10 Αυγ 2020

La donna è mobile <|...της γυναίκας η καρδιά είναι μια άβυσσος!

 https://atexnos.gr

Ήταν τέ­τοιες μέρες πριν 170 χρό­νια (Αυγ-1850) όταν ο Giuseppe Verdi είχε δε­χτεί πα­ραγ­γε­λία να γρά­ψει μια όπερα για το θέ­α­τρο (λυ­ρι­κή σκηνή) La Fenice στη Βε­νε­τία.
Δε­δο­μέ­νης της τότε πο­λι­τι­κής κα­τά­στα­σης (με τη Βό­ρεια Ιτα­λία να ελέγ­χε­ται από την αυ­στρια­κή αυ­το­κρα­το­ρία ενώ πα­ράλ­λη­λα άρ­χι­σαν να ξε­χω­ρί­ζουν οι έν­νοιες του έθνους με συ­να­κό­λου­θη την ανά­γκη για κοι­νω­νι­κές και οι­κο­νο­μι­κές με­ταρ­ρυθ­μί­σεις) βρι­σκό­μα­σταν σε ένα κα­ζά­νι που έβρα­ζε και που οδή­γη­σε στη δια­μόρ­φω­ση του κρά­τους (Βα­σί­λειο της Ιτα­λί­ας) το 1861
Σ’ αυτές τις συν­θή­κες δη­μιουρ­γή­θη­κε ο Rigoletto –η δη­μο­φι­λής τρί­πρα­κτη όπερα του Βέρ­ντι, σε λι­μπρέ­το του Francesco Maria Piave (Φραν­τσέ­σκο Μαρία Πιάβε), όπου ξε­χω­ρί­ζουν η πα­σί­γνω­στη άρια «La donna è mobile» (η γυ­ναί­κα είναι άστα­τη – αστα­θής) και το κουαρ­τέ­το «Bella figlia dellamore» (Ωραία κόρη της αγά­πης).
Βα­σι­σμέ­νη στο δράμα του Βί­κτω­ρος Ουγκό |>Le Roi s’amuse<| (ο βα­σι­λιάς δια­σκε­δά­ζει), με την ανα­φο­ρά «Une femme souventNest quune plume au vent!» (η γυ­ναί­κα συ­νή­θως είναι φτερό στον άνεμο)
Οι στί­χοι ανά­γο­νται σε φράση του βα­σι­λιά της Γαλ­λί­ας (1494 – 1547) Φρα­γκί­σκου Α΄, «Souvent femme varie, – Bien fol est qui sy fie!» (η γυ­ναί­κα είναι άστα­τη –τρε­λός όποιος την εμπι­στεύ­ε­ται)



Στη δια­χρο­νι­κή φύση!

La donna è mobile
Qual piuma al vento,
Muta d’accento – e di pensiero.
Sempre un amabile,
Leggiadro viso,
In pianto o in riso, – è menzognero.
È sempre misero
Chi a lei s’affida,
Chi le confida – mal cauto il core!
Pur mai non sentesi
Felice appieno
Chi su quel seno – non liba amore!
Qual piuma al vento
Η γυ­ναί­κα είναι αστα­θής (πα­ρα­σύ­ρε­ται)
Σαν το φτερό στον άνεμο,
αλ­λά­ζει στη φωνή (προ­φο­ρά της) -και στη σκέψη.
Πάντα με ένα όμορ­φο,
Χα­ρι­τω­μέ­νο πρό­σω­πο,
δα­κρυ­σμέ­νο ή γε­λα­στό, που είναι mensognero (ψεύ­τι­κο – ανα­λη­θές)
Refrain
La donna è mobile
(κλπ)
Σαν το φτερό στον άνεμο,
αλ­λά­ζει τα λόγια
και τις σκέ­ψεις της!
Πάντα δυ­στυ­χής
αυτός που την εμπι­στεύ­ε­ται,
αυτός που εμπι­στεύ­ε­ται,  την απρό­θυ­μη καρ­διά της!
Ωστό­σο, κα­νείς ποτέ δεν αι­σθά­νε­ται
από­λυ­τα χα­ρού­με­νος
που από εκεί­νο το στή­θος δεν πίνει (δεν αντλεί) αγάπη!

Refrain …
e di pensier
e di pensier
e di pensier!
της γυναίκας η καρδιά είναι μια άβυσσος 
(στα απλά ελ­λη­νι­κά)
Σκυ­φτέ δια­βά­τη της βρο­χής
και τα­ξι­διώ­τη της ζωής
η προ­δο­σία μιας γυ­ναί­κας σε βα­ραί­νει.
Μην πί­νεις άλλο και μεθάς
και τη ζωή σου μη χαλάς,
είναι γρα­φτό ότι αρ­χί­ζει να πε­θαί­νει.
Της γυ­ναί­κας η καρ­διά είναι μια άβυσ­σος
πότε κό­λα­ση και πότε ο πα­ρά­δει­σος,
της γυ­ναί­κας η καρ­διά είναι μια άβυσ­σος.
Σκυ­φτέ δια­βά­τη της βρο­χής
και τα­ξι­διώ­τη της ζωής
με την αλή­θεια δεν μπο­ρείς ποτέ να παί­ξεις.
Κι αν την αγά­πη­σες πολύ
σου δίνω μία συμ­βου­λή:
ποτέ γυ­ναί­κα στη ζωή να μην πι­στέ­ψεις.
Της γυ­ναί­κας η καρ­διά…
Rigoletto

Ο Titta Ruffo (Ruffo Cafiero) ως Rigoletto
(DUCA)
Bella figlia dell’amore,
Schiavo son dei vezzi tuoi;
Con un detto sol tu puoi
Le mie pene consolar.
Vieni e senti del mio core
Il frequente palpitar.
(MADDALENA)
Ah! ah! rido ben di core,
Che tai baie costan poco
Quanto valga il vostro gioco,
Mel credete, so apprezzar
(GILDA)
Ah, così parlar d’amore
A me pur intame ho udito!
Infelice cor tradito,
Per angoscia non scoppiar.
(RIGOLETTO)
στη Gilda
Taci, il piangere non vale…
Ch’ei mentiva sei sicura.
Taci, e mia sarà la cura
La vendetta d’affrettar.
Sì, pronta fia, sarà fatale,
Io saprollo fulminar.
M’odi! ritorna a casa.
Oro prendi, un destriero
Una veste viril che t’apprestai,
E per Verona parti.
Sarovvi io pur doman.

(ΔΟΥ­ΚΑΣ)
Όμορ­φη κόρη της Αγά­πης,
Είμαι σκλά­βος στα βί­τσια σου
Με μια σου λέξη μπο­ρείς
Να μου πα­ρη­γο­ρή­σεις κάθε πόνο
Έλα και νιώσε την καρ­διά μου
πως πάει να σπά­σει
(MADDALENA)
Αχ! αχ! Αχ! Γελάω με την καρ­διά μου,
Με τα φτηνά σου κολ­πά­κια
Πόσο αξί­ζει το παι­χνί­δι σας,
Πι­στέψ­τε με, ξέρω να το εκτι­μή­σω…
(GILDA)
Α, μι­λή­στε λοι­πόν σε μένα για την αγάπη
Σε μένα, που ξέρω να την ακούω!
Δυ­στυ­χι­σμέ­νη καρ­διά που προ­δό­θη­κε,
Και από αγω­νία κο­ντεύ­ει να σπά­σει.
(RIGOLETTO) στην Gilda
Δεν αξί­ζει να κλαις …ησύ­χα­σε
Ψέ­μα­τα ειν’ όλα,
Θα φρο­ντί­σω
να τε­λειώ­νω σύ­ντο­μα με την εκ­δί­κη­ση
Ακου­σέ με! πή­γαι­νε σπίτι.
Πάρε το χρυ­σά­φι κι ένα άλογο
Μία μπέρ­τα
που ετοί­μα­σα για σένα,…
Και φύγε για τη Βε­ρό­να.
Θα είμαι εκεί αύριο.
Original Poster Rigoletto New York City Opera Oblinski Clown

Του Πο­λω­νού καλ­λι­τέ­χνη Rafal Oblinski (1991)
Η δράση του έργου το­πο­θε­τεί­ται στη Μά­ντο­βα του 16ου αιώνα και αφη­γεί­ται τον έρωτα της Τζίλ­ντας (Gilda), κόρης του κα­μπού­ρη αυ­λι­κού γε­λω­το­ποιού Rigoletto, για τον έκλυ­το Δούκα της, ο οποί­ος της πα­ρου­σιά­ζε­ται ως φτω­χός φοι­τη­τής.
Προ­κει­μέ­νου να εκ­δι­κη­θεί για τη χα­μέ­νη τιμή της κόρης του, ο Rigoletto κα­τα­στρώ­νει τη δο­λο­φο­νία του Δούκα.
Ανα­κα­λύ­πτο­ντας τα σχέ­δια του πα­τέ­ρα της, η Τζίλ­ντα απο­φα­σί­ζει να σώσει τον αγα­πη­μέ­νο της και να θυ­σια­στεί, παίρ­νο­ντας τη θέση του.
Η Τζίλ­ντα, η οποία ακόμα είναι ερω­τευ­μέ­νη με τον δούκα παρά το ότι γνω­ρί­ζει πως είναι άπι­στος, επι­στρέ­φει ντυ­μέ­νη με αν­δρι­κά ρούχα.
Κρυ­φα­κού­ει τη Μα­ντα­λέ­να να ικε­τεύ­ει για τη ζωή του δούκα και τον Sparafucile (Σπα­ρα­φου­τσί­λε=Spara+fucile=πυ­ρο­βο­λώ με του­φέ­κι) να της υπό­σχε­ται ότι αν μέχρι τα με­σά­νυ­χτα κά­ποιος άλλος μπο­ρεί να βρε­θεί στη θέση του δούκα, θα αντι­κα­τα­στή­σει με αυτόν το θύμα.
Η Τζίλ­ντα, σκε­πτό­με­νη πα­ρορ­μη­τι­κά, απο­φα­σί­ζει να θυ­σια­στεί για τον δούκα και μπαί­νει στο σπίτι. Ο δο­λο­φό­νος την τραυ­μα­τί­ζει νο­μί­ζο­ντάς την για άνδρα, και εκεί­νη κα­ταρ­ρέ­ει.
Τα με­σά­νυ­χτα, όταν ο Rigoletto επι­στρέ­φει με τα χρή­μα­τα, του πα­ρα­δί­νε­ται ένα σώμα μέσα σε ένα σάκο, οπότε και πα­νη­γυ­ρί­ζει τον θρί­αμ­βό του. Είναι έτοι­μος να ρίξει τον σάκο, αφού τον γε­μί­ζει με πέ­τρες, στο κο­ντι­νό πο­τά­μι, όταν ακού­ει τη φωνή του δούκα να τρα­γου­δά την άρια «La donna è mobile».
Ο Rigoletto, έκ­πλη­κτος, ανοί­γει τον σάκο και προς με­γά­λη του απελ­πι­σία ανα­κα­λύ­πτει τη θυ­γα­τέ­ρα του θα­νά­σι­μα τραυ­μα­τι­σμέ­νη.
Εκεί­νη «ανα­σταί­νε­ται» για μια στιγ­μή, ανα­κοι­νώ­νει ότι είναι ευ­χα­ρι­στη­μέ­νη που πε­θαί­νει για τον αγα­πη­μέ­νο της (V’ho ingannato – «Πα­τέ­ρα, σε πα­ρα­πλά­νη­σα») και μετά πε­θαί­νει στα χέρια του.
Οι χει­ρό­τε­ροι φόβοι του Rigoletto επα­λη­θεύ­ο­νται καθώς κραυ­γά­ζει με φρίκη Ah, la maledizione (Α ! κα­τά­ρα!).
Ο «Rigoletto» πρω­το­α­νέ­βη­κε στις 11 Μαρ­τί­ου 1851 στο ιστο­ρι­κό θέ­α­τρο «Λα Φε­νί­τσε» της Βε­νε­τί­ας και από τότε έως σή­με­ρα έχει χει­ρο­κρο­τη­θεί από χι­λιά­δες θε­α­τές σε όλο τον κόσμο και δι­καί­ως έχει χα­ρα­κτη­ρι­στεί ως μία από τις δη­μο­φι­λέ­στε­ρες όπε­ρες όλων των επο­χών.

ℹ️  Η ιστο­ρι­κή 1η

Rigoletto 1η La FeniceRigoletto

Carlos Alvarez Lyubov Petrova στον Rigoletto
Λένε πως είναι οι γυ­ναί­κες πο­νη­ρές
τον κάθε άντρα που τον θέ­λουν πάντα θύμα.
Μα το ‘χω πει και θα το πω χί­λιες φορές
χωρίς γυ­ναί­κα στην ζωή δεν κάνω βήμα.
Rigoletto
Για τις γυ­ναί­κες ζούμε όλοι βρε παι­διά
γι’ αυτές δου­λεύ­ου­με γι’ αυτές ιδρο­κο­πά­με
κι αν είναι όλες, όπως λεν χωρίς καρ­διά,
εμείς που έχου­με καρ­διά τις αγα­πά­με.






Χωρίς γυναίκες βρε δεν κάνουμε στιγμή
κι ας βγάζει μάτι το τρελό του το γινάτι,
αυτές γλυκαίνουν το πικρό μας το ψωμί
και το φτωχόσπιτο μας φαίνεται παλάτι.

Της γυναίκας η καρδιά είναι μια άβυσσος Σούλα

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More