15 Οκτωβρίου 1844: Ο Νίτσε γεννήθηκε στις 15
Οκτωβρίου 1844 από τον Carl και την Franziska Nietzsche, στην μικρή
πόλη Röcken κοντά στη Λειψία της Γερμανίας. Ο πατέρας του, πρώην
καθηγητής, ήταν ο πάστορας της τοπικής Λουθηρανικής εκκλησίας.
30 Ιουλίου 1849: O πατέρας του, Carl Nietzsche, πεθαίνει στην ηλικία των 35 ετών. Η οικογένεια του μετακομίζει τότε στη Νυρεμβέργη, όπου ο Νίτσε παρακολουθεί θεολογική Σχολή, δείχνοντας ικανότητα σε ένα μεγάλο εύρος μαθημάτων, περιλαμβανομένης της μουσικής.
1864: Αφού διέπρεψε στο Γερμανικό Προτεσταντικό οικοτροφείο Schulpforta, ο Νίτσε εισέρχεται στο Πανεπιστήμιο της Βόννης το 1864 για να σπουδάσει θεολογία και κλασική φιλοσοφία.
1865: Μετά από μια πικρή διαμάχη μεταξύ των δύο κλασικών του καθηγητών, Otto Jahn και Friedrich Wilhelm Ritschl, ο Νίτσε ακολούθησε τον Ritschl στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας, εκεί όπου έγινε ο μοναδικός φοιτητής που δημοσίευσε ποτέ στο κλασικό επιστημονικό περιοδικό του Ritschl, Rheinisches Museum, δημοσιεύοντας έκτοτε συχνά. Εκεί ο Νίτσε ανακάλυψε το «Ο κόσμος σαν βούληση και σαν παράσταση» του Σοπενχάουερ, το οποίο προφανώς επηρεάσε τη σκέψη του.
Οκτώβριος 1867: Ο Νίτσε ξεκινά τη στρατιωτική του θητεία. Ως βοηθός νοσοκόμος στο Πρωσικό στρατό, υπέστη ένα σοβαρό τραυματισμό στο στήθος και επέστρεψε για να συνεχίσει τις σπουδές του στη Λειψία, ακριβώς ένα χρόνο μετά με εκτεταμένη άδεια λόγω ασθενείας.
Οκτώβριος 1869: Πριν ολοκληρώσει τις σπουδές του στη Λειψία, του προσφέρεται έδρα καθηγητή στη φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας στην Ελβετία. Στην ηλικία των 24 ετών, ήταν και παραμένει ο νεότερος σπουδαστής που του προσφέρθηκε ποτέ τέτοια θέση. Ο Ritschl διαβεβαίωσε το Πανεπιστήμιο της Βασιλείας ότι ο Νίτσε μπορούσε να κάνει τα πάντα και ότι δεν είχε ξανασυναντήσει κανέναν σαν και αυτόν στα σαράντα χρόνια που δίδασκε. Τον επόμενο χρόνο, ο Νίτσε πήρε προαγωγή ως τακτικός καθηγητής και έγινε Ελβετός πολίτης. Εκεί, συνάντησε και ανέπτυξε φιλία με τον συνθέτη Richard Wagner, τον οποίο επισκεπτόταν συχνά στο σπίτι της οικογένειας του στη λίμνη Λουκέρνη.
1872: Το πολυαναμενόμενο πρώτο βιβλίο του Νίτσε, «Η Γέννηση της Τραγωδίας», δημοσιεύθηκε το 1872. Υποστήριξε ότι η ελληνική τραγωδία προέκυψε από τη συγχώνευση αυτών που ονόμασε ο Νίτσε Απολλώνια και Διονυσιακά στοιχεία. Το Απολλώνιο, ήταν η αρχή της τάξης, της στάσης, της στατικής ομορφιάς, και ξεκάθαρων οριοθετημένων ορίων. Το Διονυσιακό, σε αντίθεση, ήταν η αρχή της φρενίτιδας, της υπερβολής, και μια ανάλογη κατάρρευση των ξεκάθαρων οριοθετημένων ορίων. Γραμμένο εν μέρη ως άμυνα του Wagner, αργότερα αναιρέθηκε από τον Νίτσε, που ένιωσε ότι η δυαδικότητα που κατασκεύασε ήταν πολύ απλοϊκή.
1876-1878: Το δεύτερο βιβλίο του Νίτσε που συχνά παραβλέπεται, «Unzeitgemässe Betrachtungen» (1876), μετεφρασμένο ως «Untimely Meditations», αποτελούνταν από τέσσερα δοκίμια πάνω στο Γερμανικό πολιτισμό, την ιστορία, τον Wagner και τον Σοπενχάουερ. Το μελλοντικό έργο του Νίτσε θα εγκατέλειπε την αφηγηματική δομή αυτών των δοκιμίων, υπέρ μιας λιγότερο άμεσα αφομοιώσιμης μορφής. Τον ίδιο χρόνο, ο Νίτσε πήρε μέρος στο μουσικό φεστιβάλ του Wagner στην πόλη Μπαϊρόιτ και απογοητεύτηκε τόσο πολύ από την λαϊκιστική του ατμόσφαιρα που αποφάσισε να διακόψει τη σχέση του με τον Wagner τελείως. Σε αυτή τη διακοπή των σχέσεων του με τον Wagner, την οποία περιέγραψε ως κάτι προσωπικά συνταρακτικό, αντέδρασε με ένα παραγωγικό ξέσπασμα γραφής, το οποίο περιελάμβανε τον πρώτο τόμο με αποφθέγματα και στοχασμούς, με τίτλο «Ανθρώπινο, πολύ Ανθρώπινο», το 1878.
14 Ιουνίου 1879: Η υγεία του Νίτσε, που δεν ήταν ποτέ καλή, χειροτέρεψε σε τέτοιο βαθμό που τον οδήγησε να μην μπορεί να συνεχίσει να διδάσκει. Του χορηγήθηκε σύνταξη 3.000 ελβετικών φράγκων για μια περίοδο έξι χρόνων, την οποία συμπλήρωσε με μια μικρή κληρονομιά από έναν συγγενή στην Αγγλία τον οποίο δεν είχε γνωρίσει ποτέ. Η οικονομική αστάθεια βασάνισε τον Νίτσε για το υπόλοιπο της ζωής του. Για τα επόμενα δέκα χρόνια θα ταξίδευε μεταξύ Γερμανίας, Αυστρίας και Ιταλίας προς αναζήτηση ευνοϊκού κλίματος για καλή υγεία και γράψιμο.
1881-1885: Τα έργα αυτής της περιόδου αντικατοπτρίζουν τη χειραφέτηση του Νίτσε με τον πρωτύτερο Ρομαντισμό, καθώς και με τον Wagner και τον Σοπενχάουερ. Αυτοί οι τόμοι, αντικατοπτρίζουν περισσότερο από οποιουσδήποτε άλλους, την επιρροή των γαλλικών γνωμικών, και επευφημούν τις επιστήμες και τις αξίες του Διαφωτισμού. Επίσης, θέτουν την αρχή για τις βαθιές αναζητήσεις του Νίτσε της σχέσης μεταξύ αιτίας και δύναμης, ιδιαίτερα τo υπόγειo χτύπημα της δύναμης που εξουσίασε παραπλανητικά τον ασκητή και τον μάρτυρα – θέματα που θα διερευνθούν στα έργα του αργότερα. Δημοσιευμένο σε τέσσερα μέρη, από το 1883 έως το 1885, το αυτο-ανακηρυσσόμενο φιλοσοφικό αριστούργημα «΄Τάδε έφη Ζαρατούστρας», ήταν ένα λογοτεχνικό-φιλοσοφικό πείραμα, ένα bildungsroman (σ.σ. ένα μυθιστόρημα για την ηθική και ψυχολογική ανάπτυξη του χαρακτήρα) ή ένα εκπαιδευτικό μυθιστόρημα. Ο Ζαρατούστρα μαθαίνει καθώς προχωρά, βρίσκοντας συχνά απαραίτητο να επαναδιατυπώσει τις διδασκαλίες του και μερικές φορές να γελοιοποιεί τον εαυτό του κατά τη διαδικασία. To βιβλίο δεν απόκτησε καμιά προσοχή για κριτική και έκανε λίγες πωλήσεις.
1886-1888: Το 1886, με την έκδοση του «Πέρα από το καλό και το κακό», ο Νίτσε συνέχισε την αναζήτηση μιας δικής του φιλοσοφίας, μόλις δύο χρόνια πριν από την κατάρρευση του τον Ιανουάριο 1889, από την οποία δεν συνήλθε ποτέ. Κατά τη διάρκεια αυτής της μικρής αλλά εκπληκτικά παραγωγικής περιόδου, έγραψε προλόγους σε νέες εκδοχές στα περισσότερα προ-Ζαρατούστα έργα του, πρόσθεσε πέμπτο μέρος σε νέα έκδοση του έργου «Η Χαρούμενη Επιστήμη», δημοσίευσε το «Η Γενεαλογία της Ηθικής» τον ίδιο χρόνο, και τον τελευταίο χρόνο της ενεργούς ζωής του (1888), έγραψε «Το Λυκόφως των Ειδώλων», «Η Περίπτωση Βάγκνερ», «Αντίχριστος»και την αυτοβιογραφία του «Ίδε ο άνθρωπος». Από τα πρώτα έργα του μέχρι τα τελευταία, ο Νίτσε αποδείχθηκε ένας έξυπνος, σοβαρός και προκλητικός κριτής σε πολλά μέτωπα. Πολιτιστικά, κοινωνικά, πολιτικά, καλλιτεχνικά, θρησκευτικά, ηθικά, επιστημονικά και φιλοσοφικά φαινόμενα και εξελίξεις πολλών ειδών, τράβηξαν το ενδιαφέρον του. Παρόλα αυτά, ο Νίτσε ήταν ένας βαθιά θετικός στοχαστής, που ασχολήθηκε πάνω από όλα στο να ανακαλύψει έναν τρόπο πέρα από τη μηδενιστική αντίδραση, η οποία πίστευε ότι ήταν η αναπόφευκτη συνέπεια μιας επικείμενης κατάρρευσης των παραδοσιακών αξιών και τρόπων ερμηνείας, σε μια νέα «επιβεβαίωση» και «ενίσχυση της ζωής».
3 Ιανουαρίου 1889 – 25 Αυγούστου 1900: Τον Ιανουάριο του 1889, στην ηλικία των 44 ετών, ο Νίτσε υπέστη ψυχωσικό επεισόδιο το οποίο οδήγησε στην νοσηλεία του. Η ακριβής αιτία της ασθένειας του Νίτσε παραμένει άγνωστη. Για πολύ καιρό θεωρούνταν ότι η αιτία ήταν σύφιλη, αλλά αυτό τον τελευταίο καιρό αμφισβητείται. Πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του σε νοσοκομείο ή σε σπίτια συγγενών, πριν το θάνατο του το 1900 στη Βαϊμάρη.
Επιμέλεια: Τομπέα Ελένη
socialpolicy.gr
30 Ιουλίου 1849: O πατέρας του, Carl Nietzsche, πεθαίνει στην ηλικία των 35 ετών. Η οικογένεια του μετακομίζει τότε στη Νυρεμβέργη, όπου ο Νίτσε παρακολουθεί θεολογική Σχολή, δείχνοντας ικανότητα σε ένα μεγάλο εύρος μαθημάτων, περιλαμβανομένης της μουσικής.
1864: Αφού διέπρεψε στο Γερμανικό Προτεσταντικό οικοτροφείο Schulpforta, ο Νίτσε εισέρχεται στο Πανεπιστήμιο της Βόννης το 1864 για να σπουδάσει θεολογία και κλασική φιλοσοφία.
1865: Μετά από μια πικρή διαμάχη μεταξύ των δύο κλασικών του καθηγητών, Otto Jahn και Friedrich Wilhelm Ritschl, ο Νίτσε ακολούθησε τον Ritschl στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας, εκεί όπου έγινε ο μοναδικός φοιτητής που δημοσίευσε ποτέ στο κλασικό επιστημονικό περιοδικό του Ritschl, Rheinisches Museum, δημοσιεύοντας έκτοτε συχνά. Εκεί ο Νίτσε ανακάλυψε το «Ο κόσμος σαν βούληση και σαν παράσταση» του Σοπενχάουερ, το οποίο προφανώς επηρεάσε τη σκέψη του.
Οκτώβριος 1867: Ο Νίτσε ξεκινά τη στρατιωτική του θητεία. Ως βοηθός νοσοκόμος στο Πρωσικό στρατό, υπέστη ένα σοβαρό τραυματισμό στο στήθος και επέστρεψε για να συνεχίσει τις σπουδές του στη Λειψία, ακριβώς ένα χρόνο μετά με εκτεταμένη άδεια λόγω ασθενείας.
Οκτώβριος 1869: Πριν ολοκληρώσει τις σπουδές του στη Λειψία, του προσφέρεται έδρα καθηγητή στη φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας στην Ελβετία. Στην ηλικία των 24 ετών, ήταν και παραμένει ο νεότερος σπουδαστής που του προσφέρθηκε ποτέ τέτοια θέση. Ο Ritschl διαβεβαίωσε το Πανεπιστήμιο της Βασιλείας ότι ο Νίτσε μπορούσε να κάνει τα πάντα και ότι δεν είχε ξανασυναντήσει κανέναν σαν και αυτόν στα σαράντα χρόνια που δίδασκε. Τον επόμενο χρόνο, ο Νίτσε πήρε προαγωγή ως τακτικός καθηγητής και έγινε Ελβετός πολίτης. Εκεί, συνάντησε και ανέπτυξε φιλία με τον συνθέτη Richard Wagner, τον οποίο επισκεπτόταν συχνά στο σπίτι της οικογένειας του στη λίμνη Λουκέρνη.
1872: Το πολυαναμενόμενο πρώτο βιβλίο του Νίτσε, «Η Γέννηση της Τραγωδίας», δημοσιεύθηκε το 1872. Υποστήριξε ότι η ελληνική τραγωδία προέκυψε από τη συγχώνευση αυτών που ονόμασε ο Νίτσε Απολλώνια και Διονυσιακά στοιχεία. Το Απολλώνιο, ήταν η αρχή της τάξης, της στάσης, της στατικής ομορφιάς, και ξεκάθαρων οριοθετημένων ορίων. Το Διονυσιακό, σε αντίθεση, ήταν η αρχή της φρενίτιδας, της υπερβολής, και μια ανάλογη κατάρρευση των ξεκάθαρων οριοθετημένων ορίων. Γραμμένο εν μέρη ως άμυνα του Wagner, αργότερα αναιρέθηκε από τον Νίτσε, που ένιωσε ότι η δυαδικότητα που κατασκεύασε ήταν πολύ απλοϊκή.
1876-1878: Το δεύτερο βιβλίο του Νίτσε που συχνά παραβλέπεται, «Unzeitgemässe Betrachtungen» (1876), μετεφρασμένο ως «Untimely Meditations», αποτελούνταν από τέσσερα δοκίμια πάνω στο Γερμανικό πολιτισμό, την ιστορία, τον Wagner και τον Σοπενχάουερ. Το μελλοντικό έργο του Νίτσε θα εγκατέλειπε την αφηγηματική δομή αυτών των δοκιμίων, υπέρ μιας λιγότερο άμεσα αφομοιώσιμης μορφής. Τον ίδιο χρόνο, ο Νίτσε πήρε μέρος στο μουσικό φεστιβάλ του Wagner στην πόλη Μπαϊρόιτ και απογοητεύτηκε τόσο πολύ από την λαϊκιστική του ατμόσφαιρα που αποφάσισε να διακόψει τη σχέση του με τον Wagner τελείως. Σε αυτή τη διακοπή των σχέσεων του με τον Wagner, την οποία περιέγραψε ως κάτι προσωπικά συνταρακτικό, αντέδρασε με ένα παραγωγικό ξέσπασμα γραφής, το οποίο περιελάμβανε τον πρώτο τόμο με αποφθέγματα και στοχασμούς, με τίτλο «Ανθρώπινο, πολύ Ανθρώπινο», το 1878.
14 Ιουνίου 1879: Η υγεία του Νίτσε, που δεν ήταν ποτέ καλή, χειροτέρεψε σε τέτοιο βαθμό που τον οδήγησε να μην μπορεί να συνεχίσει να διδάσκει. Του χορηγήθηκε σύνταξη 3.000 ελβετικών φράγκων για μια περίοδο έξι χρόνων, την οποία συμπλήρωσε με μια μικρή κληρονομιά από έναν συγγενή στην Αγγλία τον οποίο δεν είχε γνωρίσει ποτέ. Η οικονομική αστάθεια βασάνισε τον Νίτσε για το υπόλοιπο της ζωής του. Για τα επόμενα δέκα χρόνια θα ταξίδευε μεταξύ Γερμανίας, Αυστρίας και Ιταλίας προς αναζήτηση ευνοϊκού κλίματος για καλή υγεία και γράψιμο.
1881-1885: Τα έργα αυτής της περιόδου αντικατοπτρίζουν τη χειραφέτηση του Νίτσε με τον πρωτύτερο Ρομαντισμό, καθώς και με τον Wagner και τον Σοπενχάουερ. Αυτοί οι τόμοι, αντικατοπτρίζουν περισσότερο από οποιουσδήποτε άλλους, την επιρροή των γαλλικών γνωμικών, και επευφημούν τις επιστήμες και τις αξίες του Διαφωτισμού. Επίσης, θέτουν την αρχή για τις βαθιές αναζητήσεις του Νίτσε της σχέσης μεταξύ αιτίας και δύναμης, ιδιαίτερα τo υπόγειo χτύπημα της δύναμης που εξουσίασε παραπλανητικά τον ασκητή και τον μάρτυρα – θέματα που θα διερευνθούν στα έργα του αργότερα. Δημοσιευμένο σε τέσσερα μέρη, από το 1883 έως το 1885, το αυτο-ανακηρυσσόμενο φιλοσοφικό αριστούργημα «΄Τάδε έφη Ζαρατούστρας», ήταν ένα λογοτεχνικό-φιλοσοφικό πείραμα, ένα bildungsroman (σ.σ. ένα μυθιστόρημα για την ηθική και ψυχολογική ανάπτυξη του χαρακτήρα) ή ένα εκπαιδευτικό μυθιστόρημα. Ο Ζαρατούστρα μαθαίνει καθώς προχωρά, βρίσκοντας συχνά απαραίτητο να επαναδιατυπώσει τις διδασκαλίες του και μερικές φορές να γελοιοποιεί τον εαυτό του κατά τη διαδικασία. To βιβλίο δεν απόκτησε καμιά προσοχή για κριτική και έκανε λίγες πωλήσεις.
1886-1888: Το 1886, με την έκδοση του «Πέρα από το καλό και το κακό», ο Νίτσε συνέχισε την αναζήτηση μιας δικής του φιλοσοφίας, μόλις δύο χρόνια πριν από την κατάρρευση του τον Ιανουάριο 1889, από την οποία δεν συνήλθε ποτέ. Κατά τη διάρκεια αυτής της μικρής αλλά εκπληκτικά παραγωγικής περιόδου, έγραψε προλόγους σε νέες εκδοχές στα περισσότερα προ-Ζαρατούστα έργα του, πρόσθεσε πέμπτο μέρος σε νέα έκδοση του έργου «Η Χαρούμενη Επιστήμη», δημοσίευσε το «Η Γενεαλογία της Ηθικής» τον ίδιο χρόνο, και τον τελευταίο χρόνο της ενεργούς ζωής του (1888), έγραψε «Το Λυκόφως των Ειδώλων», «Η Περίπτωση Βάγκνερ», «Αντίχριστος»και την αυτοβιογραφία του «Ίδε ο άνθρωπος». Από τα πρώτα έργα του μέχρι τα τελευταία, ο Νίτσε αποδείχθηκε ένας έξυπνος, σοβαρός και προκλητικός κριτής σε πολλά μέτωπα. Πολιτιστικά, κοινωνικά, πολιτικά, καλλιτεχνικά, θρησκευτικά, ηθικά, επιστημονικά και φιλοσοφικά φαινόμενα και εξελίξεις πολλών ειδών, τράβηξαν το ενδιαφέρον του. Παρόλα αυτά, ο Νίτσε ήταν ένας βαθιά θετικός στοχαστής, που ασχολήθηκε πάνω από όλα στο να ανακαλύψει έναν τρόπο πέρα από τη μηδενιστική αντίδραση, η οποία πίστευε ότι ήταν η αναπόφευκτη συνέπεια μιας επικείμενης κατάρρευσης των παραδοσιακών αξιών και τρόπων ερμηνείας, σε μια νέα «επιβεβαίωση» και «ενίσχυση της ζωής».
3 Ιανουαρίου 1889 – 25 Αυγούστου 1900: Τον Ιανουάριο του 1889, στην ηλικία των 44 ετών, ο Νίτσε υπέστη ψυχωσικό επεισόδιο το οποίο οδήγησε στην νοσηλεία του. Η ακριβής αιτία της ασθένειας του Νίτσε παραμένει άγνωστη. Για πολύ καιρό θεωρούνταν ότι η αιτία ήταν σύφιλη, αλλά αυτό τον τελευταίο καιρό αμφισβητείται. Πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του σε νοσοκομείο ή σε σπίτια συγγενών, πριν το θάνατο του το 1900 στη Βαϊμάρη.
Επιμέλεια: Τομπέα Ελένη
socialpolicy.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου