Ο
αποπροσανατολισμός, δηλαδή η μετατόπιση της δημόσιας συζήτησης από τα
άμεσα προβλήματα που πλήττουν την πλειοψηφία του λαού, είναι πάγια
πρακτική των κυβερνήσεων. Έτσι, όταν τα λαϊκά στρώματα αντιμετωπίζουν
μια σοβαρή απειλή εξαιτίας της κυβερνητικής πολιτικής, η κυβέρνηση
ανοίγει συζήτηση για ένα άλλο (μεγάλο, ή μικρό) πρόβλημα. Στόχος αυτής
της πολιτικής πρακτικής είναι να διασπαστεί το ενδιαφέρον των πολιτών
και έτσι να περάσει με μικρότερες αντιδράσεις η πολιτική της κυβέρνησης.
Πιστός στις «παραδόσεις» των προκατόχων του, ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, παρουσίασε στις 25 Ιουλίου, στο προαύλιο της Βουλής, τις προτάσεις της κυβέρνησης του για την αναθεώρηση του Συντάγματος.
Την ώρα που τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν την ακόμη μεγαλύτερη φτωχοποίηση των λαϊκών νοικοκυριών, την ώρα που έρχεται ο ΕΝΦΙΑ, την ώρα που προετοιμάζεται η απαγόρευση του απεργιακού δικαιώματος, την ώρα που αρχίζουν οι κατασχέσεις καταθέσεων και οι μαζικοί πλειστηριασμοί σπιτιών, την ώρα που προωθείται η απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων, τι νόημα έχει μια συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος;
Βεβαίως, δεν στερούνται ενδιαφέροντος οι προτάσεις της κυβέρνησης για τη συνταγματική αναθεώρηση. Δεν μπορούν όμως, επ ουδενί, να αποτελέσουν λόγο για να αποσπαστεί το ενδιαφέρον των εργαζομένων από το πως θα αποκρουστεί η μνημονιακή πολιτική της κυβέρνησης, αρχίζοντας από την αντιμετώπιση των συνεπειών της.
Ας παρακάμψουμε λοιπόν τον αποπροσανατολισμό που επιχειρεί η κυβέρνηση, για να επιχειρήσουμε μια πρώτη προσέγγιση στην πρόταση που παρουσίασε ο κ. Τσίπρας.
Πρόκειται λοιπόν για μια πρόταση που αφενός διευκολύνει την εφαρμογή της λεγόμενης μνημονιακής πολιτικής και αφετέρου διαμορφώνει τις συνθήκες για την ανάταξη του κατακερματισμένου και βαθύτατα νοσούντος αστικού πολιτικού συστήματος.
Γενικώς, από τις επιμέρους προτάσεις, φαίνεται ότι η κυβέρνηση προσανατολίζεται σε μια μορφή προεδρικής δημοκρατίας, καθώς προτείνει να ανοίξει η συζήτηση για τις αρμοδιότητες του Ανώτατου Άρχοντα, υποστηρίζοντας μια «λελογισμένη αύξηση των αρμοδιοτήτων του».
Οι προτάσεις για τον τρόπο εκλογής του Προέδρου, σε συνδυασμό με την αύξηση των αρμοδιοτήτων του, συμπληρώνεται και με την πρόταση για την «εποικοδομητική ψήφο δυσπιστίας». Η πρόταση αυτή προβλέπει ότι, εφόσον έχει συγκεντρωθεί η απόλυτη πλειοψηφία του αριθμού των βουλευτών της Ολομέλειας, θα δίνεται η δυνατότητα στη Βουλή να αποσύρει την εμπιστοσύνη της στην κυβέρνηση, με την προϋπόθεση ότι στην πρόταση δυσπιστίας θα προτείνεται νέος πρωθυπουργός.
Έτσι, ούτε η εκλογή Προέδρου, ούτε η απώλεια της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, θα είναι εμπόδια για την άσκηση της μνημονιακής πολιτικής, εξασφαλίζοντας την κυβερνητική «σταθερότητας» ακόμα και με κυβερνήσεις μειοψηφίας, αλλά και την κυβερνητική εναλλαγή χωρίς εκλογές.
Αν, όμως, η επίκληση της «άμεσης δημοκρατίας» των δημοψηφισμάτων (όπως την είδαμε να εφαρμόζεται πριν ένα χρόνο) συνιστά ρεσιτάλ υποκρισίας, η αναφορά του πρωθυπουργού στην ανάγκη προστασίας των «κοινωνικών αγαθών», είναι μνημείο κυνισμού.
Πρότεινε λοιπόν ο πρωθυπουργός τη «ρητή απαγόρευση άρσης του δημόσιου ελέγχου των αγαθών του νερού και της ηλεκτρικής ενέργειας».
Όπως διαπιστώνει ο αναγνώστης, ο κ. Τσίπρας αναφέρεται σε «δημόσιο έλεγχο» και όχι στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των επιχειρήσεων που διαχειρίζονται, ή παράγουν τα εν λόγω αγαθά. Προφανώς θα εννοεί τον «έλεγχο» που ασκεί το δημόσιο στο περιβόητο ταμείο ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας.
Σκεφθείτε τι σόι «συλλογική διαπραγμάτευση» μπορεί να γίνει όταν ουσιαστικά έχει αφαιρεθεί από την πλευρά των εργαζομένων το δικαίωμα της απεργίας, ενώ οι εργοδότες θα έχουν το δικαίωμα της ανταπεργίας (λοκ άουτ)!
Υπάρχουν βεβαίως μεταξύ των προτάσεων που παρουσίασε ο πρωθυπουργός για την αναθεώρηση του Συντάγματος και προτάσεις, κοινά αποδεκτές, όπως η περί ευθύνης υπουργών, η κατάργηση της βουλευτικής ασυλίας, ή άλλες που χρήζουν συζήτησης. Η ουσία όμως της κυβερνητικής πρότασης για την αναθεώρηση του Συντάγματος δεν αλλάζει. Η δημιουργία ενός συντάγματος που θα διασφαλίζει την εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής, «μακριά από το αγριεμένο πλήθος» και η διαμόρφωση του πλαισίου της, υπό εξέλιξη, αναμόρφωσης του πολιτικού συστήματος είναι οι δύο άξονες αυτής της πρότασης.
Πιστός στις «παραδόσεις» των προκατόχων του, ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, παρουσίασε στις 25 Ιουλίου, στο προαύλιο της Βουλής, τις προτάσεις της κυβέρνησης του για την αναθεώρηση του Συντάγματος.
Την ώρα που…
Κανείς δεν αμφισβητεί την αναγκαιότητα της αναθεώρησης, αν και το ζήτημα που τίθεται είναι προς ποια κατεύθυνση θα γίνει αυτή η αναθεώρηση. Ωστόσο , τίποτα δεν συνηγορεί υπέρ της αναγόρευσης του θέματος σε πρώτο όσον αφορά τη συγκυρία.Την ώρα που τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν την ακόμη μεγαλύτερη φτωχοποίηση των λαϊκών νοικοκυριών, την ώρα που έρχεται ο ΕΝΦΙΑ, την ώρα που προετοιμάζεται η απαγόρευση του απεργιακού δικαιώματος, την ώρα που αρχίζουν οι κατασχέσεις καταθέσεων και οι μαζικοί πλειστηριασμοί σπιτιών, την ώρα που προωθείται η απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων, τι νόημα έχει μια συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος;
Βεβαίως, δεν στερούνται ενδιαφέροντος οι προτάσεις της κυβέρνησης για τη συνταγματική αναθεώρηση. Δεν μπορούν όμως, επ ουδενί, να αποτελέσουν λόγο για να αποσπαστεί το ενδιαφέρον των εργαζομένων από το πως θα αποκρουστεί η μνημονιακή πολιτική της κυβέρνησης, αρχίζοντας από την αντιμετώπιση των συνεπειών της.
Ας παρακάμψουμε λοιπόν τον αποπροσανατολισμό που επιχειρεί η κυβέρνηση, για να επιχειρήσουμε μια πρώτη προσέγγιση στην πρόταση που παρουσίασε ο κ. Τσίπρας.
Η «απειλή»
Αν αφαιρέσουμε τα καλολογικά στοιχεία και τις περικοκλάδες από την ομιλία του πρωθυπουργού αυτό που μένει είναι η αγωνία για την έγκαιρη και αποτελεσματική θωράκιση του πολιτικού συστήματος απέναντι σε μια απειλή που δεν την ονομάζει, αλλά προκύπτει από τα συμφραζόμενα. Η απειλή λοιπόν είναι η λαϊκή οργή στην προοπτική του μετασχηματισμού της σε ένα κίνημα αντίστασης κατά της κρατούσας πολιτικής, ως την ανατροπή της.Πρόκειται λοιπόν για μια πρόταση που αφενός διευκολύνει την εφαρμογή της λεγόμενης μνημονιακής πολιτικής και αφετέρου διαμορφώνει τις συνθήκες για την ανάταξη του κατακερματισμένου και βαθύτατα νοσούντος αστικού πολιτικού συστήματος.
Στο βάθος…προεδρική δημοκρατία
Όσον αφορά στον τρόπο εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, παρουσίασε μια «μικτή» πρόταση σύμφωνα με την οποία ο Πρόεδρος θα εκλέγεται από το εκλογικό σώμα, μόνον εφόσον δεν συμπληρωθεί η αυξημένη πλειοψηφία των 2/3 της Βουλής.Γενικώς, από τις επιμέρους προτάσεις, φαίνεται ότι η κυβέρνηση προσανατολίζεται σε μια μορφή προεδρικής δημοκρατίας, καθώς προτείνει να ανοίξει η συζήτηση για τις αρμοδιότητες του Ανώτατου Άρχοντα, υποστηρίζοντας μια «λελογισμένη αύξηση των αρμοδιοτήτων του».
Οι προτάσεις για τον τρόπο εκλογής του Προέδρου, σε συνδυασμό με την αύξηση των αρμοδιοτήτων του, συμπληρώνεται και με την πρόταση για την «εποικοδομητική ψήφο δυσπιστίας». Η πρόταση αυτή προβλέπει ότι, εφόσον έχει συγκεντρωθεί η απόλυτη πλειοψηφία του αριθμού των βουλευτών της Ολομέλειας, θα δίνεται η δυνατότητα στη Βουλή να αποσύρει την εμπιστοσύνη της στην κυβέρνηση, με την προϋπόθεση ότι στην πρόταση δυσπιστίας θα προτείνεται νέος πρωθυπουργός.
Έτσι, ούτε η εκλογή Προέδρου, ούτε η απώλεια της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, θα είναι εμπόδια για την άσκηση της μνημονιακής πολιτικής, εξασφαλίζοντας την κυβερνητική «σταθερότητας» ακόμα και με κυβερνήσεις μειοψηφίας, αλλά και την κυβερνητική εναλλαγή χωρίς εκλογές.
Υποκρισία και κυνισμός
Ρεσιτάλ υποκρισίας της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού συνιστά η πρόταση για τη διεξαγωγή δημοψηφισμάτων για όλα σχεδόν τα θέματα, «με εξαίρεση, βεβαίως, νόμους που αφορούν τα δημοσιονομικά ζητήματα», όπως διευκρίνισε ο κ. Τσίπρας. Μια εξαγγελία που ακούγεται σαν ανέκδοτο ένα ακριβώς χρόνο από την μετατροπή του «ΟΧΙ» του 61,3% του ελληνικού λαού σε «ΝΑΙ» για το 3ο μνημόνιο…Αν, όμως, η επίκληση της «άμεσης δημοκρατίας» των δημοψηφισμάτων (όπως την είδαμε να εφαρμόζεται πριν ένα χρόνο) συνιστά ρεσιτάλ υποκρισίας, η αναφορά του πρωθυπουργού στην ανάγκη προστασίας των «κοινωνικών αγαθών», είναι μνημείο κυνισμού.
Πρότεινε λοιπόν ο πρωθυπουργός τη «ρητή απαγόρευση άρσης του δημόσιου ελέγχου των αγαθών του νερού και της ηλεκτρικής ενέργειας».
Όπως διαπιστώνει ο αναγνώστης, ο κ. Τσίπρας αναφέρεται σε «δημόσιο έλεγχο» και όχι στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των επιχειρήσεων που διαχειρίζονται, ή παράγουν τα εν λόγω αγαθά. Προφανώς θα εννοεί τον «έλεγχο» που ασκεί το δημόσιο στο περιβόητο ταμείο ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας.
Διαπραγματεύσεις με απαγόρευση απεργίας!
Ενώ οι αρμόδιοι υπουργοί έχουν ομολογήσει ότι δρομολογήθηκαν οι συζητήσεις με τους δανειστές για την απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων και την κατάργηση του απεργιακού δικαιώματος, ο κ. Τσίπρας σα να μην τρέχει τίποτα πρότεινε « την σαφή και αποτελεσματική κατοχύρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων ως του μοναδικού μέσου για τον προσδιορισμό του μισθού»!Σκεφθείτε τι σόι «συλλογική διαπραγμάτευση» μπορεί να γίνει όταν ουσιαστικά έχει αφαιρεθεί από την πλευρά των εργαζομένων το δικαίωμα της απεργίας, ενώ οι εργοδότες θα έχουν το δικαίωμα της ανταπεργίας (λοκ άουτ)!
Εκκλησία- Κράτος: Σημειώσατε ένα!
Τέλος, διαπιστευτήρια καθεστωτικής νομιμοφροσύνης παραδίδει η κυβέρνηση με την πρόταση της για τις σχέσεις κράτους- εκκλησίας. Έτσι λοιπόν στη θέση για διαχωρισμό κράτους- εκκλησίας ακούσαμε τον πρωθυπουργό να προτείνει «τη ρητή κατοχύρωση της θρησκευτικής ουδετερότητας του Κράτους με διατήρηση όμως για ιστορικούς και πρακτικούς λόγους της αναγνώρισης της Ορθοδοξίας ως κρατούσας Θρησκείας»…Υπάρχουν βεβαίως μεταξύ των προτάσεων που παρουσίασε ο πρωθυπουργός για την αναθεώρηση του Συντάγματος και προτάσεις, κοινά αποδεκτές, όπως η περί ευθύνης υπουργών, η κατάργηση της βουλευτικής ασυλίας, ή άλλες που χρήζουν συζήτησης. Η ουσία όμως της κυβερνητικής πρότασης για την αναθεώρηση του Συντάγματος δεν αλλάζει. Η δημιουργία ενός συντάγματος που θα διασφαλίζει την εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής, «μακριά από το αγριεμένο πλήθος» και η διαμόρφωση του πλαισίου της, υπό εξέλιξη, αναμόρφωσης του πολιτικού συστήματος είναι οι δύο άξονες αυτής της πρότασης.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου