Ο θύτης, το παιδί-νταής, επιτίθεται σωματικά, λεκτικά ή ακόμα και σεξουαλικά και κακοποιεί, πάντα με πρόθεση να πληγώσει, να απειλήσει, να τρομοκρατήσει, να μειώσει την αξία του παιδιού-θύματος. Ο διεθνής όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού είναι "bullying" από το ρήμα ‘bully", που σημαίνει "πληγώνω ή τρομοκρατώ άλλους, συχνά υποχρεώνοντάς τους με τη βία να κάνουν κάτι που δεν θέλουν".
Το παιδί υιοθετεί τον ρόλο του "εκφοβιστή" από την ανάγκη εκτόνωσης εσωτερικών ψυχικών συγκρούσεων που το τυραννούν. Το παιδί που νιώθει καλά με αυτό που είναι -καλός ή κακός μαθητής, όμορφος ή άσχημος- δεν έχει ανάγκη να μειώσει κάποιον άλλον για να αισθανθεί ανώτερο. Η βασική ανάγκη που προσπαθεί να ικανοποιήσει ο "εκφοβιστής" είναι η στιγμιαία ανακούφιση από το αφόρητο συναίσθημα της αναξιότητας που νιώθει. Αυτό όμως είναι ένας φαύλος κύκλος, γιατί ύστερα από μερικά λεπτά το παιδί νιώθει ακόμα πιο ανάξιο, γιατί μέσα του ξέρει ότι έχει πονέσει τον άλλον αλλά θα ξανακάνει το ίδιο για να νιώσει πάλι αυτή τη στιγμιαία ανακούφιση. Η μη ανάγκη δε πραγματικής αφορμής για να γίνει επιθετικό ένα παιδί δείχνει το ψυχοκαταναγκαστικό της πράξης". Αυτή η παράμετρος είναι πολύ σημαντική και πρέπει να γίνει σαφής στα παιδιά-"στόχους", ώστε να μην παίρνουν προσωπικά τις επιθέσεις που δέχονται.
Το παιδί – θύμα
Ακόμα και αν πούμε ότι οποιοδήποτε παιδί μπορεί να γίνει στόχος, κάποια έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες. Συνήθως είναι παιδιά ιδιαίτερα ευαίσθητα και συμπονετικά, που δεν ξέρουν πώς να προστατευθούν από τη βία. Συχνά είναι ταλαντούχα, με χαρίσματα, ωριμότερα από την ηλικία τους ή με διαφορετικά ενδιαφέροντα. Οι καλοί μαθητές, για παράδειγμα, γίνονται στόχοι ευκολότερα και συχνότερα. Κυρίως όμως είναι παιδιά που τα έχουμε διδάξει να υπακούν απόλυτα στις επιθυμίες μας, που δεν τους επιτρέπουμε να έχουν χώρο για το δικό τους "θέλω και είμαι", που δεν τους δίνουμε περιθώριο επιλογής. Παιδιά που τα έχουμε διδάξει να μας υπακούν ακόμα και με τη βία.
Το σίγουρο πάντως είναι ότι παιδί-θύμα ή παιδί-θύτης, τελικά, υποφέρουν το ίδιο. Δεν είναι παρά οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Το πρόβλημα και η διάγνωση είναι κοινά. Χαμηλή δεξιότητα αυτοπροστασίας και, κυρίως, χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Η λέξη-κλειδί: αυτοεκτίμηση
Αυτοεκτίμηση είναι η αντίληψη που έχουμε για τον εαυτό μας. Είναι τι νιώθουμε, τι σκεφτόμαστε και τι πιστεύουμε για εμάς. Αν πιστεύω ότι είμαι άξιος, καλός, ικανός, αγαπητός, ότι είμαι γενικά… ΟΚ, και μέσα μου αισθάνομαι γαλήνια, τότε έχω υψηλή αυτοεκτίμηση. Αν θεωρώ τον εαυτό μου ανεπιθύμητο, αντιπαθητικό, ανάξιο, ασήμαντο, νιώθω ντροπή και ενοχές, τότε έχω χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Η αυτοεκτίμηση είναι κάτι που μαθαίνεται και η συμβολή των γονιών είναι καθοριστική. Το παιδί θα δώσει τόση αξία στον εαυτό του όση του έχει δώσει το περιβάλλον του και οι συμπεριφορές του θα εκφράζουν τον βαθμό της αυτοεκτίμησής του.
Αξίζει να σκεφτούν οι μητέρες ότι το να χτίσουν ισχυρή αυτοεκτίμηση στα παιδιά τους είναι πιο σημαντικό από το να τους προσφέρουν καλή μόρφωση. Σκεφτείτε την αυτοεκτίμηση σαν μια κασέτα που παίζει όλη τη μέρα, μέσα μας, σε όλη τη ζωή μας. Το να ακούμε συνέχεια τον εαυτό μας να μας κριτικάρει είναι πολύ επώδυνο, είναι ένας μαρτυρικός τρόπος να ζει κανείς. Η αυτοεκτίμηση είναι η βάση της ευτυχίας. Δεν είναι τα λεφτά, οι υλικές απολαύσεις, η κοινωνική προβολή ή οι χίλιες σχέσεις αλλά η σχέση μας με τον εαυτό μας που μας καθορίζει. Βλέπεις ανθρώπους να διψούν για λίγη αναγνώριση, μήπως και εισπράξουν μέσα από τους άλλους αυτό που δεν μπορούν να πάρουν από τον εαυτό τους. Κανείς όμως δεν μπορεί να γεμίσει το δικό μας κενό.
Τι πρέπει να κάνουν οι γονείς
Τι δεν πρέπει να κάνουν οι γονείς
Υγιές συναισθηματικά είναι το παιδί
Βικτωρία Πρεκατέ ψυχολόγος – εκπαιδευτικός
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου