16 Φεβ 2011

Το ρεμπέτικο, ο όρος «λαϊκό» και η παράδοση

Λαϊκό τραγούδι, λαϊκή δημιουργία και μουσική και στιχουργική. Τι είναι αυτό που προσδιορίζει, ή και καθορίζει ακόμη, ένα είδος τραγουδιού, δηλαδή μιας μουσκοστιχουργικής καλλιτεχνικής δημιουργίας, ως «λαϊκό»; Η αναφορά του όρου λαϊκός, λαϊκό, λαϊκότητα παραπέμπει άμεσα στο λαό. Η έννοια «λαός» είναι γενική και μπορεί να αποδώσει αντικειμενικά ένα σύνολο κοινωνικών στρωμάτων και τάξεων στις διάφορες κοινωνίες, που κυρίαρχο χαρακτηριστικό είναι ότι τις εκμεταλλεύονται οι κυρίαρχες τάξεις, αυτές που έχουν την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής στα χέρια τους και που καρπώνονται τη συντριπτικά μεγάλη μερίδα του πλούτου που παράγεται κοινωνικά.
Σε αντίθεση με τις λαϊκές μάζες που καρπώνονται την ελάχιστη μερίδα αυτού του πλούτου, παρόλο που αυτός βγαίνει από τη δουλειά τους. Με τον όρο «Λαός» συνειδητοποιούμε και τον όρο εκμεταλλευόμενος, καταπιεσμένος, σε αντίθεση με τον κυρίαρχο που είναι η εξουσία, η κοινωνική δύναμη που την έχει και την ασκεί, η κυρίαρχη τάξη. Στην προκειμένη περίπτωση μιλάμε για ταξικές κοινωνίες. Και στις ταξικές κοινωνίες εμφανίζονται «δύο πολιτισμοί»: ο της άρχουσας τάξης και ο των καταπιεσμένων. Συνεπώς μπορούμε να διακρίνουμε και στον τομέα της καλλιτεχνικής δημιουργίας (στην ταξική κοινωνία), όπως σε κάθε μορφή κοινωνικής συνείδησης (τέτοια είναι η τέχνη), τη συνύπαρξη διαφορετικών έως και αντίθετων στοιχείων δημιουργίας μέσα στον κυρίαρχο τρόπο υλικής παραγωγής. Πιο συγκεκριμένα, για το αντικείμενό μας, υπάρχουν οι όροι λαϊκή τέχνη, λαϊκή καλλιτεχνική δημιουργία και ακόμη πιο ειδικά για τη μουσική και το τραγούδι και τη μουσική, λαϊκό τραγούδι λαϊκή μουσική. Στις σύγχρονες συνθήκες, πιο συγκεκριμένα στις μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, στη χώρα μας εμφανίζονται οι ορολογίες «έντεχνη» λαϊκή μουσική, «έντεχνο» λαϊκό τραγούδι.

Τι μπορεί να προσδιορίζουν αυτοί οι όροι;


'Επιστροφή από το πανηγύρι της Πεντέλης', Νικηφόρος Λύτρας, 1870'Επιστροφή από το πανηγύρι της Πεντέλης', Νικηφόρος Λύτρας, 1870
Όσο πιο ολοκληρωμένα συγκεκριμενοποιούνται οι έννοιες και το περιεχόμενό τους, τόσο πιο σωστά αντικειμενικά προσδιορίζουν τα φαινόμενα. Ο όρος λαϊκός, λαϊκό (πέρα από το γενικό περιεχόμενο προσδιορισμού για καθετί που έχει σχέση με το λαό), από μόνος του δεν αποδίδει πάντοτε ολοκληρωμένα, σωστά αντικειμενικά κάθε φαινόμενο που έχει σχέση με το λαό. Το ίδιο ισχύει για τη μουσική και το τραγούδι. Συνεπώς, με τον όρο λαϊκό τραγούδι, λαϊκή μουσική, μπορούμε να κατανοούμε ό,τι έχει σχέση με το λαό, αλλά όχι συγχρόνως και ποια είναι αυτή η σχέση. Είναι σχέση δημιουργίας, είναι σχέση αποδοχής, είναι ταυτόχρονα και τα δυο μαζί, ή είναι η διάκριση στη θεωρητική γνώση που αποκτιέται με μαθήματα και σπουδές και απόδοση μετά απ' αυτό της μουσικής από τη μια και στην πρακτική γνώση μέσω ενός μουσικού οργάνου και η μ' αυτό τον τρόπο απόδοσή της από την άλλη που στηρίζεται και στην παράδοση;

Στη μουσική και στο τραγούδι ο όρος «λαϊκός» μπορεί κατά τη γνώμη μας να χρησιμοποιείται και ολοκληρωμένα και ξεχωριστά με τις πιο πάνω διακρίσεις. Στις σύγχρονες συνθήκες καταρχήν υπάρχει και διάκριση της λαϊκής μουσικής, του λαϊκού τραγουδιού, από την έντεχνη και σαν κυρίαρχο στοιχείο προσδιορισμού είναι η θεωρία της μουσικής. Αυτή είναι η μια πλευρά αξιοποίησης του όρου λαϊκός. Υπάρχει επόμενα η διάκριση της λαϊκής δημιουργίας, αυτή που ο δημιουργός χωρίς θεωρητικές γνώσεις και σπουδές παράγει καλλιτεχνικό έργο. Υπάρχει κατά τη γνώμη μας και η άλλη διάκριση, της αποδοχής του προϊόντος της καλλιτεχνικής δημιουργίας από το λαό, της μουσικής, του τραγουδιού για το αντικείμενό μας. Και αυτό είναι έργο λαϊκό, αφού γίνεται αντικειμενικά, συνειδητά αποδεκτό από το λαό. Υπάρχουν πολλοί μεγάλοι έντεχνοι συνθέτες που έγιναν ή είναι λαϊκοί ακριβώς από την αποδοχή από το λαό ενός μεγάλου τμήματος του έργου τους. Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Λοΐζος, Ξαρχάκος, Λεοντής, Μαμαγκάκης, και άλλοι βεβαίως πολλοί. Εδώ αναφέραμε μόνον ορισμένους χαρακτηριστικούς δημιουργούς.

Σύμφωνα με αυτές τις δύο διακρίσεις, ο όρος έντεχνη λαϊκή μουσική, έντεχνο λαϊκό τραγούδι, μπορούν να προσδιορίζουν το δημιουργό που το αποτέλεσμα της δημιουργίας του στηρίζεται στη θεωρητική γνώση της μουσικής αλλά γίνεται αποδεκτό από το λαό. Μπορούν να προσδιορίζουν όμως και τον δημιουργό που λόγω της θεωρητικής του γνώσης και κατάρτισης είναι ικανός να δημιουργεί λαϊκή μουσική και τραγούδι μελετώντας όμως τους δρόμους του λαϊκού τραγουδιού. Τέτοια προσπάθεια έκανε π.χ. ο Χατζιδάκις, λιγότερο ο Λοΐζος και ο Ξαρχάκος. Μπορούν να προσδιορίζουν και τα δύο μαζί. Κάποιοι απ' αυτούς πήραν και λαϊκό στίχο τον οποίο μελοποίησαν. Λέμε λαϊκό στίχο, σε διάκριση με την ποίηση που μελοποίησαν. Ποίηση που επίσης είναι λαϊκή, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το Βάρναλη, αλλά και το Λειβαδίτη και το Ρίτσο και τον Γκάτσο. Η βασική διαφορά της έντεχνης από τη λαϊκή βρίσκεται στον τρόπο κατάκτησης της γνώσης και της εκπαίδευσης. Η θεωρητική γνώση απαιτεί σπουδές και μπορεί να δημιουργεί τη δυνατότητα για σύνθετα αποτελέσματα. Οι έντεχνοι συνθέτες μπορούν να δημιουργούν μεγάλα έργα ανεξάρτητα από το ποιοτικό αποτέλεσμά τους. Οι λαϊκοί μουσικοί δημιουργοί και συνθέτες δεν εκπαιδεύονται σπουδάζοντας, αλλά μόνοι τους με πρακτικό τρόπο, συνήθως πάνω στο μουσικό όργανο, ακούγοντας και παίζοντας ή και με πρακτική διδασκαλία εμπειρότερου μουσικού. Η ικανότητά του καταχτιέται από τη γνώση του στο μουσικό όργανο, τις δυνατότητές του και τη μελέτη των ακουσμάτων του. Κρίθηκαν αναγκαίες αυτές οι διευκρινήσεις για να προσδιορίσουμε με τον όρο λαϊκή μουσική, λαϊκό τραγούδι, ποιο περιεχόμενο θα δώσουμε στη συνέχεια, ώστε έννοια και περιεχόμενο να αποδίδουν αντικειμενικά σωστά και ολοκληρωμένα τον όρο για το δικό μας αντικείμενο.

Συμπερασματικά:
Με τον όρο λαϊκή μουσική, λαϊκό τραγούδι, προσδιορίζουμε την απήχησή του στο λαό, συγχρόνως με τη γέννηση και δημιουργία από τον ίδιο το λαό. Εχει τις ρίζες και τις πηγές του στον ίδιο το λαό, στις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμά του, έχει σχέση με κάθε φαινόμενο που αντικειμενικά και ανεξάρτητα από τη θέλησή του εμφανίζεται στην κοινωνική του ζωή και τα παράγωγά του, τις συνέπειές του στον απλό κυρίως άνθρωπο του μόχθου. Στηρίζεται όχι κυρίως στις μουσικές θεωρητικές γνώσεις και τέχνη των δημιουργών, επώνυμων και ανώνυμων, με την έννοια της μουσικής ή στιχουργικής σύνθεσης. Οι δημιουργοί του κατέχουν τη γνώση στη μουσική, επομένως μπορούν να δημιουργούν και μουσική, να κάνουν σύνθεση όπως λέγεται «λόγια», παρά μόνο μέσα από την εμπειρία τη γνώση και την πρακτική μελέτη του μουσικού τους οργάνου. Και πολλοί απ' αυτούς έχουν στιχουργική ικανότητα. Βεβαίως δεν αποκλείεται ανάμεσά στους λαϊκούς δημιουργούς να υπάρχουν και εξαιρέσεις, δηλαδή γνώστες θεωρίας στη μουσική, όπως π.χ. ο Παναγιώτης Τούντας. Επομένως το ρεμπέτικο, το λαϊκό τραγούδι το εξετάζουμε σαν λαϊκή δημιουργία αλλά και λαϊκή αποδοχή. Και μάλιστα μαζικότατη

Λαϊκή παράδοση και δημιουργία

Οι διάφορες φυλές, λαότητες, εθνότητες, οι λαοί, τα έθνη, διαμορφώνονται στις διαφορετικές ιστορικές περιόδους, συγκροτώντας, οργανώνοντας και τις διαφορετικές στην ιστορική εξέλιξη κοινωνίες. Μέσα σ' αυτές τις κοινωνίες, δηλαδή τους διαφορετικούς τρόπους παραγωγής, εμφανίζονται τα στοιχεία έκφρασης όλων των πτυχών της κοινωνικής ζωής στη διαλεκτική σχέση με την προσωπική του ανθρώπου. Εκφράζονται διαφορετικά ήθη, έθιμα, εμφανίζεται η κοινωνική συνείδηση γενικά, που αποτελεί συστατικό στοιχείο της ίδιας της ύπαρξης της συνέχειας της Ιστορίας, όπως βεβαίως εξελίσσεται κάτω από την πάλη των τάξεων. Οι δυο πολιτισμοί στις ταξικές κοινωνίες συνυπάρχουν μέσα στο πλαίσιο διαπάλης, άλλοτε ανοιχτής και άλλοτε συγκαλυμμένης. Και με το πέρασμα από μια κατώτερη κοινωνική βαθμίδα στην ανώτερη, στοιχεία του πολιτισμού της προηγούμενης επιβιώνουν, εξελίσσονται και αναπτύσσονται στη νέα κοινωνία, όσα βεβαίως της είναι χρειαζούμενα.


'Πρωτομαγιά στην Κέρκυρα', Χαράλαμπος Παχής, 1875-1880
'Πρωτομαγιά στην Κέρκυρα', Χαράλαμπος Παχής, 1875-1880
Από τη σκοπιά της καλλιτεχνικής δημιουργίας, αυτή γράφει ιστορία όχι μόνο για την ίδια την καλλιτεχνική δημιουργία, αλλά για την ίδια τη ζωή. Η ιστορία π.χ. της ζωγραφικής, η δημιουργία και εξέλιξή της δε δίνει μόνο τα ίχνη που παρουσιάζουν και συνθέτουν τη ζωγραφική από τη γέννησή της, ως τα σήμερα, αλλά και κομμάτι της Ιστορίας, της ζωής των ανθρώπων. Αφήνει ίχνη ιστορικών εποχών, χωρίς τα οποία θα ήταν ανεξερεύνητη. Στην ιστορική της διαδρομή επιδρά αλλά δέχεται και επιδράσεις, λησμονιέται και αναδημιουργείται, με λίγα λόγια εξελίσσεται και αναπτύσσεται. Ο καταμερισμός εργασίας αντιμετωπίζει και αυτό το ζήτημα με την έννοια της εξειδίκευσης, μόνο που εδώ εκφράζονται ορισμένες ικανότητες του ανθρώπου που ονομάζονται «έμφυτες», «ταλέντο» και αναπτύσσονται κάτω από ορισμένες συγκεκριμένες συνθήκες της προσωπικής και της κοινωνικής ζωής αλλά και με την προσωπική θέληση του δημιουργού. Αυτά σε κάθε ιστορική περίοδο, ακόμη και στις ταξικές κοινωνίες που η καλλιτεχνική δημιουργία διαιρείται σ’ αυτή της κυρίαρχης και σ’ αυτή των καταπιεζόμενων λαϊκών μαζών. Η λαϊκή καλλιτεχνική δημιουργία μεταδίδεται μόνο από αυτούς που δημιουργούν και μπορεί να μεταφέρεται από λαό σε λαό (αλληλεπιδράσεις). Η ιστορία της καλλιτεχνικής δημιουργίας και της παράδοσης φτάνει ως τις μέρες μας στη σύνθεσή της, από τη δράση και συνύπαρξη διαφορετικών ως και αντίθετων κοινωνικών ομάδων. Ανεξάρτητα από το αν στις μέρες μας φτάνει ιστορικά η έκφραση της λαϊκής καλλιτεχνικής δημιουργίας σαν απρόσωπη, είναι προσωπική, συγκεκριμένη και ανθρώπινη, τόσο η κάθε φορά πρωτογενής δημιουργία, δηλαδή το πρωτογενές υλικό στη μορφή της καλλιτεχνικής δημιουργίας, όσο και με τις προσθήκες, τις επιδράσεις και τις αλλαγές που δέχεται στην εξέλιξή του. Για τη μουσική και το τραγούδι υπάρχει το μέσο που γίνεται η βάση και ο μεταφορέας αυτής της δημιουργίας και είναι η ακοή, η φωνή, ο λόγος.


Αν η μουσική σύνθεση είναι αρχιτεκτονική ήχων, η ίδια η φύση είναι γεμάτη από ήχους. Η ίδια η φύση είναι δημιουργός των ήχων. Από τον απλό ήχο της πέτρας όταν κυλά, ως τον ήχο του κεραυνού και της βροντής, τον ήχο του αέρα, του νερού που κυλά στο ρυάκι και από τη πηγή ή των κυμάτων της θάλασσας και του άγριου ξεσπάσματος στα βράχια ή του απαλού φλοίσβου. Εως τον ήχο του φτερουγίσματος των πουλιών, της μέλισσας, του κελαηδίσματος των πουλιών ή της κραυγής των ζώων. Ο ίδιος ο άνθρωπος δημιουργεί ήχους για τη συνεννόησή του στην κοινωνική ζωή. Όμως ο άνθρωπος, στη σχέση του με τη φύση και την εξάρτησή του από αυτήν που είναι σχέση ζωής, δεν την αντιμετωπίζει μόνο από την ανάγκη συντήρησης που είναι και αυτή φυσική ανάγκη. Αυτή η ίδια ανάγκη τον ωθεί στην αναπαραγωγή ήχων της φύσης αναγκαίων για την ίδια τη ζωή του και χρήσιμων για να 'ναι αποτελεσματική η δουλειά του, όπως π.χ. στο κυνήγι. Ταυτόχρονα, μέσα από την προσπάθεια εξασφάλισης των μέσων συντήρησής του, παρακολουθεί ένα πλήθος ήχων ίσως και ατάκτως δημιουργούμενων στη φύση. Στην προσπάθειά του να παρακολουθήσει τις ηχητικές συνθέσεις της φύσης, περνά και στην αναπαραγωγή τους. Μόνο που μέσα από αυτή την προσπάθεια ο ίδιος μπορεί ασυνείδητα αρχικά να δημιουργεί, να παράγει ήχους. Συνειδητοποιεί έτσι την ικανότητά του όχι μόνο να αναπαράγει και να μεταφέρει, αλλά και να παράγει ήχους με τη φωνή του. Από τις ανάγκες επίσης συνεννόησης στην κοινωνία του δημιουργεί κώδικες ήχων και περνά στο λόγο, τη γλώσσα. Ετσι δημιουργείται η βάση για τη μουσική και το τραγούδι. Αφού η φύση παράγει πλήθος διαφορετικών ήχων, γιατί ο ίδιος να μην το κάνει συνθέτοντας μιμούμενος τους φυσικούς ήχους; Ταυτόχρονα παρατηρεί ότι τα πρωτόγονα μέσα παραγωγής (εργαλεία) δημιουργούν με τη δική του συμβολή ήχους. Παρατηρεί τη διαφορετικότητα των ήχων από τη διαφορετικότητα των υλικών και το σχήμα τους και γεννιέται η ιδέα της δημιουργίας εργαλείων που να παράγουν ήχους και μάλιστα ήχους που προσεγγίζουν τους ήχους που ο ίδιος θέλει να δημιουργήσει. Αρχίζει δηλαδή να σκέφτεται και να κατασκευάζει τα όργανα. Τα αποτελέσματα όμως αυτής της δραστηριότητας -ασυνείδητης αρχικά, συνειδητής στην πορεία- φτάνουν ιστορικά από γενιά σε γενιά και από κοινωνία σε κοινωνία με την παράδοση. Παράδοση όπως είπαμε λοιπόν είναι ο τρόπος που οι πτυχές της κοινωνικής ζωής περνούν από γενιά σε γενιά. Αρα και η καλλιτεχνική δημιουργία το ίδιο. Φορέας της παράδοσης είναι ο ίδιος ο άνθρωπος.

Τα πρώτα τραγούδια και τα λαϊκά στην Ελλάδα

Η μουσική και το τραγούδι λόγω ακοής φωνής και γλώσσας είναι περισσότερο εύκολο να μεταφερθεί, να παραδοθεί στο μέλλον από το παρελθόν. Ποιος έφτιαξε όμως, τα πρώτα τραγούδια; Στο ερώτημα δύο Σοβιετικοί κοινωνιολόγοι, ο Ιλίν και ο Σεγκάλ απαντούν με τούτα τα ενδιαφέροντα: «Δεν το ξέρουμε. Ακριβώς όπως δεν ξέρουμε ποιος έκανε το πρώτο σπαθί, την πρώτη ρόδα, τον πρώτο αργαλειό. Δεν ήτανε ένας άνθρωπος, μα εκατοντάδες γενιές που κάνανε τα εργαλεία, τις λέξεις, τα τραγούδια. Ο πρωτόγονος εκείνος τροβαδούρος όταν δεν συνέθετε τα τραγούδια που τραγουδούσε, επαναλάμβανε εκείνο που άκουγε. Καθώς το τραγούδι πήγαινε από τροβαδούρο σε τροβαδούρο, μεγάλωνε, άλλαζε. Όπως ένα ποτάμι γίνεται απ’ όλα τα ποταμάκια που συναντά στο δρόμο του έτσι και τα ποιήματα έγιναν από τα τραγούδια, απ’ αυτούς τους μικρούς στίχους».


Το λαϊκό τραγούδι, σε διάφορες ιστορικές εποχές και κοινωνίες αλλά και γεωγραφικούς χώρους που δημιουργείται και αναπτύσσεται, παίρνει διάφορες ονομασίες. Π.χ. δημοτικό στον ελλαδικό χώρο. Τι σημαίνει όμως δημοτικό; Δήμος = Λαός: Αρα λαϊκό. Βεβαίως με τον όρο «δημοτικό» εννοούμε το τραγούδι όχι των αστικών περιοχών και πόλεων αλλά της υπαίθρου. Το λαϊκό τραγούδι από την άποψη της λαϊκής καλλιτεχνικής δημιουργίας έχει διάφορα είδη. Παραστατικά τα δίνει ο Φοίβος Ανωγειανάκης σε άρθρο του στην «Επιθεώρηση Τέχνης» το 1961. «Τα διάφορα είδη του και η μεταξύ τους σχέση». Στην τοποθέτηση του Φοίβου Ανωγειανάκη, το λαϊκό τραγούδι των Ελλήνων στηρίζεται βασικά στο δημοτικό. Το θεωρεί κορμό του λαϊκού τραγουδιού. Μια κάθετη γραμμή, λέει ο Φ.Ανωγειανάκης, ενώνει το δημοτικό με το λαϊκό τραγούδι. Οι ρίζες του τελευταίου βρίσκονται στο πρώτο. Το διαφορετικό όμως περιεχόμενο και η μορφή του λαϊκού τραγουδιού οφείλονται στις νέες συνθήκες ζωής έπειτα από την Επανάσταση του 1821 και τη δημιουργία του νέου Ελληνικού κράτους. Στην παρουσίαση που κάνει ο Φ. Ανωγειανάκης λείπουν κάποια για εμάς ξεχωριστά είδη με δικό τους ύφος που ανήκουν σε συγκεκριμένους γεωγραφικούς ελλαδικούς χώρους:
1Το νησιώτικο, των νησιών του Αιγαίου που και αυτό μπορεί να ξεχωρίζει από σύμπλεγμα νησιών σε άλλο σύμπλεγμα. Το ύφος των κυκλαδίτικων, το ηχόχρωμα, το περιεχόμενο, τα όργανα αλλά και το τέμπο τους διαφέρουν από αυτό των δωδεκανησιακών. Το ίδιο π.χ. και για τα τραγούδια της Μυτιλήνης ή άλλων νησιών του Αιγαίου.
2Το κρητικό τραγούδι που έχει ιδιαίτερο δικό του ύφος, περιεχόμενο, μουσικό χρώμα και όργανα.


3Το ποντιακό, με το επίσης ιδιαίτερο ύφος και περιεχόμενο.


Θα μπορούσαμε να αναφερθούμε και σε άλλους χώρους που βρίσκονται εκτός γεωγραφικών ορίων της Ελλάδας, όπως Κύπρος, Κάτω Ιταλία, που υπάρχουν λαϊκά τραγούδια με δικό τους ύφος, ήχο και όργανα. Ομως θα αρκεστούμε σε αυτά, αν και σε αυτούς τους χώρους υπάρχει παράδοση που έχει σχέση με τη λαϊκή δημιουργία των Ελλήνων. Όλα αυτά βεβαίως χωρίς κανένα ίχνος εθνικισμού, αλλά και χρησιμοποίησής του για την προώθηση των συμφερόντων των καπιταλιστών, οι εκπρόσωποι των οποίων και στην καλλιτεχνική δημιουργία λειτουργούν στα πλαίσια του κοσμοπολιτισμού του κεφαλαίου. Εμείς κάνουμε αυτή την καταγραφή, ξεκινώντας από την αρχή ότι οι λαοί δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν μεταξύ τους και ότι η μουσική είναι μορφή τέχνης που περνά από λαό σε λαό και διαπλάθεται, διασκευάζεται στη συνέχεια για να εμφανιστεί σε κάθε γεωγραφικό χώρο από το λαό του με το δικό του ηχόχρωμα, με τους δικούς του ρυθμούς κλπ. Το δημοτικό τραγούδι με την παραδοχή του ότι είναι κορμός στη λαϊκή μουσική δημιουργία των Ελλήνων έχει και άλλες κατηγορίες που το διακρίνουν σε δύο διαφορετικά είδη: αυτά που οι ρυθμοί τους, οι χρόνοι τους συνδέονται με το χορό, τα χορευτικά και αυτά που δεν χορεύονται, της τάβλας. Δεν θα προχωρήσουμε σε άλλες υποδιαιρέσεις ή κατατάξεις ανάλογα με το γεωγραφικό χώρο ή το περιεχόμενο μουσικής και στίχων. Δεν είναι στο αντικείμενό μας. Απαιτεί ιδιαίτερη μελέτη και έρευνα.


Παρέα στην Πειραϊκή, 1937. Στη μέση καθιστός με το μπουζούκι ο Μπαγιαντέρας.
Παρέα στην Πειραϊκή, 1937. Στη μέση καθιστός με το μπουζούκι ο Μπαγιαντέρας.

Δημοτικό και ρεμπέτικο

Αν αναφερόμαστε στο δημοτικό τραγούδι είναι γιατί οι ερευνητές και μελετητές των ρεμπέτικων, αλλά και όποιοι ιστορικοί ασχολήθηκαν με αυτό, το συνδέουν με το δημοτικό τραγούδι. Είναι μια εκδοχή που σε ένα βαθμό έχει στέρεη βάση. Πώς τοποθετεί το ζήτημα ο Σ. Δαμιανάκος, το συγκεκριμένο ζήτημα στην «Κοινωνιολογία του Ρεμπέτικου»; («Ιδεολογικά στοιχεία γένεσης και ανάπτυξης της ελληνικής λαογραφίας). «Από την κοπιώδη αυτή, όμως σίγουρη και συνεχή, εξελικτική πορεία της ανθρωπολογικής επιστήμης στο δρόμο της απαλλαγής από εθνοκεντρικά ιδεολογικά πλέγματα, θα μείνει εντελώς έξω η ελληνική λαογραφική παράδοση. Είδαμε ήδη πώς εκφράζονται λίγο-πολύ σιωπηρά αυτά τα πλέγματα μέσα από την ίδια την κατασκευή του όρου λαογραφία στον Στ. Κυριακίδη. Τα διαπιστώσαμε περισσότερο ρητά διατυπωμένα αυτή τη φορά μέσα στους στίχους και στις θεωρητικές καταβολές της ελληνικής λαογραφίας. Σύμφωνα με τον ίδιο πάντα μελετητή, ανάμεσα στους γενεσιουργούς λόγους ανάπτυξης της επιστήμης αυτής στη χώρα μας, κεντρική θέση κατέχει το «πατριωτικό ενδιαφέρον» για την «απόδειξιν της ενότητας του ελληνικού έθνους από της αρχαιότητος μέχρι σήμερον προς αποτροπήν κυρίως των θεωριών του J. Ph. Fallmerayer». Πέρα από την έκπληξη που προκαλεί το γεγονός της αναφοράς σ’ ένα όνομα και σε μια θεωρία ξεχασμένα πια εντελώς και από καιρό από την επιστήμη (αναφοράς που παίρνει τέτοιες διαστάσεις ώστε να φτάνει να τοποθετεί στο επίκεντρο της δραστηριότητας ενός ολόκληρου επιστημονικού κλάδου μια διαμάχη γερασμένη κατά μισό περίπου αιώνα την εποχή των πρώτων γραφτών του Ν. Πολίτη και κατά ενάμιση αιώνα την εποχή των τελευταίων του Στ. Κυριακίδη), δεν μπορεί να μη σταθεί κανείς στην ουσία της διατύπωσης σε ό,τι αφορά σχέσεις ανάμεσα σε επιστημονική δεοντολογία και σε σκοπιμότητα.
Να υποθέσουμε πως σε αυτή την αντίληψη του «πατριωτικού ενδιαφέροντος» και στην υπαγωγή της επιστημονικής δεοντολογίας σε μια κακώς εννοούμενη «εθνική σκοπιμότητα» οφείλουμε την απώλεια του θησαυρού των ιδιαίτερων πολιτιστικών παραδόσεων στον ελληνικό χώρο, των Κουτσόβλαχων, των Πομάκων, των αρβανίτικων πληθυσμών κλπ.; Το θέμα δεν καλύπτει παρά μια πλευρά μόνο και όχι την πιο ουσιώδη ίσως του όλου προβλήματος κι έτσι ή αλλιώς ανήκει στο παρελθόν. Όμως σήμερα που η υπόσταση της εθνικής συνείδησης δεν κινδυνεύει πια από τις θεωρίες του οποιουδήποτε Fallmerayer (άραγε κινδύνευε ποτέ ή μήπως όλη αυτή η ιστορία δεν υπήρξε παρά το άλλοθι του λαογραφικού εθνοκεντρισμού;), δεν γίνεται να μη συνειδητοποιούμε τη βασική αλλοίωση που προκαλείται στην επιστημονική παρατήρηση, τόσο από πλευράς θεωρητικών κατευθύνσεων και μεθοδολογίας όσο και προβληματικής, όταν η κατανόηση των κοινωνικών διαστάσεων και μηχανισμών ενός πολιτισμικού συνόλου ή μιας επιμέρους εκδήλωσής του παύει να αποτελεί το μοναδικό στόχο της ανθρωπολογικής έρευνας κι όταν ο μελετητής υπακούει σε άλλη δεοντολογία και σκοπιμότητα από εκείνη που υπαγορεύει και μόνο η αυστηρή επιστημονική έρευνα της αντικειμενικής πραγματικότητας και των ντετερμινιστών της».


Ο Δαμιανάκος επίσης τοποθετεί τη σχέση της κυρίαρχης ιδεολογίας με τη λαϊκή δημιουργία ως εξής:
«Όσο λοιπόν το λαϊκό δημιούργημα δεν ξεκόβεται οριστικά από τις ρίζες του, όσο δεν εξωραΐζεται και δεν ανεβαίνει στα μέτρα της λόγιας κουλτούρας δεν αξίζει να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης. Κι αν ποτέ καταξιωθεί μιας κάποιας επιστημονικής μεταχείρισης αυτό θα γίνει από την πλευρά του παιδαγωγού που ενδιαφέρεται πιο πολύ να νουθετήσει, να κατευθύνει ή να καταπολεμήσει, παρά να μπει στην ουσία της έρευνας, πιο πολύ να διατυπώσει ηθικές και αισθητικές κρίσεις παρά να προσπαθήσει να ανακαλύψει την κρυμμένη λογική της λαϊκής εκδήλωσης. Οταν κάποτε ο Σπ. Μελάς στέρξει από το ύψος της ακαδημαϊκής του έδρας ν’ ασχοληθεί με τον Καραγκιόζη, θα φροντίσει να πάρει από την αρχή τα μέτρα του μήπως και του αμφισβητηθεί το επιστημονικό κύρος να χάνει τον καιρό του με ελαφρότητες: «μια διασκεδαστική έρευνα ο Καραγκιόζης», επιγράφει κάπου το άρθρο του και ο τίτλος είναι έξοχα χαρακτηριστικός».


Η Δόρα Στράτου, στη θαυμάσια δουλειά της για τους ελληνικούς παραδοσιακούς χορούς, παρότι τους θεωρεί λαϊκούς, δεν αποφεύγει την ιδεολογική αντίληψη της εθνικής κληρονομιάς και των παραδόσεων της φυλής. Είναι χαρακτηριστική η τοποθέτησή της στην εισαγωγή βιβλίου της που εκδόθηκε το 1979 για τους δημοτικούς χορούς. «Πού μπορείς λοιπόν να βρεις την ιστορική συνέχεια της Ελλάδας; Μόνο στην παράδοση του τόπου, στη λαϊκή ζωή γενικά και στα έθιμα… Αλλά ιδιαίτερα στους εθνικούς μας χορούς και στο δημοτικό τραγούδι. Σ’ αυτά που χορεύουν και σ’ αυτά του τραγουδούν οι Ελληνες, είτε για να γλεντήσουν είτε για να θρηνήσουν. Μέσα εκεί βρίσκεται η ζωντανή ιστορία μας. Αυτό είναι όλο το «βιός» μας σαν έθνος, που κανένας ποτέ δεν μπόρεσε να μας το αφαιρέσει». Είναι χαρακτηριστικό ότι πιο σωστά ψάχνει την ιστορική συνέχεια στην «παράδοση του τόπου», στη λαϊκή ζωή, επιμένει τους χορούς να τους ονομάζει «εθνικούς». «Μέσα στους Εθνικούς μας χορούς, στην έκφρασή τους, στην κίνησή τους, στο μουσικό τους ρυθμό, βρίσκουμε το νήμα που συνδέει με τα αρχαία κείμενα, με τις αρχαίες μουσικές κλίμακες, τα αρχαία μέτρα, τη ζωγραφική των αρχαίων αγγείων, τις βυζαντινές τοιχογραφίες, τη βυζαντινή μουσική». Δηλαδή η λαϊκή παράδοση μετατρέπεται σε εθνική! Όχι ότι δεν είναι λαϊκή κληρονομιά ό,τι έχει κατακτηθεί σ’ αυτό τον τόπο. Εδώ όμως είναι χαρακτηριστική η εμμονή να καλουπωθεί η λαϊκή παράδοση στην «εθνική» ιδεολογία.


Επίσης ο Στ. Δαμιανάκος χαρακτηρίζει πολύ δεικτικά την αντίληψη της αστικής διανόησης στην Ελλάδα για τη στάση της απέναντι στη λαϊκή δημιουργία. «Το «κόμπλεξ του διανοούμενου» -για να μεταχειριστούμε την έκφραση του Revault d’ Allonnes- που βαραίνει ένα τμήμα της ελληνικής πνευματικής ηγεσίας οδηγεί στην κατασκευή ενός ιδανικού τύπου της σύγχρονης πραγματικότητας στη χώρα μας, του οποίου οι αναφορές ανάγονται κατ’ αποκλειστικότητα στα αρχαιοελληνικά ή στα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα της «ανώτερης κουλτούρας». Ο,τι δεν συμβιβάζεται με αυτά τα πρότυπα είτε απορρίπτεται και καταγγέλλεται σαν προϊόν βάρβαρο, ανθελληνικό και ανάξιο λόγου είτε -αν αυτό είναι αδύνατο- όταν αυτό το προϊόν κραυγάζει για την αυθεντικότητα του, ρετουσάρεται ανάλογα, του αναζητούνται τίτλοι ευγενείας από το ένδοξο παρελθόν, καθωσπρεπίζεται σε τρόπο ώστε να παραμορφωθεί τελικά και να καταντήσει αγνώριστο. Το πράγμα γίνεται ιδιαίτερα αισθητό προκειμένου για λαϊκά δημιουργήματα που από τη φύση τους τοποθετούνται έξω από τους κρατούντες ηθικούς και αισθητικούς κανόνες, όπως ο Καραγκιόζης και το Ρεμπέτικο, για την ερμηνεία των οποίων χρησιμοποιήθηκαν τις πιο πολλές φορές τα κριτήρια των κοινωνικών εκείνων στρωμάτων που απέναντί τους τα δημιουργήματα αυτά βρίσκονται ακριβώς σε καίρια αντίθεση.


Το είδος αυτό του πνευματικού αρχοντοχωριατισμού θα στοιχίσει σε ευρύτατα λαϊκά στρώματα την απώλεια της συνείδησης της πολιτισμικής τους ταυτότητας και θα τα οδηγήσει μια ώρα αρχύτερα, όπως θα δούμε πιο κάτω, στο δρόμο της απορρόφησης και ολοκληρωτικής συγχώνευσης μέσα στη μάζα της σύγχρονης βιομηχανικής κουλτούρας. Οσο για τη συγκαταβατικότητα και την περιφρόνηση που επιδεικνύονται προς τους λαϊκούς πολιτισμούς των γειτονικών μας λαών, με τους οποίους μολοντούτο μας ενώνουν στενοί εθνολογικοί δεσμοί, θ’ αποτελέσουν από ενωρίς λόγους που θα εμποδίσουν την συστηματική μελέτη του μεταμεσαιωνικού και νεώτερου ως το 19ο αιώνα παρελθόντος του ελληνισμού. Πρόκειται για τη μαύρη σελίδα της ελληνικής ιστορίας που κάνει, όπως λέει και η Α. Κάιλ «την ελληνική λαϊκή παράδοση ύποπτη σαν παράδοση της σκλαβιάς, υλικής φτώχειας και πολιτικής αδυναμίας», περίοδο της οποίας η πολιτισμική παρακαταθήκη μόνο ντροπή μπορεί να προκαλεί και «μίσος του αστού για το χωριάτη εαυτό του» και όχι να δίνει γόνιμο πεδίο έρευνας από όπου να βγουν πολύτιμα διδάγματα για τη σύγχρονη διαμόρφωση της κοινωνίας μας».

Και οι λαογράφοι

Ο ίδιος ο Στ. Δαμιανάκος, παρουσιάζοντας δύο Έλληνες λαογράφους, τις αντιλήψεις και τη μεθοδολογία τους μέσα από κείμενά τους, αποδεικνύει ότι η ίδια η αντικειμενική πραγματικότητα για τη λαϊκή παράδοση τους αναγκάζει να κάνουν ιδεολογικούς ακροβατισμούς για να συμβιβάσουν την ύπαρξη δύο πολιτισμών στην αστική κοινωνία και τη λαογραφία, τη λογική της εθνολογικής αντίληψης. Παραθέτουμε και τα δύο κείμενα χωρίς άλλο σχολιασμό.
«Για τον Στ. Κυριακίδη και την κλασική εθνολογική αντίληψη «ο λαός εις την λαογραφίαν δεν δύναται να χωρισθεί ούτε εις τάξεις, ούτε εις στρώματα». - «Τα λαογραφικά στοιχεία, μας λέει, είναι διάχυτα εις όλους, πλούσιους και πτωχούς, χωρικούς και αστούς, μορφωμένους και αμόρφωτους… Μόνο η αναλογία είναι διάφορος». Αναγνωρίζει όμως τον πολιτισμικό δυϊσμό όταν διακρίνει πιο κάτω «λαϊκό πολιτισμό» (κατά παράδοσιν αυθόρμητον ομαδικόν) από «ανώτερον» («νεωτεροποιόν - ορθολογικόν - ατομικόν). Κατά πόσον υπάρχει πολιτισμική ενότητα και όχι αντίθεση ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις (ανεξάρτητα από τις επί μέρους μορφικές μόνο, αλληλοεπιρροές, που είναι άλλο θέμα) και πόσο είναι δυνατό να ταυτιστεί, όπως κάνει ο Στ. Κυριακίδης, η έννοια της λαογραφικής αφετηρίας με την έννοια του έθνους και το ίδιο το λαογραφικό φαινόμενο να μελετηθεί σαν απολίθωμα (αφού μόνο σαν τέτοιο μπορεί ν’ αποτελεί πραγματική κοινή κληρονομιά στα πλαίσια του νεώτερου έθνους) κι όχι σαν ζωντανή πραγματικότητα γεννημένη μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο ιστορικό χρόνο και κοινωνικό χώρο, αποτελούν θέματα που θα εξετάσουμε στο Τέταρτο κεφάλαιο. Όπως θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ τη λογική ανακολουθία της παραδοχής από μια μεριά της τομής ανάμεσα σε λαϊκό και ανώτερο πολιτισμό και της άρνησης, από την άλλη, κάθε αντίστοιχης διάκρισης από κοινωνικό σώμα: Σε ποιες κοινωνικές ομάδες ανάγονται αυτοί οι δύο πολιτισμοί; Στους κόλπους τίνων κοινωνικών κατηγοριών λαβαίνει χώρα (παράγεται, κυκλοφορεί, λειτουργεί) το λαϊκό πολιτισμικό φαινόμενο; Πιο είναι το εργαστήρι του και ποιοι οι φορείς του;».


Ο Ν. Πολίτης δίνει τον εξής ορισμό στο λαϊκό πολιτισμικό γεγονός σαν αντικείμενο της λαογραφικής επιστήμης. «Η λαογραφία εξετάζει τας κατά παράδοσιν διαλόγων, πράξεων ή ενεργειών εκδηλώσεις του ψυχικού και κοινωνικού βίου του λαού, δηλαδή τας εκδηλώσεις εκείνας ων η πρώτη αρχή είναι άγνωστος, μη προελθούσα εκ της επιδράσεως υπερόχου τινός ανδρός, αίτινες κατ’ ακολουθίαν δεν οφείλονται εις την ανατροφήν και μόρφωσιν, και εκείνας, αίτινες είναι συνέχεια ή διαδοχή προηγηθείσης κοινωνικής καταστάσεως ή είναι μεταβολή ή παραφορά άλογος ελλόγων εκδηλώσεων του βίου εν των παρελθόντι. Συνεξετάζει αναγκαίως και τας μη εκπορευομένας μεν αμέσως εκ της παραδόσεως εκδηλώσεως του βίου, αλλ’ αφομιουμένας ή συναπτομένας στενώς προς τα κατά παράδοσιν».


Παρά το γεγονός ότι ο ορισμός αυτός ανήκει στην κατηγορία των κλασικών περιγραφικών ορισμών που από την ίδια τη λογική της κατασκευής τους αφήνουν πάντα έξω έναν αριθμό διαφοροποιητικών στοιχείων του αντικειμένου τους ενώ αντίστροφα επιτρέπουν την υπαγωγή στον εννοιολογικό τους κύκλο κι άλλων ασχέτων φαινομένων (παραμένοντας ακριβώς εδώθε του «αναγκαίου» και προχωρώντας εκείθε του «αρκετού» των απαριθμούμενων χαρακτηριστικών) μια προσεκτική ανάγνωση μπορεί ν’ ανακαλύψει στοιχεία σε σπερματική διατύπωση ή εξυπακουόμενα, των νεώτερων προσεγγίσεων: Η έκφραση «κατά παράδοσιν εκδηλώσεις» υπογραμμίζει τη σπουδαιότητα της από γενιάς σε γενιά μετάδοσης και σφυρηλάτησης των μορφών μέσα από τις οποίες εκδηλώνονται τα λαογραφικά φαινόμενα, ενώ η προσθήκη, στο τέλος του ορισμού, και των «αφομοιούμενων ή στενώς συναπτομένων» με την παράδοση εκδηλώσεων, αφήνει να διαφαίνεται πως δεν αποκλείονται νεώτερες μεταπλάσεις αυτών των μορφών. Η αναφορά στην «άγνωστο και μη προελθούσα εκ της επιδράσεως υπερόχου τινός ανδρός» αρχή μπορεί να ερμηνευτεί σαν υπαινιγμός στο συλλογικό και απρόσωπο τρόπο δημιουργίας του λαογραφικού φαινομένου. Οσο για τον αποκλεισμό της μόρφωσης και της ανατροφής είναι δυνατόν να υπαγορεύει την διάσταση του λαϊκού πολιτισμού με την εγγράμματη-λόγια παράδοση, αν βέβαια δεχτούμε τις λέξεις αυτές στη σημασία που τους δίνει η «ανώτερη κουλτούρα» και όχι μέσα από τη σύγχρονη ανθρωπολογική οπτική σύμφωνα με την οποία κάθε κοινωνικό σύνολο διαθέτει τους δικούς τους κανόνες μεταβίβασης γνώσεων και ανατροφής που δεν είναι από εκείνους οι οποίοι ενεργούν την κοινωνικοποίηση της προσωπικότητας.


Αν τα στοιχεία αυτά είναι αναγκαία για τον ορισμό του λαογραφικού φαινομένου, παραλείπονται -όπως θα δούμε από την ανάλυση των κριτηρίων που προτείνουμε- άλλα, εξίσου απαραίτητα για την «κατασκευή» του σαν αντικειμένου επιστημονικής μελέτης, όπως είναι οι μηχανισμοί της προφορικής παράδοσης και η κοινωνική του λειτουργικότητα. Από την άλλη μεριά τόσο το γενικό πνεύμα που διαπνέει το σύνολο του ορισμού και που φαίνεται να αγνοεί τους δύο θεμελιώδεις συντελεστές της χρονικότητας και τοπικότητας στη λαϊκή δημιουργία όσο και η ασάφεια μερικών όρων όπως «λαός» ή «άλογος μεταβολή και παραφθορά» (όταν είναι γνωστό πως «λαός» δεν υπάρχει έξω από τις συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες και τάξεις και πως οι θεωρούμενες σαν «άλογες» εκδηλώσεις υπακούουν πολλές φορές σε μια φανερή ή λανθάνουσα λειτουργία) αποτελούν λόγους που διευρύνουν υπέρμετρα τον ορισμό και δεν αποφεύγουν τη σύγχυση με άλλες μη λαϊκές εκδηλώσεις».

Αντί επιλόγου

Μετά απ' όλ' αυτά τα ενδεικτικά, γιατί το θέμα είναι ανεξάντλητο, για το λαϊκό, τη λαϊκότητα, τη λαϊκή παράδοση είναι αναγκαίο να πούμε τα εξής: η μουσική και το τραγούδι, σαν τέχνη και έκφραση καλλιτεχνικής δημιουργίας, εμφανίζεται σαν η περισσότερο «αναγκαία» αλλά και αναζητήσιμη στον άνθρωπο. Εχει τη δύναμη να συνοδεύει κάθε πτυχή και περίοδο της ζωής του. Ακόμη κι αν τη στερήσουν, τραγουδάει ο ίδιος και μάλιστα αντλεί δύναμη από αυτό. Είναι από τις πρώτες - καλλιτεχνικές εκφράσεις που ιστορικά συνυπάρχουν, αναπτύσσονται και εξελίσσονται με την εξέλιξη και την ανάπτυξη της ιστορίας της ανθρωπότητας. Γιατί όπως είπαμε ο άνθρωπος διαθέτοντας την αίσθηση της ακοής και τη φωνή του έχει τις προϋποθέσεις να εκφράσει και να εκφραστεί συνθέτοντας ήχους και λόγο. Εχει ταυτόχρονα το εργαλείο, το μουσικό όργανο που μπορεί να τη δημιουργεί, να την αναπαράγει και να την εκφράζει: τη φωνή του.


Το λαϊκό τραγούδι, προσιτό στις λαϊκές μάζες, ικανοποιεί με τη μεγαλύτερη αμεσότητα όλα αυτά τα ζητήματα. Το περιεχόμενο των στίχων, περιεχόμενο καταστάσεων της καθημερινότητας, της ίδιας της ζωής, είναι τα βιώματα. Το ίδιο συμβαίνει και με τη μουσική του τραγουδιού και τους ρυθμούς του που είναι ρυθμοί λαϊκών χορών. Αυτή η απλότητα, η λιτότητα του λαϊκού τραγουδιού το κάνει εύκολο στην αναπαραγωγή του, αλλά καλύπτει ταυτόχρονα το πιο πλατύ φάσμα συναισθημάτων και καταστάσεων των λαϊκών ανθρώπων. Επόμενα το λαϊκό τραγούδι είναι δεμένο στη χαρά, στη λύπη, στο γλέντι, στη δουλειά, παντού. Το ’χει ανάγκη ο άνθρωπος να «λύνει» το συναίσθημά του και να εκφράζεται. Το λαϊκό τραγούδι είναι το καλύτερο εργαλείο. Μπορεί και μιλάει στην ψυχή λέει ο απλός κόσμος. Και το ρεμπέτικο τραγούδι σαν μορφή καλλιτεχνικής δημιουργίας έχει όλα τα χαρακτηριστικά της λαϊκής δημιουργίας και τα εκφράζει με την πιο οικεία αμεσότητα για τις λαϊκές μάζες των αστικών περιοχών. Ακόμη και στις μέρες μας.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More