15 Νοε 2017

Σωτήρης Παστάκας -Αποκαΐδια: Ένας «άσιμος» φίλος μου


pastakas10.11.17favicon
Το χειμώνα 1985-86 είχα μείνει εργένης στο ρετιρέ της Χαριλάου Τρικούπη 142, και από φαγητό βολευόμουν δεξιά-αριστερά. Μια φίλη μου μαγείρευε το αγαπημένο μου φαγητό, μπάμιες με κοτόπουλο, κάποια άλλη μου έκανε ωραίες μακαρονάδες αλά μπολονιέζ, κι όλες μαζί έρωτα. Όταν ήθελα να φάω μόνος μου, έτρωγα στον «Έλατο» (ή μήπως το έλεγαν «Μέγα Πανελλήνιο»;), ένα παραδοσιακό ελληνικό εστιατόριο στις αρχές της Καλλιδρομίου.
Για να μην πληρώσουμε την εκτελώνιση του αυτοκινήτου, σύμφωνα με την τότε ισχύουσα νομοθεσία για τα ΙΧ με ξένες πινακίδες ο φόρος αντιστοιχούσε ακριβώς στο ποσό της αγοράς του στο εξωτερικό, έπρεπε να παραμένει το αυτοκίνητο αλλά και ο ιδιοκτήτης του εκτός Ελλάδος για ένα εξάμηνο. Έτσι, η τότε Ιταλίδα σύζυγός μου πήγε με την Alfa Romeo 33 στο χωριό της κι εγώ για ένα ολόκληρο εξάμηνο αλώνιζα σαν ειδικευόμενος ψυχίατρος: με τα πρώτα χρήματα στην τσέπη αισθανόμουνα πολύ δυνατός και είχα την πεποίθηση πως όλα μου ανήκαν, αλλά σε αυτό το σύνδρομο παντοδυναμίας υποκύπτουν όλοι οι νέοι γιατροί. Εκεί λοιπόν στο παραδοσιακό εστιατόριο στις αρχές της Καλλιδρομίου ανεβαίνοντας από την Χαριλάου Τρικούπη και πριν φτάσουμε στο λόφο του Στρέφη, συνέτρωγα πολλά μεσημέρια με έναν ωραίο ψηλό άντρα με μακριά μαύρα μαλλιά και μαύρη πυκνή γενειάδα και ντυμένο με φαρδιά παντελόνια και πουκάμισα: έτρωγε επίσης μόνος του τα λαδερά και τη σαλάτα του με ένα κατρούτσο κόκκινο βαρελίσιο κρασί και το σπινθηροβόλο βλέμμα του δεν σταματούσε ούτε στιγμή να παρατηρεί τα πάντα: την κίνηση στο δρόμο, τα κορίτσια που περνούσαν αγκαζέ γελώντας και φωνάζοντας, αλλά κι εμάς τους θαμώνες μας εξέταζε έναν-έναν με το βλέμμα του.
Αργότερα θα μάθαινα πως ήταν ο Νικόλας Άσιμος, θα περιεργαζόμουν τα μεταχειρισμένα βιβλία και κόμικ που είχε αραδιασμένα σε πάγκους εκεί στην Καλλιδρομίου 55, απέναντι από το περίπτερο που αγόραζα τσιγάρα, και θα αγόραζα και τις κασέτες με δικά του τραγούδια, που μου πρότεινε ο ίδιος ως συνεπής μαγαζάτορας. Ήμασταν συγχωριανοί με τον Νικόλα, σε ένα από τα πιο όμορφα χωριά του κόσμου. Το χωριό μας εκτείνονταν από το Λόφο του Στρέφη μέχρι την Σόλωνος, άντε και την Ακαδημίας το πολύ-πολύ με τα σινεμά της, τη Χαριλάου Τρικούπη και τη Στουρνάρη ως σύνορα.
Στις 31 Μαΐου 1987 άρχισε να λειτουργεί ο Δημοτικός Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθήνα 9.84 και ο οποίος αποτελεί, τον πρώτο σταθμό της Ελεύθερης Ραδιοφωνίας με πρωτοβουλία του τότε Δημάρχου Αθηναίων Μιλτιάδη Έβερτ με διευθυντή του σταθμού τον δημοσιογράφο Γιάννη Τζαννετάκο και πρόεδρο της δημοτικής επιχείρησης τον Νίκο Απέργη. Ο σταθμός δεν είχε άδεια λειτουργίας και οι εγκαταστάσεις του βρισκόταν στο κτίριο του Δήμου στην οδό Λιοσίων. Για να παραμείνει η κεραία αρχικά στο ύψος του Λυκαβηττού και στην συνέχεια στον Υμηττό δόθηκε «μάχη» με τα ΜΑΤ, κι ακολούθησε μετά η έκρηξη των ιδιωτικών (ελεύθερων, όπως τους ονομάζαμε τότε) ραδιοφωνικών σταθμών. Το Δημοτικό Ραδιόφωνο Λάρισας, π.χ. άρχισε να λειτουργεί το Δεκέμβριο 1989, με πρώτο διευθυντή τον Αλέξανδρο Ζούκα. Ο Αθήνα 9,84 λοιπόν, έπαιζε συνέχεια τον καινούριο δίσκο του Βασίλη Παπακωνσταντίνου «Χαιρετίσματα», από τη δισκογραφική εταιρεία Minos, και ειδικά το τραγούδι «Καταρρέω» που αμέσως έγινε γνωστό πως τους στίχους και τη μουσική είχε γράψει ο Νικόλας Άσιμος. Το ρεφρέν:
«Κατα-κατα-κατα-καταρρέω
κι άλλον πλέον δεν μπορώ,
θα ερωτευτώ τον Παπαντρέω»
είχε περάσει πλέον στις καθημερινές κουβέντες του κόσμου, είχε γίνει σκωπτικό πολιτικό σύνθημα αλλά και τρόπος να κάνεις χιουμοριστικές ερωτικές εξομολογήσεις της μιας βραδιάς. Η επιτυχία δεν ήταν απλώς τεράστια, είχε περάσει ως στοιχείο επικοινωνίας ανάμεσα σε εκατομμύρια ανθρώπους. Η προσωπική μου άποψη είναι πως ο Νικόλας δεν άντεξε αυτή την επιτυχία, την δημοτικότητα που του έδωσαν τα τραγούδια του από τον Βασίλη: ανέπτυξε ένα παραλήρημα παντοδυναμίας το οποίο γρήγορα τον οδήγησε στην αναγκαστική νοσηλεία, βάσει εισαγγελικής παραγγελίας στο Δαφνί. Εκεί, κατά καλή σύμπτωση εφημερεύαμε εμείς, το Περίπτερο Τέσσερα (4), κι εγώ ως ειδικευόμενος εκείνη την εποχή, προσπάθησα να κάνω όσο το δυνατόν πιο ευχάριστη την παραμονή του: κουβεντιάζαμε για ώρες, και μεσολαβούσα στις αδελφές νοσοκόμες να εξυπηρετούν τις ανάγκες του Νικόλα σε τσιγάρα και κόρδες για την κιθάρα του, σε σάντουιτς, σε γραφική ύλη κλπ. Κάνα δύο από τα σημειώματα που μου απεύθυνε ο Νικόλας, τα δημοσίευσα αργότερα στα «Τετράδια Ψυχιατρικής» που εκδίδαμε τότε στο Δαφνί ως επιστημονική ομάδα με αρχισυντάκτρια την Κατερίνα Μάτσα. Τα ιδιόγραφα σημειώματα, αλλά και κάποια άλλα ιδιόγραφα στιχάκια που μου είχε αφιερώσει επίσης χάθηκαν με τις μετακομίσεις, το διαζύγιο, τους χωρισμούς και τη γενική λαίλαπα που ξέσπασε στην προσωπική μου ζωή. Ονειρεύομαι πως παραμένουν κλεισμένα σε κάποιες κούτες με βιβλία και ενθύμια που δεν έχω τολμήσει ακόμα να ανοίξω, στοιβαγμένα σε μια υπόγεια, άνευ-ελπίζω-υγρασίας αποθήκη.
Ο Νικόλας όταν μεταφέρθηκε από μας, το περίπτερο 4, σε κάποια ιδιωτική κλινική στα βόρεια προάστια, κατόπιν επιθυμίας της οικογένειάς του, ζήτησε να με δει, να συνεχίσουμε την κουβεντούλα μας και την καθημερινή επαφή. Υπακούοντας λοιπόν στην επιθυμία του, πέρασε ο αγαπημένος του θείος και με πήγε με το αυτοκίνητο (εγώ ως γνωστόν δεν οδηγώ), στην Κλινική. Πράγματι, οι συνθήκες διαβίωσης ήταν καλύτερες: ο Νικόλας ήταν σε μονόκλινο στο οποίο όμως έπρεπε να φτάσεις μετά από 5-6 κλειδωμένες πόρτες κι ήταν σαν κελί: χωρούσε μετά βίας το κρεβάτι του (σε μας ήταν σε ένα κτίριο με 60 κρεβάτια αλλά ήταν βασιλιάς: ένας τρελός του κουβαλούσε τις παντόφλες του, άλλος τρελός την κιθάρα του κι ένας τρίτος τρελός μοιράζονταν μαζί του τσιγάρα και χαρτζιλίκι). Μου επέτρεψαν να τον συνοδεύσω στον «κήπο» και καθίσαμε στο παγκάκι να καπνίσουμε: μπροστά μας βλέπαμε έναν άσπρο τοίχο, τέσσερα μέτρα ψηλό και απροσπέλαστο. Ο Νικόλας ήταν ήδη καθηλωμένος από την εξωπυραμιδική συνδρομή που προκαλούν τα νευροληπτικά. Δεν μου επέτρεψαν, ως ειδικευόμενος που ήμουν, να επέμβω στη φαρμακευτική του αγωγή.
Ξαναείδα τον Νικόλα στην Καλλιδρομίου 55 να μην μπορεί να πιάσει την κιθάρα του γιατί δεν λύγιζαν τα δάκτυλα, να πιάσουν τα αγαπημένα του ακόρντα. Δεν τον είδα να γελάει πια, από τη μέρα που μας έφυγε από το Δαφνί. Ξαναγέλασε μόλις έφτιαξε τη θηλιά κι απεύθυνε το τελευταίο χαμόγελο στον εαυτό του.
*
©Σωτήρης Παστάκας
Διαβάστε όλα τ’ Αποκαΐδια του Σωτήρη Παστάκα στις Στάχτες

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More