«Είμαι από εκείνους που διακινδυνεύουν τη ζωή τους για να για να υπερασπιστούν τις αλήθειες τους» (από γράμμα του Τσε Γκεβάρα στους γονείς του).
Σαν σήμερα, 14 Ιουνίου, το 1928 γεννήθηκε ο κομμουνιστής επαναστάτης Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα, στο Ροσάριο της Αργεντινής. Η
φράση που μόλις διαβάσατε (ή κάποια παραλλαγή της) γράφεται κάθε χρόνο,
στις 14 Ιουνίου, αν και, όπως είναι γνωστό, υπάρχει μια ιστορία γύρω
από την ημερομηνία γέννησης του Τσε Γκεβάρα, η οποία τοποθετείται, με
βάση ορισμένες μαρτυρίες, ένα μήνα νωρίτερα.
Πολιτικά πρόσωπα ή άλλα δημόσια
πρόσωπα, που καμία σχέση δεν έχουν με την ιδεολογική πορεία του Γκεβάρα,
επιδιώκουν απεγνωσμένα να πάρουν λίγο από τη λάμψη του, υποστηρίζοντας
πως πρόκειται για ένα επαναστάτη διαφορετικό από άλλους κομμουνιστές.
Όλα αυτά, βέβαια, μετά τον θάνατο του Τσε, διότι όταν ήταν ζωντανός οι
πολιτικοί πρόγονοι των σημερινών «θαυμαστών» του, «απλά» τον
δολοφόνησαν! Είχαν κι έχουν τον φόβο του οι (κάθε είδους) εκπρόσωποι της
κυρίαρχης τάξης, γιατί ο Γκεβάρα στη σύντομη του ζωή πάλεψε, πολέμησε,
ενέπνευσε κι εμπνέει.
Έχουμε, ειλικρινά, βαρεθεί τα
αφιερώματα για τον «άλλον» Τσε, δηλαδή τον Γκεβάρα χωρίς τα επαναστατικά
και κομμουνιστικά του χαρακτηριστικά. Γνωστή κι αυτή η τακτική:
Αφαιρούμε από ένα πρόσωπο, που πέρασε στην ιστορία, ό,τι δεν μας αρέσει
και διαμορφώνουμε μια άλλη όψη του. Αυτό εξυπηρετεί πλήρως την
παραχάραξη της Ιστορίας, μια «δραστηριότητα», η οποία, τουλάχιστον τις
δύο τελευταίες δεκαετίες, είναι το «χόμπι» πολλών διανοητών, με την
πρόφαση της «διαφορετικής ματιάς».
Αντί μιας αναφοράς σε βιογραφικά
στοιχεία και φράσεις του Τσε Γκεβάρα θα παρακινήσουμε για κάτι: Ας
αφιερώσουμε λίγο χρόνο για να διαβάσουμε ή να ξαναδιαβάσουμε ποιός ήταν ο
Κομαντάντε. Ας διαβάσουμε τα κείμενα του. Ας μην είναι φέτος ένα
«μνημόσυνο» για τη μέρα γέννησης του. Οι συνθήκες το «ευνοούν». Όπου και
να κοιτάξει κανείς γύρω του αντιλαμβάνεται πως, στις μέρες μας, οι
άθλιοι που ο Τσε πολέμησε, με τ’ όπλο ή και χωρίς αυτό, υπάρχουν ακόμα
και κυριαρχούν, σμπαραλιάζοντας ανθρώπινες ζωές.
Εάν διαβάσει κανείς τα κείμενα ή
ακούσει ομιλίες του Τσε Γκεβάρα θα αντιληφθεί πως ο επρόκειτο για έναν
ολοκληρωμένο επαναστάτη, που συνδύασε μυαλό, γνώση και συναίσθημα,
επιτυγχάνοντας ένα ξεχωριστό αποτέλεσμα. Συγκρούστηκε και αμφισβήτησε
μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του και απέδειξε το ακριβώς το
αντίθετο απ’ αυτό που θέλουν ορισμένοι: Ο Τσε δεν ήταν «υπεράνθρωπος»,
ήταν άνθρωπος, με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που
χαρακτηρίζουν τους ανθρώπους. Τον Γκεβάρα δεν μπορούμε να τον κοιτάμε
«από μακριά». Εάν ασχολήθει κανείς, έστω και λίγο, με τη ζωή του θα
καταλάβει πως κάτι τέτοιο το απεχθανόταν. Η ρεαλιστική προσέγγιση του θα
αναδείξει το μεγαλείο της ύπαρξης του ιστορικού (πια) προσώπου του Τσε.
Ο Γκεβάρα, από μικρή ηλικία, οργίστηκε με αυτά που συμβαίνουν στον
κόσμο, δεν άντεχε τη βαρβαρότητα. Με αυτό το «δόγμα» έζησε. Δεν έμεινε,
όμως, στα λόγια κι έκανε μια αδιαμφισβήτητη επιλογή: Να πολεμήσει τη
βαρβαρότητα ως κομμουνιστής. –
Σαν σήμερα γεννήθηκε ο Τσε Γκεβάρα. Ο λόγος δικός του :
«Τώρα υπάρχουν βασιλιάδες
χωρίς στέμματα: είναι τα μονοπώλια, αληθινοί αφέντες ολόκληρων χωρών,
ακόμα και ηπείρων, σαν την περίπτωση της Αφρικής, ενός γερου τμήματος
της Ασίας και δυστυχώς επίσης της Αμερικής μας. Κατά καιρούς προσπάθησαν
να κυριαρχήσουν στον κόσμο. Όπως ο Χίτλερ, ο εκπρόσωπος των μεγάλων
γερμανικών μονοπωλίων, που προσπάθησε να επιβάλει την ιδέα της
ανωτερότητας μιας φυλής στον κόσμο, με έναν πόλεμο που στοίχισε τη ζωή
40 εκατομμυρίων ανθρώπινων υπάρξεων.
Η σημασία των μεγάλων μονοπωλίων είναι τεραστία. Σε
σημείο που να εξουδετερώνει την πολιτική ισχύ σε πολλές από τις
δημοκρατίες μας. Πριν μερικά χρόνια διάβαζα ένα δοκίμιο του Παπινι, όπου
ο ήρωας του, ο Γκογκ, αγοράζει μια δημοκρατία και λέει πως σκέπτεται να
έχει πρόεδρο, βουλή, στρατο και αισθάνεται άρχοντας, ενώ στην
πραγματικότητα έχει αγοράσει το αρχοντιλικι. Αυτή η καρικατούρα είναι
απόλυτα ακριβής: υπάρχουν δημοκρατίες που έχουν όλα τα τυπικά στοιχεία
για να είναι τέτοιες και που στην πραγματικότητα εξαρτώνται από την
θέληση της πανταχού παρούσας Εταιρίας Φρούτων, από την Standard Oil ή
από ένα μονοπώλιο πετρελαίων κι άλλες πάλι από τον βασιλιά του
κασσίτερου ή από τους μεγαλέμπορους των καφέδων (και δεν δίνω ’δω παρά
αμερικανικά παραδείγματα, για να μη μιλήσουμε για την Αφρική ή την
Ασία). Με αλλά λόγια η πολιτική κυριαρχία είναι ένας όρος που δεν πρέπει
να προσπαθούμε να εξηγήσουμε με επιφανειακούς ορισμούς. Πρέπει να
εμβαθύνουμε περισσότερο και να ερευνούμε τις ρίζες. Όλες οι συνθήκες,
όλοι οι κώδικες των νομών επιβεβαιώνουν ότι η εθνική πολιτική κυριαρχία
είναι μια ιδέα αδιαχώριστη από την έννοια του κυρίαρχου Κράτους, του
μοντέρνου Κράτους.
Αν δεν συνέβαινε αυτό, ορισμένες δυνάμεις δεν θα
αισθάνονταν την υποχρέωση να αποκαλούν τις αποικίες τους ελευθέρα
συνεταιρικά Κράτη προσπαθώντας με τον τρόπο αυτό να καμουφλάρουν την
αποικιοποιηση με άλλους όρους. Το εσωτερικό καθεστώς του κάθε λαού που
του επιτρέπει να εξασκεί την εξουσία του περισσότερο ή λιγότερο απόλυτα,
είναι ένα θέμα που πρέπει να ρυθμίζεται απ’ αυτόν τον ίδιο το λαό. Αλλά
εθνική κυριαρχία, κατ’ αρχήν, εξασφαλίζει σε μια χώρα το δικαίωμα να
αρνείται οποιαδήποτε επέμβαση που θέτει σε κίνδυνο την ύπαρξη της, καθώς
και το δικαίωμα να διαλέγει τον τρόπο της διακυβέρνησης που της
ταιριάζει καλύτερα. Αυτό εξαρτάται από τη θέληση της και ο λαός της
είναι ο μόνος που μπορεί ν’ αποφασίσει αν μια κυβέρνηση πρέπει ή όχι να
αλλάξει. Άρα όλες αυτές οι αρχές περί πολιτικής και εθνικής ισχύος δεν
είναι παρά κούφια λόγια, όταν δεν συνοδεύονται από οικονομική
ανεξαρτησία.
Είπαμε στην αρχή ότι η
πολιτική κυριαρχία και οικονομική ανεξαρτησία συμβαδίζουν. Μια χώρα που
δεν έχει δική της οικονομία και στην οποία εισβάλλουν ξένα κεφαλαία δεν
μπορεί να ξεφύγει από την κηδεμονία της χώρας απ’ όπου εξαρτάται. Και
επί πλέον δεν μπορεί να επιβάλει τη θέληση της, αν βρεθεί σε αντίθεση με
τα συμφέροντα της χώρας που την εξουσιάζει οικονομικά. Αυτό δεν είναι
ακόμη πολύ ξεκάθαρο για τους Κουβανέζους και πρέπει να επιμείνω κι άλλο
στο θέμα.
Οι βάσεις της πολιτικής
κυριαρχίας που θεμελιώσαμε την 1η του Γενάρη του 1959 δεν θα
σταθεροποιηθούν απόλυτα παρά μόνον όταν θα έχουμε επιτύχει μιαν απόλυτη
οικονομική ανεξαρτησία. Και μπορούμε να πούμε πως βρισκόμαστε σε καλό
δρόμο, αν κάθε μέρα λαμβάνουμε κι ένα μέτρο που εξασφαλίζει την
οικονομική μας ανεξαρτησία. Αν τα κυβερνητικά μέτρα διακόψουν αυτή την
πρόοδο ή κάνουν έστω κι ένα βήμα προς τα πίσω, όλα χάνονται και
ξαναγυρίζουμε αμετάκλητα στο σύστημα της αποικιοποιησης λίγο πολύ
συγκαλυμμένα, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά της κάθε χώρας και της κάθε
κοινωνικής στιγμής». Εκτενές απόσπασμα από ομιλία
του Τσε που μεταδόκε από το ραδιόφωνο στις 20 Μαρτίου 1960, στο πλαίσιο
των εκπομπών «Λαϊκό Πανεπιστήμιο» (Τσε Γκεβάρα, Άπαντα, τόμος 4 -Πολιτικά κείμενα Α , σ.22 -σ.24, Εκδόσεις Καρανάση).
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου