υπό την απειλή να μπουν στο παιχνίδι της και οι Δυτικοί είναι που η Gazprom αποδέχεται υψηλότερη τιμή, έχει άλλωστε το περιθώριο αφού τιμολογεί το αέριό της στην Ευρώπη πάνω από 250 δολάρια.
«Η Ρωσία θέλει να δείξει στους Τουρκμένους ότι είναι έτοιμη να κάνει πολλά γι’ αυτούς. Η Μόσχα ελπίζει να τους αποθαρρύνει από συμφωνίες με τους Κινέζους και τους Δυτικούς. Η μάχη που πρέπει να δώσει η Μόσχα ενάντια στο Τουρκμενιστάν δείχνει ότι η Ρωσία δεν είναι πλέον παντοδύναμη στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες και ότι είναι ο πραγματισμός του Πούτιν και του περιβάλλοντός του που κυριαρχεί σήμερα», εξηγεί ο Ρώσος δημοσιογράφος Αρκάντι Ντίμπνοφ. Ένας πραγματισμός που έχει αποτέλεσμα.
Έτσι, η Ρωσία του Πούτιν υποχρεώνεται να επιδοθεί σε έναν διπλωματικό μαραθώνιο και να επιδείξει εξαιρετικό πραγματισμό, ο οποίος αποδεικνύεται αποδοτικός: συμφωνία για την επισκευή του CAC-4 και για την κατασκευή νέου πετρελαιαγωγού προς τη Ρωσία, με αποτέλεσμα να εξουδετερώνονται τα ανταγωνιστικά προς αυτούς σχέδια. Πόσω μάλλον που η Ρωσία διαθέτει σημαντικά «επιχειρήματα» που την καθιστούν, χωρίς αμφιβολία, για μεγάλο χρονικό διάστημα, τη σημαντικότερη δύναμη στην Κεντρική Ασία. Βέβαια, πολύ συχνά, αυτά τα «επιχειρήματα» έχουν το μειονέκτημα ότι είναι βίαια, όπως βρήκαν την ευκαιρία να διαπιστώσουν οι Ευρωπαίοι με την κρίση του αερίου που ξέσπασε το 2006 ανάμεσα στη Μόσχα και το Κίεβο. Επιπλέον, η Ρωσία -πρώτος παραγωγός φυσικού αερίου στον κόσμο και δεύτερος παραγωγός πετρελαίου- αφού πέτυχε την οικονομική ανάκαμψή της, έχει αρχίσει να λαμβάνει στρατηγικές πρωτοβουλίες.
Στις 15 Μαρτίου, υπέγραψε με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία τη συμφωνία για την κατασκευή του πετρελαιαγωγού Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη (ΒΑΡ), ο οποίος είναι ανταγωνιστικός του BTC. Επιπλέον, πρόκειται για τον πρώτο αγωγό που ελέγχει το ρωσικό κράτος σε ευρωπαϊκό έδαφος. Από την άλλη πλευρά, έχει ήδη αρχίσει να ρέει αργό πετρέλαιο στα 1.760 km του BTC και φυσικό αέριο στον αγωγό Μπακού-Τιφλίδα-Ερζερούμ (ΒΤΕ). Με άλλα λόγια, η αρτηρία της Δυτικής επιρροής στην περιοχή της πρώην ΕΣΣΔ έχει ήδη τεθεί σε λειτουργία και φέρνει τα πρώτα αποτελέσματα.
Η Γεωργία πλέον εξαρτάται λιγότερο από το ρωσικό αέριο σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, που η Ρωσία αποτελούσε τον μοναδικό προμηθευτή της. Οι θεαματικές αυξήσεις που της επέβαλε η Ρωσία -η τιμή του αερίου πέρασε από τα 55 στα 230 δολάρια- δεν επηρέασαν την οικονομία της χώρας στο βαθμό που ανέμενε η Μόσχα, καθώς οι ποσότητες αερίου που παραχωρήθηκαν στη Γεωργία ως τέλη διέλευσης του αγωγού ΒΤΕ και το αντίστοιχο τουρκικό μερίδιο το οποίο παραχωρήθηκε από την Τουρκία στη Γεωργία σε φιλική τιμή, επέτρεψαν στη χώρα να επιτύχει έναν αποδεκτό μέσο όρο τιμής. Στο μεταξύ, η απόπειρα της Μόσχας να επιβάλει στο Αζερμπαϊτζάν αντίστοιχη αύξηση της τιμής, με την ελπίδα ότι αυτή θα μετακυλιστεί στις ποσότητες που η χώρα παραδίδει στην Τιφλίδα, προκάλεσε την οργή του προέδρου Ιλάμ Αλίεφ. Ο Λεβίν θεωρεί ότι «όλα αυτά αποδεικνύουν ότι ο BTC (όπως και ο ΒΤΕ) αποτελούν σίγουρα τη μεγαλύτερη αμερικανική νίκη στη διεθνή πολιτική κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαπενταετίας: επιτεύχθηκε η ανάσχεση της ρωσικής ισχύος και η υποστήριξη της ανεξαρτησίας των Δημοκρατιών του Καυκάσου». Οι αγωγοί προσφέρουν στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη τη δυνατότητα να δρομολογήσουν νέα σχέδια για να διαφοροποιήσουν τις πηγές του ανεφοδιασμού τους σε ενέργεια και για να ενισχύσουν την πολιτική επιρροή τους στα νέα ανεξάρτητα κράτη της περιοχής.
Το πρώτο από τα σχέδια, το Kazakhstan Caspian Transportation System (KCTS), προβλέπει ότι θα διοχετεύεται το πετρέλαιο του κοιτάσματος του Κατσαγκάν, του μεγαλύτερου που ανακαλύφθηκε τα τελευταία τριάντα χρόνια. Η κοινοπραξία5 που έχει αναλάβει την παραγωγή (η οποία θα αρχίσει το 2010) θα μεταφέρει καθημερινά, με έναν στόλο τάνκερ, 1,2-1,5 εκατομμύριο βαρέλια πετρελαίου, ακολουθώντας δρομολόγιο που θα διασχίζει την Κασπία και θα συνδέει το Καζακστάν με το Αζερμπαϊτζάν, όπου και θα κατασκευαστεί νέος τερματικός σταθμός, ο οποίος θα συνδεθεί με τον BTC. Η λύση αυτή επιλέχθηκε γιατί δεν είναι δυνατόν να διέλθει ο αγωγός κάτω από την Κασπία Θάλασσα, εξαιτίας της άρνησης όχι μόνο της Ρωσίας αλλά και του Ιράν.
Το δεύτερο σχέδιο, το οποίο αφορά τη μεταφορά του «γκρίζου χρυσού», βρίσκεται ακόμα στα σπάργανα: πρόκειται για τον «διάδρομο της Κασπίας» που θα μεταφέρει σύμφωνα με το σχέδιο στην Ευρώπη το αέριο του Καζακστάν και του Τουρκμενιστάν. Όμως, δεν θα πρόκειται για αγωγό: αναζητούνται εναλλακτικές τεχνικές λύσεις, όπως η κατασκευή εγκαταστάσεων παραγωγής υγροποιημένου αερίου στο Τουρκμενιστάν, το οποίο στη συνέχεια θα μεταφέρεται με πλοία στο Μπακού. Σύμφωνα με τον Φαούζι Μπενσάρα, σύμβουλο για ενεργειακά ζητήματα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ευρώπη δεν σκοπεύει να μετατραπεί σε παίκτη του «μεγάλου παιχνιδιού». «Οι ενέργειές της καθορίζονται μονάχα από τη ζήτηση. Σε μερικά χρόνια, θα χρειάζεται 120-150 δισ. m³ ετησίως. Συνεπώς, στόχος της είναι η εξεύρεση της επιπλέον ποσότητας και η διαφοροποίηση των πηγών ανεφοδιασμού της. Αυτό είναι όλο. Οι λύσεις που θα υιοθετηθούν θα είναι συμπληρωματικές προς τις υπάρχουσες».
Αντίθετα, οι πιθανότητες να κατασκευαστεί ένας άλλος στρατηγικός αγωγός, ο ΤΑΡΙ, είναι ελάχιστες: πρόκειται για τον περιβόητο αγωγό αερίου Τουρκμενιστάν-Αφγανιστάν-Πακιστάν-Ινδία, τον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες και η αμερικανική εταιρεία Unocal σκόπευαν να κατασκευάσουν, στα τέλη της δεκαετίας του 1990 σε συνεργασία με τους Ταλιμπάν. Εκτός του ότι η επιστροφή των Ταλιμπάν προκαλεί τεράστια προβλήματα ασφαλείας, πολλοί ειδικοί πιστεύουν ότι τα αποθέματα του Τουρκμενιστάν δεν έχουν εκτιμηθεί σωστά. Ο λόγος που η Ουάσιγκτον προωθούσε τον ΤΑΡΙ ήταν η απομόνωση του Ιράν και η εξασθένιση της Ρωσίας στην Κεντρική Ασία. Όμως, το σχέδιο δεν είχε ιδιαίτερη απήχηση ούτε καν στην Ινδία, η οποία δεν αισθάνεται να ανήκει στην Κεντρική Ασία και θα προτιμούσε το σχέδιο ΙΡΙ (Ιράν-Πακιστάν-Ινδία) που προτείνει η Τεχεράνη, αν δεν υπήρχαν οι κυρώσεις που επιβάλλει η Ουάσιγκτον σε οποιαδήποτε εταιρεία επενδύσει στα ιρανικά κοιτάσματα πετρελαίου ή αερίου. Σύμφωνα με τον Μοχάμεντ Ρεζά-Τζαλίλι, Ιρανό ειδικό στις διεθνείς σχέσεις στην Κεντρική Ασία, «το Ιράν είναι ο μεγάλος χαμένος του νέου “μεγάλου παιχνιδιού”. Όχι μόνο οι πετρελαιαγωγοί παρακάμπτουν το έδαφός του, αλλά, επιπλέον, κανείς δεν μπορεί να επενδύσει εκεί. Και αυτό που χρειάζεται περισσότερο η χώρα είναι οι επενδύσεις. Οι υποδομές της χρονολογούνται από τη δεκαετία του 1970, με αποτέλεσμα να είναι αναγκασμένη να εισάγει το 40% της βενζίνης της. Δεν έχει κατορθώσει να πραγματοποιήσει έρευνες για τον εντοπισμό νέων κοιτασμάτων στο τμήμα της Κασπίας που της αναλογεί και εκμεταλλεύεται μικρό μονάχα μέρος του τεράστιου δυναμικού που διαθέτει στον τομέα του φυσικού αερίου».
Πάντως, το γεγονός ότι η Τεχεράνη έχει αποκλειστεί από το «μεγάλο παιχνίδι» είναι παράδοξο, γιατί οι παραγωγοί υδρογονανθράκων της Κεντρικής Ασίας ονειρεύονται τη δημιουργία ενός Δρόμου του Νότου. Σύμφωνα με τον Αρνό Μπρεγιάκ, διευθυντή της TOTAL για την Κεντρική Ευρώπη και την Ηπειρωτική Ασία, «η συγκεκριμένη οδός είναι οικονομικότερη και απλούστερη από τεχνική άποψη. Εμείς, ακολουθούμε μια λογική διαφοροποίησης των οδών μέσα από τις οποίες πραγματοποιούμε τις εξαγωγές μας. Έτσι, σε αυτό το πλαίσιο, εξετάζουμε το ενδεχόμενο της δημιουργίας ενός Δρόμου του Νότου».
Σύμφωνα με τον Ρεζά-Τζαλίλι, για όλους αυτούς τους λόγους και στη συγκεκριμένη συγκυρία, «η προσέγγιση του Ιράν με τον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης (ΟΣΣ) αποτελεί σωσίβιο για την πολιτική του Ιράν στην Κεντρική Ασία. Ετσι, η Τεχεράνη μπορεί να αναπτύξει τους δεσμούς της με την Ασία -και ιδιαίτερα με την Κίνα- και να ενισχύσει τη θέση της εν όψει του μπρα ντε φερ με τις Ηνωμένες Πολιτείες».
Από την πλευρά της, σε αυτό το «μεγάλο παιχνίδι», η Κίνα θέτει τρεις στόχους. Σύμφωνα με τον Τιερί Κελνέρ, ειδικό σε ζητήματα Κίνας και Κεντρικής Ασίας, αυτοί συνίστανται «στην ασφάλεια (ιδιαίτερα στην τουρκόφωνη επαρχία του Σιν Κιανγκ που συνορεύει με την Κεντρική Ασία), στη συνεργασία με τις γειτονικές χώρες για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να γίνει κάποια άλλη μεγάλη δύναμη υπερβολικά ισχυρή στην περιοχή, και, τέλος, στην εξασφάλιση του ανεφοδιασμού της σε ενεργειακούς πόρους». Έχει χυθεί ήδη πολύ μελάνι για τις επενδύσεις που πραγματοποιεί εδώ και μερικά χρόνια το Πεκίνο στον πετρελαϊκό τομέα της Κεντρικής Ασίας. Μάλιστα, τον Δεκέμβριο του 2005, η Κίνα εγκαινίασε έναν πετρελαιαγωγό που συνδέει το Ατασού (Καζακστάν) με το Αλασάνκου (Σιν Κιανγκ). Όπως παρατηρεί ο Κελνέρ, η πρώτη πετρελαϊκή συμφωνία που υπέγραψε η Κίνα στην Κεντρική Ασία χρονολογείται από το 1997. Η χώρα έχει μακροπρόθεσμη οπτική και κατόρθωσε να δημιουργήσει στέρεες βάσεις στην Κεντρική Ασία. Σήμερα δρέπει τους καρπούς όλων αυτών των προσπαθειών. Όμως η φρενίτιδα των αγορών δεν εξυπηρετεί μονάχα στις αυξημένες ενεργειακές ανάγκες της (η ετήσια αύξηση της κατανάλωσης υδρογονανθράκων στην Κίνα φτάνει το 10%).
Ο Κελνέρ θεωρεί ότι μας δίνει επίσης μια εικόνα για το γεωπολιτικό της όραμα: «Η Κίνα δεν βλέπει τα πράγματα με τους όρους της αγοράς, παρά το γεγονός ότι η προσφορά και η ζήτηση του πετρελαίου είναι παγκοσμιοποιημένες. Για να επιτύχει την ενεργειακή της ασφάλεια, αγοράζει κοιτάσματα και πετρελαιαγωγούς που την τροφοδοτούν μεν άμεσα, αλλά της κοστίζουν πολύ ακριβά. Όμως, δεδομένου ότι το ζητούμενο -σε παγκόσμιο επίπεδο- είναι να ισορροπήσει η προσφορά και η ζήτηση υδρογονανθράκων για να διατηρηθούν σταθερές οι τιμές, είναι προς το συμφέρον της Κίνας να συμβάλει στην επίτευξη αυτής της ισορροπίας και όχι να προσανατολίζεται προς τον άμεσο ενεργειακό ανεφοδιασμό της». Όμως, για την Κίνα, οι επενδύσεις της στην Κεντρική Ασία αποτελούν και μέσο για να επέμβει στην περιοχή και να συμβάλει -όπως ισχυρίζεται- στην προώθηση της ασφάλειάς της. Επιπλέον, το Πεκίνο δραστηριοποιείται στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης (ΟΣΣ)6για να στρέψει την προσοχή των μελών του στα ζητήματα που επιθυμεί: στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας και στην οικονομική και ενεργειακή συνεργασία στην περιοχή. Άλλωστε, ο ΟΣΣ αποτελεί ένα μπλοκ το οποίο είναι πιθανό ότι θα εκδηλώσει έμπρακτα την αλληλεγγύη του σε περίπτωση αποσταθεροποίησης της περιοχής ή στην περίπτωση που η αύξηση της επιρροής των Ηνωμένων Πολιτειών φτάσει στο σημείο να απειλήσει τα καθεστώτα της περιοχής. Έτσι, για παράδειγμα, τον Ιούλιο του 2005, τα έξι μέλη του υποστήριξαν την απαίτηση της Τασκένδης να κλείσει η αμερικανική αεροπορική βάση του Καρσί-Χαναμπάντ, η οποία είχε δημιουργηθεί την εποχή των επιχειρήσεων στο Αφγανιστάν. Πράγματι, σήμερα, στο Ουζμπεκιστάν δεν υπάρχει ούτε ένας Αμερικανός στρατιώτης.
Στην πραγματικότητα, το «μεγάλο παιχνίδι» εξυπηρετεί τις Δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας και του Καυκάσου, οι οποίες ποντάρουν στον ανταγωνισμό ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις. Έτσι, κερδίζουν λίγη ανεξαρτησία στο βαθμό που μπορούν να πουν «όχι» σε κάποια από αυτές και να στραφούν σε μια άλλη. Βέβαια, αυτό σημαίνει ότι τις περισσότερες φορές το μόνο που μπορεί να επιλέξει μια χώρα είναι το από ποια μεγάλη δύναμη θα εξαρτάται. Για παράδειγμα, ενώ το Καζακστάν ανοίγει την οικονομία του στον υπόλοιπο κόσμο, το Ουζμπεκιστάν την ξανακλείνει. Κι αν η Γεωργία ποντάρει στο αμερικάνικο χαρτί, το Τουρκμενιστάν εκδηλώνει την έντονη δυσπιστία του απέναντι στην Ουάσιγκτον. Επιπλέον, όταν ο «δημοκρατικός λόγος» της Δύσης βλάπτει τα συμφέροντα των ηγετών στις χώρες της Κεντρικής Ασίας και του Καυκάσου, τότε μπορούν να γυρίσουν την πλάτη στη Δύση και να στραφούν προς τη Μόσχα και το Πεκίνο, των οποίων η ηγεσία δεν είναι διόλου απαιτητική σε παρόμοια ζητήματα…
Βέβαια, ούτε η Ουάσιγκτον, ούτε οι Βρυξέλες είναι πάντοτε απαιτητικές σε παρόμοια ζητήματα. Πολύ συχνά, οι επιτακτικές ανάγκες της στρατηγικής τους τις οδηγούν να παραμερίζουν το ζήτημα των ανθρώπινων δικαιωμάτων, με αποτέλεσμα να θεωρούνται ανυπόληπτες οι λεγόμενες «δυτικές αξίες», τις οποίες τα καθεστώτα της περιοχής θεωρούν απλώς ως ιδεολογικό όπλο. Μάλιστα, από το 2003, για να αντιμετωπίσουν την κριτική που τους ασκείται, οι ηγέτες των νέων ανεξάρτητων κρατών έχουν αρχίσει να δημιουργούν μια ολόκληρη θεωρία για τον δικό τους, ιδιαίτερο, «ανατολικό» τρόπο για την οικοδόμηση της Δημοκρατίας στην περιοχή τους. Στο μεταξύ, στην πράξη, η διαφθορά επικρατεί σε ολόκληρο το «μεγάλο παιχνίδι»: το μεγαλύτερο μέρος από τον πακτωλό του πετρελαίου και του φυσικού αερίου -τα οποία ωστόσο αποτελούν εθνικό πλούτο- ξεφεύγει από τον δημοκρατικό έλεγχο των κατοίκων.
- Οφείλουμε την θεωρία της Κεντρικής Γης (heartland) στον Βρετανό Χάλφορντ Τζον Μ Μακίντερ. Ο πατέρας της σύγχρονης γεωπολιτικής αντιλαμβάνεται τον πλανήτη ως ένα σύνολο που επικεντρώνεται στην Ευρασία, την Κεντρική Γη. Για να κυριαρχήσεις στον κόσμο πρέπει να κυριαρχήσεις σ’ αυτόν τον «άξονα περιστροφής του κόσμου». Ο Μακίντερ θεωρούσε ότι η Ρωσία, κυρίαρχος της Κεντρικής Γης χάρη στην γεωγραφική της θέση διέθετε στρατηγική ανωτερότητα σε σχέση με την ναυτική δύναμη, την Μεγάλη Βρετανία.
- Για το «μεγάλο παιχνίδι βλ. Peter Hopkirk, «The Great Game, On Secret Service in Central Asia», Oxford University Press, Νέα Υόρκη, 1991. Για την σύνοψη βλ. Boris Eisenbaum, «Guerres en Asie centrale. Luttes d’influences, pétrole, islamisme et mafias, 1850-2004», Grasset, Παρίσι, 2005.
- Βλ «The Oil and the Glory: The Pursuit of Empire and Fortune on the Caspian Sea», Random House, Νέα Υόρκη, 2007.
- Βλ. «Oil and the new “Great Game”», «The Nation», Νέα Υόρκη, 16 Φεβρουαρίου 2004.
- Οι εταίροι της κοινοπραξίας Agip KCO είναι οι μεγαλύτερες δυτικές εταιρείες του κλάδου: ΕΝΙ, ExxonMobil, Shell, Total (καθεμία από αυτές με μερίδιο 18,52%), ConocoPhilips (9,26%), η εθνική πετραλαϊκή εταιρεία του Καζακστάν KazMunayGas (8,33%) και η Impex (8,33%).
- Ο ΟΣΣ δημιουργήθηκε το 1996 και αρχικά ονομαζόταν «Ομάδα της Σαγκάης». Σήμερα, περιλαμβάνει 6 κράτη-μέλη (Κίνα, Καζακστάν, Κιργιστάν, Ουζμπεκιστάν, Ρωσία, Τατζικιστάν) και 4 παρατηρητές (Ινδία, Ιράν, Μογγολία, Πακιστάν – ενημέρωση Ιανουάριος 2021: επίσης Αφγανιστάν, Λευκορωσία ενώ το 2008 δημιουργήθηκε και η κατηγορία «εταίροι»: Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν, Καμπότζη, Νεπάλ, Σρι Λάνκα, Τουρκία). Η αίτηση των Ηνωμένων Πολιτειών να αποκτήσουν την ιδιότητα του παρατηρητή απορρίφθηκε.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου