Poutanique τεχνη, εσυ τα φταις ολα!

Να είναι τέχνη; Επάγγελμα ή μήπως ματαιοδοξία;

Ο μουσικός του πεζοδρόμου!!

Ξαφνικά την καλοκαιρινή ηρεμία στο μικρό μας Μεσολόγγι σκέπασε μια γλυκιά μελωδία που έρχονταν από το βάθος του πεζοδρόμου. Όσο πλησίαζε.....

Να πως γινεται το Μεσολογγι προορισμος!

αι θα αξιοποιηθεί. Ακούγονται διάφορες ιδέες και έχουν συσταθεί αρκετές ομάδες πολιτών που προτείνουν υλοποιήσιμες και μη ιδέες προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος και έμμεσα να επωφεληθούμε όλοι.....

Ποσα κτηρια ρημαζουν στο Μεσολογγι;

Ένα από τα θέματα του δημοτικού συμβούλιου στις 27/ 11 είναι η «Εκμίσθωση χώρου για κάλυψη στεγαστικών αναγκών του Δήμου». Οι πρώτες σκέψεις που μου έρχονται στο μυαλό είναι πως μετά από τόσα χρόνια και πώς μετά από τόσο κονδύλια έχουμε φτάσει ....

Μεσολόγγι - αδέσποτα ώρα μηδέν.

Αδέσποτα, ένα ευαίσθητο θέμα για όσους είναι πραγματικά φιλόζωοι* και με τις δυο έννοιες της λέξης. Ας αρχίσουμε να μιλάμε για τις αβοήθητες ψυχές που ξαφνικά βρεθήκαν απροστάτευτες στον δρόμο όχι από το τέλος δηλαδή από τα αποτελέσματα που βλέπουμε...

Facebook, φωτογραφιες με σουφρωμενα χειλη...

Κάλος ή κακός αγαπητοί φίλοι διανύουμε μια εποχή που θέλει τους περισσότερους άμεσα εξαρτημένους από τις ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωση τύπου face book. Έρχεται λοιπόν το Ινστιτούτου Ψυχικής και Σεξουαλικής Υγείας

24 Δεκ 2020

Ιστορίες Χριστουγέννων: Πώς βρέθηκε το δέντρο στο σπίτι μας;

 

Έκανε την εμφάνισή του πρώτη φορά τον Μεσαίωνα, στην κεντρική Ευρώπη, κατά τη  διάρκεια των εορτασμών του χειμερινού ηλιοστασίου, αλλά έγινε αναπόσπαστο κομμάτι των Χριστουγέννων στα τέλη του 19ου αιώνα. Η ιστορία του χριστουγεννιάτικου δέντρου συνδέεται με τη βασίλισσα Σάρλοτ, αλλά και τον θρύλο για τη χειμωνιάτικη νύχτα που ο Λούθηρος κοίταξε τον έναστρο ουρανό...

Φορτωμένο φρούτα, γλυκά, στολίδια, κεριά, αγγέλους, νεράιδες, αστέρια και πουλάκια, το έλατο ήταν το αειθαλές δέντρο που ερχόταν από το δάσος και στηνόταν στο πιο κεντρικό σημείο του σπιτιού, ως ένα σύμβολο του θριάμβου επί της Φύσης στην καρδιά του χειμώνα. Ένα σύμβολο που την τελευταία, Δωδεκάτη Νύχτα -με τη λήξη του εορτασμού του δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων- έπρεπε να κοπεί και να επιστραφεί στη Φύση (να ανακυκλωθεί φυσικά ή, να παραδοθεί στη φωτιά).

Η εισαγωγή του χριστουγεννιάτικου δέντρου στην Αγγλία το 1840 κατά κανόνα πιστώνεται στον πρίγκιπα Αλβέρτο, σύζυγο της βασίλισσας Βικτωρίας. Ωστόσο, η καθιέρωση της παράδοσης ανήκει «δικαιωματικά» στην «καλή βασίλισσα Charlotte» (1744-1818), τη Γερμανίδα σύζυγο του Γεωργίου του Γ, με εντολή της οποίας στήθηκε το πρώτο γνωστό χριστουγεννιάτικο δέντρο στο Queen's Lodge τον Δεκέμβριο του 1800. Όπως γράφει το historytoday.com, σύμφωνα με τον θρύλο, το χριστουγεννιάτικο δέντρο επινόησε ο Μαρτίνος Λούθηρος, θεμελιωτής της Μεταρρύθμισης και συμπατριώτης της βασίλισσας Καρλότα του Μέκλενμπουργκ - Στρέλιτς.

Μια φορά και έναν καιρό, εν προκειμένω, μια χειμωνιάτικη νύχτα του 1536, ο Λούθηρος περπατούσε μέσα από το πυκνό δάσος που βρισκόταν κοντά στο σπίτι του στο Wittenberg όταν ξαφνικά σήκωσε τα μάτια και είδε χιλιάδες αστέρια να λαμπυρίζουν μέσα από τα κλαδιά των δέντρων. Το θέαμα ήταν τόσο υπέροχο ώστε του έδωσε την ιδέα να στήσει τα Χριστούγεννα εκείνα ένα έλατο με κεριά στο σπίτι του, για να υπενθυμίσει στα παιδιά του «τον έναστρο ουρανό από τον οποίο ήρθε ο Σωτήρας».

Διακοσμημένα χριστουγεννιάτικα δέντρα είχαν κάνει την εμφάνισή τους  στη νότια Γερμανία ήδη από το 1605. Το γεγονός τεκμηριώνεται από τη μαρτυρία ανώνυμου συγγραφέα, ο οποίος έγραφε ότι στο «Yuletide» (σ.σ. πρόκειται για την περίοδο των Χριστουγέννων, η βρετανική λέξη έχει τις ρίζες της στον Ύστερο Μεσαίωνα) οι κάτοικοι του Στρασβούργου «έστησαν έλατα στα σαλόνια τους… πάνω στα οποία κρεμούσαν τριαντάφυλλα φτιαγμένα από πολύχρωμα χαρτιά, μήλα, γλυκά και στολίδια από χρυσόχαρτο».

Σε άλλες πόλεις της Γερμανίας, αντί για έλατο, στόλιζαν κάποιο άλλο κωνοφόρο δέντρο, ακόμη και δέντρα μέσα σε μεγάλες γλάστρες. Άλλωστε, στο δουκάτο του Μέκλενμπουργκ - Στρέλιτς, όπου μεγάλωσε η βασίλισσα Καρλότα, το έθιμο ήταν να στολίζουν απλά, ένα μεγάλο κλαδί.

Ο ποιητής Samuel Taylor Coleridge (1772-1834) που επισκέφθηκε το Mecklenburg-Strelitz τον Δεκέμβριο του 1798 και είδε τα έθιμα έγραψε σε επιστολή προς τη σύζυγό του τον Απρίλιο του 1799: «Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, τα παιδιά στολίζουν στο κατάφωτο σαλόνι ένα κλαδί με κομψά στολίδια από χαρτί κλπ. Στο δωμάτιο δεν επιτρέπεται να μπουν οι γονείς. Τα παιδιά τελειώνουν βάζοντας από κάτω τα δώρα, οι γονείς μπαίνουν και ανταλλάσσονται ευχές, αγκαλιές και φιλιά».

Όταν η νεαρή Charlotte έφυγε από το Mecklenburg-Strelitz το 1761 και πήγε στην Αγγλία για να παντρευτεί τον βασιλιά Γεώργιο, έφερε μαζί της πολλά από τα έθιμα που ακολουθούσε ως παιδί, συμπεριλαμβανομένου και του στολισμένου κλαδιού των Χριστουγέννων. Αλλά στην αγγλική Αυλή, η Βασίλισσα μεταμόρφωσε το επί της ουσίας ιδιωτικό τελετουργικό της πατρίδας της σε μια ανοιχτή γιορτή την οποίαν μπορούσαν να απολαύσουν, όχι μόνο η οικογένειά της, αλλά επίσης οι φίλοι και όλοι οι ένοικοι του παλατιού.

Η βασίλισσα Charlotte  δεν έβαλε το κλαδί σε κάποιο μικρό δωμάτιο, αλλά σε μία από τις μεγαλύτερες αίθουσες του Kew Palace ή του Κάστρου του Windsor. Φορώντας το ανάλογο ένδυμα και με όλα τα κεριά αναμμένα, η Αυλή συγκεντρώθηκε και τραγούδησε τα «κάλαντα» (όχι όπως τα ξέρουμε σήμερα, αλλά χαρούμενα τραγούδια). Η γιορτή τελείωσε με τα δώρα που βρίσκονταν κάτω από το κλαδί -ενδύματα, κοσμήματα, παιχνίδια και γλυκά.

Εκείνη τη χρονιά η βασίλισσα σχεδίαζε ένα μεγάλο χριστουγεννιάτικο πάρτι για τα παιδιά όλων των ευγενών οικογενειών στο Windsor. Οπότε αποφάσισε αντί για το συνηθισμένο κλαδί να γεμίσει προς χάρη των παιδιών ένα ολόκληρο δέντρο με στολίδια και φρούτα, να το φορτώσει με δώρα και να το στήσει στο κέντρο της αίθουσας Queen's Lodge.

 

Ένα τέτοιο δέντρο, θεωρούσε, θα φάνταζε μαγικό στα μάτια των παιδιών. Όπως και έγινε. Φτάνοντας στο παλάτι το βράδυ των Χριστουγέννων τα παιδιά αντίκρισαν το παραμυθένιο δέντρο με τα στολίδια που αντανακλούσαν τη λάμψη τους στο φως των κεριών.

Ο δρ John Watkins, ένας από τους βιογράφους της βασίλισσας Charlotte, ο οποίος ήταν στη γιορτή παραθέτει μια ζωντανή περιγραφή του μαγευτικού δέντρου «από τα κλαδιά του οποίου κρέμονταν σαν τσαμπιά, γλυκά, αμύγδαλα και σταφίδες τυλιγμένα σε χαρτάκια, φρούτα και παιχνίδια, φωτισμένα από  δεκάδες μικρά κεριά […] Οι συντροφιές περπατούσαν γύρω γύρω θαυμάζοντας το δέντρο και στη συνέχεια, κάθε παιδί έπαιρνε τα γλυκά του μαζί με ένα παιχνίδι και όλα επέστρεφαν στο σπίτι χαρούμενα».

Τα χριστουγεννιάτικα δέντρα έγιναν δημοφιλή στους κύκλους της βρετανικής αριστοκρατίας- γύρω τους στήνονταν οι παιδικές συγκεντρώσεις. Όπως και στη Γερμανία, κάθε αειθαλές δέντρο μπορούσε να μεταμορφωθεί σε χριστουγεννιάτικο δέντρο, αρκεί να ήταν φορτωμένο στολίδια και κεριά και να είχε από κάτω δώρα.

Τα δέντρα, που συνήθως τοποθετούνταν πάνω σε τραπέζια, είχαν κάτω από τα τελευταία κλαδικά τους, μαζί με τα δώρα,  είτε μια κιβωτό του Νώε, είτε ένα αγρόκτημα σε μικρογραφία με ξύλινα ζωάκια.

Από οικογενειακά αρχεία, για παράδειγμα, μαθαίνουμε ότι τον Δεκέμβριο του 1802, ο George, 2ος Λόρδος του Kenyon, αγόραζε «κεριά για το δέντρο» που έβαλε στο σαλόνι του στο Λονδίνο, στο Lincoln's Fields. Επίσης ότι το 1804, ο Frederick, πέμπτος κόμης τουBristol, είχε «χριστουγεννιάτικο δέντρο» για τα παιδιά του στο Ickworth Lodge, στο Σάφολκ. Και ότι, το 1807 ο William Cavendish-Bentinck, δούκας του Πόρτλαντ, τότε πρωθυπουργός, έστησε ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο στο Welbeck Abbey του Nottinghamshire, «για μια νεανική γιορτή».

Μέχρι τον θάνατο της βασίλισσας Charlotte, το 1818, η παράδοση του χριστουγεννιάτικου δέντρου είχε καθιερωθεί και συνέχισε να διαδίδεται σε όλη τη δεκαετία του 1820 και του '30. Η πληρέστερη περιγραφή των πρώιμων εκείνων χριστουγεννιάτικων δέντρων στη Βρετανία βρίσκεται στο ημερολόγιο του Charles Greville, του πνευματώδους, καλλιεργημένου Γραμματέα του Privy Council, ο οποίος το 1829 πέρασε τις διακοπές του στο Panshanger του Hertfordshire, στο σπίτι του Peter, 5th Earl Cowper, και της συζύγου του Lady Emily.

Ο Greville δεν κάνει την παραμικρή αναφορά στις δημοφιλείς ασχολίες της εποχής με τις οποίες η αριστοκρατία περνούσε τον χρόνο της, όπως τα επιτραπέζια, η ιππασία και το πατινάζ ή, έστω τα κουτσομπολιά που κυκλοφορούσαν στα εορταστικά γεύματα και δείπνα. Το μόνο που του έκανε εντύπωση ήταν τα εξαιρετικά μικρά έλατα που που είχαν στολιστεί για τα μικρότερα παιδιά της οικογένειας.

Όταν τον Δεκέμβριο του 1840, ο πρίγκιπας Αλβέρτος έφερε από την πατρίδα του την ερυθρελάτη (το γνωστό νορβηγικό έλατο) δεν θεωρήθηκε καινοτομία -τουλάχιστον, στην αριστοκρατία.

Μέχρι που τα έντυπα της εποχής, όπως το London News, το Cassell’s Magazine  και The Graphic  άρχισαν να δημοσιεύουν κάθε χρόνο θέματα -με τις ανάλογες εικονογραφήσεις και τις λεπτομερείς περιγραφές- για τα χριστουγεννιάτικα δέντρα του βασιλικού οίκου και της αριστοκρατίας, από το 1845 μέχρι τα τέλη του 1850, οπότε το έθιμο καθιερώθηκε και διαπέρασε όλες τις κοινωνικές τάξεις.

Μέχρι το 1860 δεν υπήρχε οικογένεια στην Αγγλία που να μην στολίζει δέντρο τα Χριστούγεννα. 

Πάντως, τα πρώτα ηλεκτρικά φωτάκια χριστουγεννιάτικου δέντρου άναψαν στην άλλη άκρη του Ατλαντικού στις 22 Δεκεμβρίου 1882 από τον Τόμας Έντισον στη Νέα Υόρκη, ενώ στην Ελλάδα, στήθηκε για πρώτη φορά χριστουγεννιάτικο δέντρο, στις 24 Δεκεμβρίου 1843, στο αρχοντικό του Ναξιώτη Ιωάννη Παπαρρηγόπουλου, γενικού Προξένου της Ρωσίας στην Αθήνα.

Folli Follie και οικογένεια Μητσοτάκη

 

Εντείνεται η αντιπαράθεση μεταξύ κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης γύρω από το σκάνδαλο της Folli Follie, καθώς όσο πιο ψηλά ανεβαίνει το ζήτημα στα φιλοκυβερνητικά πρωτοσέλιδα, τόσο πυκνώνουν τα ερωτήματα ένθεν κακείθεν. Ωστόσο, την ώρα που από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ τα στελέχη και το κόμμα προχωρούν σε απαντήσεις αλλά και στην διεκδίκηση των νόμιμων δικαιωμάτων, όλο και περισσότερα ερωτήματα μένουν αναπάντητα από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας. Φιλικές σχέσεις της οικογένειας Μητσοτάκη με την οικογένεια Κουτσολιούτσων, ενώ η Μαρέβα Γκραμπόβσκι φέρεται να χρηματοδοτεί εταιρεία του υιού του επιχειρηματικού ζευγαριού.


Ολοένα και περισσότερα ερωτήματα προκύπτουν από τον πόλεμο ανακοινώσεων μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ αναφορικά με την υπόθεση της Folli Follie και το σκάνδαλο των πλαστών οικονομικών στοιχείων της εταιρείας που μεσουρανούσε εντός και εκτός συνόρων επί δεκαετίες. Η δημοσιοποίηση των αναφορών της PwC για «ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες», αναφορικά με τα ηλεκτρονικά μηνύματα διευθυντικού στελέχους προς τον ιδιοκτήτη Κουτσολιούτσο για «επαφές» με πρόσωπα της προηγούμενης κυβέρνησης παραμένει στο περιθώριο των συστημικών μέσων ενημέρωσης, με το κόμμα της κυβέρνησης να σπεύδει σε ανακοινώσεις για τα δημοσιεύματα.

Αξίζει να σημειωθεί πως στις αιχμές για εμπλοκή του στην υπόθεση και τα ερωτήματα για το «80άρι» που φέρεται να αναφέρεται στην ηλεκτρονική αλληλογραφία, ο πρώην βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Μάκης Μπαλαούρας απάντησε με ανακοίνωσή του, σηκώνοντας το γάντι και υποστηρίζοντας πως «δεν θα επιτρέψω σε κανέναν να εμφανίσει ως δήθεν προσωπικό μου όφελος ή προσωπική μου απολαβή, τις δωρεές ύψους 80.000 ευρώ σε ιατρικά μηχανήματα που έγιναν απευθείας στα νοσοκομεία της Ηλείας, όπως άλλωστε και αντίστοιχη δωρεά από το ίδρυμα Μαρτίνου ύψους 50.000 ευρώ και οι οποίες δεν έγιναν εν κρυπτώ αλλά τις είχα ανακοινώσει δημοσίως στο σύνολο του τοπικού Τύπου», και προαναγγέλλοντας πως «τα υπόλοιπα ενώπιον της Δικαιοσύνης, στην οποία και θα προσφύγω».

Το γάντι, με τη σειρά της, σήκωσε και η Νέα Δημοκρατία, επανερχόμενη το βράδυ της Τρίτης στο ζήτημα, και σημειώνοντας μεταξύ άλλων, πως «μετά τις αποκαλύψεις ο κ. Μπαλαούρας, τότε πρόεδρος της Επιτροπής Οικονομικών της Βουλής, βγήκε και ουσιαστικά παραδέχθηκε τη συναλλαγή με τη συγκεκριμένη εταιρία δηλώνοντας ότι τα € 80.000 πήγαν σε νοσοκομείο της Ηλείας, της εκλογικής του περιφέρειας», και απευθύνοντας τα ερωτήματα «για ποιο λόγο 80.000 που φέρεται να διαθέτει η Folli Follie ως αντάλλαγμα για την ευνοϊκή της μεταχείριση, καταλήγουν στην εκλογική περιφέρεια του τότε προέδρου της Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής;», καταλήγοντας «Θεωρείται και αυτό κανονικό για το “μαγαζί”;».

Την Τετάρτη, συνέχεια στα δημοσιεύματα ήρθε από την πλευρά του αντιπολιτευόμενου Τύπου, με το documentonews.gr να αναδεικνύει μία οικογενειακή σχέση που στο παρελθόν αποκάλυπτε και το ThePressProject. Συγκεκριμένα, γίνεται λόγος για τα εγκαίνια καταστήματος της Folli Follie στο Πεκίνο το 2007 από την τότε υπουργό Εξωτερικών, Ντόρα Μπακογιάννη.

Ολόκληρο το ρεπορτάζ στο The Press Project

Colpo grosso στα Δημόσια Αρχαιολογικά Μουσεία

 

Στην περίπου δύο αιώνων ιστορία της προστασίας της Πολιτιστικής Κληρονομιάς – δηλαδή το πώς ,στο πλαίσιο του νεοσύστατου εθνικού κράτους , οργανώθηκε η προστασία των αρχαιοτήτων, από ποιες φιλοσοφικές, ιδεολογικές, πολιτικές παραδοχές προσδιοριζόταν σε διαφορετικές ιστορικές εποχές, πως εξελίχθηκε η νομοθεσία που προστατεύει τα μνημεία – θα βρει κανείς περιόδους κατά τις οποίες μνημεία και κινδύνευαν και εντέλει «χάθηκαν». Αυτό μπορεί να συνέβαινε υπό την επίδραση είτε ιδεολογικών – πολιτικών στάσεων (π.χ. η επιλογή των μνημείων των κλασικών χρόνων έναντι των βυζαντινών για λόγους δημιουργίας εθνικού αφηγήματος) είτε από τη μανία συγκεκριμένων καθεστώτων (η μανία της  7χρονης δικτατορίας που κατέστρεψε μνημεία στον Πειραιά, στο Ηράκλειο της Κρήτης και αλλού).

Αλλά, ίσως να είναι η πρώτη φορά όπου ιστορική – πολιτική περίοδος της χώρας συνδέεται με πολιτικές ηγεσίες,  οι οποίες με πρωτοφανή μανία και λυσσαλέα πώρωση έχουν βαλθεί να ξεθεμελιώσουν ό,τι με πολύ σπουδή, κόπο και μάχες χτίστηκε σε διάστημα δύο αιώνων. Θα μπορούσε, δε, να πει κάποιος ότι οργανώνεται μία απολύτως  «αντίστροφη» επέτειος των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση. Κι αυτό διότι από το 1822 είχε επισημανθεί η ανάγκη προστασίας και διαφύλαξης των αρχαίων μνημείων, αλλά το 2020 διατυμπανίζεται η ανάγκη της αποκοπής των αρχαίων μνημείων από τη μήτρα τους, δηλαδή από την απόλυτη και αδιαπραγμάτευτη κρατική προστασία.

Η πρόθεση και τελικά η αναγγελία μετατροπής των  μεγάλων κρατικών μουσείων σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, με άλλα λόγια  σε κυβερνητικά (της όποιας κυβέρνησης) παραμάγαζα ορθάνοιχτα στις ορέξεις ιδιωτών και ιδρυμάτων, συνιστά μια εξαιρετικά σοβαρή εκτροπή, η οποία ανατρέπει τη φιλοσοφία και τη ουσία της συγκρότησης του μουσειακών συλλογών στην Ελλάδα, της σχέσης τους με την ανασκαφική και ερευνητική δραστηριότητα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και της διαχείρισής τους. Αυτή, δε, η πρόθεση τελεί σε απόλυτη εσωτερική λογική με το πριν από λίγες ημέρες ψηφισθέν πλέον νομοσχέδιο που επιτρέπει την εξαγωγή αρχαίων για 50 χρόνια! Εάν εδώ προσθέσουμε δύο ακόμα σημεία που συμπεριλήφθηκαν στο νόμο για το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων, δηλαδή:

α)  την πιστοποίηση των μουσείων, δημόσιων και ιδιωτικών, με μόνο τρία βασικά κριτήρια  που δεν αντιστοιχούν στο σύνολο των λειτουργιών που εξυπηρετεί ένας μουσειακός οργανισμός σύμφωνα με τα διεθνή κριτήρια, ενώ ανοίγει το θέμα της διατήρησης ή μη των μουσείων σε λειτουργία με βάση τα ίδια κριτήρια. Εν ολίγοις, ανοίγει ο δρόμος ώστε να πάψουν να λειτουργούν, και με τη βούλα του νόμου, τα μουσεία των Περιφερειακών Υπηρεσιών του ΥΠΠΟΑ που δεν έχουν στηριχτεί από το ΥΠΠΟΑ ώστε να έχουν επαρκές τακτικό προσωπικό για τη λειτουργία και την εξωστρέφειά τους!

β) την ίδρυση Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου για τη διαχείριση της ακίνητης περιουσίας του Υπουργείου Πολιτισμού

τότε μιλάμε για κανονική και συστηματική επίθεση στην Πολιτιστική Κληρονομιά και τη νομοθεσία που τη διέπει μέχρι σήμερα.

Στόχος της μετατροπής του νομικού πλαισίου των μουσείων είναι, λέει η κυβέρνηση,  αξιοποιώντας τις τεχνικές διοίκησης και διαχείρισης επιχειρήσεων, επικοινωνίας και marketing, να βελτιώσουν την αποδοτικότητά τους με υιοθέτηση νέων στρατηγικών και αυτενέργεια. Αυτό σε κανονικά ελληνικά σημαίνει ότι τα μουσεία δεν χρειάζονται αρχαιολόγους που να υπερασπίζονται και να προάγουν τον πολυεπίπεδο ερευνητικό, παιδευτικό και κοινωνικό ρόλο τους, αλλά μάνατζερ και καλούς οικονομικούς υπαλλήλων επιχειρήσεων.

Αλλά αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς ,στην Ελλάδα, η διαδικασία μετατροπής των μουσείων σε «μαγαζιά», δεν είναι η πρώτη φορά που τίθεται ως στρατηγικός στόχος. Συνιστά, εξάλλου, βασική διάσταση των κατευθύνσεων τη Ε.Ε. και του ευρωπαϊκού κεφαλαίου για πλήρη εμπορευματοποίηση του πολιτισμού μέσω της διολίσθησή του σε κερδοφόρο πεδίο.

Θυμίζουμε ότι στις αρχές του 2000 – επί υπουργίας Ευ. Βενιζέλου – το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο μαζί με κάποια άλλα μεγάλα μουσεία, μετατράπηκε σε «ειδική περιφερειακή μονάδα». Αυτή ήταν η πρώτη προσπάθεια αυτονόμησης των μουσείων από την Αρχαιολογική Υπηρεσία σε μία προοπτική τελικά να παραδοθούν στο ιδιωτικό κεφάλαιο. Το 2005, επί υπουργίας Π. Τατούλη συμπεριλήφθηκε σε νομοσχέδιο, η αλλαγή του νομικού πλαισίου 10 μουσείων σε ΝΠΔΔ, κάτι που τελικά δεν προχώρησε χάρη στη σθεναρή αντίσταση των αρχαιολόγων.

 Εντούτοις, η ναυαρχίδα των μουσείων με αυτή τη μορφή και την εμπορευματική λογική είναι το Μουσείο της Ακρόπολης, το οποίο για να υπηρετήσει την  διοικητική, δημοσιονομική και λειτουργική του αυτοτέλεια προβαίνει σε δράσεις που ξεφεύγουν του ερευνητικού και παιδαγωγικού ρόλο ενός μουσείου, αλλά τελικά αποδεικνύεται ότι δεν είναι και τόσο…  «χειραφετημένο» από τον κράτος, αφού ουδέποτε έπαψε να επιχορηγείται από αυτό.

Το αφήγημα της «αυτοχρηματοδότησης» των μουσείων δεν είναι τίποτα άλλο από συνειδητή παραπλάνηση που στο τέλος του δρόμου καταλήγει σε ξήλωμα του γράμματος και του πνεύματος του Αρχαιολογικού Νόμου, ο οποίος όχι τυχαία απομακρύνει και εξαιρεί τις αρχαιότητες από οποιαδήποτε έννοια αγοραίας συναλλαγής. Διαστρεβλώνει, δε, χυδαία το ρόλο των μουσείων, τα οποία από τον Αρχαιολογικό Νόμο ορίζονται ως υπηρεσίες «μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα». Η επιχειρηματική αντιστοίχηση εσόδων – εξόδων με στόχο την αυτοχρηματοδότηση σημαίνει ότι θα αποτιμώνται με όρους κόστους – οφέλους έννοιες που δεν μπορούν να αποτιμηθούν με αυτόν τον αγοραίο τρόπο, όπως ο παιδευτικός ρόλος ενός μουσείου ή μιας συγκεκριμένης δράσης ενώ η ερευνητική δραστηριότητα θα υποτάσσεται στα ταμειακά περιθώρια.

Το χειρότερο είναι ότι αντιστρέφεται πλήρως η πραγματικότητα, αφού ήδη η ελληνική εμπειρία από μουσεία Δημοσίου ή Ιδιωτικού Δικαίου κάθε άλλο παρά επιβεβαιώνει τα υπέρ αυτών επιχειρήματα. Το Μουσείο Μπενάκη και το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, δύο ιδιωτικοί –και επιχορηγούμενοι από το Κράτος– οργανισμοί  αναγκάστηκαν το μεν πρώτο να περιορίσει τις μισθολογικές και άλλες δαπάνες και το δε δεύτερο να αναστείλει τη λειτουργία του απολύοντας τους εργαζομένους του, για να συγχωνευθεί εν τέλει με το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. 

Βέβαια, η εμπειρία πολύ λίγο απασχολεί μπροστά στον κύριο και στρατηγικού χαρακτήρα στόχο, που είναι να ανοίξει ο δρόμος για την οικονομική, χρηματοπιστωτική και επιχειρηματική κοινότητα να επενδύσει στο πολιτιστικό και μουσειακό κοινωνικό κεφάλαιο. Και πώς θα επιτευχθεί αυτό; Με διορισμένα Διοικητικά Συμβούλια άμεσα εξαρτημένα από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία που θα μπορούν να εξασφαλίσουν τη δυνατότητα συμπράξεων με τον ιδιωτικό τομέα ή ανάθεσης τομέων (όπως η φύλαξη) σε εταιρείες, ή ακόμα και προνομιακές σχέσεις με Ιδρύματα Πολιτισμού που αδημονούν να εισβάλουν και στον χώρο της διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς.


Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More