Ήταν
πριν 53 χρόνια, στις 11 Δεκέμβρη 1964, όταν ο Ερνέστο Τσε
Γκεβάρα, εκπροσωπώντας την επαναστατική κυβέρνηση της
Κούβας, εκφώνησε τον ιστορικό του λόγο στη Γενική Συνέλευση
του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών. Ένα λόγο που, στη μητρόπολη
του καπιταλιστικού κόσμου, στην καρδιά της Νέας Υόρκης,
αποτέλεσε δριμύ κατηγορητήριο ενάντια στην ιμπεριαλιστική
πολιτική των ΗΠΑ και ευρύτερα της καπιταλιστικής Δύσης,
αναδεικνύοντας μια σειρά εγκλήματα τα οποία, μέχρι τότε,
ελάχιστα είχαν απασχολήσει το διεθνή οργανισμό.
Η
ομιλία του Τσε, μνημείο αντι-ιμπεριαλιστικού λόγου και
υπεράσπισης των λαών που μάχονται για την ελευθερία τους, έγινε
χωρίς την παρουσία του εκπροσώπου των ΗΠΑ Αντλάϊ Στίβενσον, στην
αίθουσα της Γενικής Συνέλευσης. Άλλωστε είχαν προηγηθεί οι
εχθρικές προσπάθειες της Ουάσινγκτον ενάντια στην Κούβα, η κρίση
των πυραύλων, η απόβαση του Κόλπου των Χοίρων και η επιβολή του
απάνθρωπου οικονομικού αποκλεισμού εκ μέρους της κυβέρνησης
Κένεντι.
Ο Τσε, υπουργός βιομηχανίας τότε, ήταν ξεκάθαρος από την αρχή: «Η Κούβα προσέρχεται», σημείωνε ο Γκεβάρα στην αρχή της ομιλίας του, «για
να διευκρινήσει τη θέση της πάνω στα πιο σημαντικά απο τα
επίμαχα θέματα (σημεία). Και θα το κάνει με όλη την συναίσθηση
της ευθύνης που επιβάλλει η χρησιμοποίηση αυτού του βήματος.
Ταυτόχρονα όμως θα ανταποκριθεί στο αναπότρεπτο καθήκον να
μιλήσει με διαύγεια και ειλικρίνεια».
Σε
αυτές τις γραμμές αποτυπώνονταν οι πραγματικές προθέσεις της
επαναστατικής κυβέρνησης της Κούβας – να καταγγείλει το
διεθνή και αμερικανικό ιμπεριαλισμό, να στηρίξει δημόσια
τους καταπιεσμένους λαούς και να παρακινήσει τα Ηνωμένα Έθνη
να πάρουν θέση, να δράσουν προς όφελος της ειρήνης και της
ελευθερίας. Όσο όμως σεβασμό απέδωσε ο Τσε στη Γενική
Συνέλευση του ΟΗΕ, άλλο τόσο καυστικός ήταν απέναντι στην γνωστή
τακτική του οργανισμού να «νίπτει τας χείρας του»
μπροστά στα ιμπεριαλιστικά εγκλήματα. Σε μια αποστροφή του
λόγου του κατήγγειλε την προσπάθεια του ιμπεριαλισμού να «μετατρέψει τη Γενική Συνέλευση σε άσκοπο διαγωνισμό ρητορικής». Γι’ αυτο ο Γκεβάρα μπήκε στην ουσία της υπόθεσης.
«Τα μάτια μας, μάτια ανθρώπων ελεύθερων, ξανοίγουν τώρα καινούργιους ορίζοντες και είναι σε θέση να βλέπουν εκείνο που μας εμπόδιζε άλλοτε να το δούμε η κατάσταση μας σαν υπόδουλων της αποικιοκρατίας: ότι ο “δυτικός πολιτισμός” κρύβει πίσω από την επιβλητική πρόσοψη του ένα κοπάδι από ύαινες και τσακάλια».
Ντυμένος
όχι με το τυπικό κοστούμι της διπλωματίας αλλά με την
στρατιωτική του στολή, ο Τσε αναφέρθηκε στις προσπάθειες των
Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους να δυναμιτίσουν τη
διεθνή ειρήνη. Έκανε λόγο για την ανάγκη να υπάρξουν ειρηνικές
σχέσεις όχι μόνο μεταξύ των ισχυρών κρατών, αλλά κυρίως μεταξύ
των ισχυρών και των αδυνάτων, μεταξύ εθνών με διαφορετικό
οικονομικο-πολιτικό σύστημα. Όχι όμως και μεταξύ
εκμεταλλευτών και θυμάτων. Σε έναν καταιγισμό κατηγοριών
κατά της επεμβατικής αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, ο
Τσε Γκεβάρα χρησιμοποίησε πλήθος απτών παραδειγμάτων που
επιβεβαίωναν στο ακέραιο τους ισχυρισμούς του: Από τις
ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στη νοτιοανατολική Ασία
(Καμπότζη, Λάος, Βιετνάμ) στην Κύπρο και από το αιματηρό
παράδειγμα του Κονγκό στην ταλαιπωρημένη απ’ την
επιθετικότητα της Ουάσινγκτον Λατινική Αμερική.
Από
το βήμα του ΟΗΕ, ο Γκεβάρα έκανε σαφές το ζήτημα της
αλληλεγγύης που πρέπει να διέπει το σοσιαλιστικό στρατόπεδο
ενάντια στην απειλή του ιμπεριαλισμού-καπιταλισμού. Μιλώντας
μέσα στο πλαίσιο της διπλωματικής ορολογίας αλλά χωρίς να
αποκρύβει ούτε χιλιοστό της αλήθειας, ο Τσε παρέθεσε την ωμή
παραβίαση της ειρήνης από την κυβέρνηση των ΗΠΑ. Κάτι που οι
σοσιαλιστικές χώρες αλλά και όλοι οι λαοί που πολεμούν για την
απελευθέρωση, την πολιτική και οικονομική χειραφέτηση
τους δεν θα έπρεπε να δεχθούν με κανέναν τρόπο.
«Θέλουμε να οικοδομήσουμε τον σοσιαλισμό. Έχουμε κηρυχτεί αλληλέγγυοι μ’ εκείνους που αγωνίζονται για την ειρήνη […] Θέλουμε την ειρήνη. Θέλουμε να δημιουργήσουμε μια καλύτερη ζωή για το λαό μας. Και γι’ αυτό το λόγο αποφεύγουμε, όσο μπορούμε, να απαντήσουμε στις προκλήσεις που μας κάνουν οι γιάνκηδες».
Μιλώντας
εξ’ ονόματος του λαού και της κυβέρνησης της Κούβας, ο Τσε
Γκεβάρα επισήμανε τις προσπάθειες της επαναστατικής
κυβέρνησης του νησιού για ειρήνη στην ευρύτερη περιοχή της
Καραϊβικής. Παρέθεσε ένα προς ένα πέντε σημεία που η Αβάνα είχε
προτείνει στις ΗΠΑ ως μορατόριουμ για την δημιουργία κλίματος
ειρήνης και ασφάλειας. Καμία πρόταση της Κούβας δεν έγινε
αποδεχτή από τις ΗΠΑ, οι οποίες όχι μόνο συνέχισαν τις
πολεμικές προκλήσεις ενάντια στον κουβανικό λαό αλλά και
διατήρησαν (μέχρι και σήμερα) το στρατιωτικό
ορμητήριο-φυλακή του Γκουαντάναμο.
«Κύριοι αντιπρόσωποι, η ελεύθερη και αυτοκυρίαρχη Κούβα δεν συνδέεται με κανένα και με κανενός είδους αλυσίδες. Το έδαφος της είναι απαλλαγμένο από ξένες επενδύσεις. Απαλλαγμένο από ανθυπάτους που κατευθύνουν την πολιτική της χώρας όπου τους έχουν στείλει. Γι΄αυτό μπορεί να μιλάει με το μέτωπο ψηλά μέσα σε τούτη τη Συνέλευση και να αποδεικνύει πόσο σωστός είναι ο τίτλος που της έχει απονεμηθεί: «Το ελεύθερο έδαφος της αμερικανικής ηπείρου».
Η
ομιλία του Γκεβάρα όμως δεν εστιάστηκε μόνο στην
ιμπεριαλιστική στρατηγική των ΗΠΑ, την ανάγκη για πυρηνικό
αφοπλισμό, ούτε αποκλειστικά στην εκμετάλλευση των λαών της
Λατινικής Αμερικής από το ξένο και ντόπιο Κεφάλαιο. Στην καρδιά
του καπιταλισμού, στο κέντρο της Νέας Υόρκης, από του βήματος
του ΟΗΕ, ο Γκεβάρα έστρεψε τα βέλη του προς το κοινωνικό
απαρτχάιντ που επικρατούσε σε πολλές περιοχές των Ηνωμένων
Πολιτειών. Ένα ρατσιστικό απαρτχάιντ που κατέτασε τους
αφροαμερικανούς ως πολίτες ‘β κατηγορίας, στερούμενων
βασικών πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Δήλωσε, ο
Τσε, σε μια αποστροφή του λόγου του: «Οι ΗΠΑ
επεμβαίνουν στην αμερικάνικη ήπειρο στο όνομα των ελευθέρων
θεσμών. Θα ‘ρθει μια μέρα που τούτη η Συνέλευση θα έχει αποκτήσει
μεγαλύτερη ωριμότητα και θα απαιτήσει τότε από τη
βορειοαμερικάνικη κυβέρνηση εγγυήσεις για τη ζωή για τη ζωή
του νέγρικου και του λατινοαμερικάνικου πληθυσμού, που ζει
σ’αυτή τη χώρα και που στην πλειονότητα του είναι
βορειοαμερικάνικος είτε λόγω καταγωγής είτε γιατί έκανε τις
ΗΠΑ θετή πατρίδα του. Πως είναι δυνατό να παραστάνει το φρουρό
της ελευθερίας εκείνος που σκοτώνει τα ίδια του τα παιδιά και
καθημερινά τα ταπεινώνει για το χρώμα που έχει το δέρμα τους; Πως
μπορεί να ποζάρει για φρουρός της ελευθερίας εκείνος που
αφήνει ελεύθερους τους δολοφόνους των νέγρων και μάλιστα τους
προστατεύει και τιμωρεί το νέγρικο πληθυσμό επειδή απαιτεί να
γίνουν σεβαστά τα δικαιώματα του ως ελεύθερων ανθρώπων;».
Εκεί,
στην καρδιά του διεθνούς διπλωματικού συστήματος, ο
αργεντίνος επανάστατης μίλησε και εκφράστηκε όχι μόνο εξ’
ονόματος της κουβανικής κυβέρνησης που τυπικά
εκπροσωπούσε. Εξέφρασε κυρίως τους καταφρονεμένους του
κόσμου, τους λαούς που καταδυναστεύονταν από τις δυνάμεις του
ιμπεριαλισμού και που αλληλοσφαγιάζονταν από εμφύλιες
συγκρούσεις τις οποίες το μεγάλο κεφάλαιο είχε προκαλέσει στις
χώρες τους. «Η Ιστορία», είπε ο Γκεβάρα λίγο πριν το κλείσιμο της ομιλίας του, «θα
υποχρεωθεί τώρα να πάρει υπ’ όψιν της τους φτωχούς της Αμερικής,
τους καταληστεμένους και καταφρονεμένους που αποφάσισαν στο
εξής να γράφουν μόνοι τους την ιστορία τους».
Μετά την ομιλία του Τσε, πήραν το λόγο για να απαντήσουν εκπρόσωποι λατινοαμερικάνικων χωρών- που διατηρούσαν ισχυρούς δεσμούς με τις ΗΠΑ, μεταξύ των οποίων της Κόστα Ρίκα, της Βενεζουέλας, της Κολομβίας και του Παναμά. Κάνοντας χρήση του δικαιώματος σε δευτερολογία, ο Γκεβάρα πήρε και πάλι το λόγο ανταπαντώντας στις κατηγορίες που είχαν διατυπωθεί ενάντια στον ίδιο και την επαναστατική κυβέρνηση της Κούβας. Χαρακτηριστικό σημείο της δευτερολογίας του Τσε αποτελεί το εξής σημείο: «Έχω γεννηθεί στην Αργεντινή, αυτό δεν είναι μυστικό για κανένα. Είμαι Κουβανός και μαζί Αργεντινός, και αν δεν προσβάλλονται οι λαμπρές εξοχότητες των Λατινοαμερικανών εκπροσώπων, αισθάνομαι τόσο Λατινοαμερικανός πατριώτης, απ’ οποιαδήποτε χώρα της Λατινικής Αμερικής, όσο και ο πιο πατριώτης της κάθε μιας. Θα είμαι έτοιμος στην κατάλληλη στιγμή να δώσω τη ζωή μου για την απελευθέρωση μιας λατινοαμερικανικής χώρας δίχως να γυρέψω τίποτε από κανένα, δίχως τίποτε ν’ απαιτήσω, δίχως κανέναν να εκμεταλλευτώ».
Δύο απόπειρες δολοφονίας.
Η
παρουσία του Κομαντάντε Γκεβάρα στη Νέα Υόρκη είχε προκαλέσει
την αντίδραση κουβανικών αντεπαναστατικών δυνάμεων. Δύο
τρομοκρατικές ενέργειες, με προφανή σκοπό τη δολοφονία του
Τσε, έλαβαν χώρα την 11η Δεκέμβρη 1964 στο Μανχάταν της
αμερικανικής μεγαλούπολης. Η πρώτη ήταν η εκτόξευση ρουκέτας
από μπαζούκας προς το κτίριο των Ηνωμένων Εθνών την ώρα που ο
Γκεβάρα ήταν στο βήμα της Γενικής Συνέλευσης. Σύμφωνα με τις
τοπικές αρχές, το βλήμα είχε εκτοξευθεί από την περιοχή Κουϊνς
της ανατολικής όχθης και έπεσε στη θάλασσα, 200 περίπου μέτρα
πριν τις ακτές του Μανχάταν. Ποτέ δεν διευκρινίστηκε ποιός
εκτόξευσε τη ρουκέτα από το μπαζούκας που, σύμφωνα με τις
έρευνες της αστυνομίας, ήταν ιδιοκτησίας του στρατού των ΗΠΑ.
Την
ίδια ώρα που στην αίθουσα της Γενικής Συνέλευσης ο Τσε Γκεβάρα
κατηγορούσε τον αμερικάνικο και διεθνή ιμπεριαλισμό, στην
είσοδο του κτιρίου του ΟΗΕ ομάδες αντεπαναστατών, κουβανών
και αμερικανών, διαδήλωναν με πλακάτ και σημαίες. Η αστυνομία
της Νέας Υόρκης είχε συλλάβει μάλιστα μια ισπανόφωνη γυναίκα,
ονόματι Μόλι Γκονζάλες, η οποία κατευθύνονταν προς το κτίριο
του ΟΗΕ κρατώντας μαχαίρι. Σκοπός της, όπως η ίδια δήλωσε
αργότερα, ήταν να χτυπήσει τον Γκεβάρα όταν αυτός θα έβγαινε απ’
την είσοδο του κτιριακού συγκροτήματος.
Πηγή: guevaristas.org / Τσε Γκεβάρα, Άπαντα, Εκδ. Καρανάση, Αθήνα, 1982.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου