Στην περίπου δύο αιώνων ιστορία της προστασίας της Πολιτιστικής Κληρονομιάς – δηλαδή το πώς ,στο πλαίσιο του νεοσύστατου εθνικού κράτους , οργανώθηκε η προστασία των αρχαιοτήτων, από ποιες φιλοσοφικές, ιδεολογικές, πολιτικές παραδοχές προσδιοριζόταν σε διαφορετικές ιστορικές εποχές, πως εξελίχθηκε η νομοθεσία που προστατεύει τα μνημεία – θα βρει κανείς περιόδους κατά τις οποίες μνημεία και κινδύνευαν και εντέλει «χάθηκαν». Αυτό μπορεί να συνέβαινε υπό την επίδραση είτε ιδεολογικών – πολιτικών στάσεων (π.χ. η επιλογή των μνημείων των κλασικών χρόνων έναντι των βυζαντινών για λόγους δημιουργίας εθνικού αφηγήματος) είτε από τη μανία συγκεκριμένων καθεστώτων (η μανία της 7χρονης δικτατορίας που κατέστρεψε μνημεία στον Πειραιά, στο Ηράκλειο της Κρήτης και αλλού).
Αλλά, ίσως να είναι η πρώτη φορά όπου ιστορική – πολιτική περίοδος της χώρας συνδέεται με πολιτικές ηγεσίες, οι οποίες με πρωτοφανή μανία και λυσσαλέα πώρωση έχουν βαλθεί να ξεθεμελιώσουν ό,τι με πολύ σπουδή, κόπο και μάχες χτίστηκε σε διάστημα δύο αιώνων. Θα μπορούσε, δε, να πει κάποιος ότι οργανώνεται μία απολύτως «αντίστροφη» επέτειος των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση. Κι αυτό διότι από το 1822 είχε επισημανθεί η ανάγκη προστασίας και διαφύλαξης των αρχαίων μνημείων, αλλά το 2020 διατυμπανίζεται η ανάγκη της αποκοπής των αρχαίων μνημείων από τη μήτρα τους, δηλαδή από την απόλυτη και αδιαπραγμάτευτη κρατική προστασία.
Η πρόθεση και τελικά η αναγγελία μετατροπής των μεγάλων κρατικών μουσείων σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, με άλλα λόγια σε κυβερνητικά (της όποιας κυβέρνησης) παραμάγαζα ορθάνοιχτα στις ορέξεις ιδιωτών και ιδρυμάτων, συνιστά μια εξαιρετικά σοβαρή εκτροπή, η οποία ανατρέπει τη φιλοσοφία και τη ουσία της συγκρότησης του μουσειακών συλλογών στην Ελλάδα, της σχέσης τους με την ανασκαφική και ερευνητική δραστηριότητα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και της διαχείρισής τους. Αυτή, δε, η πρόθεση τελεί σε απόλυτη εσωτερική λογική με το πριν από λίγες ημέρες ψηφισθέν πλέον νομοσχέδιο που επιτρέπει την εξαγωγή αρχαίων για 50 χρόνια! Εάν εδώ προσθέσουμε δύο ακόμα σημεία που συμπεριλήφθηκαν στο νόμο για το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων, δηλαδή:
α) την πιστοποίηση των μουσείων, δημόσιων και ιδιωτικών, με μόνο τρία βασικά κριτήρια που δεν αντιστοιχούν στο σύνολο των λειτουργιών που εξυπηρετεί ένας μουσειακός οργανισμός σύμφωνα με τα διεθνή κριτήρια, ενώ ανοίγει το θέμα της διατήρησης ή μη των μουσείων σε λειτουργία με βάση τα ίδια κριτήρια. Εν ολίγοις, ανοίγει ο δρόμος ώστε να πάψουν να λειτουργούν, και με τη βούλα του νόμου, τα μουσεία των Περιφερειακών Υπηρεσιών του ΥΠΠΟΑ που δεν έχουν στηριχτεί από το ΥΠΠΟΑ ώστε να έχουν επαρκές τακτικό προσωπικό για τη λειτουργία και την εξωστρέφειά τους!
β) την ίδρυση Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου για τη διαχείριση της ακίνητης περιουσίας του Υπουργείου Πολιτισμού
τότε μιλάμε για κανονική και συστηματική επίθεση στην Πολιτιστική Κληρονομιά και τη νομοθεσία που τη διέπει μέχρι σήμερα.
Στόχος της μετατροπής του νομικού πλαισίου των μουσείων είναι, λέει η κυβέρνηση, αξιοποιώντας τις τεχνικές διοίκησης και διαχείρισης επιχειρήσεων, επικοινωνίας και marketing, να βελτιώσουν την αποδοτικότητά τους με υιοθέτηση νέων στρατηγικών και αυτενέργεια. Αυτό σε κανονικά ελληνικά σημαίνει ότι τα μουσεία δεν χρειάζονται αρχαιολόγους που να υπερασπίζονται και να προάγουν τον πολυεπίπεδο ερευνητικό, παιδευτικό και κοινωνικό ρόλο τους, αλλά μάνατζερ και καλούς οικονομικούς υπαλλήλων επιχειρήσεων.
Αλλά αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς ,στην Ελλάδα, η διαδικασία μετατροπής των μουσείων σε «μαγαζιά», δεν είναι η πρώτη φορά που τίθεται ως στρατηγικός στόχος. Συνιστά, εξάλλου, βασική διάσταση των κατευθύνσεων τη Ε.Ε. και του ευρωπαϊκού κεφαλαίου για πλήρη εμπορευματοποίηση του πολιτισμού μέσω της διολίσθησή του σε κερδοφόρο πεδίο.
Θυμίζουμε ότι στις αρχές του 2000 – επί υπουργίας Ευ. Βενιζέλου – το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο μαζί με κάποια άλλα μεγάλα μουσεία, μετατράπηκε σε «ειδική περιφερειακή μονάδα». Αυτή ήταν η πρώτη προσπάθεια αυτονόμησης των μουσείων από την Αρχαιολογική Υπηρεσία σε μία προοπτική τελικά να παραδοθούν στο ιδιωτικό κεφάλαιο. Το 2005, επί υπουργίας Π. Τατούλη συμπεριλήφθηκε σε νομοσχέδιο, η αλλαγή του νομικού πλαισίου 10 μουσείων σε ΝΠΔΔ, κάτι που τελικά δεν προχώρησε χάρη στη σθεναρή αντίσταση των αρχαιολόγων.
Εντούτοις, η ναυαρχίδα των μουσείων με αυτή τη μορφή και την εμπορευματική λογική είναι το Μουσείο της Ακρόπολης, το οποίο για να υπηρετήσει την διοικητική, δημοσιονομική και λειτουργική του αυτοτέλεια προβαίνει σε δράσεις που ξεφεύγουν του ερευνητικού και παιδαγωγικού ρόλο ενός μουσείου, αλλά τελικά αποδεικνύεται ότι δεν είναι και τόσο… «χειραφετημένο» από τον κράτος, αφού ουδέποτε έπαψε να επιχορηγείται από αυτό.
Το αφήγημα της «αυτοχρηματοδότησης» των μουσείων δεν είναι τίποτα άλλο από συνειδητή παραπλάνηση που στο τέλος του δρόμου καταλήγει σε ξήλωμα του γράμματος και του πνεύματος του Αρχαιολογικού Νόμου, ο οποίος όχι τυχαία απομακρύνει και εξαιρεί τις αρχαιότητες από οποιαδήποτε έννοια αγοραίας συναλλαγής. Διαστρεβλώνει, δε, χυδαία το ρόλο των μουσείων, τα οποία από τον Αρχαιολογικό Νόμο ορίζονται ως υπηρεσίες «μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα». Η επιχειρηματική αντιστοίχηση εσόδων – εξόδων με στόχο την αυτοχρηματοδότηση σημαίνει ότι θα αποτιμώνται με όρους κόστους – οφέλους έννοιες που δεν μπορούν να αποτιμηθούν με αυτόν τον αγοραίο τρόπο, όπως ο παιδευτικός ρόλος ενός μουσείου ή μιας συγκεκριμένης δράσης ενώ η ερευνητική δραστηριότητα θα υποτάσσεται στα ταμειακά περιθώρια.
Το χειρότερο είναι ότι αντιστρέφεται πλήρως η πραγματικότητα, αφού ήδη η ελληνική εμπειρία από μουσεία Δημοσίου ή Ιδιωτικού Δικαίου κάθε άλλο παρά επιβεβαιώνει τα υπέρ αυτών επιχειρήματα. Το Μουσείο Μπενάκη και το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, δύο ιδιωτικοί –και επιχορηγούμενοι από το Κράτος– οργανισμοί αναγκάστηκαν το μεν πρώτο να περιορίσει τις μισθολογικές και άλλες δαπάνες και το δε δεύτερο να αναστείλει τη λειτουργία του απολύοντας τους εργαζομένους του, για να συγχωνευθεί εν τέλει με το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης.
Βέβαια, η εμπειρία πολύ λίγο απασχολεί μπροστά στον κύριο και στρατηγικού χαρακτήρα στόχο, που είναι να ανοίξει ο δρόμος για την οικονομική, χρηματοπιστωτική και επιχειρηματική κοινότητα να επενδύσει στο πολιτιστικό και μουσειακό κοινωνικό κεφάλαιο. Και πώς θα επιτευχθεί αυτό; Με διορισμένα Διοικητικά Συμβούλια άμεσα εξαρτημένα από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία που θα μπορούν να εξασφαλίσουν τη δυνατότητα συμπράξεων με τον ιδιωτικό τομέα ή ανάθεσης τομέων (όπως η φύλαξη) σε εταιρείες, ή ακόμα και προνομιακές σχέσεις με Ιδρύματα Πολιτισμού που αδημονούν να εισβάλουν και στον χώρο της διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου