Ο Μουφλουζέλης κουβάλαγε το δικό του σταυρό. Κι αν δεν ήταν ο Πάνος
Γεραμάνης, αυτός ο «άγιος» του λαϊκού μας τραγουδιού και πολιτισμού και
«προστάτης» των δημιουργών του, ίσως και να μην μαθαίναμε γι’ αυτόν, για
την ανθρώπινη πλευρά και την καθημερινότητα του, αυτή που ευθύνεται για
τα ερεθίσματα που «προσβάλλουν» τον καλλιτέχνη και ευθύνονται για ένα
τραγούδι, ένα λογοτέχνημα, έναν πίνακα ζωγραφικής.
Ο Γιώργος Μουφλουζέλης, ο Μυτιληνιός ρεμπέτης
με τη χαρακτηριστική βραχνή φωνή και δημιουργός μερικών από τα πιο
πολυτραγουδισμένα και αγαπημένα ρεμπέτικα τραγούδια (Κάηκε μια συνοικία
Εγώ δεν έχω βγάλει το σχολείο, Ο ψαράς μέσα στη χώρα, Τι σε νοιάζει
εσένανε κ.ά.), γεννήθηκε το 1912 και έφυγε από τη ζωή στις 4 του
Αυγούστου 1991.
Όπως κάθε άνθρωπος, ο Μουφλουζέλης κουβάλαγε το δικό του σταυρό. Κι αν δεν ήταν ο Πάνος Γεραμάνης, αυτός ο «άγιος» του λαϊκού μας τραγουδιού και πολιτισμού και «προστάτης» των δημιουργών του, ίσως και να μην μαθαίναμε για την ανθρώπινη πλευρά και την καθημερινότητα του, αυτή που ευθύνεται για τα ερεθίσματα που «προσβάλλουν» τον καλλιτέχνη και ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για ένα τραγούδι, ένα λογοτέχνημα, έναν πίνακα ζωγραφικής.
Ο Πάνος Γεραμάνης με αξιοζήλευτη επιμονή και δουλειά μυρμηγκιού πρόλαβε στη σύντομη ζωή του να συγκεντρώσει τόμους υλικού, καταθέσεις ντοκουμέντων και ψυχής, από πάρα πολλούς επιφανείς και αφανείς ήρωες του λαϊκού μας τραγουδιού. Ένα μικρό μέρος αυτού του πολύτιμου και σπάνιου υλικού είδε το φως της δημοσιότητας, με τη μορφή έκδοσης που περιλαμβάνει συνεντεύξεις του Πάνου Γεραμάνη για την εφημερίδα Τα Νέα, όπου ο δημοσιογράφος – ερευνητής εργαζόταν επί σειρά ετών. Από το πολύτιμο αυτό «συναξάρι» μεταφέρουμε τη συνέντευξη που ακολουθεί. Ο Μουφλουζέλης και ο Γεραμάνης τα λένε πίνοντας ουζάκι Μυτιλήνης, σ’ ένα υπόγειο στο Γαλάτσι, οι τοίχοι του οποίου έκλειναν το παράπονο και τους καημούς του σημαντικού εκπρόσωπου της «παλιάς φρουράς» του ρεμπέτικου, στη δύση της ζωής του.
Ένας αληθινός ρεμπέτης (από τους ελάχιστους που απομένουν) ο Γιώργος Μουφλουζέλης, στα 77 του χρόνια, μας μιλά για τη ζωή του. Αφηγείται τις αναμνήσεις του. Μέσα στην κουζίνα του υπόγειου σπιτιού που μένει στο Γαλάτσι, μαζί με τον 20χρονο γιο του τον Σταύρο. Παρέα με την μοναξιά του, τον πόνο του, τους μπαγλαμάδες και το μπουζούκι του, το τρίχορδο. Αυτό που σήμερα είναι σπάνιο είδος γιατί είναι φοβερά δύσκολο στο παίξιμό του. Δεν παίζουν πια σήμερα τρίχορδα μπουζούκια, λέει με παράπονο ο Μουφλουζέλης, καθώς αφηγείται τις αναμνήσεις του. Και σε κάποια στιγμή παίρνει στα χέρια του το μπουζούκι και παίζει ένα σκοπό:
Αυτό που σου παίζω τώρα -μου λέει- είναι ένα δικό μου τραγούδι. Το ’γραψα στα 1962. Παίζω μπουζούκι και στο δίσκο που κυκλοφόρησε.
Το τραγούδι λέγεται «Για μένα είσαι θησαυρός» και το τραγουδάνε ο Μπιθικώτσης και η Δούκισσα. Τελειώνει το παίξιμο, αφήνει το μπουζούκι πάνω στην καρέκλα ο μπαρμπα-Γιώργης και ετοιμάζεται να πιει ένα ποτηράκι ούζο. Σαν Μυτιληνιός, λέει, δεν μπορεί να το ξεχάσει το ουζάκι. Το νερώνει όμως. Για μεζεδάκι, έχει ένα σακουλάκι με γαριδάκια.
Τον πνίγει όμως ο καημός κι η θλίψη τον Μουφλουζέλη. Γιατί ζει, χρόνια ολόκληρα, μέσα σ’ αυτό το άθλιο υπόγειο, της οδού Κύκνων 8, στο Γαλάτσι. Στο υπόγειο που ο ήλιος δεν το βλέπει ποτέ. Σκοτεινό και σιωπηλό, χειμώνα-καλοκαίρι.
Τα κελιά του Γεντί Κουλέ είναι καλύτερα από τούτο ‘δω το κελί που ζω εγώ, λέει με παράπονο ο Μουφλουζέλης και δεν ξεχνά την ιστορία που μου ’λεγε στην αρχή. Για το πώς γράφτηκε το τραγούδι «Ανεβαίνω σκαλοπάτια, ανεβαίνω ανηφοριές»:
Καθόμουν ένα βράδυ σουρωμένος έξω από το σπίτι που έμενα στη Μυτιλήνη. Έβλεπα απέναντι μου τα σπιτάκια πάνω στις ανηφοριές. Έβλεπα κι ένα παλικάρι που ανεβοκατέβαινε και μια κοπέλα, ψηλή, μελαχρινή, με κοτσίδα. Και τότε μου ήρθε η έμπνευση κι έκανα στο μυαλό μου τον στίχο.
«Ανεβαίνω σκαλοπάτια
ανεβαίνω ανηφοριές
για να δω τα δυο της μάτια
που μ’ ανάψανε φωτιές».
Ζήτησα τότε από τον μπαρμπα-Γιάννη που έπαιζε βιολί α λα τούρκα να παίξει εκείνο τον σκοπό (που πήρε αργότερα το τραγούδι). Μου ’λεγε πως δεν το θυμόταν και μου ‘βγαλε την πίστη ανάποδα μέχρι να το παίξει. Το ’γραψα για καλά τότε στη σκέψη μου. Τη μουσική αυτή την προσάρμοσα στον στίχο που σας είπα πριν. Και το τραγουδούσα πολύ συχνά. Μια φορά στα 1962 ήρθε στη Μυτιλήνη ο Νίκος Ξανθόπουλος. Το άκουσε το τραγούδι. Το ’παιξα γιατί με κέρασε ένα ουζάκι και μου ‘δώσε κι ένα δίφραγκο. Όταν ήρθα στην Αθήνα, μετά από μια περιοδεία μου στο νησί, πήγα στο γνωστό μπαράκι της οδού Ίωνος, στη Ομόνοια. Εκεί που σύχναζαν όλοι οι μουσικάντηδες κι όλοι οι τραγουδιστάδες. Ο Καλδάρας άκουσε το τραγούδι, του άρεσε, το μαγνητοφώνησε. Και το ‘βγαλε σε δίσκο, με τον Αντώνη Ρεπάνη. Μετά το τραγούδησε κι ο Βαγγέλης ο Περπινιάδης. Όμως δεν μπήκε τ’ όνομά μου σε δίσκο. Όλος ο κόσμος, όλος ο λαός τραγουδούσε «Ανεβαίνω σκαλοπάτια, ανεβαίνω ανηφοριές». Λίγο αργότερα όμως γράφτηκε και κάποιο παρόμοιο τραγούδι, πάλι από μένα. Το τραγούδησαν ο Καζαντζίδης με τον Καλδάρα: «Τζάμπα ανεβοκατεβαίνω σκαλοπάτια ανηφοριές και ρωτώ ποιος είν’ η αιτία που χωρίσαν δυο καρδιές». Το τραγούδι αυτό ήταν πολύ ωραίο αλλά δεν έγινε επιτυχία. Το είχε επισκιάσει το προηγούμενο.
Μια ζωή αδικημένος ο ρεμπέτης Γιώργος Μουφλουζέλης έχει απ’ όλους παράπονα. Και πρώτα από τους συναδέλφους του, όχι γιατί δεν του συμπαραστάθηκαν σε πολύ δύσκολες στιγμές του αλλά αντί να αναγνωρίσουν τη δουλειά του, ορισμένοι (που δεν θέλει να τους κατονομάσει) οικειοποιήθηκαν τα τραγούδια του.
Παρ’ όλες τις δυσκολίες που συνάντησε, παρ’ όλες τις αδικίες, ο Μουφλουζέλης, διακρίθηκε σαν δημιουργός του λαϊκού και του ρεμπέτικου τραγουδιού. Έδωσε όμως δείγματα και σαν σπουδαίος οργανοπαίχτης. Τραγούδια του κατά καιρούς ερμήνευσαν ο Μπιθικώτσης, ο Καζαντζίδης, η Μπέλλου, η Δούκισσα, ο Διονυσίου, ο Δ. Ευσταθίου και ο Τσαουσάκης. Για τον Πρόδρομο Τσαουσάκη ο Γιώργος Μουφλουζέλης έχει να λέει πάντα τα καλύτερα λόγια:
Ο Τσαουσάκης ήταν ένας πραγματικός… Πρόδρομος στη ζωή και στο τραγούδι. Είχε μεγάλη καρδιά. Ήταν τίμιος, φιλότιμος, δίκαιος, πονόψυχος. Και πάνω απ’ όλα ήταν ο πιο φίνος μάγκας στο τραγούδι.
Σταλιά σταλιά πίνει το ουζάκι το νερωμένο ο Μουφλουζέλης καθώς αφηγείται παλιές πικρές αναμνήσεις από τη ζωή του. Μιλάει για το πώς ξεκίνησε όταν ήρθε το 1929 στην Αθήνα, παλικάρι τότε 17 χρόνων:
Έχω κουβαλήσει τόνους ολόκληρους, τσιμέντο κι ασβέστη με το πηλοφόρι. Δούλεψα στην αρχή, στην Πατησίων, απέναντι από το Μινιόν που ήταν ψιλικατζίδικο και πουλούσε κουμπιά και κουβαρίστρες. Εκείνη την εποχή μπλέχτηκα με το τραγούδι. Μ’ άρεσαν πολύ τα ρεμπέτικα. Σ’ ένα μαγαζάκι της Πλατείας Καραϊσκάκη, στο Μεταξουργείο, γνώρισα τον Μπάτη. Αυτός ήταν από τους πιο γνωστούς ρεμπέτες της εποχής. Εκεί πήγαιναν όλοι και τα ’λεγαν. Ο Μάρκος ο Βαμβακάρης, ο Γκόγκος (Μπαγιαντέρας), ο Χατζηχρήστος, ο Ανέστος Δελιάς κι άλλοι πολλοί. Σ’ εκείνο το μαγαζί, πήγα κι εγώ τον μπαγλαμά κι άρχισα να παίζω. Μετά πήγα φαντάρος, το 1932. Στο Ρουφ. Έπαιζα και στον στρατό. Και μετά τον στρατό. Είχα μεγάλες ατυχίες στη ζωή μου. Με τις γυναίκες. Ας μην τα θυμόμαστε αυτά. Μου ανοίγουν, ακόμη και τώρα, μεγάλες πληγές. Μια ζωή ολόκληρη την περνάω φτωχός κι αδικημένος. Έχω μεγάλα παράπονα από τη ζωή. Δεν κρατώ κακία σε κανέναν. Αλλά δεν μπορώ να το κρύψω. Να, βλέπετε τα χάλια μου τα μαύρα. Ζω με το παιδί μου, τον Σταύρο. Ξέρετε τι πέρασε αυτό το παιδί; Από τη στιγμή που γεννήθηκε το ‘χω κοντά μου. Εγώ το ντάντευα. Η μάνα του δεν ήταν σε θέση να το βοηθήσει. Κι όταν ήταν μωρό ο Σταύρος (αυτό το ξέρει ο κόσμος) κι εγώ τραγουδούσα, το ‘παιρνα στα καμαρίνια των μαγαζιών που δούλευα. Μεγάλωσε κοντά μου, γεμάτο στερήσεις το παιδί. Τώρα είναι σωστό παιδί. Και γι’ αυτό είμαι περήφανος. Παίζει κιθάρα κι αυτός. Και τραγουδάει. Όχι όμως λαϊκά και ρεμπέτικα. Τον Σταύρο μου τον τραβάει η εποχή μας. Όπως όλα τα παιδιά. Αυτά έχει η ζωή.
(Εδώ διακόπτει την αφήγησή του ο Γιώργος Μουφλουζέλης και φωνάζει τον γιο του: Σταύρο έλα κι εσύ να πεις κάτι. Εκείνος όμως απαντά: «Τι να πω εγώ μπαμπά; Εσύ είσαι ο σταρ»!)
Αν σου πω όλα όσα πέρασα στη ζωή μου, δεν φτάνουν τόμοι ολόκληροι. Γιατί αυτό το βιβλίο που μου ‘γραψε ο μακαρίτης ο Φώτης ο Μεσθεναίος είναι λίγο για να δώσει την εικόνα, την πραγματική, για τον Μουφλουζέλη. Κι αυτά που είδε ο κόσμος στο σίριαλ της τηλεόρασης «Το μινόρε της αυγής» έχουν μια γεύση από τη ζωή μου. Τι άλλο να σε πω, βρε παιδί μου;
Μου αφηγήθηκε και κάτι σαν επίλογο ο Γιώργος Μουφλουζέλης. Μία ιστορία από τις χιλιάδες που συνέβησαν στη ζωή του. Με τη διαφορά ότι η ιστορία αυτή είναι πιο εύθυμη απ’ τις άλλες:
Ήταν χειμώνας του 1972. Δούλευα τότε σε μια μπουάτ. Στο Κολωνάκι η στην Πλάκα. Δεν θυμάμαι καλά. Τραγουδούσα ένα ρεμπέτικο δικό μου τραγούδι, τον «Ωρωπό». Η αστυνομία είχε πληροφορίες ότι «ο Μουφλουζέλης τραγουδάει τον Ωρωπό». Νόμιζαν ότι επρόκειτο για το γνωστό αντιδικτατορικό τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη. Ένα βράδυ η μπουάτ γέμισε από αστυνομικούς με στολή και πολιτικά. Περίμεναν ν’ ακούσουν τον… «Ωρωπό». Ίσως ήθελαν να με πιάσουν ή να μου κάνουν παρατήρηση.
Τους απογοήτευσα, όμως:
«Στον Ωρωπό περνάμε φίνα
πιο καλά κι απ’ την Αθήνα…»
Ο Γιώργος Μουφλουζέλης, ο πραγματικός ρεμπέτης του καιρού μας, ζει σήμερα μέσα στο υπόγειο του Γαλατσίου, φτωχός κι αδικημένος. Ξεχασμένος απ’ την Πολιτεία. Ζει από μια αγροτική σύνταξη 7.500 δρχ. τον μήνα. Παίρνει κάπου-κάπου και κάποια μικροποσά από δίσκους. Ψίχουλα δηλαδή. Κάθε μήνα από το Δημαρχείο Γαλατσίου πληρώνουν 7.000 – 8.000 δρχ. σ’ ένα σουπερμάρκετ για να ψωνίζει τρόφιμα.
Ο Μουφλουζέλης έχει πλάι του ένα τετράδιο γεμάτο στίχους τραγουδιών: Έχω ένα θησαυρό ολόκληρο, μου λέει. Αλλά ποιος να τα τραγουδήσει; Δεν προτιμούν τα ρεμπέτικα και τα λαϊκά. Χάθηκαν οι λαϊκοί άνθρωποι, οι λαϊκοί τραγουδιστές. Τώρα πια το μόνο που ζητώ είναι να φύγω μέσα απ’ αυτό το μπουντρούμι. Να βγω μέσα απ’ το «Γεντί Κουλέ» του Γαλατσίου. Να βλέπω πια λίγο φως. Να μου δώσουν μια κάμαρα σπίτι, να βλέπω τον κόσμο!
(Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Τα Νέα, στις 18 του Φλεβάρη 1989)
Όπως κάθε άνθρωπος, ο Μουφλουζέλης κουβάλαγε το δικό του σταυρό. Κι αν δεν ήταν ο Πάνος Γεραμάνης, αυτός ο «άγιος» του λαϊκού μας τραγουδιού και πολιτισμού και «προστάτης» των δημιουργών του, ίσως και να μην μαθαίναμε για την ανθρώπινη πλευρά και την καθημερινότητα του, αυτή που ευθύνεται για τα ερεθίσματα που «προσβάλλουν» τον καλλιτέχνη και ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για ένα τραγούδι, ένα λογοτέχνημα, έναν πίνακα ζωγραφικής.
Ο Πάνος Γεραμάνης με αξιοζήλευτη επιμονή και δουλειά μυρμηγκιού πρόλαβε στη σύντομη ζωή του να συγκεντρώσει τόμους υλικού, καταθέσεις ντοκουμέντων και ψυχής, από πάρα πολλούς επιφανείς και αφανείς ήρωες του λαϊκού μας τραγουδιού. Ένα μικρό μέρος αυτού του πολύτιμου και σπάνιου υλικού είδε το φως της δημοσιότητας, με τη μορφή έκδοσης που περιλαμβάνει συνεντεύξεις του Πάνου Γεραμάνη για την εφημερίδα Τα Νέα, όπου ο δημοσιογράφος – ερευνητής εργαζόταν επί σειρά ετών. Από το πολύτιμο αυτό «συναξάρι» μεταφέρουμε τη συνέντευξη που ακολουθεί. Ο Μουφλουζέλης και ο Γεραμάνης τα λένε πίνοντας ουζάκι Μυτιλήνης, σ’ ένα υπόγειο στο Γαλάτσι, οι τοίχοι του οποίου έκλειναν το παράπονο και τους καημούς του σημαντικού εκπρόσωπου της «παλιάς φρουράς» του ρεμπέτικου, στη δύση της ζωής του.
***
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΟΥΦΛΟΥΖΕΛΗΣ
Ο πόνος κι ο μπαγλαμάς
ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΘΡΥΛΟΥ ΤΗΣ «ΠΑΛΙΑΣ ΦΡΟΥΡΑΣ»
του Πάνου Γεραμάνη
Στη Μυτιλήνη το ’40 έπαιζα μπουζούκι. Δύσκολα τα χρόνια τα
κατοχικά. Ο κόσμος πεινούσε. Η μπότα του καταχτητή απλωνόταν παντού.
Έπρεπε να ζήσω όμως. Και για να βγει το ξεροκόμματο, η μπομπότα, έπαιζα
και τραγούδαγα. Συνεταιρίστηκα με άλλους δυο Μυτιληνιούς τον Στρατή και
τον μπαρμπα-Γιάννη. Εγώ έπαιζα μπουζούκι, ο Γιάννης έπαιζε βιολί α λα
τούρκα κι ο Στρατής κιθάρα. Παίζαμε κα. τραγουδάγαμε, ρεμπέτικα,
καντάδες, ανατολίτικα. Είμαστε ένα τρίο άρτζι-μπούρτζι και λουλάς, που
λένε. Ο μπαρμπα-Γιάννης με το βιολί, πολλές φορές αυτοσχεδίαζε. Κι
έβγαινε ένας ήχος αδελφέ μου, άλλο να στο λέω κι άλλο να τον ακούς. Ή
γι’ αυτό τον ήχο που σου μιλάω τώρα πρέπει να τον έχεις ακούσει. Μη μου
πεις πως δεν τραγούδησες κάποτε «Ανεβαίνω σκαλοπάτια, ανεβαίνω
ανηφοριές»; Αυτό το τραγούδι του Καλδάρα. Ε, αυτό είναι δικό μου. Δεν
είναι του Αποστόλη του φίλου μου. Θα σε πω όμως όλη την ιστορία.Ο πόνος κι ο μπαγλαμάς
ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΘΡΥΛΟΥ ΤΗΣ «ΠΑΛΙΑΣ ΦΡΟΥΡΑΣ»
του Πάνου Γεραμάνη
Ένας αληθινός ρεμπέτης (από τους ελάχιστους που απομένουν) ο Γιώργος Μουφλουζέλης, στα 77 του χρόνια, μας μιλά για τη ζωή του. Αφηγείται τις αναμνήσεις του. Μέσα στην κουζίνα του υπόγειου σπιτιού που μένει στο Γαλάτσι, μαζί με τον 20χρονο γιο του τον Σταύρο. Παρέα με την μοναξιά του, τον πόνο του, τους μπαγλαμάδες και το μπουζούκι του, το τρίχορδο. Αυτό που σήμερα είναι σπάνιο είδος γιατί είναι φοβερά δύσκολο στο παίξιμό του. Δεν παίζουν πια σήμερα τρίχορδα μπουζούκια, λέει με παράπονο ο Μουφλουζέλης, καθώς αφηγείται τις αναμνήσεις του. Και σε κάποια στιγμή παίρνει στα χέρια του το μπουζούκι και παίζει ένα σκοπό:
Αυτό που σου παίζω τώρα -μου λέει- είναι ένα δικό μου τραγούδι. Το ’γραψα στα 1962. Παίζω μπουζούκι και στο δίσκο που κυκλοφόρησε.
Το τραγούδι λέγεται «Για μένα είσαι θησαυρός» και το τραγουδάνε ο Μπιθικώτσης και η Δούκισσα. Τελειώνει το παίξιμο, αφήνει το μπουζούκι πάνω στην καρέκλα ο μπαρμπα-Γιώργης και ετοιμάζεται να πιει ένα ποτηράκι ούζο. Σαν Μυτιληνιός, λέει, δεν μπορεί να το ξεχάσει το ουζάκι. Το νερώνει όμως. Για μεζεδάκι, έχει ένα σακουλάκι με γαριδάκια.
Τον πνίγει όμως ο καημός κι η θλίψη τον Μουφλουζέλη. Γιατί ζει, χρόνια ολόκληρα, μέσα σ’ αυτό το άθλιο υπόγειο, της οδού Κύκνων 8, στο Γαλάτσι. Στο υπόγειο που ο ήλιος δεν το βλέπει ποτέ. Σκοτεινό και σιωπηλό, χειμώνα-καλοκαίρι.
Τα κελιά του Γεντί Κουλέ είναι καλύτερα από τούτο ‘δω το κελί που ζω εγώ, λέει με παράπονο ο Μουφλουζέλης και δεν ξεχνά την ιστορία που μου ’λεγε στην αρχή. Για το πώς γράφτηκε το τραγούδι «Ανεβαίνω σκαλοπάτια, ανεβαίνω ανηφοριές»:
Καθόμουν ένα βράδυ σουρωμένος έξω από το σπίτι που έμενα στη Μυτιλήνη. Έβλεπα απέναντι μου τα σπιτάκια πάνω στις ανηφοριές. Έβλεπα κι ένα παλικάρι που ανεβοκατέβαινε και μια κοπέλα, ψηλή, μελαχρινή, με κοτσίδα. Και τότε μου ήρθε η έμπνευση κι έκανα στο μυαλό μου τον στίχο.
«Ανεβαίνω σκαλοπάτια
ανεβαίνω ανηφοριές
για να δω τα δυο της μάτια
που μ’ ανάψανε φωτιές».
Ζήτησα τότε από τον μπαρμπα-Γιάννη που έπαιζε βιολί α λα τούρκα να παίξει εκείνο τον σκοπό (που πήρε αργότερα το τραγούδι). Μου ’λεγε πως δεν το θυμόταν και μου ‘βγαλε την πίστη ανάποδα μέχρι να το παίξει. Το ’γραψα για καλά τότε στη σκέψη μου. Τη μουσική αυτή την προσάρμοσα στον στίχο που σας είπα πριν. Και το τραγουδούσα πολύ συχνά. Μια φορά στα 1962 ήρθε στη Μυτιλήνη ο Νίκος Ξανθόπουλος. Το άκουσε το τραγούδι. Το ’παιξα γιατί με κέρασε ένα ουζάκι και μου ‘δώσε κι ένα δίφραγκο. Όταν ήρθα στην Αθήνα, μετά από μια περιοδεία μου στο νησί, πήγα στο γνωστό μπαράκι της οδού Ίωνος, στη Ομόνοια. Εκεί που σύχναζαν όλοι οι μουσικάντηδες κι όλοι οι τραγουδιστάδες. Ο Καλδάρας άκουσε το τραγούδι, του άρεσε, το μαγνητοφώνησε. Και το ‘βγαλε σε δίσκο, με τον Αντώνη Ρεπάνη. Μετά το τραγούδησε κι ο Βαγγέλης ο Περπινιάδης. Όμως δεν μπήκε τ’ όνομά μου σε δίσκο. Όλος ο κόσμος, όλος ο λαός τραγουδούσε «Ανεβαίνω σκαλοπάτια, ανεβαίνω ανηφοριές». Λίγο αργότερα όμως γράφτηκε και κάποιο παρόμοιο τραγούδι, πάλι από μένα. Το τραγούδησαν ο Καζαντζίδης με τον Καλδάρα: «Τζάμπα ανεβοκατεβαίνω σκαλοπάτια ανηφοριές και ρωτώ ποιος είν’ η αιτία που χωρίσαν δυο καρδιές». Το τραγούδι αυτό ήταν πολύ ωραίο αλλά δεν έγινε επιτυχία. Το είχε επισκιάσει το προηγούμενο.
Μια ζωή αδικημένος ο ρεμπέτης Γιώργος Μουφλουζέλης έχει απ’ όλους παράπονα. Και πρώτα από τους συναδέλφους του, όχι γιατί δεν του συμπαραστάθηκαν σε πολύ δύσκολες στιγμές του αλλά αντί να αναγνωρίσουν τη δουλειά του, ορισμένοι (που δεν θέλει να τους κατονομάσει) οικειοποιήθηκαν τα τραγούδια του.
Παρ’ όλες τις δυσκολίες που συνάντησε, παρ’ όλες τις αδικίες, ο Μουφλουζέλης, διακρίθηκε σαν δημιουργός του λαϊκού και του ρεμπέτικου τραγουδιού. Έδωσε όμως δείγματα και σαν σπουδαίος οργανοπαίχτης. Τραγούδια του κατά καιρούς ερμήνευσαν ο Μπιθικώτσης, ο Καζαντζίδης, η Μπέλλου, η Δούκισσα, ο Διονυσίου, ο Δ. Ευσταθίου και ο Τσαουσάκης. Για τον Πρόδρομο Τσαουσάκη ο Γιώργος Μουφλουζέλης έχει να λέει πάντα τα καλύτερα λόγια:
Ο Τσαουσάκης ήταν ένας πραγματικός… Πρόδρομος στη ζωή και στο τραγούδι. Είχε μεγάλη καρδιά. Ήταν τίμιος, φιλότιμος, δίκαιος, πονόψυχος. Και πάνω απ’ όλα ήταν ο πιο φίνος μάγκας στο τραγούδι.
Σταλιά σταλιά πίνει το ουζάκι το νερωμένο ο Μουφλουζέλης καθώς αφηγείται παλιές πικρές αναμνήσεις από τη ζωή του. Μιλάει για το πώς ξεκίνησε όταν ήρθε το 1929 στην Αθήνα, παλικάρι τότε 17 χρόνων:
Έχω κουβαλήσει τόνους ολόκληρους, τσιμέντο κι ασβέστη με το πηλοφόρι. Δούλεψα στην αρχή, στην Πατησίων, απέναντι από το Μινιόν που ήταν ψιλικατζίδικο και πουλούσε κουμπιά και κουβαρίστρες. Εκείνη την εποχή μπλέχτηκα με το τραγούδι. Μ’ άρεσαν πολύ τα ρεμπέτικα. Σ’ ένα μαγαζάκι της Πλατείας Καραϊσκάκη, στο Μεταξουργείο, γνώρισα τον Μπάτη. Αυτός ήταν από τους πιο γνωστούς ρεμπέτες της εποχής. Εκεί πήγαιναν όλοι και τα ’λεγαν. Ο Μάρκος ο Βαμβακάρης, ο Γκόγκος (Μπαγιαντέρας), ο Χατζηχρήστος, ο Ανέστος Δελιάς κι άλλοι πολλοί. Σ’ εκείνο το μαγαζί, πήγα κι εγώ τον μπαγλαμά κι άρχισα να παίζω. Μετά πήγα φαντάρος, το 1932. Στο Ρουφ. Έπαιζα και στον στρατό. Και μετά τον στρατό. Είχα μεγάλες ατυχίες στη ζωή μου. Με τις γυναίκες. Ας μην τα θυμόμαστε αυτά. Μου ανοίγουν, ακόμη και τώρα, μεγάλες πληγές. Μια ζωή ολόκληρη την περνάω φτωχός κι αδικημένος. Έχω μεγάλα παράπονα από τη ζωή. Δεν κρατώ κακία σε κανέναν. Αλλά δεν μπορώ να το κρύψω. Να, βλέπετε τα χάλια μου τα μαύρα. Ζω με το παιδί μου, τον Σταύρο. Ξέρετε τι πέρασε αυτό το παιδί; Από τη στιγμή που γεννήθηκε το ‘χω κοντά μου. Εγώ το ντάντευα. Η μάνα του δεν ήταν σε θέση να το βοηθήσει. Κι όταν ήταν μωρό ο Σταύρος (αυτό το ξέρει ο κόσμος) κι εγώ τραγουδούσα, το ‘παιρνα στα καμαρίνια των μαγαζιών που δούλευα. Μεγάλωσε κοντά μου, γεμάτο στερήσεις το παιδί. Τώρα είναι σωστό παιδί. Και γι’ αυτό είμαι περήφανος. Παίζει κιθάρα κι αυτός. Και τραγουδάει. Όχι όμως λαϊκά και ρεμπέτικα. Τον Σταύρο μου τον τραβάει η εποχή μας. Όπως όλα τα παιδιά. Αυτά έχει η ζωή.
(Εδώ διακόπτει την αφήγησή του ο Γιώργος Μουφλουζέλης και φωνάζει τον γιο του: Σταύρο έλα κι εσύ να πεις κάτι. Εκείνος όμως απαντά: «Τι να πω εγώ μπαμπά; Εσύ είσαι ο σταρ»!)
Αν σου πω όλα όσα πέρασα στη ζωή μου, δεν φτάνουν τόμοι ολόκληροι. Γιατί αυτό το βιβλίο που μου ‘γραψε ο μακαρίτης ο Φώτης ο Μεσθεναίος είναι λίγο για να δώσει την εικόνα, την πραγματική, για τον Μουφλουζέλη. Κι αυτά που είδε ο κόσμος στο σίριαλ της τηλεόρασης «Το μινόρε της αυγής» έχουν μια γεύση από τη ζωή μου. Τι άλλο να σε πω, βρε παιδί μου;
Μου αφηγήθηκε και κάτι σαν επίλογο ο Γιώργος Μουφλουζέλης. Μία ιστορία από τις χιλιάδες που συνέβησαν στη ζωή του. Με τη διαφορά ότι η ιστορία αυτή είναι πιο εύθυμη απ’ τις άλλες:
Ήταν χειμώνας του 1972. Δούλευα τότε σε μια μπουάτ. Στο Κολωνάκι η στην Πλάκα. Δεν θυμάμαι καλά. Τραγουδούσα ένα ρεμπέτικο δικό μου τραγούδι, τον «Ωρωπό». Η αστυνομία είχε πληροφορίες ότι «ο Μουφλουζέλης τραγουδάει τον Ωρωπό». Νόμιζαν ότι επρόκειτο για το γνωστό αντιδικτατορικό τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη. Ένα βράδυ η μπουάτ γέμισε από αστυνομικούς με στολή και πολιτικά. Περίμεναν ν’ ακούσουν τον… «Ωρωπό». Ίσως ήθελαν να με πιάσουν ή να μου κάνουν παρατήρηση.
Τους απογοήτευσα, όμως:
«Στον Ωρωπό περνάμε φίνα
πιο καλά κι απ’ την Αθήνα…»
Ο Γιώργος Μουφλουζέλης, ο πραγματικός ρεμπέτης του καιρού μας, ζει σήμερα μέσα στο υπόγειο του Γαλατσίου, φτωχός κι αδικημένος. Ξεχασμένος απ’ την Πολιτεία. Ζει από μια αγροτική σύνταξη 7.500 δρχ. τον μήνα. Παίρνει κάπου-κάπου και κάποια μικροποσά από δίσκους. Ψίχουλα δηλαδή. Κάθε μήνα από το Δημαρχείο Γαλατσίου πληρώνουν 7.000 – 8.000 δρχ. σ’ ένα σουπερμάρκετ για να ψωνίζει τρόφιμα.
Ο Μουφλουζέλης έχει πλάι του ένα τετράδιο γεμάτο στίχους τραγουδιών: Έχω ένα θησαυρό ολόκληρο, μου λέει. Αλλά ποιος να τα τραγουδήσει; Δεν προτιμούν τα ρεμπέτικα και τα λαϊκά. Χάθηκαν οι λαϊκοί άνθρωποι, οι λαϊκοί τραγουδιστές. Τώρα πια το μόνο που ζητώ είναι να φύγω μέσα απ’ αυτό το μπουντρούμι. Να βγω μέσα απ’ το «Γεντί Κουλέ» του Γαλατσίου. Να βλέπω πια λίγο φως. Να μου δώσουν μια κάμαρα σπίτι, να βλέπω τον κόσμο!
(Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Τα Νέα, στις 18 του Φλεβάρη 1989)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου