Ανάμεσα στα καλά και τα κακά που
μοιραζόμαστε με τους αρχαίους είναι και το πάθος για το κουβεντολόι. Ενα
πάθος που δεν πέφτει σε λήθαργο ούτε μέσα στις εκκλησίες. Και Μεγάλη
Πέμπτη ή Παρασκευή ακόμα, βρίσκει τον τρόπο και ξεμυτίζει φλύαρο, έστω
ψιθυριστό. Κι αν πεις και για την Ανάσταση, ο θόρυβός του, έτσι όπως
σμίγουν έπειτα από καιρό και χαιρετιούνται φίλοι, συγγενείς και
συγχωριανοί, σκεπάζει το «Χριστός Ανέστη» και ανταγωνίζεται τη βοή των
βαρελότων.
Από το πάθος της συζήτησης παρακινημένοι οι αρχαίοι, αμελούσαν συχνά τις υποχρεώσεις τους στην εκκλησία του δήμου. Προσέχοντας να μην τους τσακώσουν οι Σκύθες αστυνομούντες, τους κοκκινίσουν τον χιτώνα και πληρώσουν πρόστιμο (τα λέει ο Αριστοφάνης στους «Αχαρνής»), έτρεχαν σε κουρεία, δικαστήρια και λοιπά στέκια για να ανταλλάξουν πληροφορίες και να ασκηθούν στο άθλημα της «κοινωνικής κριτικής», που μερικοί το λένε κουτσομπολιό. Ή, αν ήταν μανιακοί με τα ανέκδοτα και τις σπιρτόζικες ιστορίες, πήγαιναν στον αττικό δήμο των Διομείων, στον «διωρισμένο τόπο», όπου, λέει ο Κοραής, «εσυναθροίζετο η περιβόητος εταιρεία των Διομέων, διά να κοινωνώσιν εις αλλήλους ό,τι τις είχεν ακούσειν, ή πλάσειν νόστιμον». Οι Αθηναίοι, αλλά και οι ξένοι που ζούσαν στην Αθήνα, γράφει ο Παύλος στις «Πράξεις Αποστόλων», για τίποτε άλλον δεν ευκαιρούσαν παρά για να λένε ή ν’ ακούνε κάτι το νέο: «Αθηναίοι δε πάντες και οι επιδημούντες ξένοι εις ουδέν έτερον ευκαίρουν ή λέγειν τι και ακούειν καινότερον». Οταν έφτασε λοιπόν και ο ίδιος στην πόλη, έπιασε συζητήσεις στην αγορά με φιλοπερίεργους επικούρειους και στωικούς φιλοσόφους. Αυτοί, για να μάθουν περισσότερα για την «καινή διδαχή» του «σπερμολόγου», τον οδήγησαν στον Αρειο Πάγο. Ακόμα κι αν δυσπιστούσαν στα όσα περί ενός Θεού και Αναστάσεως έλεγε ο ξένος, δεν ξεχνούσαν τον κανόνα του Επίκουρου: σε μια κοινή φιλοσοφική συζήτηση-αναζήτηση, το μεγαλύτερο κέρδος το έχει όποιος μαθαίνει τα περισσότερα, δηλαδή ο ηττημένος («εν φιλολόγω συζητήσει πλείον ήνυσεν ο ηττηθείς καθ’ ο προσέμαθεν»). Στην τέχνη της συζήτησης λοιπόν, κάθε συζήτησης, νικητής είναι ο φαινομενικά ηττημένος· ο λιγότερο εγωλάτρης.
Αυτήν την προτεραιότητα της ακοής απέναντι στην ομιλία (και πολύ περισσότερο στη φλυαρία ή την κομπορρημοσύνη), που αν δεν γίνει σεβαστή, κανένας διάλογος δεν αποβαίνει γόνιμος, δεν φαίνεται να την έχουμε σε μεγάλη υπόληψη πια. Το βλέπουμε αυτό στις αντιπαραθέσεις στα κανάλια, όπου σχεδόν κάθε απόπειρα συζήτησης εκφυλίζεται ταχύτατα σε παράλληλους μονολόγους βαρηκόων· «νικητής» αναδεικνύεται ο θορυβωδέστερος, ο περισσότερο ερωτευμένος με τον εαυτό του και τη γλώσσα του. Αυτός που αδιαφορεί για τη γνώμη των τύποις συνομιλητών του και το μόνο που τον καίει είναι να την καλύψει συνεχίζοντας αγενέστατα, να μονολογεί μεγαλόφωνα, ακόμα και να ωρύεται. Εδώ ο φαινομενικά νικητής καταντάει ηττημένος.
Από το πάθος της συζήτησης παρακινημένοι οι αρχαίοι, αμελούσαν συχνά τις υποχρεώσεις τους στην εκκλησία του δήμου. Προσέχοντας να μην τους τσακώσουν οι Σκύθες αστυνομούντες, τους κοκκινίσουν τον χιτώνα και πληρώσουν πρόστιμο (τα λέει ο Αριστοφάνης στους «Αχαρνής»), έτρεχαν σε κουρεία, δικαστήρια και λοιπά στέκια για να ανταλλάξουν πληροφορίες και να ασκηθούν στο άθλημα της «κοινωνικής κριτικής», που μερικοί το λένε κουτσομπολιό. Ή, αν ήταν μανιακοί με τα ανέκδοτα και τις σπιρτόζικες ιστορίες, πήγαιναν στον αττικό δήμο των Διομείων, στον «διωρισμένο τόπο», όπου, λέει ο Κοραής, «εσυναθροίζετο η περιβόητος εταιρεία των Διομέων, διά να κοινωνώσιν εις αλλήλους ό,τι τις είχεν ακούσειν, ή πλάσειν νόστιμον». Οι Αθηναίοι, αλλά και οι ξένοι που ζούσαν στην Αθήνα, γράφει ο Παύλος στις «Πράξεις Αποστόλων», για τίποτε άλλον δεν ευκαιρούσαν παρά για να λένε ή ν’ ακούνε κάτι το νέο: «Αθηναίοι δε πάντες και οι επιδημούντες ξένοι εις ουδέν έτερον ευκαίρουν ή λέγειν τι και ακούειν καινότερον». Οταν έφτασε λοιπόν και ο ίδιος στην πόλη, έπιασε συζητήσεις στην αγορά με φιλοπερίεργους επικούρειους και στωικούς φιλοσόφους. Αυτοί, για να μάθουν περισσότερα για την «καινή διδαχή» του «σπερμολόγου», τον οδήγησαν στον Αρειο Πάγο. Ακόμα κι αν δυσπιστούσαν στα όσα περί ενός Θεού και Αναστάσεως έλεγε ο ξένος, δεν ξεχνούσαν τον κανόνα του Επίκουρου: σε μια κοινή φιλοσοφική συζήτηση-αναζήτηση, το μεγαλύτερο κέρδος το έχει όποιος μαθαίνει τα περισσότερα, δηλαδή ο ηττημένος («εν φιλολόγω συζητήσει πλείον ήνυσεν ο ηττηθείς καθ’ ο προσέμαθεν»). Στην τέχνη της συζήτησης λοιπόν, κάθε συζήτησης, νικητής είναι ο φαινομενικά ηττημένος· ο λιγότερο εγωλάτρης.
Αυτήν την προτεραιότητα της ακοής απέναντι στην ομιλία (και πολύ περισσότερο στη φλυαρία ή την κομπορρημοσύνη), που αν δεν γίνει σεβαστή, κανένας διάλογος δεν αποβαίνει γόνιμος, δεν φαίνεται να την έχουμε σε μεγάλη υπόληψη πια. Το βλέπουμε αυτό στις αντιπαραθέσεις στα κανάλια, όπου σχεδόν κάθε απόπειρα συζήτησης εκφυλίζεται ταχύτατα σε παράλληλους μονολόγους βαρηκόων· «νικητής» αναδεικνύεται ο θορυβωδέστερος, ο περισσότερο ερωτευμένος με τον εαυτό του και τη γλώσσα του. Αυτός που αδιαφορεί για τη γνώμη των τύποις συνομιλητών του και το μόνο που τον καίει είναι να την καλύψει συνεχίζοντας αγενέστατα, να μονολογεί μεγαλόφωνα, ακόμα και να ωρύεται. Εδώ ο φαινομενικά νικητής καταντάει ηττημένος.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου