Ο Νικόλαος Ασημόπουλος, ο πρωτότοκος. του Λάζαρου και της Μαρίκας, γεννιέται στις 20 Αυγούστου του 1949 στην Θεσσαλονίκη. Αμέσως μετά τη γέννηση η οικογένεια του επιστρέφει στο μόνιμο τόπο διαμονής της, τη Κοζάνη.
«Νικόλας Άσιμος, ουχί Νίκος, ουδέ Νικόλαος. Νικόλας και το “Άσιμος” με γιώτα Ουχί Ασίμος, ουδεμίαν σχέσιν έχω με τον Ισαάκ Ασίμωφ.
Τώρα θα μου πεις, γιατί το “Άσιμος” με γιώτα.
Γιατί, όταν λέμε “ο τάδε είναι άσημος τραγουδιστής”, η λέξη “άσημος” παίζει το ρόλο επιθετικού προσδιορισμού στη λέξη “τραγουδιστής” και γράφεται με ήτα.
Ενώ το “Άσιμος” είναι όνομα ή καλύτερα επώνυμο και ουχί επιθετικός προσδιορισμός του εαυτού μου».
Το γνήσιο λαϊκό καλλιτεχνικό ταμπεραμέντο και οι προσωπικές ανησυχίες ασφυκτιούν εγκλωβισμένα στα «τείχη» της επαρχιώτικης κοινωνίας και του Βαλταδώρειου Γυμνασίου Αρρένων Κοζάνης. Δημιουργούν ποιητική αδεία, τον αντίλαλο μιας προϋπάρχουσας μουσικής αναρχίας με κίνδυνο να παραμείνει ανέκφραστη, στα πρόθυρα ισοπέδωσης από το μικροαστικό περιβάλλον της πόλης.
Καταπιέζεται από την πνευματική στενότητα των ηθικοπλαστικών παραδόσεων, βρίσκοντας διέξοδο στη λογοτεχνία, την ποίηση, τη μουσική, γράφοντας παράλληλα τα πρώτα δικά του ποιήματα.
«Συχνά με ρωτούσανε αν είμαι καλλιτέχνης,Στο γυμνάσιο πια τον απασχολεί μόνο η ελευθερία που του προσφέρει η γυμναστική το ποδόσφαιρο και το άλμα εις ύψος. Εγκαταλείποντας ουσιαστικά το σχολικό διάβασμα διακρίνεται στο πέταγμα του κορμιού του, σαν συμβολισμός που θα ακολουθήσει ο νους η ψυχή και το μυαλό του τα επόμενα χρόνια.
εγώ απάνταγα πως ναι, αλλά δεν κάνω τέχνη.
Προσπαθώ να δημιουργήσω τις συνθήκες για να κάνουμε και τέχνη».
Η αντισυμβατική αναποδιά του ακόμα και στους «Διασχολικούς Αγώνες Στίβου Δυτικής Μακεδονίας», καταλαμβάνοντας την τρίτη θέση στο αγαπημένο του αγώνισμα δεν τον αφήνει σε ησυχία, καθώς αρνείται επιδεικτικά στην απονομή να φορέσει στο κασκορσέ της φανέλας, το ακρωνύμιο του Λυκείου Αρρένων Κοζάνης, «ΛΑΚ».
Ας πούμε η απαρχή του κλισέ «δεν γουστάρω ταμπέλες» μάγκες, την ίδια στιγμή εκεί γύρω στα δεκαοχτώ του χρόνια, που επιβάλει το ψευδώνυμο «Άσιμος» και ακροθιγώς υπογράφει την αντίφαση για τη χρήση της δικής του ταμπέλας.
Αν στην επιστημονική θεωρία ο ορισμός πως ο άνθρωπος δεν γεννιέται με προϋπάρχουσες, έμφυτες γνώσεις, αλλά η γνώση του αποκτάται μέσω της εμπειρίας και αντίληψης του, κολλήσεις και το Νίκολας, τότε στις μαρκίζες των δρόμων που επέλεξε να τραγουδά, σχηματίζεται ολοκληρωμένα το όνομα Νίκολας Άσιμος φωτισμένο από τους σκοτεινούς άγραφους πίνακες αυτής της καλλιτεχνικής, ολιστικής συνείδησης.
Το «alter ego» ενός «tabula rasa» της μουσικής που γεννήθηκε από το εμπειρισμό, την πειραματική διάνοια και μια ξεκούρδιστη κιθάρα.
Χωρίς να μάθουμε πότε το γιατί, το 1966 αποφασίζει να στείλει προς δημοσίευση στην εφημερίδα «Ελεύθερος Κόσμος» τους στίχους του γαλλικού τραγουδιού «Monsieur Cannibal», εν είδει σατυρικής «μετάφρασης», στη στήλη που φιλοξενεί θέματα για νέους.
Επηρεασμένος μάλλον από την εφηβική του αγάπη της ποίησης του Γιώργου Σουρή επιχειρεί να δημοσιοποιήσει τον μοναδικό τρόπο που σκάρωνε σατιρικούς στίχους πάνω σε μελωδίες ξένων επιτυχιών της εποχής,
Την επιμέλεια της στήλης είχε, ο μετέπειτα χουντοδημοσιογράφος, Νίκος Μαστοράκης που απαξιωτικά τον «προγκάει» με δημόσια απάντηση.
Κάτι σαν εκείνο με το «βοσκό που προγκάει το λύκο» μπας και σώσει το τομάρι του και τα πρόβατα.
Ο Άσιμος σαν γνήσιος λύκος που αποζητά δυο άνοιξες στο γύρισμα των εποχών, απομακρύνοντας τον χειμώνα, γράφει μια τετρασέλιδη απάντηση με κατάληξη τρία κοροϊδεύτηκα τετράστιχα και την υπογραφή γνησιότητας με το επινοημένο ψευδώνυμο, σημείο αναφοράς πλέον στο διηνεκές του μουσικού χρόνου.
Αυτό το παράξενο άπειρο της διαχρονικής ουσίας των στίχων και της μουσικής απλωταριάς που μας άφησε ο Νίκολας Άσιμος.
Κι όσο το ξύλο έπεφτε στο κορμί του κάθε τρεις και λίγο στα κρατητήρια της χούντας άλλο τόσο το γειωμένο ελατήριο τον πετούσε στα σύννεφα της έμπνευσης να γράφει τραγούδια ερωτικώς επαναστατικά ή επαναστατικώς ερωτεύσιμα.
«Πολεμάτε κοιμισμέναΗ θεωρία που θέλει τον Νικόλα Άσιμο να παραμένει μοναχικός λύκος στους δρόμους των Εξαρχείων ή στις μπουάτ της Πλάκας με τη κιθάρα του, αποτελεί μονοσήμαντη εκδοχή της ιδιότροπης μουσικής μοναχικότητας που τον διέκρινε.
Κι είστε σα μαρμαρωμένα.
Πώς να φτάσετε σε μένα
Που κατέχω τα κρυμμένα.
Γρηγορείτε να με βρείτε
Αλλά κι εθελοτυφλείτε.
Είμαι αόρατος για σένα
Ορατός μόνο για μένα».
Ο Άσιμος ήταν ένα μουσικό μπουλούκι από μόνος του. Ένα μουσικό ασκέρι, χωρίς ατζέντηδες, δισκογραφικές εταιρείες, μεσάζοντες.
Διαμεσολαβούσε αφ εαυτού με το κοινό που αυτός επέλεγε, για το κοινό που αυτός γούσταρε, έχοντας απόλυτη γνώση ότι τα φράγκα είναι η σιρμαγιά μόνο για τον παρόντα χρόνο, προϊόν προς αυθημερόν κατανάλωση.
«Πάντως παρ’ όλο που δεν αισθάνομαι, ιδιοκτήτης των τραγουδιών μου,
όσον αφορά τις εταιρίες και τους λοιπούς ραδιοφωνοτηλεοπτικούς,
τους απαγορεύω την εκμετάλλευση των τραγουδιών μου, αν τύχει κι επιτρέπονται και γίνουνε ποτέ της μόδας. Κι όταν το λέω το εννοώ ακόμα και πεθαμένος.
Εκτός αν εγώ αλλάξω γνώμη».
Το ποιητικό σημείο στίξης μετά μουσικής μιας ενδελεχούς πολιτικής κυοφορίας στον εφαρμοσμένο χρόνο της αναρχικής ημιπαραμονής του στον πλανήτη. Ο αναρχικός επιθετικός προσδιορισμός της τέχνης του δρόμου.
Ένα κόμμα, μια τελεία, ένα θαυμαστικό μια τονική παρανόηση, άλλοτε στη τάστα της κιθάρας, άλλοτε στη πένα όπως ζωγράφιζε τις χορδές κι άλλοτε στη συγχορδία της ποίησης που ξεστόμιζε αυτοσχεδιαστικά.
Όχι ναρκισσιστικά, όχι επιτηδευμένα, ούτε καν επιμελώς ατημέλητα.
Τα τραγούδια του Άσιμου, εν δυνάμει μουσικές πρόζες, παραμένουν επίκαιρα αναλλοίωτα όσο και τα λόγια του, στο βαθύ χάσμα που τα χωρίζει από την μουσική παραβιομηχανία αλλά και το κοινωνικό – πολίτικο γίγνεσθαι.
Ίσως ουτοπικά αταυτοποίητα, στρατευμένα στο δικό του «ακαπέλα» καημό και πόνο της διαφορετικότητας, δεν σκιάχτηκαν ούτε από το αντιδραστικό του χαρακτήρα που ήθελαν να τον παρουσιάζουν. Προσομοιάζουν, ίσως πιο ώριμα να ακουστούν «εν τη απουσία του», εντός της σημερινής εκδοχής τους μέσω του κληρονομικού χαρίσματος, που δεν έμελλε να χαϊδέψει μικροαστικά αυτιά αλλά ξεσκονίζοντας μυαλά και συνειδήσεις, αφοπλιστικά προς την αφύπνιση.
«Κάποτε θα με διαβάσεις ίσως, θ’ ακούσεις τα τραγούδια μου, θα με κατανοήσεις. Αλλά δε θα ‘μαι πια εγώ. Θα ‘ναι αυτή η μάσκα που φορούν στους πεθαμένους. Όσους τους χρησιμοποιούν μετά το θάνατό τους, όταν οι ίδιοι δεν υπάρχουν».Το 1981 γράφει και κυκλοφορεί μόνος, χωρίς την υποστήριξη των εκδοτικών οίκων της εποχής, το βιβλίο «Αναζητώντας Κροκανθρώπους» με την αφιέρωση: «Τούτο το βιβλίο το αφιερώνω στον Σαλόκιν Σόμισα, στον άνθρωπο που μου ‘δωσε τη γνώση στο να κάτσω να το γράψω και να το τυπώσω».
Ο «Σαλόκιν Σόμισα» είναι ο δεύτερος συγγραφέας του βιβλίου, δηλαδή η αντανάκλαση του «Νικόλας Άσιμος» στο καθρέφτη των δικών μας ψευδαισθήσεων. Αλλά φευ μόνο ο Άσιμος θα έγραφε το όνομα του ανάποδα όχι από συστολή στην αυτοαφιέρωση. Αλλά ως γνήσιος εφευρέτης μια λέξης που μοναδικά εξέφρασε το ολόδικο του «Κ-Ροκ» στην αναζήτηση των ολόδικων του «Κ-Ροκανθρώπων».
Το 1995 ο Στέλιος Καζαντζίδης περιέλαβε ένα τραγούδι με τίτλο «Ο Φίλος μας» στο δίσκο «Τα βιώματά μου», σε στίχους Λευτέρη Χαψιάδη και μουσική Θανάση Πολυκανδριώτη. Το τραγούδι αυτό, όπως σημειώνεται στο εξώφυλλο του δίσκου «είναι αφιερωμένο στον Νικόλα Άσιμο.
Τον καλλιτέχνη και άνθρωπο που έζησε και αμφισβήτησε με συνέπεια και πίστη αυτόν τον κόσμο της βαρβαρότητας».
«Ρε μπαγάσα! Περνάς καλά εκεί πάνω;
Κάνε πάσα καμιά ματιά και χάμω.
κει που κοιμάσαι και αρμενίζεις
ξάφνου αστράφτεις και μπουμπουνίζεις
κι ότι σου `ρθει κατεβάζεις
μην θαρρείς πως με ταράζεις».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου