By Frédéric Thomas and Βασίλης Παπακριβόπουλος (μετάφραση)

Τον Οκτώβριο, μία εβδομάδα μετά το πέρασμα του τυφώνα Μάθιου, είχαν καταμετρηθεί σχεδόν πεντακόσιοι νεκροί: ο τυφώνας προκάλεσε πολύ περισσότερες ζημιές στην Αϊτή σε σχέση με τις υπόλοιπες περιοχές απ’ όπου πέρασε. Είναι, άραγε, καταδικασμένη η φτωχότερη χώρα της Καραϊβικής να ξανακυλάει ασταμάτητα στην εξαθλίωση, παρ’ όλη τη βοήθεια που έχει δεχτεί; Στην πραγματικότητα όμως, τα αναπτυξιακά προγράμματα που υιοθετήθηκαν μετά τις προηγούμενες καταστροφές οδήγησαν τη χώρα σε αδιέξοδο.
Έντεκα η ώρα. Οι εργάτριες του Factory 4 και οι λιγοστοί άντρες συνάδελφοί τους σταματούν τη δουλειά και σκορπίζουν κάτω από τον καυτό, βαρύ σαν μολύβι ήλιο. Οι περισσότερες φορούν ακόμα την ποδιά και τον σκούφο που επιβάλλει ο κανονισμός. Όσες δεν μπαίνουν στο εστιατόριο του εργοστασίου, προσπαθούν να βρουν κάποια σκιά για να καθίσουν να γευματίσουν. Κάπου σαράντα Αϊτινές με άδεια εισόδου στον περίβολο των εγκαταστάσεων σηκώθηκαν ακόμα νωρίτερα και από τις εργάτριες για να ετοιμάσουν φαγητά που θα πουλήσουν προς 50 γκουρντ (0,70 ευρώ) το πιάτο. Όπως και οι υπόλοιποι συνάδελφοί του, ο Τζόνυ θα τα εξοφλήσει όλα μαζί σε λίγες ημέρες, όταν θα του έχουν πληρώσει τον διμηνιαίο μισθό του.
Εδώ δουλεύει μόλις δεκαπέντε ημέρες. Επέστρεψε στην Αϊτή μετά από δεκαεννιά χρόνια στη Δομινικανή Δημοκρατία «εξαιτίας των προβλημάτων ’κει κάτω…». Πράγματι, τον Σεπτέμβριο του 2013, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Δομινικανής Δημοκρατίας αφαίρεσε την υπηκοότητα από 100-120.000 κατοίκους αϊτινής καταγωγής, πυροδοτώντας μαζικές απελάσεις και ρατσιστικές εντάσεις. Κάθε μέρα πλην Κυριακής, ο Τζόνυ ξεκινάει από το Καπ-Αϊσιέν: εγερτήριο πριν από τις πέντε, επιστροφή μετά τις έξι το απόγευμα, αμοιβή με το βασικό ημερομίσθιο, 300 γκουρντ (λίγο περισσότερο από 4 ευρώ). Δύσκολα τα πράγματα; Γι’ αυτόν, τα πάντα είναι σχετικά: η ανεργία πλησιάζει το 60%. Περισσότεροι από 9.000 εργάτες (τα δύο τρίτα γυναίκες) μοχθούν στο Βιομηχανικό Πάρκο του Καρακόλ (PIC), που σύντομα θα γιορτάσει τα τέσσερα χρόνια λειτουργίας του.

Η άμεση ανθρωπιστική βοήθεια για την ανακούφιση των θυμάτων του τυφώνα Μάθιου δεν άρκεσε. Τα αναπτυξιακά προγράμματα που έχουν θεσπιστεί δεν βοηθούν την έξοδο από την εξαθλίωση (φωτ.: By Official U.S. Navy Page from United States of America Capt. Tyler Hopkins/U.S. Navy).
Στις 12 Ιανουαρίου του 2010, ένας σεισμός με ένταση 7 βαθμών έπληξε την Αϊτή, αφήνοντας πίσω του περισσότερους από 200.000 νεκρούς και 1,5 εκατομμύριο άστεγους (1). Η παγκόσμια κινητοποίηση αλληλεγγύης εξαιτίας της υπερπροβολής από τα μέσα ενημέρωσης μεταφράστηκε σε ένα κύμα ανθρωπιστικής βοήθειας, που μετέτρεψε την Αϊτή σε «Δημοκρατία των ΜΚΟ» (2). Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος της προαναγγελθείσας βοήθειας ύψους 10 δισ. δολαρίων (7,2 δισ. ευρώ) δεν έφτασε ποτέ στη χώρα: στην πραγματικότητα περιλάμβανε δάνεια, ποσά που είχαν ήδη εγκριθεί, διαγραφή παλαιότερων χρεών και υποσχέσεις για δωρεές (που δεν τηρήθηκαν πάντα). Η βοήθεια μεταμορφώθηκε σε κομμάτι της αγοράς.
Μετατροπή της καταστροφής σε «ευκαιρία»
Στις αρχές Οκτωβρίου του 2016, ο τυφώνας Μάθιου έπληξε την Αϊτή. Είχαν προηγηθεί οι τυφώνες Ζαν (2004), Γκούσταβ, Χάνα και Άικ (2008) και Σάντυ (2012). Σύμφωνα με μια έκθεση του ΟΗΕ που δημοσιεύθηκε στις 13 Οκτωβρίου, στην Αϊτή από το 1995 έχουν χάσει τη ζωή τους 230.000 άτομα εξαιτίας των φυσικών καταστροφών. Ακόμα μία φορά εκφράζονται ανησυχίες σχετικά με την αναζωπύρωση της χολέρας, τη διατροφική επισφάλεια, την πρόσβαση σε πόσιμο νερό και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Οι εικόνες του κατακλυσμού βρίσκονται στα πρωτοσέλιδα των μέσων ενημέρωσης, η διεθνής βοήθεια καταφθάνει και τα στελέχη των ανθρωπιστικών οργανώσεων δηλώνουν ότι έχουν αποκομίσει διδάγματα από το φιάσκο του 2010. Τι είδους διδάγματα όμως;
Το PIC εγκαινιάστηκε με πολλές φανφάρες στις 22 Οκτωβρίου 2012, παρουσία του ζεύγους Κλίντον, του τότε Αϊτινού προέδρου και του προκατόχου του (Μισέλ Μαρτελύ και Ρενέ Πρεβάλ αντίστοιχα). Ενσαρκώνει τη σύγκλιση της ανθρωπιστικής βοήθειας και του νεοφιλελευθερισμού, συνοψισμένη στα σλόγκαν του βιομηχανικού πάρκου: «Να ξαναχτίσουμε καλύτερα» και «Η Αϊτή είναι ανοιχτή στην επιχειρηματικότητα». Εδώ, ένας από τους εκμισθωτές κατέχει προνομιακή θέση: η S&H Global, θυγατρική της νοτιοκορεατικής πολυεθνικής Sae-A, ηγετικής εταιρείας στον κλάδο παραγωγής ρούχων για γνωστές μάρκες (WalMart, Target, Gap…). Έχει εξασφαλίσει πρόσβαση στην αμερικανική αγορά χάρη στο νόμο Hope/Help (Ελπίδα/Βοήθεια), που αναγνωρίζει προνομιακό καθεστώς για τα προϊόντα κλωστοϋφαντουργίας που παράγονται στην Αϊτή.
To PIC χτίστηκε υπό την επίβλεψη του αϊτινού κράτους σε χρόνο ρεκόρ (10 μήνες) και χρηματοδοτήθηκε με περισσότερα από 300 εκατομμύρια δολάρια από την αμερικανική κυβέρνηση και από τη Διαμερικανική Τράπεζα Ανάπτυξης (IDB). Υποτίθεται ότι θα συμβάλει στην αποκέντρωση, θα δημιουργήσει δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας και θα μετατρέψει την ανθρωπιστική καταστροφή του 2010 σε «ευκαιρία». Όμως, είχε ήδη κατασκευαστεί πριν από τον σεισμό: αποτελεί την πλέον ορατή και προωθημένη αιχμή του δόρατος μιας συνολικής στρατηγικής, προσανατολισμένης στον βόρειο-βορειοανατολικό οικονομικό διάδρομο της χώρας. Ο χωροταξικός σχεδιασμός εκτείνεται από το Καπ-Αϊσιέν έως τα σύνορα με τη Δομινικανή Δημοκρατία. Σκοπός του: να διασφαλίσει τον συντονισμό των τουριστικών και των εξορυκτικών προγραμμάτων με τις ελεύθερες οικονομικές ζώνες. Και το PIC διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά μιας τέτοιας ζώνης, ξεκινώντας με τα φορολογικά, νομικά και εμπορικά προνόμια.
Οφείλουμε να αναγγείλουμε τον σκοπό της επίσκεψής μας στον ένοπλο φύλακα που επιτηρεί την είσοδο του «Χωριού της Διαφοράς», όπως το έχουν ονομάσει: «Θέλουμε να δούμε την Σέρλεϋ, την ένοικο του Ρ46.» Τα σπιτάκια των εργαζομένων, βαμμένα σε παστέλ χρώματα (ροζ, γαλάζιο και πράσινο), είναι χτισμένα το ένα δίπλα στο άλλο, σε μικρά οικοδομικά τετράγωνα με στενούς δρόμους, δημιουργώντας ένα αποστειρωμένο σύμπαν εγκλεισμού, που φέρνει στον νου την αγχωτική ατμόσφαιρα της βρετανικής τηλεοπτικής σειράς The Prisoner. Η ιδέα της USAID (Αμερικανική Υπηρεσία για τη Διεθνή Ανάπτυξη), που επέβλεψε την κατασκευή του οικισμού, ήταν να παρέχει στέγη στα θύματα του σεισμού του 2010, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα στο PIC εργατικό δυναμικό με άμεση πρόσβαση. Με λίγα λόγια, μ’ έναν σμπάρο, δύο τρυγόνια… Κατά την ανέγερση όμως των 900 περίπου κατοικιών σημειώθηκαν καθυστερήσεις, κακοτεχνίες και υπερβάσεις κόστους. Κι αν ο οικισμός διαθέτει σχολείο, χρηματοδοτούμενο από την S&H Global, δεν υπάρχουν ούτε καταστήματα ούτε κέντρο υγείας ούτε παιδική χαρά…
Το PIC υιοθετεί τη λογική των αναπτυξιακών σχεδίων που επιβάλλονται στην Αϊτή εδώ και σαράντα χρόνια: δημιουργία ολοένα περισσότερων ελεύθερων οικονομικών ζωνών προκειμένου να ευνοηθούν οι «μοχλοί της ανάπτυξης», όπως ο τουρισμός, ο εξορυκτικός τομέας και η βιομηχανία του φασόν. Πρόκειται για μια στρατηγική «εν μέρει» αποτελεσματική, όπως παραδέχεται ο Ζιλ Νταμαί, στέλεχος της IDB που εργάζεται στη χώρα. Ο Λιστ Κουίτελ, εκτελεστικός διευθυντής του PIC, συμμερίζεται αυτή την άποψη, υπογραμμίζοντας παράλληλα τις 9.000 θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν και την παροχή ρεύματος σε μειωμένη τιμή χάρη στη μονάδα ηλεκτροπαραγωγής του PIC. «Το πάρκο θα δημιουργήσει έμμεσες θέσεις εργασίας, θα αυξήσει την αγοραστική δύναμη, θα επιτρέψει το άνοιγμα μικρομάγαζων που δεν μπορούσαν να υπάρξουν προηγουμένως. Η φυσική εξέλιξη είναι –σε δέκα με είκοσι χρόνια– η κοινωνία να εξελιχθεί προς την παροχή υπηρεσιών, όταν ο κόσμος θα έχει κάνει περισσότερες σπουδές…».
Κανένας από τους δύο συνομιλητές μας δεν εξιδανικεύει το μοντέλο της φασόν υπεργολαβίας. Ο Νταμαί αναγνωρίζει ότι «τα βιομηχανικά πάρκα αποτελούν απλούστατα θύλακες», προσθέτοντας ότι πρόκειται για ένα «αναγκαίο» στάδιο: «Το ζητούμενο είναι να περάσουμε από μια βιομηχανία βάσης, όπου απαιτούνται μόνο φθηνοί χειρώνακτες, σε μια βιομηχανία συναρμολόγησης, με μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία, με υψηλότερη ενσωμάτωση τεχνογνωσίας, ώστε στη συνέχεια να περάσουμε στην παροχή υπηρεσιών». Ωστόσο, μια ματιά στα περίχωρα αρκεί ώστε να αμφιβάλλουμε για την πιθανότητα ολοκλήρωσης αυτού του «ενάρετου κύκλου».
«Αφεντικά εδώ είναι οι Κορεάτες»
Με 8.000 εργαζόμενους, η S&H Global είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εργοδότης στον κλωστοϋφαντουργικό τομέα της χώρας. Η νοτιοκορεάτικη πολυεθνική έχει δεσμευτεί να δημιουργήσει συν τω χρόνω 20.000 θέσεις εργασίας και η κυβέρνηση Μαρτελύ έχει εξαγγείλει ότι το PIC θα απασχολήσει συνολικά όχι λιγότερα από 65.000 άτομα. Όμως, οι μελέτες σχετικά με τις ελεύθερες ζώνες έχουν την τάση να υπερεκτιμούν τις δημιουργούμενες θέσεις εργασίας και δεν συνεκτιμούν σχεδόν ποτέ την επισφάλειά τους. Πόσο μάλλον που οι αριθμοί του PIC στηρίζονται σε μια απλή προβολή με βάση… το διαθέσιμο εμβαδό του βιομηχανικού πάρκου και των εργαζόμενων που θα είχε τη δυνατότητα να φιλοξενήσει. Επιπλέον, ο κατώτατος μισθός –στην πράξη, πρόκειται μάλλον για τον ανώτατο…– είναι τόσο χαμηλός που μόλις και μετά βίας επιτρέπει την επιβίωση. Με πληθωρισμό γύρω στο 15% και διαρκή υποτίμηση του γκουρντ απέναντι στο δολάριο (-40% μεταξύ Απριλίου 2015 και Σεπτεμβρίου 2016), η αγοραστική δύναμη εξανεμίζεται ταχύτατα σε μια χώρα που εισάγει το 60% των τροφίμων που καταναλώνει.
«Εσύ, ο λευκός! Τι θα κάνεις μ’ όλα αυτά; Θα τα πεις;», ρωτάει επιθετικά η Ροζ-Μυρλάντ. Συνηθισμένοι να βλέπουν να παρελαύνουν από μπροστά τους κάθε λογής διεθνείς αξιωματούχοι, σύμβουλοι και εμπειρογνώμονες –των οποίων τα πτυχία και οι αμοιβές συνήθως είναι εξίσου εντυπωσιακά με την άγνοια και την ανικανότητά τους– οι Αϊτινοί έχουν μάθει να είναι επιφυλακτικοί. Τα μέλη του Batay Ouvriye –ενός από τα δύο συνδικάτα που δραστηριοποιούνται στο PIC, με 3.000 εγγεγραμμένους–, στην πλειονότητά τους νέοι και μαχητικοί, ελπίζουν να μείνουν εδώ μονάχα όσο είναι αναγκαίο για να ξαναρχίσουν σπουδές ή να βρουν μια «κανονική» δουλειά. Σήμερα, επιστρέφουν από μια διαδήλωση όπου απαίτησαν κατώτατο ημερομίσθιο 500 γκουρντ για την υφαντουργία (ενδίδοντας στις πιέσεις, η κυβέρνηση τον αύξησε από 240 σε 300 γκουρντ).
Εντός των τειχών του πάρκου, η ιεραρχία αντιστοιχεί στον διεθνή καταμερισμό εργασίας: στην κορυφή οι Κορεάτες, έναν όροφο παρακάτω τα διοικητικά στελέχη, προερχόμενα από την Κεντρική Αμερική και τη Δομινικανή Δημοκρατία και, στη βάση, Αϊτινοί μαύροι ανειδίκευτοι εργάτες. «Οι Κορεάτες είναι πολύ σκληροί. Είναι τα αφεντικά εδώ». Η Σέρλεϋ προσθέτει: «Όλο “Σιωπή!” και “Όχι κυρία!”. Δεν σε ακούνε. Και όταν σου βάζουν τις φωνές, πρέπει να σωπάσεις. Δεν μπορείς να απαντήσεις».
12:55 μ.μ. Η Σέρλεϋ, η Ροζ-Μυρλάντ, η Αζεμάρ και οι υπόλοιπες σηκώνονται, προσπαθούν να διώξουν την κούραση που παραλύει τα μέλη τους και κατευθύνονται ξανά προς το Factory 1. Στα υπόλοιπα εργαστήρια έχουν ήδη πιάσει δουλειά. Πρέπει να αντέξουν άλλες τρεις ώρες. Ή και περισσότερες, αν προκύψουν «έξτρα», που δύσκολα μπορείς να αρνηθείς (με την υπερωρία να πληρώνεται 45 γκουρντ την ώρα). Κι ύστερα, το ασφυκτικά γεμάτο λεωφορείο της επιστροφής… Κι αύριο πάλι τα ίδια, για όσον καιρό οι Αϊτινοί δεν θα κατορθώνουν να εξαλείψουν τα εμπόδια που τους εμποδίζουν να «ξεριζώσουν την εξαθλίωση και να φυτέψουν μια νέα ζωή (4)».
Βλ. Maurice Lemoine, «Haïti, doublement maudite», «Le Monde diplomatique», Ιανουάριος 2010.
Βλ. Céline Raffalli, «Αϊτή: Διαμελισμός από τους ευεργέτες», «Le Monde diplomatique – ελληνική έκδοση», 23 Ιουνίου 2013 (http://archives.monde-diplomatique.gr/spip.php?article433).
H Χίλαρι Κλίντον ως Υπουργός Εξωτερικών και ο σύζυγός της Μπιλ ως ειδικός απεσταλμένος του ΟΗΕ. Το Ίδρυμα Κλίντον διαδραματίζει σημαντικό (και αμφιλεγόμενο) ρόλο στην Αϊτή.
Jacques Roumain, «Gouverneurs de la rosée», Zulma, Παρίσι, 2013.

Τον Οκτώβριο, μία εβδομάδα μετά το πέρασμα του τυφώνα Μάθιου, είχαν καταμετρηθεί σχεδόν πεντακόσιοι νεκροί: ο τυφώνας προκάλεσε πολύ περισσότερες ζημιές στην Αϊτή σε σχέση με τις υπόλοιπες περιοχές απ’ όπου πέρασε. Είναι, άραγε, καταδικασμένη η φτωχότερη χώρα της Καραϊβικής να ξανακυλάει ασταμάτητα στην εξαθλίωση, παρ’ όλη τη βοήθεια που έχει δεχτεί; Στην πραγματικότητα όμως, τα αναπτυξιακά προγράμματα που υιοθετήθηκαν μετά τις προηγούμενες καταστροφές οδήγησαν τη χώρα σε αδιέξοδο.
Έντεκα η ώρα. Οι εργάτριες του Factory 4 και οι λιγοστοί άντρες συνάδελφοί τους σταματούν τη δουλειά και σκορπίζουν κάτω από τον καυτό, βαρύ σαν μολύβι ήλιο. Οι περισσότερες φορούν ακόμα την ποδιά και τον σκούφο που επιβάλλει ο κανονισμός. Όσες δεν μπαίνουν στο εστιατόριο του εργοστασίου, προσπαθούν να βρουν κάποια σκιά για να καθίσουν να γευματίσουν. Κάπου σαράντα Αϊτινές με άδεια εισόδου στον περίβολο των εγκαταστάσεων σηκώθηκαν ακόμα νωρίτερα και από τις εργάτριες για να ετοιμάσουν φαγητά που θα πουλήσουν προς 50 γκουρντ (0,70 ευρώ) το πιάτο. Όπως και οι υπόλοιποι συνάδελφοί του, ο Τζόνυ θα τα εξοφλήσει όλα μαζί σε λίγες ημέρες, όταν θα του έχουν πληρώσει τον διμηνιαίο μισθό του.
Εδώ δουλεύει μόλις δεκαπέντε ημέρες. Επέστρεψε στην Αϊτή μετά από δεκαεννιά χρόνια στη Δομινικανή Δημοκρατία «εξαιτίας των προβλημάτων ’κει κάτω…». Πράγματι, τον Σεπτέμβριο του 2013, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Δομινικανής Δημοκρατίας αφαίρεσε την υπηκοότητα από 100-120.000 κατοίκους αϊτινής καταγωγής, πυροδοτώντας μαζικές απελάσεις και ρατσιστικές εντάσεις. Κάθε μέρα πλην Κυριακής, ο Τζόνυ ξεκινάει από το Καπ-Αϊσιέν: εγερτήριο πριν από τις πέντε, επιστροφή μετά τις έξι το απόγευμα, αμοιβή με το βασικό ημερομίσθιο, 300 γκουρντ (λίγο περισσότερο από 4 ευρώ). Δύσκολα τα πράγματα; Γι’ αυτόν, τα πάντα είναι σχετικά: η ανεργία πλησιάζει το 60%. Περισσότεροι από 9.000 εργάτες (τα δύο τρίτα γυναίκες) μοχθούν στο Βιομηχανικό Πάρκο του Καρακόλ (PIC), που σύντομα θα γιορτάσει τα τέσσερα χρόνια λειτουργίας του.

Η άμεση ανθρωπιστική βοήθεια για την ανακούφιση των θυμάτων του τυφώνα Μάθιου δεν άρκεσε. Τα αναπτυξιακά προγράμματα που έχουν θεσπιστεί δεν βοηθούν την έξοδο από την εξαθλίωση (φωτ.: By Official U.S. Navy Page from United States of America Capt. Tyler Hopkins/U.S. Navy).
Στις 12 Ιανουαρίου του 2010, ένας σεισμός με ένταση 7 βαθμών έπληξε την Αϊτή, αφήνοντας πίσω του περισσότερους από 200.000 νεκρούς και 1,5 εκατομμύριο άστεγους (1). Η παγκόσμια κινητοποίηση αλληλεγγύης εξαιτίας της υπερπροβολής από τα μέσα ενημέρωσης μεταφράστηκε σε ένα κύμα ανθρωπιστικής βοήθειας, που μετέτρεψε την Αϊτή σε «Δημοκρατία των ΜΚΟ» (2). Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος της προαναγγελθείσας βοήθειας ύψους 10 δισ. δολαρίων (7,2 δισ. ευρώ) δεν έφτασε ποτέ στη χώρα: στην πραγματικότητα περιλάμβανε δάνεια, ποσά που είχαν ήδη εγκριθεί, διαγραφή παλαιότερων χρεών και υποσχέσεις για δωρεές (που δεν τηρήθηκαν πάντα). Η βοήθεια μεταμορφώθηκε σε κομμάτι της αγοράς.
Μετατροπή της καταστροφής σε «ευκαιρία»
Στις αρχές Οκτωβρίου του 2016, ο τυφώνας Μάθιου έπληξε την Αϊτή. Είχαν προηγηθεί οι τυφώνες Ζαν (2004), Γκούσταβ, Χάνα και Άικ (2008) και Σάντυ (2012). Σύμφωνα με μια έκθεση του ΟΗΕ που δημοσιεύθηκε στις 13 Οκτωβρίου, στην Αϊτή από το 1995 έχουν χάσει τη ζωή τους 230.000 άτομα εξαιτίας των φυσικών καταστροφών. Ακόμα μία φορά εκφράζονται ανησυχίες σχετικά με την αναζωπύρωση της χολέρας, τη διατροφική επισφάλεια, την πρόσβαση σε πόσιμο νερό και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Οι εικόνες του κατακλυσμού βρίσκονται στα πρωτοσέλιδα των μέσων ενημέρωσης, η διεθνής βοήθεια καταφθάνει και τα στελέχη των ανθρωπιστικών οργανώσεων δηλώνουν ότι έχουν αποκομίσει διδάγματα από το φιάσκο του 2010. Τι είδους διδάγματα όμως;
Το PIC εγκαινιάστηκε με πολλές φανφάρες στις 22 Οκτωβρίου 2012, παρουσία του ζεύγους Κλίντον, του τότε Αϊτινού προέδρου και του προκατόχου του (Μισέλ Μαρτελύ και Ρενέ Πρεβάλ αντίστοιχα). Ενσαρκώνει τη σύγκλιση της ανθρωπιστικής βοήθειας και του νεοφιλελευθερισμού, συνοψισμένη στα σλόγκαν του βιομηχανικού πάρκου: «Να ξαναχτίσουμε καλύτερα» και «Η Αϊτή είναι ανοιχτή στην επιχειρηματικότητα». Εδώ, ένας από τους εκμισθωτές κατέχει προνομιακή θέση: η S&H Global, θυγατρική της νοτιοκορεατικής πολυεθνικής Sae-A, ηγετικής εταιρείας στον κλάδο παραγωγής ρούχων για γνωστές μάρκες (WalMart, Target, Gap…). Έχει εξασφαλίσει πρόσβαση στην αμερικανική αγορά χάρη στο νόμο Hope/Help (Ελπίδα/Βοήθεια), που αναγνωρίζει προνομιακό καθεστώς για τα προϊόντα κλωστοϋφαντουργίας που παράγονται στην Αϊτή.
To PIC χτίστηκε υπό την επίβλεψη του αϊτινού κράτους σε χρόνο ρεκόρ (10 μήνες) και χρηματοδοτήθηκε με περισσότερα από 300 εκατομμύρια δολάρια από την αμερικανική κυβέρνηση και από τη Διαμερικανική Τράπεζα Ανάπτυξης (IDB). Υποτίθεται ότι θα συμβάλει στην αποκέντρωση, θα δημιουργήσει δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας και θα μετατρέψει την ανθρωπιστική καταστροφή του 2010 σε «ευκαιρία». Όμως, είχε ήδη κατασκευαστεί πριν από τον σεισμό: αποτελεί την πλέον ορατή και προωθημένη αιχμή του δόρατος μιας συνολικής στρατηγικής, προσανατολισμένης στον βόρειο-βορειοανατολικό οικονομικό διάδρομο της χώρας. Ο χωροταξικός σχεδιασμός εκτείνεται από το Καπ-Αϊσιέν έως τα σύνορα με τη Δομινικανή Δημοκρατία. Σκοπός του: να διασφαλίσει τον συντονισμό των τουριστικών και των εξορυκτικών προγραμμάτων με τις ελεύθερες οικονομικές ζώνες. Και το PIC διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά μιας τέτοιας ζώνης, ξεκινώντας με τα φορολογικά, νομικά και εμπορικά προνόμια.
Οφείλουμε να αναγγείλουμε τον σκοπό της επίσκεψής μας στον ένοπλο φύλακα που επιτηρεί την είσοδο του «Χωριού της Διαφοράς», όπως το έχουν ονομάσει: «Θέλουμε να δούμε την Σέρλεϋ, την ένοικο του Ρ46.» Τα σπιτάκια των εργαζομένων, βαμμένα σε παστέλ χρώματα (ροζ, γαλάζιο και πράσινο), είναι χτισμένα το ένα δίπλα στο άλλο, σε μικρά οικοδομικά τετράγωνα με στενούς δρόμους, δημιουργώντας ένα αποστειρωμένο σύμπαν εγκλεισμού, που φέρνει στον νου την αγχωτική ατμόσφαιρα της βρετανικής τηλεοπτικής σειράς The Prisoner. Η ιδέα της USAID (Αμερικανική Υπηρεσία για τη Διεθνή Ανάπτυξη), που επέβλεψε την κατασκευή του οικισμού, ήταν να παρέχει στέγη στα θύματα του σεισμού του 2010, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα στο PIC εργατικό δυναμικό με άμεση πρόσβαση. Με λίγα λόγια, μ’ έναν σμπάρο, δύο τρυγόνια… Κατά την ανέγερση όμως των 900 περίπου κατοικιών σημειώθηκαν καθυστερήσεις, κακοτεχνίες και υπερβάσεις κόστους. Κι αν ο οικισμός διαθέτει σχολείο, χρηματοδοτούμενο από την S&H Global, δεν υπάρχουν ούτε καταστήματα ούτε κέντρο υγείας ούτε παιδική χαρά…
Το PIC υιοθετεί τη λογική των αναπτυξιακών σχεδίων που επιβάλλονται στην Αϊτή εδώ και σαράντα χρόνια: δημιουργία ολοένα περισσότερων ελεύθερων οικονομικών ζωνών προκειμένου να ευνοηθούν οι «μοχλοί της ανάπτυξης», όπως ο τουρισμός, ο εξορυκτικός τομέας και η βιομηχανία του φασόν. Πρόκειται για μια στρατηγική «εν μέρει» αποτελεσματική, όπως παραδέχεται ο Ζιλ Νταμαί, στέλεχος της IDB που εργάζεται στη χώρα. Ο Λιστ Κουίτελ, εκτελεστικός διευθυντής του PIC, συμμερίζεται αυτή την άποψη, υπογραμμίζοντας παράλληλα τις 9.000 θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν και την παροχή ρεύματος σε μειωμένη τιμή χάρη στη μονάδα ηλεκτροπαραγωγής του PIC. «Το πάρκο θα δημιουργήσει έμμεσες θέσεις εργασίας, θα αυξήσει την αγοραστική δύναμη, θα επιτρέψει το άνοιγμα μικρομάγαζων που δεν μπορούσαν να υπάρξουν προηγουμένως. Η φυσική εξέλιξη είναι –σε δέκα με είκοσι χρόνια– η κοινωνία να εξελιχθεί προς την παροχή υπηρεσιών, όταν ο κόσμος θα έχει κάνει περισσότερες σπουδές…».
Κανένας από τους δύο συνομιλητές μας δεν εξιδανικεύει το μοντέλο της φασόν υπεργολαβίας. Ο Νταμαί αναγνωρίζει ότι «τα βιομηχανικά πάρκα αποτελούν απλούστατα θύλακες», προσθέτοντας ότι πρόκειται για ένα «αναγκαίο» στάδιο: «Το ζητούμενο είναι να περάσουμε από μια βιομηχανία βάσης, όπου απαιτούνται μόνο φθηνοί χειρώνακτες, σε μια βιομηχανία συναρμολόγησης, με μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία, με υψηλότερη ενσωμάτωση τεχνογνωσίας, ώστε στη συνέχεια να περάσουμε στην παροχή υπηρεσιών». Ωστόσο, μια ματιά στα περίχωρα αρκεί ώστε να αμφιβάλλουμε για την πιθανότητα ολοκλήρωσης αυτού του «ενάρετου κύκλου».
«Αφεντικά εδώ είναι οι Κορεάτες»
Με 8.000 εργαζόμενους, η S&H Global είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εργοδότης στον κλωστοϋφαντουργικό τομέα της χώρας. Η νοτιοκορεάτικη πολυεθνική έχει δεσμευτεί να δημιουργήσει συν τω χρόνω 20.000 θέσεις εργασίας και η κυβέρνηση Μαρτελύ έχει εξαγγείλει ότι το PIC θα απασχολήσει συνολικά όχι λιγότερα από 65.000 άτομα. Όμως, οι μελέτες σχετικά με τις ελεύθερες ζώνες έχουν την τάση να υπερεκτιμούν τις δημιουργούμενες θέσεις εργασίας και δεν συνεκτιμούν σχεδόν ποτέ την επισφάλειά τους. Πόσο μάλλον που οι αριθμοί του PIC στηρίζονται σε μια απλή προβολή με βάση… το διαθέσιμο εμβαδό του βιομηχανικού πάρκου και των εργαζόμενων που θα είχε τη δυνατότητα να φιλοξενήσει. Επιπλέον, ο κατώτατος μισθός –στην πράξη, πρόκειται μάλλον για τον ανώτατο…– είναι τόσο χαμηλός που μόλις και μετά βίας επιτρέπει την επιβίωση. Με πληθωρισμό γύρω στο 15% και διαρκή υποτίμηση του γκουρντ απέναντι στο δολάριο (-40% μεταξύ Απριλίου 2015 και Σεπτεμβρίου 2016), η αγοραστική δύναμη εξανεμίζεται ταχύτατα σε μια χώρα που εισάγει το 60% των τροφίμων που καταναλώνει.
«Εσύ, ο λευκός! Τι θα κάνεις μ’ όλα αυτά; Θα τα πεις;», ρωτάει επιθετικά η Ροζ-Μυρλάντ. Συνηθισμένοι να βλέπουν να παρελαύνουν από μπροστά τους κάθε λογής διεθνείς αξιωματούχοι, σύμβουλοι και εμπειρογνώμονες –των οποίων τα πτυχία και οι αμοιβές συνήθως είναι εξίσου εντυπωσιακά με την άγνοια και την ανικανότητά τους– οι Αϊτινοί έχουν μάθει να είναι επιφυλακτικοί. Τα μέλη του Batay Ouvriye –ενός από τα δύο συνδικάτα που δραστηριοποιούνται στο PIC, με 3.000 εγγεγραμμένους–, στην πλειονότητά τους νέοι και μαχητικοί, ελπίζουν να μείνουν εδώ μονάχα όσο είναι αναγκαίο για να ξαναρχίσουν σπουδές ή να βρουν μια «κανονική» δουλειά. Σήμερα, επιστρέφουν από μια διαδήλωση όπου απαίτησαν κατώτατο ημερομίσθιο 500 γκουρντ για την υφαντουργία (ενδίδοντας στις πιέσεις, η κυβέρνηση τον αύξησε από 240 σε 300 γκουρντ).
Εντός των τειχών του πάρκου, η ιεραρχία αντιστοιχεί στον διεθνή καταμερισμό εργασίας: στην κορυφή οι Κορεάτες, έναν όροφο παρακάτω τα διοικητικά στελέχη, προερχόμενα από την Κεντρική Αμερική και τη Δομινικανή Δημοκρατία και, στη βάση, Αϊτινοί μαύροι ανειδίκευτοι εργάτες. «Οι Κορεάτες είναι πολύ σκληροί. Είναι τα αφεντικά εδώ». Η Σέρλεϋ προσθέτει: «Όλο “Σιωπή!” και “Όχι κυρία!”. Δεν σε ακούνε. Και όταν σου βάζουν τις φωνές, πρέπει να σωπάσεις. Δεν μπορείς να απαντήσεις».
12:55 μ.μ. Η Σέρλεϋ, η Ροζ-Μυρλάντ, η Αζεμάρ και οι υπόλοιπες σηκώνονται, προσπαθούν να διώξουν την κούραση που παραλύει τα μέλη τους και κατευθύνονται ξανά προς το Factory 1. Στα υπόλοιπα εργαστήρια έχουν ήδη πιάσει δουλειά. Πρέπει να αντέξουν άλλες τρεις ώρες. Ή και περισσότερες, αν προκύψουν «έξτρα», που δύσκολα μπορείς να αρνηθείς (με την υπερωρία να πληρώνεται 45 γκουρντ την ώρα). Κι ύστερα, το ασφυκτικά γεμάτο λεωφορείο της επιστροφής… Κι αύριο πάλι τα ίδια, για όσον καιρό οι Αϊτινοί δεν θα κατορθώνουν να εξαλείψουν τα εμπόδια που τους εμποδίζουν να «ξεριζώσουν την εξαθλίωση και να φυτέψουν μια νέα ζωή (4)».
Βλ. Maurice Lemoine, «Haïti, doublement maudite», «Le Monde diplomatique», Ιανουάριος 2010.
Βλ. Céline Raffalli, «Αϊτή: Διαμελισμός από τους ευεργέτες», «Le Monde diplomatique – ελληνική έκδοση», 23 Ιουνίου 2013 (http://archives.monde-diplomatique.gr/spip.php?article433).
H Χίλαρι Κλίντον ως Υπουργός Εξωτερικών και ο σύζυγός της Μπιλ ως ειδικός απεσταλμένος του ΟΗΕ. Το Ίδρυμα Κλίντον διαδραματίζει σημαντικό (και αμφιλεγόμενο) ρόλο στην Αϊτή.
Jacques Roumain, «Gouverneurs de la rosée», Zulma, Παρίσι, 2013.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου