19 Αυγ 2010

Η Ανατολή, ποιο μέλλον μετά τον κομουνισμό;

Απόσπασμα της εισήγησης του Βρετανού ιστορικού Έρικ Χόμπσμπαουμ από το Παγκόσμιο Πολιτικό Φόρουμ, που έλαβε χώρα στο Μπόσκο Μαρένγκο της Ιταλίας τον Οκτώβριο του 2009, με θέμα «Η Ανατολή, ποιο μέλλον μετά τον κομουνισμό;». To κείμενο δημοσιεύεται στην «Ελευθεροτυπία» σε μετάφραση και επιμέλεια του Θανάση Γιαλκέτση.


Ο «σύντομος» εικοστός αιώνας υπήρξε μια περίοδος σημαδεμένη από μια θρησκευτική σύγκρουση μεταξύ κοσμικών ιδεολογιών. Για λόγους περισσότερο ιστορικούς παρά λογικούς κυριαρχήθηκε από την αντιπαράθεση δύο οικονομικών μοντέλων -μόνο δύο μοντέλων που απέκλειαν το ένα το άλλο- του «σοσιαλισμού», που ταυτιζόταν με οικονομίες κεντρικής σχεδιοποίησης σοβιετικού τύπου, και του «καπιταλισμού», που κάλυπτε όλα τα υπόλοιπα.




Αυτή η φαινομενικά θεμελιώδης αντιπαράθεση ανάμεσα σε ένα σύστημα που φιλοδοξούσε να καταργήσει τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, που αποβλέπουν στο κέρδος (την αγορά, για παράδειγμα), και ένα σύστημα που ήθελε να απελευθερώσει την αγορά από κάθε δημόσιο ή άλλου τύπου περιορισμό, δεν ήταν ποτέ ρεαλιστική. Ολες οι σύγχρονες οικονομίες οφείλουν να συνδυάζουν δημόσιο και ιδιωτικό με διάφορους τρόπους και σε διαφορετικούς βαθμούς και στην πράξη αυτό κάνουν. Και οι δύο προσπάθειες να ζήσουν σύμφωνα με εκείνη την εντελώς δυαδική λογική αυτών των ορισμών του «καπιταλισμού» και του «σοσιαλισμού» απέτυχαν. Οι οικονομίες σοβιετικού τύπου, με κρατική οργάνωση και διεύθυνση, δεν επέζησαν στη δεκαετία του 1980.


Ο αγγλοαμερικανικός «φονταμενταλισμός της αγοράς» κατέρρευσε το 2008, τη στιγμή που βρισκόταν στο απόγειό του. Ο 21ος αιώνας θα πρέπει, επομένως, να επανεξετάσει τα προβλήματά του με όρους πολύ περισσότερο ρεαλιστικούς.


Πώς επέδρασαν όλα αυτά στις χώρες που στο παρελθόν ήταν αφοσιωμένες στο «σοσιαλιστικό» μοντέλο; Υπό τον σοσιαλισμό είχαν προσκρούσει στην αδυναμία μεταρρύθμισης των συστημάτων τους, που διευθύνονταν με κρατική σχεδιοποίηση, μολονότι οι τεχνικοί τους και οικονομολόγοι τους είχαν πλήρη επίγνωση των κυριότερων ελλείψεών τους. Τα συστήματα αυτά -μη ανταγωνιστικά σε διεθνές επίπεδο- μπορούσαν να επιβιώνουν όσο έμεναν πλήρως απομονωμένα από την υπόλοιπη παγκόσμια οικονομία. Αυτή η απομόνωση όμως δεν μπορούσε να διατηρηθεί μέσα στον χρόνο και όταν ο σοσιαλισμός εγκαταλείφθηκε -είτε μετά από την κατάρρευση των πολιτικών καθεστώτων, όπως έγινε στην Ευρώπη, είτε από το ίδιο το καθεστώς, όπως έγινε στην Κίνα ή στο Βιετνάμ- αυτά τα κράτη, χωρίς καμιά προειδοποίηση, βρέθηκαν ενταγμένα σε εκείνη που σε πολλούς φαινόταν η μόνη διαθέσιμη εναλλακτική λύση: στον καπιταλισμό της παγκοσμιοποίησης με την κυρίαρχη τότε μορφή του, του καπιταλισμού της ελεύθερης αγοράς.


Οι άμεσες συνέπειες στην Ευρώπη υπήρξαν καταστροφικές. Οι χώρες της πρώην Σοβιετικής Ενωσης δεν έχουν ακόμα ξεπεράσει τον αντίκτυπό τους. Η Κίνα, για δική της τύχη, επέλεξε ένα καπιταλιστικό μοντέλο διαφορετικό από τον αγγλοαμερικανικό νεοφιλελευθερισμό, προτιμώντας εκείνον τον πολύ περισσότερο διευθυνόμενο των «οικονομικών τίγρεων» της ανατολικής Ασίας, αλλά προώθησε το δικό της «γιγάντιο οικονομικό άλμα προς τα μπρος» με ελάχιστη σύνεση και φροντίδα για τις ανθρώπινες και κοινωνικές επιπτώσεις.


Ακραίος οικονομικός φιλελευθερισμός


Αυτή η περίοδος βρίσκεται ήδη πίσω μας, όπως και η παγκόσμια επικυριαρχία του ακραίου οικονομικού φιλελευθερισμού αγγλοαμερικανικής προέλευσης, μολονότι δεν γνωρίζουμε ποιες αλλαγές θα επιφέρει η εξελισσόμενη παγκόσμια οικονομική κρίση -η πιο σοβαρή από τη δεκαετία του 1930- όταν θα κατορθώσουν να υπερβούν τα συγκλονιστικά αποτελέσματα των δύο τελευταίων ετών. Ενα πράγμα ωστόσο είναι ήδη από τώρα πολύ σαφές: συντελείται μια εναλλαγή πελώριων διαστάσεων από τις παλιές βορειοατλαντικές οικονομίες στον Νότο του πλανήτη και κυρίως στην ανατολική Ασία.


Σε αυτές τις δύσκολες περιστάσεις, τα πρώην σοβιετικά κράτη (συμπεριλαμβανόμενων και εκείνων που μέχρι τώρα κυβερνιούνται από κομμουνιστικά κόμματα) καλούνται να αντιμετωπίσουν πολύ διαφορετικά προβλήματα και προοπτικές. Αποκλείοντας από την αρχή τις διαφορές πολιτικής παράταξης, θα πω μόνον ότι τα περισσότερα από αυτά τα κράτη παραμένουν σχετικά εύθραυστα. Στην Ευρώπη ορισμένα αφομοιώνουν το κοινωνικό-καπιταλιστικό μοντέλο της Δυτικής Ευρώπης, μολονότι έχουν σημαντικά κατώτερο κατά κεφαλήν μέσο εισόδημα. Στην Ευρωπαϊκή Ενωση είναι αρκετά ευλογοφανές να προβλέψουμε την εμφάνιση μιας οικονομίας δύο ταχυτήτων.


«Ευάλωτη χώρα»


Η Ρωσία, αφού ανέκαμψε ώς ένα βαθμό από την καταστροφή της δεκαετίας του 1990, υποβαθμίστηκε ήδη σε ισχυρή αλλά ευάλωτη χώρα εξαγωγέα πρωτογενών προϊόντων και ενέργειας και υπήρξε μέχρι τώρα ανίκανη να ανασυγκροτήσει μια καλύτερα ισορροπημένη οικονομική βάση. Οι αντιδράσεις ενάντια στις υπερβολές της νεοφιλελεύθερης εποχής οδήγησαν σε μια μερική επιστροφή σε μορφές κρατικού καπιταλισμού, συνοδευόμενες από ένα είδος οπισθοδρόμησης σε μερικές όψεις της σοβιετικής κληρονομιάς.


Φανερά, η απλή «μίμηση της Δύσης» έπαψε να είναι μια πιθανή επιλογή. Αυτό το φαινόμενο είναι ακόμα πιο φανερό στην Κίνα, η οποία ανέπτυξε με αξιοσημείωτη επιτυχία ένα δικό της μετακομμουνιστικό καπιταλισμό, σε σημείο που στο μέλλον ενδέχεται οι ιστορικοί να μπορούν να δουν σε αυτή τη χώρα τον αληθινό σωτήρα της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας στην κρίση που βρισκόμαστε σήμερα. Συνοψίζοντας: δεν είναι πλέον δυνατό να πιστεύουμε σε μια μοναδική παγκόσμια μορφή καπιταλισμού ή μετακαπιταλισμού.


Σε κάθε περίπτωση, η σκιαγράφηση της οικονομίας τού αύριο είναι ίσως το λιγότερο σημαντικό μέρος των μελλοντικών μας φροντίδων. Η κομβική διαφορά ανάμεσα στα οικονομικά συστήματα δεν έγκειται στη δομή τους, αλλά στις κοινωνικές και ηθικές προτεραιότητές τους και αυτές θα έπρεπε, γι' αυτόν τον λόγο, να είναι το κύριο θέμα της συζήτησής μας. Επιτρέψτε μου επομένως, σχετικά με αυτό, να φωτίσω δυο όψεις θεμελιώδους σημασίας. Η πρώτη είναι ότι το τέλος του κομμουνισμού είχε ως συνέπεια την άμεση εξαφάνιση αξιών, συνηθειών και κοινωνικών πρακτικών, οι οποίες είχαν σημαδέψει τη ζωή ολόκληρων γενεών, όχι μόνον εκείνων των κομμουνιστικών καθεστώτων με τη στενή έννοια, αλλά και εκείνων του προκομμουνιστικού παρελθόντος, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό προστατεύτηκαν από αυτά τα καθεστώτα.


Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πόσο βαθιές και σοβαρές ήταν οι ανθρώπινες συμφορές και το σοκ που επήλθαν ως συνέπεια αυτού του απότομου και απρόσμενου κοινωνικού σεισμού. Αναπόφευκτα θα χρειαστούν μερικές δεκαετίες προτού οι μετακομμουνιστικές κοινωνίες βρουν μια σταθερότητα στον τρόπο ζωής τους στη νέα εποχή και ορισμένες από τις συνέπειες αυτής της κοινωνικής διάλυσης, της θεσμοποιημένης διαφθοράς και εγκληματικότητας θα μπορούσαν να απαιτήσουν ακόμα περισσότερο χρόνο για να υπερνικηθούν.


Η δεύτερη όψη είναι ότι τόσο η δυτική πολιτική του νεοφιλελευθερισμού όσο και οι μετακομμουνιστικές πολιτικές, που αυτή ενέπνευσε, υπέταξαν σκόπιμα το κράτος πρόνοιας και την κοινωνική δικαιοσύνη στην τυραννία του ΑΕΠ, του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, δηλαδή στην πιο μεγάλη δυνατή οικονομική ανάπτυξη, η οποία μεγάλωνε ηθελημένα τις ανισότητες. Ενεργώντας έτσι, αυτές οι πολιτικές υπονόμευσαν -και στις πρώην κομμουνιστικές χώρες πράγματι γκρέμισαν- τα συστήματα κοινωνικής προστασίας, το κράτος πρόνοιας, τις αξίες και τους σκοπούς των δημόσιων υπηρεσιών.


Ολα αυτά δεν αποτελούν μιαν αφετηρία από την οποία μπορούμε να ξεκινήσουμε τόσο για τον «ευρωπαϊκό καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο» των δεκαετιών μετά το 1945 όσο και για ικανοποιητικά μετακομμουνιστικά μικτά συστήματα. Στόχος μιας οικονομίας δεν είναι το κέρδος, αλλά η ευημερία ενός ολόκληρου πληθυσμού. Η οικονομική ανάπτυξη δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά ένα μέσο για να δημιουργήσουμε καλές, ανθρώπινες και δίκαιες κοινωνίες.


Δεν έχει σημασία το πώς θα αποκαλούμε τα καθεστώτα που επιδιώκουν αυτόν τον σκοπό. Μετράει μόνον το πώς και με ποιες προτεραιότητες θα μπορέσουμε να συνδυάσουμε τις δυνατότητες του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα στις μικτές μας οικονομίες. Αυτό είναι το πιο σημαντικό πολιτικό ζήτημα του 21ου αιώνα.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More