1 Μαρ 2014

Ο «προφήτης της ρέγκε» Μπομπ Μάρλεϊ

Ο «προφήτης της ρέγκε» Μπομπ Μάρλεϊ

Ο μουσικός, ο πασιφιστής, ο άνθρωπος που γεννήθηκε για να τραγουδά και να «χαλαρώνει»

Ως μια από τις κορυφαίες μουσικές προσωπικότητες που σφράγισαν τον περασμένο αιώνα, ο τζαμαϊκανός θρύλος Μπομπ Μάρλεϊ, ο άνθρωπος που ανέλαβε το έργο να κάνει τη ρέγκε γνωστή στα πέρατα του κόσμου και να συστήσει στον πλανήτη την ιδιαίτερη κουλτούρα των Ρασταφάρι, ήταν πολλά περισσότερα από μια μουσική διάνοια.

Πασιφιστής και συνειδητοποιημένος πολιτικά, καλούσε πάντα τους συμπατριώτες του και όλους εμάς φυσικά «να χαλαρώσετε και να ζήσετε τη ζωή σας καλά και όπως θέλετε», γινόμενος σύμβολο μιας χώρας και μιας πολιτισμικής παράδοσης, με τη φωνή του να μην ξεφτίζει ποτέ.

Πλάι στο αθάνατο μουσικό του έργο στέκεται λοιπόν -στο ίδιο ανυπέρβλητο ύψος- η κληρονομιά των πανανθρώπινων μηνυμάτων (πολιτικά και μη) που τραγούδησε και βροντοφώναξε ο ειρηνοποιός Μάρλεϊ, έχοντας πάντοτε στο στόχαστρο τις φυλετικές διακρίσεις που τόσο στιγμάτισαν τα παιδικά του χρόνια.

Ο ίδιος εξάλλου, ως γιος λευκού βρετανού επιστάτη και αφροαμερικανής, γνώρισε τον ρατσισμό και την κοινωνική περιφρόνηση από τα γεννοφάσκια του, γινόμενος κήρυκας της ανοχής στη διαφορετικότητα: «Ο πατέρας μου ήταν λευκός και η μητέρα μου μαύρη. Με φωνάζουν μιγά ή κάπως έτσι. Δεν είμαι σε καμία πλευρά. Ούτε στη μαύρη ούτε στη λευκή. Είμαι στου Θεού την πλευρά, αυτού που με έπλασε και με έκανε να προέρχομαι από τη μαύρη και τη λευκή».

Κι όταν ο θάνατος προλάβει πρόωρα, μόλις στα 36 του, την εμβληματική μορφή της σύγχρονης μουσικής σκηνής, ο Μάρλεϊ θα είχε ήδη προλάβει να του βγάλει τη γλώσσα αυθάδικα, αφήνοντας έργο και παρακαταθήκη σπουδαία: ο πρώτος σουπερστάρ του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου που πούλησε περισσότερους από 20 εκατομμύρια δίσκους!

Γι' αυτό και παραμένει σύμβολο, γι' αυτό και συνεχίζει να πουλά δίσκους σαν τρελός (το περιοδικό Forbes τον κατέταξε πρόσφατα στην 5η θέση των καλλιτεχνών με τις μεγαλύτερες εισπράξεις μετά θάνατον), γι' αυτό και αντηχεί πάντα στα μυαλά των ανθρώπων το πανανθρώπινο και οικουμενικό του μήνυμα.

Και πόσο ταιριαστό εξάλλου για τον Μπομπ Μάρλεϊ να εγκαταλείπει τα εγκόσμια συμβουλεύοντας τον γιο του, Ζίγκι: «Τα χρήματα δεν μπορούν να αγοράσουν ζωή»...

Πρώτα χρόνια στην Τζαμάικα


Γεννημένος στις 6 Φεβρουαρίου 1945 σε επαρχία της Τζαμάικα, ο Νέστα Ρόμπερτ Μάρλεϊ ήταν γιος μιας ιδιαίτερης οικογένειας: ο πατέρας του ήταν ένας 60άρης λευκός βρετανός πεζοναύτης που είχε ξεμείνει στην Τζαμάικα και δούλευε πια ως επιστάτης φυτείας και η μητέρα του μια 19χρονη μαύρη αφροαμερικανικής καταγωγής. Η ένωσή τους ήταν «καταραμένη» και έναν χρόνο μετά τον γάμο γεννιέται ο Νέστα, μεγαλώνοντας σε ένα οικογενειακό περιβάλλον που συγκέντρωνε τον ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία των συγχωριανών τους (τον μικρό Νέστα τον αποκαλούν υποτιμητικά «Γερμανό», εξαιτίας του λευκού πατέρα του).

Ο πατέρας λείπει συχνά από το σπίτι, καθώς δούλευε περιστασιακά στα καράβια, και πεθαίνει όταν ο Νέστα κλείνει το δέκατο έτος της ηλικίας του. Βουτηγμένη στη φτώχεια, η φαμίλια μετακομίζει στην πρωτεύουσα της Τζαμάικας, το Κίνγκστον, σε μια από τις πλέον διαβόητες φτωχοσυνοικίες της (την Trench Town, που τόσο θα υμνήσει στα τραγούδια του). Εκεί θα μάθει ο νεαρός Νέστα να παίζει κιθάρα, αλλά και θα αναπτύξει το πάθος του για το ποδόσφαιρο. Οι αθλητικές του ικανότητες μάλιστα ήταν τέτοιες που, όπως έλεγαν χαριτολογώντας οι οικείοι του, αν δεν είναι αστέρας της μουσικής θα έπαιζε στα σίγουρα σε μεγάλο σύλλογο του εξωτερικού!


Η μουσική είναι λοιπόν γι' αυτόν η μόνη παρηγοριά στην ανέχεια και την εξαθλίωση: ο Νέστα γνωρίζεται με τοπικούς ερμηνευτές της Trench Town, της «Motown της Τζαμάικα», έρχεται σε επαφή με τη μουσική παράδοση του τόπου του, αλλά ακούει και στο ραδιόφωνο και τα λιγοστά τζουκμπόξ τους ήχους που δονούσαν την Αμερική: Ρέι Τσαρλς, Έλβις Πρίσλεϊ, Φατς Ντόμινο κ.λπ.


Με τον παιδικό του φίλο Neville «Bunny» Livingston (ο μετέπειτα Bunny Wailer), ο οποίος έμαθε στον αυτοδίδακτο Μάρλεϊ κιθάρα, εγκαταλείπουν το σχολείο και ρίχνονται με τα μούτρα στη μουσική, ενώ κάτω από τις καθοδηγήσεις του μυημένου στον ρασταφαριανισμό Joe Higgs ο Νέστα αποφασίζει να βελτιώσει τις φωνητικές του δυνατότητες. Την ίδια εποχή γνωρίζουν καλύτερα και τον συμμαθητή τους Peter McIntosh (ο μετέπειτα Peter Tosh), που θα παίξει τον δικό του ρόλο στην καριέρα του Μπομπ Μάρλεϊ...

Η δημιουργία των Wailing Wailers



Τοπικός παραγωγός ακούει τον Μάρλεϊ, εκτιμά τα φωνητικά του χαρίσματα και χρηματοδοτεί την ηχογράφηση μερικών κομματιών του, με το πρώτο να είναι το «Judge Not» (1962).



Ως σόλο καλλιτέχνης δεν τα πήγε όμως καλά, γι' αυτό και στράφηκε στα φιλαράκια του, ενώνοντας τις δυνάμεις του μαζί τους: ήταν το 1963 όταν οι Μάρλεϊ, Livingston και McIntosh έγραψαν μουσική ιστορία ιδρύοντας τους Wailing Wailers!


Το πρώτο τους single «Simmer Down» έφτασε στην κορυφή των charts της Τζαμάικα μέχρι τον Ιανουάριο του 1964. Μέχρι τότε βέβαια, στην μπάντα είχαν προσχωρήσει και οι Junior Braithwaite, Beverly Kelso και Cherry Smith...



Παρά το γεγονός ότι το γκρουπ έγινε αρκετά δημοφιλές στην Τζαμάικα, δεν τα έβγαζε πέρα οικονομικά στην πάμφτωχη χώρα: οι Braithewaite, Kelso και Smith εγκαταλείπουν το συγκρότημα, τα υπόλοιπα μέλη χάνονται για ένα διάστημα και ο Μάρλεϊ αναγκάζεται να μετακομίσει στις ΗΠΑ, για να ζήσει στο πλευρό της μητέρας του (είχε εν τω μεταξύ φύγει από τη χώρα). Βέβαια, προτού φύγει, προλαβαίνει να παντρευτεί στις 10 Φεβρουαρίου 1966 τη Rita Anderson...


Όταν πήγε να βγάλει διαβατήριο για να ταξιδέψει στην Αμερική, ο υπεύθυνος είδε το όνομα «Νέστα» και σχολίασε ότι ήταν κοριτσίστικο! Γι' αυτό και άλλαξε τη σειρά των ονομάτων και στο διαβατήριο έγραφε πλέον «Ρόμπερτ Νέστα Μάρλεϊ». Έκτοτε ο τραγουδιστής συστηνόταν ως Μπομπ!


Οχτώ μήνες μετά την εγκατάστασή του στην Αμερική, όπου δούλεψε στο εργοστάσιο της Chrysler στο Ντέλαγουερ, σε εργαστήριο εταιρίας χημικών, αλλά και ως χειριστής ανυψωτικού μηχανήματος σε βιομηχανία, ο Μάρλεϊ επιστρέφει στην Τζαμάικα πεισμωμένος. Ξαναθερμαίνει τις σχέσεις του με τους Livingston και McIntosh και κάνουν νέα απόπειρα, ως Wailers πια.


Την ίδια εποχή, ο ανήσυχος πνευματικά Μάρλεϊ αναπτύσσει έντονο ενδιαφέρον για το κίνημα των Ρασταφάρι. Τόσο θρησκευτική όσο και πολιτική, η κίνηση του ρασταφαριανισμού (που εμφανίστηκε στην Τζαμάικα στις αρχές της δεκαετίας του '30) αντλούσε τις πεποιθήσεις της από πολλές πηγές, με κορυφαίες την Παλαιά Διαθήκη, την αφρικανική κουλτούρα και κληρονομιά, αλλά και από τις απόψεις του εθνικιστή Τζαμαϊκανού Marcus Garvey.

Με νέο παραγωγό, οι Wailers σημειώνουν νέα επιτυχία με τα hit «Trench Town Rock», «Soul Rebel» και «Four Hundred Years», ενώ το 1970 άλλα δύο μέλη προστίθενται στο γκρουπ.



Ο Μάρλεϊ εμφανίζεται παράλληλα στο πλάι του ποπ καλλιτέχνη Johnny Nash και τον επόμενο χρόνο τον ακολουθεί στη Σουηδία για να σκαρώσουν το soundtrack ταινίας...

Εκτόξευση στη δόξα


Η καθοριστική στιγμή για τους Wailers έρχεται το 1972, όταν εξασφαλίζουν συμβόλαιο με την Island Records του Chris Blackwell. Για πρώτη φορά το συγκρότημα μπαίνει σε στούντιο για να ηχογραφήσει τον πρώτο του δίσκο! Το αποτέλεσμα ήταν το θρυλικό «Catch a Fire», η προώθηση του οποίου θα φέρει τους Wailers σε περιοδεία σε Αγγλία και Αμερική το 1973, ανοίγοντας τις συναυλίες του Μπρους Σπρίνγκστιν και των Sly & the Family Stone.


Στα «ψιλά» της τουρνέ, οι 17 εμφανίσεις που είχαν εξασφαλίσει με το συγκρότημα του Sly Stone
και της οικογένειάς του που έγιναν μόλις 4, όταν ο μουσικός συνειδητοποίησε ότι ο κόσμος παραληρούσε με το support group του Μάρλεϊ!



Τον ίδιο χρόνο, η μπάντα κυκλοφορεί το δεύτερο άλμπουμ της «Burnin», με το θρυλικό «I Shot the Sheriff» να γίνεται αμέσως επιτυχία και τον ροκά Έρικ Κλάπτον να το παίρνει και να το στέλνει έτσι στην πρώτη θέση των charts των ΗΠΑ το 1974!



Πριν κυκλοφορήσει το επόμενο άλμπουμ τους, το «Natty Dread» του 1975, οι δύο αρχικοί Wailers (οι McIntosh και Livingston) εγκαταλείπουν την μπάντα για να κάνουν σόλο καριέρα. Το άλμπουμ αυτό σηματοδοτεί ωστόσο τη στροφή του Μάρλεϊ στον πολιτικό στίχο, απαθανατίζοντας τις πολιτικές συγκρούσεις μεταξύ Εργατικών και Εθνικιστών στην Τζαμάικα.


Το «Rebel Music (3 O'clock Road Block)» εμπνεύστηκε από τις περιπέτειες του Μάρλεϊ με στρατιώτες ένα βράδυ του 1972, ενώ το «Revolution» δεν χρειάζεται συστάσεις...



Στην επόμενη περιοδεία τους, οι Bob Marley & The Wailers πλέον εμφανίστηκαν από κοινού με το συγκρότημα της γυναίκας του, Rita, τις I-Threes. Η παγκόσμια τουρνέ θα είχε τη δική της σημασία για τη διάδοση της ρέγκε στον κόσμο. Και βέβαια στην Αγγλία του 1975, η μπάντα του Μάρλεϊ μπήκε για πρώτη φορά στο Top 40 με το «No Woman, No Cry»...



Ήδη αστέρας πρώτου μεγέθους στην πατρίδα του, ο Μάρλεϊ ήταν έτοιμος να κατακτήσει την υφήλιο. Το άλμπουμ «Rastaman Vibration» του 1976 καταφέρνει να εισχωρήσει στα charts των ΗΠΑ και το κομμάτι «War», με τον πολιτικό του στίχο, δονεί τα club της συντηρητικής Αμερικής!



Παρμένοι από λόγο του αιθίοπα βασιλιά Χαϊλέ Σελασιέ (ένα είδος πνευματικού ηγέτη για τους Ρασταφάρι), οι στίχοι είναι μια κραυγή ελευθερίας, ένα κάλεσμα για μια νέα Αφρική χωρίς τους φυλετικούς διαχωρισμούς που επέβαλλε ο αποικιοκρατικός ζυγός του λευκού.

Πολιτική και απόπειρα δολοφονίας


Πίσω στην Τζαμάικα, ο Μάρλεϊ συνέχισε να υποστηρίζει ενεργά το People's National Party και η επιρροή του στους ντόπιους άρχισε να θεωρείται πια απειλή για τους πολιτικούς αντιπάλους του κόμματος. Κι αυτό ίσως και να ήταν ο Νο 1 λόγος για την απόπειρα δολοφονίας του Μάρλεϊ το 1976.


Μια ομάδα ένοπλων αντρών επιτέθηκε στον Μάρλεϊ και τους Wailers την ώρα που έκαναν πρόβα, τη νύχτα της 3ης Δεκεμβρίου 1976: μία σφαίρα βρίσκει τον Μάρλεϊ στο στέρνο και μία ακόμα βρίσκει τη γυναίκα του στο κεφάλι. Ευτυχώς, το ζευγάρι δεν τραυματίστηκε σοβαρά, η κατάληξη της επίθεσης όμως δεν θα ήταν το ίδιο αίσια για τον μάνατζερ της μπάντας, Don Taylor, ο οποίος υποβλήθηκε σε σειρά εγχειρίσεων για να γλιτώσει από τις 5 σφαίρες που έφαγε.


Τα κίνητρα και οι δράστες της επίθεσης δεν έγιναν ποτέ γνωστά, ο Μάρλεϊ έδωσε ωστόσο την προγραμματισμένη του συναυλία στο Κίνγκστον δύο μέρες μετά, και την επομένη εγκατέλειψε τη χώρα. Κάτι που θα τον φέρει στο Λονδίνο, όπου θα ριχτεί με τα μούτρα στη δουλειά και θα μας χαρίσει το «Exodus», το 1977.


Το ομώνυμο τραγούδι έγινε αυτομάτως επιτυχία στην Αγγλία, όπως φυσικά και τα «Waiting in Vain» και «Jamming», ενώ το άλμπουμ παρέμεινε στα βρετανικά charts για περισσότερο από έναν χρόνο!



Την ίδια χρονιά, ο Μάρλεϊ είχε και μια περιπέτεια με την υγεία του: τον Ιούλιο αναζήτησε ιατρική φροντίδα για το τραυματισμένο του δάχτυλο (από αγώνα ποδοσφαίρου). Αφού εντόπισαν καρκινικά κύτταρα, οι γιατροί πρότειναν ακρωτηριασμό, αν και ο ίδιος αρνήθηκε, καθώς οι θρησκευτικές του πεποιθήσεις απαγόρευαν κάτι τέτοιο. Το μελάνωμα όμως έμελλε να αποδειχθεί μοιραίο 4 χρόνια αργότερα...


Δουλεύοντας στο «Exodus», ο Μάρλεϊ και οι Wailers ηχογράφησαν κι άλλα κομμάτια, τα οποία θα κυκλοφορούσαν την επόμενη χρονιά στο «Kaya» (1978). Με την αγάπη ως βασική θεματολογία, η δουλειά περιλαμβάνει τα δύο hit «Satisfy My Soul» και «Is This Love»!



Την ίδια χρονιά, ο Μάρλεϊ επιστρέφει στην Τζαμάικα για τις ανάγκες της περιοδείας του One Love Peace Concert, όπου κατάφερε να συμφιλιώσει τον πρωθυπουργό Michael Manley (του PNP) και τον άσπονδο εχθρό του, ηγέτη της αντιπολίτευσης Edward Seaga, με τους δύο άντρες να δίνουν τα χέρια στη σκηνή!


Το 1978 ο Μάρλεϊ έκανε το πρώτο του ταξίδι στη λατρεμένη του Αφρική, επισκεπτόμενος την Κένια και ιδιαίτερα την Αιθιοπία, ένα έθνος ιδιαίτερα σημαντικό για τον ίδιο, καθώς θεωρείται το πνευματικό σπίτι των Ρασταφάρι. Επηρεασμένος από την αφρικανική του περιπλάνηση, το επόμενο άλμπουμ του, το «Survival» (1979), είναι ένα κάλεσμα για ενότητα αλλά και για το τέλος της καταπίεσης που έχουν επιβάλει οι λευκοί στην Αφρική. Και βέβαια το 1980, ο Μάρλεϊ και οι Wailers έπαιξαν στην ανεπίσημη τελετή ανεξαρτησίας του νέου έθνους της Ζιμπάμπουε!


Το επόμενο άλμπουμ του -το «Uprising» του 1980- έγινε τεράστια παγκόσμια επιτυχία, με τα «Could You Be Loved» και «Redemption Song» και τους ποιητικούς στίχους και τα κοινωνικο-πολιτικά μηνύματα να φανερώνουν το ταλέντο του Μάρλεϊ στη σύνθεση.



Στην παγκόσμια περιοδεία για τον νέο τους δίσκο, οι Bob Marley & The Wailers ταξίδεψαν σε όλη την Ευρώπη δίνοντας συναυλίες, ενώ είχαν προγραμματίσει και μεγάλη τουρνέ στις ΗΠΑ, από την οποία όμως μόνο μια συναυλία θα δοθεί -στη Madison Square Garden της Νέας Υόρκης- πριν αρρωστήσει ο Μάρλεϊ: το καρκίνωμα που είχε βρεθεί στο δάχτυλό του είχε εν τω μεταξύ εξαπλωθεί σε όλο του το σώμα...

Θάνατος


Επιστρέφοντας στην Ευρώπη, ο Μάρλεϊ υποβλήθηκε σε πειραματική θεραπεία στη Γερμανία καταφέρνοντας έτσι να αντιπαρατεθεί με την επάρατο για μήνες. Συνειδητοποιώντας ότι δεν του έμενε ακόμη πολύς χρόνος, ο Μάρλεϊ αποφάσισε να επιστρέψει στη λατρεμένη του Τζαμάικα, την οποία θέλησε να δει μια τελευταία φορά. Δυστυχώς, δεν θα κατάφερνε να ολοκληρώσει το ταξίδι του, καθώς πέθανε στο Μαϊάμι της Φλόριντα στις 11 Μαΐου 1981.


Πριν κλείσει οριστικά τα μάτια του, ο Μάρλεϊ είχε παρασημοφορηθεί από την τζαμαϊκανή κυβέρνηση, ενώ είχε τιμηθεί και με το Μετάλλιο Ειρήνης του ΟΗΕ (1980).

Λατρεμένος από όλους τους Τζαμαϊκανούς, ο Μπομπ Μάρλεϊ έφυγε με τιμές ήρωα.


Περισσότεροι από 30.000 άνθρωποι αποχαιρέτισαν το κορυφαίο είδωλο στο Κίνγκστον, τον παγκόσμιο αυτό κήρυκα της ρέγκε (που περιλήφθηκε στο Rock & Rock Hall of Fame το 1994), που πούλησε πάνω από 20 εκατομμύρια δίσκους και έγινε ο πρώτος διεθνής αστέρας που ξεπήδησε από τον δοκιμαζόμενο Τρίτο Κόσμο...

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More