16 Δεκ 2013

Η κουλτούρα της συναίνεσης και η αλαζονεία των ελίτ, Του Δημήτρη Θ. Ζάχου

Αποτελεί πλέον κοινή παραδοχή ότι η οικονομική κρίση, παρά τις περί του αντιθέτου προβλέψεις των πολιτικών & των οικονομικών παραγόντων που ανέλαβαν τη διαχείρισή της, θα κρατήσει για καιρό ακόμα. Κοινή είναι και η εκτίμηση ότι οι πολιτικές που εφαρμόζονται δεν επιλύουν το πρόβλημα. Το γεγονός αυτό φαίνεται ότι κλονίζει τις συμμαχίες των υποστηρικτών των μεταρρυθμίσεων, αφού έγινε πλέον φανερό ότι αυτοί που ωφελούνται ή χάνουν ελάχιστα αποτελούν μια ισχνότατη μειοψηφία του πληθυσμού.
Σαν αποτέλεσμα, μειώνονται σταθερά όσοι και όσες πρόκριναν μια ηθική ερμηνεία της κρίσης. Όσοι και όσες δηλαδή θεώρησαν ότι η συγκεκριμένη περίοδος προσφέρεται για να καταπολεμηθούν χρόνιες κοινωνικές παθογένειες, όπως το πελατειακό & αναξιοκρατικό δημόσιο, το φακελάκι και το λάδωμα.
Παρόλα αυτά οι μέχρι σήμερα αντιδράσεις δεν είναι αντίστοιχες με τις ζημίες που έχει υποστεί η ελληνική κοινωνία. Γεγονός που δεν θα πρέπει να θεωρείται παράδοξο, αφού οι πλούσιοι, σ’ ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας, έβρισκαν τους τρόπους να υποτάσσουν τα υπόλοιπα στρώματα του πληθυσμού. Έτσι και στην τρέχουσα συγκυρία οι οικονομικές ελίτ, αλλά και οι πολιτικοί τους εκπρόσωποι σ’ ολόκληρο τον κόσμο, κάνοντας πέρα τις επιμέρους διαφορές τους ενώθηκαν για να διατηρήσουν την προνομιακή τους θέση. Συμμαχούν για να μεταβιβάσουν τις συνέπειες της κρίσης στις υποτελείς τάξεις, να περάσουν πολιτικές που ελαχιστοποιούν το κοινωνικό κράτος και να ιδιωτικοποιήσουν τις υπηρεσίες που αυτό παρείχε.
Είχαν άλλωστε από χρόνια φροντίσει, όντας ιδιοκτήτες των περισσότερων Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης (ραδιόφωνα, εφημερίδες, περιοδικά, τηλεοράσεις), να εδραιώσουν τη μονομερή πληροφόρηση, να συκοφαντήσουν την –αντίθετη με τα συμφέροντά τους- κοινωνική δραστηριότητα και να καταπολεμήσουν τις εναλλακτικές προτάσεις και την κριτική σκέψη. Επιπρόσθετα, παρείχαν και παρέχουν άφθονη προβολή σ’ εκείνο το είδος των θεωρητικών & ακαδημαϊκών αντιλήψεων, οι οποίες συκοφαντούν κάθε κοινωνικό αγώνα, διασύρουν κάθε συλλογική προσπάθεια και αποθεώνουν τον ακραίο, ιδιοτελή ατομικισμό. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης κατάφεραν να ταυτίσουν την εικόνα των «διανοούμενων» με τηλεπαραθυράτους «αναλυτές», με συγγραφείς λογοτεχνικών έργων τύπου άρλεκιν και με ποιητές - υμνητές του life style.
Στην επιχείρηση ιδεολογικού ελέγχου σημαντικό ρόλο έπαιξε & παίζει και η βιομηχανία του θεάματος, η οποία -από πολλά χρόνια- προωθεί ενημερωτικές εκπομπές, τηλεοπτικά σήριαλ και κινηματογραφικές ταινίες, που μας διαφωτίζουν για τα μεγάλα & μικρά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι πλούσιοι και οι ισχυροί αυτού του κόσμου, για τον τρόπο που ζούνε κα.
Στους παραπάνω άξονες στηρίζεται η νέα «κουλτούρα της συναίνεσης» που προωθούν οι ελίτ. Μια κουλτούρα που: Πρώτο, στερείται των συστημικά αντιθετικών στοιχείων που χαρακτηρίζουν τη λαϊκή κουλτούρα. Δεύτερο, θεοποιεί το χρήμα και αυτούς και αυτές που το κατέχουν. Τρίτον, δέχεται ότι η οικονομική ελίτ αναδείχτηκε «αξιοκρατικά», χάρη στη σκληρή δουλειά των μελών της, τα οποία είναι αυτά που έχουν τις γνώσεις και την πείρα για να εξασφαλίσουν τον κοινωνικό πλούτο και τελικά την ευημερία όλων μας. Τέταρτο, θεωρεί δεδομένο ότι όποιος και όποια δουλέψει σκληρά μπορεί να γίνει μέλος της οικονομικής και της πολιτικής ελίτ. Πέμπτο, προτιμά τα συνθήματα από το διάλογο, περιθωριοποιεί τη διερεύνηση και την αναζήτηση της αλήθειας, αποθεώνει όσους και όσες πατούν πάνω στα γνωστά και οικεία και εξοστρακίζει αυτές και αυτούς που αμφισβητούν παραδοσιακές «γνώσεις» αλλά και δοξασίες. Έκτο, έχει αναδείξει τη συμμόρφωση, την υποταγή, την κολακεία & τη συκοφαντία ως κοινωνικές αρετές.
Μια τέτοια κουλτούρα δημιουργεί ένα περιβάλλον που ευνοεί τους λαοπλάνους και τους δημαγωγούς και γιγαντώνει την  αλαζονεία των ελίτ, μέλη της οποίας δεν έχουν πρόβλημα να φανερώσουν την απέχθεια και την υποτίμηση τους για τις «μάζες». Έτσι, απόψεις σύμφωνα με τις οποίες η φτώχεια συνδέεται με το δείκτη ευφυΐας, η απληστία είναι αρετή και η οικονομική ανισότητα είναι απαραίτητη για την οικονομική ανάπτυξη ακούγονται ολοένα και συχνότερα στο δημόσιο λόγο. Αφού η κοινωνία αδυνατεί να καταδικάσει όσους και όσες την απομυζούσαν και τελικά την οδήγησαν στην σημερινή κατάσταση, τότε γιατί τα μέλη της άρχουσας τάξης να μην κατηγορούν τα θύματα για την κατάσταση στην οποία έχουν περιπέσει; Γιατί κάποιος που δεν δούλεψε μέχρι τα σαράντα του και μετά ανέλαβε την επιχείρηση του πατέρα του ή έγινε δήμαρχος, βουλευτής ή υπουργός να έχει πρόβλημα να διακηρύξει ότι όσοι είναι φτωχοί, άστεγοι  ή άνεργοι έχουν οι ίδιοι/ες την ευθύνη αφού είναι τεμπέληδες ή δεν έχουν φιλοδοξίες;
Εναπόκειται σε όσες και σε όσους έχουμε διαφορετικό όραμα για τη δημοκρατία και την κοινωνική δικαιοσύνη να αντιπαλέψουμε την «κουλτούρα της συναίνεσης». Οφείλουμε να αντισταθούμε στην εξάπλωση των ρατσιστικών ιδεών και στην επέλαση του κοινωνικού δαρβινισμού. Σε καμιά περίπτωση όμως δεν θα πρέπει να εναποθέσουμε τις ελπίδες μας σε νέους σωτήρες. Με την ενεργή μας συμμετοχή θα πρέπει να δημιουργήσουμε ένα ισχυρό κίνημα που θα οδηγήσει σε μια καλύτερη κοινωνία.

* Ο Δημήτρης Θ. Ζάχος είναι Λέκτορας Παιδαγωγικής στο ΑΠΘ.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More