Στους κατακερματισμένους μας καιρούς ο Λειβαδίτης πρόλαβε να
ολοκληρώσει την πονεμένη πορεία του με την αποδοχή και της τραγικότητας
της ανθρώπινης ύπαρξης και της αστείρευτης πληρότητας της ζωής, που θα
παραμείνει πάντοτε μια πρόκληση, ένα κάλεσμα…
Όταν η ποίηση αναιρεί τη ματαιότητα της ζωής
Η μεταουτοπική εποχή που βιώνουμε, παρ’ όλα τα ξαφνιάσματα που ζήσαμε στην πρώτη φάση της, δεν ξέσπασε απροειδοποίητα – τουλάχιστον (ας θυμηθούμε τον Καβάφη) για τους σοφούς που εκ των μελλόντων…τα προσερχόμενα αντιλαμβάνονται. Ασκημένη στον ήχο της ιστορίας, η ακοή του ποιητή συλλαμβάνει τη μυστική βοή…των πλησιαζόντων γεγονότων, διεισδύει στις πηγές τους, στη λογική τους. Οι εσωτερικές διεργασίες, σε σχετικά ανύποπτο χρόνο, αρχίζουν να εξοστρακίζουν τις μονοδιάστατες, μανιχαϊκές αντιλήψεις με ανοίγματα προς το πολυσήμαντο, το περίπλοκο και αντιθετικό. Σε αρκετά ποιήματα του Λειβαδίτη της ενότητας 1958 – 1964 η αίσθηση και το αίτημα της πολλαπλότητας προβάλλει ως κυρίαρχο στίγμα του ανανεωμένου ποιητικού κόσμου του – αρχίζοντας από το πρώτο, το «Υπόγειο», και κλείνοντας με το καταληκτήριο, προγραμματικό «Τέχνη», ενώ το ενδιάμεσο παίρνει τον δηλωτικό τίτλο «Και αιώνας πολλαπλότητας». Στην παράλληλη Καντάτα δίπλα στους χώρους παρουσιάζεται η πολυφωνία ατομικών περιπτώσεων με το πολυπρόσωπο ανθρώπινο δράμα – αναζητήσεων, διαψεύσεων, πολύμορφων διλημμάτων, δοκιμασίας δίχως τέλος. Στους μεταιχμιακούς «Τελευταίους» η πάντοτε έντονη στον Λειβαδίτη αίσθηση του τραγικού μετατοπίζεται από το πεδίο των καταστάσεων στο μόνιμο τραγικό στοιχείο της ανθρώπινης μοίρας.
Οι απώλειες δίνουν τον τόνο
Παρακολουθώντας, μέσα από την ποίηση του Λειβαδίτη, τη ροή από καταστάσεις και απώλειες που συνθέτουν τον ανθρώπινο βίο, διαπιστώνουμε πως στην ώριμη δημιουργία του τον κυρίαρχο τόνο δίνουν οι απώλειες με το πιο μόνιμο, το πιο επίμονο μοτίβο – την περιπέτεια του οράματος, την τύχη που είχαν τα «όνειρα της νεότητας».
…Τόσα φθινόπωρα και δε γνωρίσαμε ακόμα την ψυχή μας
κι ω συντριβή του ονείρου μας:
μας έκλεισες όλους τους δρόμους
για να μας ανοίξεις ένα μονοπάτι στο άγνωστο
(«Το ακαθόριστο πρόσωπο»)
Είναι μια εξομολόγηση. Με την ύστερη, τέλεια ειλικρίνεια. Ωστόσο η πολυφωνία των καταθέσεων δημιουργεί ατμόσφαιρα διαλόγου· η κατάργηση της όποιας κατηγορηματικότητας λειτουργεί ως μια απαράβατη ηθική αρχή· η ενιαία εικόνα συντίθεται από πολλές και συχνά συγκρουόμενες – την αποκομίζουμε από το σύνολο ενός κύκλου, μιας συλλογής. Και ακόμη καλύτερα – από opera omnia. Επιλέγω ένα παράδειγμα όπου η σύγκρουση, αν και απαλή (υπάρχουν άλλες πιο δραματικές), είναι ωστόσο ενδεικτική χάρη στις ταυτόσημες αρχικές διατυπώσεις και τη φανερή διακλάδωση της συνέχειας. Πρόκειται για τα ποιήματα «Το άστρο του ταξιδιώτη» και «Θύελλες» της συλλογής Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου, που στέκονται άλλωστε πολύ κοντά, παραλλαγές στο ίδιο θέμα του θυελλώδους ταξιδιού της ζωής.
Ω ελπίδες της νιότης μας μείνατε στη μέση του δρόμου.
Εμείς συνεχίσαμε
και να που φτάσαμε απόψε εδώ,
σ’ αυτόν τον άγνωστο τόπο, χωρίς αποσκευές,
μα μ’ ένα τόσο ωραίο φεγγάρι.
(« Το άστρο του ταξιδιώτη»)
Και:
Όνειρα της νεότητάς μου που δεν πραγματοποιηθήκατε
και με συντροφεύετε ακόμα
κι οι φίλοι μας δεν πέθαναν, απλώς
τώρα κατοικούν στο φθινόπωρο…
(« Θύελλες»)
Τελικά η βίωση του απραγματοποίητου, κάποιες στιγμές τραγική, φθάνει σε μια κάθαρση, όπου η εμπνευσμένη προσπάθεια κρίνεται και δικαιωμένη και νομοτελειακή της ίδιας της ζωής. Προσέξετε πώς τελειώνει το ποίημα «Θύελλες»:
κι ω παιδικά βλέφαρα που πεταρίζετε
άξαφνα στον ύπνο σας σα να σας άγγιξαν
οι θύελλες που έρχονται απ’ το μέλλον βιαστικά.
Η ίδια κίνηση και στο ποίημα «Δειλινό». Ας επισημάνουμε όμως παράλληλα και μια χαρακτηριστική διαφοροποίηση: η εικόνα του παιδιού που προαισθάνεται τις μελλοντικές θύελλες μάς δίνεται εδώ όχι με προσωπική πια αναφορά, αλλά με μια μορφή καθολικής εμβέλειας.
ένας τρελός για επαναστάσεις κι άλλα πράγματα χαμένα
και κάθε που χτυπούσαν οι καμπάνες
ένιωθα να κινδυνεύει η ανθρωπότητα
κι έτρεχα να τη σώσω.
Κι όταν ένα παιδί κοιτάει μ’ έκσταση το δειλινό,
είναι που αποθηκεύει θλίψεις για το μέλλον.
Απαισιοδοξία ή επίγνωση;
Μπορεί να πει κανείς: απαισιοδοξία. Θα αντιπρότεινα: επίγνωση. Του αναπόφευκτου πόνου (άλλων «τόσων τόμων δυστυχίας»), της αδυναμίας να επιτευχθεί το απόλυτο, όμως και της αστείρευτης δύναμης που κινεί την ανθρώπινη προσπάθεια όχι μόνο από μια θεωρία, μια ιδέα, αλλά και από την αθάνατη αγάπη για τον άνθρωπο, για την ομορφιά, τη δικαιοσύνη και την καλοσύνη.
…Ω αιώνα μου, είμαι χρεωμένος τόσες σκληρότητες,
μα εγώ φεύγοντας θ’ αφήσω ένα γράμμα τρυφερό
γι’ αυτούς που θα’ ρθουν…
(«Το θλιμμένο γραμματοκιβώτιο»)
Ο ελεγειακός τόνος που δεσπόζει στην τελευταία δουλειά του Λειβαδίτη (έχει αντικαταστήσει την απαρηγόρητη κραυγή όσων δεν εκπληρώθηκαν ποτέ στον κόσμο που ακούσαμε στους Τελευταίους) συνοδεύει τη μετάβαση σε ένα άλλο πεδίο ενόρασης με μεταφυσικές προεκτάσεις. Μέσα από το στρώμα του παρόντος, που διατηρεί την παλλόμενη ζωντάνια του, γίνεται όλο και περισσότερο εμφανές το μόνιμο, το διαχρονικό, το αιώνιο. Η καθολικότερη διάσταση του «εγώ» κατορθώνεται τώρα όχι μόνο μέσω του «εμείς» (που και αυτό δεν εγκαταλείπεται και εξακολουθεί να κρατά το νήμα της συνέχειας) αλλά και με γενικότερες παραπομπές στον άνθρωπο, με εξόδους πέρα από τον συγκεκριμένο χρονότοπο, στο πεδίο του Μεγάλου Χρόνου. Το μερικό, τυχαίο, ασήμαντο αποκαλύπτεται ως νομοτελειακό – στα πιο κοινά, απλά, πρωταρχικά, στην οντολογική υπόστασή του.
Κατανόηση των ορίων
Στη συγκινημένη οικειότητα με τον κόσμο των πραγμάτων διαφαίνεται η διάθεση κατανόησης που απλώνεται προς όλες τις κατευθύνσεις. Η ατμόσφαιρα του λυκόφωτος, η συναίσθηση του κοντινού πια ορίου δίνει ιδιαίτερη προσοχή στα πιο ταπεινά, που συνθέτουν, παρ’ όλα τα ναυάγια, το θαύμα της ζωής.
Ω λυκόφως, δίκαιη ώρα, που και στα πιο ταπεινά πράγματα
δίνεις μια σημασία πριν έρθει η νύχτα.
(«Ώρα του λυκόφωτος»)
Τα σεμνά αυτά πράγματα «αισθηματοποιούνται» (όπως έλεγε ο Καβάφης για το «οικίας περιβάλλον, κέντρων, συνοικίας») αποπνέουν πόνο και αγάπη, ζουν ταυτόχρονα και στη χειροπιαστή διάστασή τους και στη μεταφορική, υψωμένη πάνω από το εφήμερο, απεριόριστη σε χώρο και χρόνο. Ο διάλογος με το σημερινό αγγίζει το αιώνιο με την
…ωραία απάντηση που δίνει σε όλα
με τη σιωπή του ο έναστρος ουρανός.
(«Ελεγείο για μια μικρή υπηρέτρια που μεγάλωσε»)
Με «μια παράξενη μουσική»:
σα να’ θελε να μας πείσει
ότι όλα είναι δυνατά
κι ότι δεν τελειώνειπουθενά ο κόσμος.
(«Ο μουσικός με το φαρδύ καπέλο»)
Ξαναδιαβάζοντας τώρα Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου σταμάτησα στο πρώτο ποίημα, «Τραγούδι στο δρόμο». Με σταμάτησε ο παραλληλισμός με το «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον» του Καβάφη. Η στάση μπροστά στο παράθυρο, το μαγεμένο άκουσμα, όταν
…η νοσταλγία όλων όσων ονειρεύτηκες
τρέμει μες στο τραγούδι…
…Κι έξαφνα σε κάποια στροφή του δρόμου
το τραγούδι σβήνει. Όλα χάνονται. Ησυχία.
Πρόκειται για τον ίδιο σεβασμό στη χαρά, στην αξία της ζωής και για την ίδια στωική ετοιμότητα απέναντι στο αναπότρεπτο, που είναι επίσης μέσα στη φύση της ζωής, στον νομοτελειακό της κύκλο ανανέωσης και αθανασίας. Η συναίσθηση της απεραντοσύνης, το θρόισμα της αιωνιότητας, που ενυπάρχει σε κάθε θνητή στιγμή, κατορθώνουν να αναιρούν τη ματαιότητα. Της ζωής και της τέχνης. Κι η ποίηση είναι σαν να ανεβαίνεις μια φανταστική σκάλα για να κόψεις ένα ρόδο αληθινό. Έτσι, παρ’ όλες τις απώλειες, δεν παραλύει η εμπιστοσύνη στη δημιουργία, και είναι μια στέρεη μορφή αντίστασης στον χρόνο και στις απώλειες του.
Προσπάθεια για το ανεκπλήρωτο
Όταν ο κόσμος κόβεται στα δύο, η ρωγμή περνά μέσα από την καρδιά του ποιητή. Η φράση ανήκει στον Heine. Κάτι ήξεραν από αυτά και σε προγενέστερες εποχές, αλλά καθένα τέτοιο γεγονός είναι γραφτό να φαντάζει ανεπανάληπτο, κοσμογονικό. Και να βιώνεται – ιδιαίτερα από τους ποιητές – με τη μέγιστη ψυχική ένταση. Στους κατακερματισμένους μας καιρούς ο Λειβαδίτης πρόλαβε να ολοκληρώσει την πονεμένη πορεία του με την αποδοχή και της τραγικότητας της ανθρώπινης ύπαρξης και της αστείρευτης πληρότητας της ζωής, που θα παραμείνει πάντοτε μια πρόκληση, ένα κάλεσμα:
…ένα φλάουτο κάπου ή ένα άστρο
συνηγορούν για όλη την ανθρωπότητα…
(«Τραγούδι στο δρόμο»)
Κάλεσμα για μια συνεχή προσπάθεια – έστω για το «ανεκπλήρωτο»: Αν υπήρξαμε, είναι μόνο από τη νοσταλγία για κάτι που δεν υπήρξε ποτέ.
Σόνια Ιλίνσκαγια – Αλεξανδροπούλου
***
Η Σόνια Ιλίνσκαγια – Αλεξανδροπούλου γεννήθηκε
το 1938 στη Μόσχα. Είναι καθηγήτρια της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας της
Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων καθώς και συγγραφέας
πολλών μελετών για τη σχέση νεοελληνικής και ρωσικής λογοτεχνίας.Σπούδασε Κλασική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ. Η γνωριμία με τον συγγραφέα σύζυγό της, πολιτικό πρόσφυγα στην ΕΣΣΔ, Μήτσο Αλεξανδρόπουλο, την ώθησε να σπουδάσει και Νεοελληνική και Ρωσική Λογοτεχνία και να αφοσιωθεί στη μελέτη, μετάφραση και κριτική της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Μέχρι το 1983, οπότε εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, διατέλεσε ερευνήτρια του Ινστιτούτου Σλαβικών και Βαλκανικών Μελετών της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ, με ειδίκευση στη νεοελληνική γραμματεία. Υπήρξε εκλεγμένο τακτικό μέλος της Ένωσης Συγγραφέων της ΕΣΣΔ. Για τις φημισμένες καβαφικές μελέτες της, η Ρωσική Ακαδημία Επιστημών της απένειμε τον τίτλο «Doctorat d’Etat».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου