21 Μαΐ 2012

Η… «ηγεμονία των αριστερών ιδεών» στην καπιταλιστική Ελλάδα

Συντάκτης: Νικόλαος Μόττας
Ο Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν είχε πεί κάποτε ότι «ένα ψέμα που επαναλαμβάνεται πολλές φορές γίνεται…αλήθεια». Στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης τα παραδείγματα επαναλαμβανόμενων ψεμμάτων, που κατέληξαν να θεωρούνται ως «αλήθειες», είναι πολλά. Ένα από αυτά εκστόμισε πρόσφατα, μιλώντας ενώπιον της κοινοβουλευτικής του ομάδας, ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας κ.Αντώνης Σαμαράς. Αναφερόμενος στη «μεγάλη Κεντροδεξιά», που ο ίδιος οραματίζεται, είπε: «…Με βάση τον Κοινωνικό Φιλελευθερισμό. Και με στόχο να τελειώσει η ηγεμονία των Αριστερών ιδεών στην Ελλάδα, ώστε να βρει ξανά η χώρα μας και ο λαός μας τις ιδέες που του ταιριάζουν καλύτερα.
Τις ιδέες και τις αξίες που μπορούν να απελευθερώσουν τις αστείρευτες δυνάμεις που κρύβει ο Έλληνας μέσα του. Οι Αριστερές ιδέες δοκιμάστηκαν διεθνώς. Παντού κατέρρευσαν! Στην Ελλάδα επικράτησαν και οδήγησαν στο σημείο μηδέν».
Εκ πρώτης όψεως, τα όσα είπε ο κ.Σαμαράς θα μπορούσαν να θεωρηθούν προϊόν πανικού, μετά τα αποτελέσματα των εκλογών της 6ης Μαϊου. Αυτό όμως δεν αναιρεί το γεγονός ότι αυτό το χιλειοειπωμένο επιχείρημα – πως για τα κακά της μεταπολιτευτικής περιόδου φταίει η «ηγεμονία των αριστερών ιδεών» – είναι μια πολιτική απάτη πρώτου μεγέθους. Ένα ψέμα που αναπαράγει το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα (αυτό του δικομματισμού) προκειμένου να «νομιμοποιήσει» στα μάτια της κοινωνίας τις αντιλαϊκές και αποτυχημένες επιλογές του. Ποιά είναι όμως η πραγματικότητα που υποκριτικά αποκρύπτουν οι πραιτωριανοί του «οικονομικού φιλελευθερισμού» και της καθ’ ημάς σοσιαλδημοκρατίας;
Από την ίδρυση του μέχρι και σήμερα, το σύγχρονο ελληνικό κράτος αναπτύχθηκε μέσα σε συνθήκες καπιταλισμού, περνώντας στις αρχές του 20ου αιώνα απ’ τις πρώιμες μορφές ανάπτυξης του κεφαλαίου στον βιομηχανικό Καπιταλισμό. Από τα ληστρικά δάνεια του 1824-1825 [1] μέχρι και το μνημόνιο του 2010, η χώρα υπήρξε δέσμια του ξένου και ντόπιου Κεφαλαίου, κάτι που καθόρισε τους κοινωνικούς σχηματισμούς και διαμόρφωσε την, κατά καιρούς εξασκούμενη, εσωτερική και εξωτερική πολιτική. Από το 1823 έως το 1932 η Ελλάδα είχε δεθεί χειροπόδαρα με δάνεια (από ξένους και Έλληνες ομολογιούχους-τοκογλύφους) ύψους 2 δισεκατομμυρίων φράγκων. Στα μέσα του 20ου αιώνα, το περίφημο Σχέδιο Μάρσαλ έγινε «βορά» στα χέρια της ντόπιας, δεξιάς και φιλελεύθερης, πλουτοκρατίας – το 1952, 60% των πιστώσεων που είχαν εκταμιευτεί από το Σχέδιο είχαν απορροφηθεί από δέκα μεγάλες βιομηχανίες. Υπέρογκοι στρατιωτικοί εξοπλισμοί για την αντιμετώπιση του «κομμουνιστικού κινδύνου», κεφάλαια για την ανοικοδόμηση της τραυματισμένης απ’ τον πόλεμο χώρας, καινούργιοι δανεισμοί του κράτους και φοροεπιδρομές στα λαϊκά στρώμματα αποτέλεσαν ιστορικά τη βάση στην οποία χτίστηκε και γιγαντώθηκε ο νεότερος ελληνικός καπιταλισμός. Τη δεκαετία του 1950 ο, υπουργός τότε, Σπύρος Μαρκεζίνης είχε πει: «Λέγεται ότι 500 οικογένειες κυβερνούν την Ελλάδα, εγώ όμως πιστεύω, ότι δεν φτάνουν καν τις πεντακόσιες, αλλά είναι μόνο 200» [2]. Τι έχει αλλάξει επί της ουσίας περισσότερο από μισό αιώνα μετά;
Να έρθουμε όμως στις τελευταίες δεκαετίες. Από την ένταξη της στην ΕΟΚ (1980) και έπειτα η Ελλάδα βαδίζει στα χνάρια του «οικονομικού φιλελευθερισμού», έχοντας προσαρτηθεί στο άρμα του δόγματος της ελεύθερης αγοράς και των πολιτικών που επιτάσσει η συμμετοχή της στην Ενωμένη Ευρώπη. Ακόμη και οι γεναιόδωρες κοινωνικές παροχές της πρώτης κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ (1981-1985) έγιναν μέσα στο πλαίσιο της φιλελεύθερης καπιταλιστικής οικονομίας, όχι έξω απ’ αυτήν. Με τις αστικές δομές του κράτους να παραμένουν ουσιαστικά άθικτες, αντί για τον σοσιαλιστικό (αριστερό) μετασχηματισμό της κοινωνίας επήλθε ο αστικός, φιλελεύθερος μετασχηματισμός των κυβερνώντων.
Η φιλελεύθερη – και στην συνέχεια νεοφιλελεύθερη – πορεία της ελληνικής οικονομίας πιστοποιείται από τις ίδιες τις ασκούμενες πολιτικές. Ποιές πολιτικές; Αυτες που επιτάσσουν την ιδιωτικοποίηση της κρατικής περιουσίας, το ξεπούλημα αντί πινακίου φακής του εθνικού πλούτου, τη διάλυση των εργατικών κεκτημένων, τα «ελαστικά» ωράρια εργασίας, την ολοένα και αυξανόμενη συμπίεση (προς τα κάτω πάντα) μισθών και συντάξεων. Με λίγα λόγια την ηγεμονία του νόμου των αγορών, την θεοποίηση του κέρδους και την αχαλίνωτη τραπεζοκρατία. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι το άρθρο 102Α της περιβόητης Συνθήκης του Μάαστριχτ (την οποία υπερψήφισαν το 1992 η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και ο τότε Συνασπισμός) λέει αυτολεξεί: «Τα κράτη – μέλη και η Κοινότητα δρουν σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της ανοιχτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό» [3]. Από το 1992 και μετά λοιπόν ξεκινά μια νέα σελίδα στην κεφαλαιοκρατική ασυδοσία σε Ευρώπη και Ελλάδα, με βάση τη θεωρία του «λιγότερου κράτους», των ιδιωτικοποίησεων και των προϋπολογισμών λιτότητας.
Τι αποτελέσματα είχαν, στην πράξη, τόσο το Μάαστριχτ όσο και οι εγχώριες νεοφιλελεύθερες επιλογές; Οι αριθμοί μιλάνε από μόνοι τους [4]:
1. Το 1990 το ΑΕΠ της Ελλάδας ήταν 38 δις. ευρώ. Το 2007 είχε αυξηθεί πέντε φορές αγγίζοντας τα 208 δις. Παρατηρήθηκε δηλαδή μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας και υπερσυσσώρευση κεφαλαίων. Προς όφελος ποιών όμως;
2. Το 1990 τα κέρδη των επιχειρήσεων στην Ελλάδα (ΑΕ και ΕΠΕ) ανέρχονταν σε 575 εκατομ. ευρώ. Μετά 17 χρόνια, το 2007, τα κέρδη των εν Ελλάδι εταιριών-επιχειρήσεων είχαν φτάσει τα 16 δις. ευρώ, έχοντας αυξηθεί 28 (εικοσιοκτώ) φορές. Τα επίσημα καθαρά κέρδη της ελληνικής βιομηχανίας, των κεφαλαιοκρατών και των πραιτωριανών τους, μεταξύ 1991 – 1994 αυξήθηκαν κατά 1.476%, δηλαδή 1.576 φορές.
3. Την ίδια στιγμή που η κερδοφορία των ιδιωτικών επιχειρήσεων μεγεθύνονταν με απίστευτους ρυθμούς, η ουσιαστική αύξηση του μισθού ενός ανειδίκευτου εργάτη ήταν 15 ευρώ. Δηλαδή, ο εργαζόμενος λαός – στον οποίο οφείλεται κάθε πρόοδος στην οικονομία της χώρας – έλαβε τα ψίχουλα που περίσσεψαν απ’ το μεγάλο φαγοπότι του νεοφιλελευθερισμού. Την περίοδο 1990-2007, η αύξηση του κατώτατου μισθού ήταν μόλις 1%! Το πραγματικό δηλαδή εισόδημα της εργατικής τάξης παρέμεινε ουσιαστικά στα επίπεδα της δεκαετίας του ‘80.
4. Το 1990 (κυβέρνηση ΝΔ) οι μισθοί και οι συντάξεις που πλήρωνε το Δημόσιο έφταναν στο 14,1% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος. Το ποσοστό αυτό μειώθηκε από το 1994 και μετά (κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ) στο 11% και από το 2004 και μετά (κυβέρνηση ΝΔ) άγγιξε το 9%. Ο μύθος περί του μεγάλου αριθμού «μοσχαναθρεμένων» δημοσίων υπαλλήλων διαψεύδεται από την ίδια την πραγματικότητα. Σύμφωνα με έρευνα που διεξήγαγαν τα Πανεπιστήμια Στρασβούργου και Μαγδεμβούργου και το Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών της Αυστρίας, το ποσοστό των δημοσίων υπαλλήλων επί του συνόλου των εργαζομένων στην Ελλάδα είναι 11,4% – πρόκειται για ένα από τα τέσσερα χαμηλότερα στην Ευρώπη (το 1/3 του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων που διαθέτει η Σουηδία και η Δανία).
5. Την περίοδο 1998-2007 (επί κυβερνήσεων Κ.Σημίτη και Κ.Καραμανλή) η Ελλάδα διέθεσε 3.530 ευρώ κατά κεφαλήν για προγράμματα κοινωνικής προστασίας την στιγμή που ο μέσος όρος στην ευρωζώνη ήταν 6.251,78 ευρώ. Οι περιθρύλητες λοιπόν «δημόσιες δαπάνες» δεν είναι παρά ένα κομμάτι της πίτας που μοιράζεται η οικονομική ολιγαρχία, στο πλαίσιο της αλληλεξάρτησης της με τις αστικές, φιλελεύθερες ή σοσιαλδημοκρατικές, κυβερνήσεις.
6. Οι νεοφιλελεύθερες και σοσιαλφιλελεύθερες δυνάμεις πρέπει να εξηγήσουν κάποια στιγμή στον ελληνικό λαό το κόστος που έχει η πρόσδεση της χώρας στο ΝΑΤΟ. Την τριετία 1990-1993, παραδείγματος χάρην, η Ελλάδα αγόρασε πολεμικό εξοπλισμό αξίας 2,8 δις. δολαρίων. Την εικοσαετία 1990-2010, οι ελληνικές κυβερνήσεις δαπάνησαν 21,4 δις δολάρια για εισαγωγές όπλων [5]. Ποιά είναι άραγε η άποψη του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος και των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών (PΕS) για τις υπερκοστολογημένες αγοραπωλησίες οπλικών συστημάτων μεταξύ ελληνικών κυβερνήσεων, Γερμανίας και Γαλλίας;
Προφανώς τα στοιχεία και οι αριθμοί αποτελούν «ψιλά γράμματα» για τους υπέρμαχους του «κοινωνικού φιλελευθερισμού». Όταν η πραγματικότητα δεν συμφωνεί μαζί τους, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα. Έτσι, για τη μείωση των εισοδημάτων, την ανεργία, τη «νεολαία των 400 ευρώ» δεν ευθύνεται ο αντιλαϊκός νεοφιλελευθερισμός αλλά η…«ηγεμονία των αριστερών ιδεών». Για το άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ φτωχών και πλουσίων, για την ραγδαία αύξηση των άστεγων συνανθρώπων μας, για την εξόφθαλμη διαπλοκή Κεφαλαίου και πολιτικής ελίτ δεν ευθύνονται οι αστικοκαπιταλιστικές οικονομικές συνταγές αλλά το Π.Α.ΜΕ. και οι λιμενεργάτες που υπερασπίζονται τα αυτονόητα εργασιακά τους δικαιώματα. Οι εγκληματικές πολιτικές που εφαρμόστηκαν από νεοφιλελεύθερους και σοσιαλδημοκράτες στο όνομα της Ε.Ε. – του Μάαστριχτ, της Λισαβώνας, του Συμφώνου σταθερότητας, της δήθεν δημοσιονομικής σύγκλισης – «ξεπλένονται» στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και η δικαιολογία είναι πάντα έτοιμη: φταίει η «ιδεολογική ηγεμονία της αριστεράς», το Π.Α.ΜΕ., οι κομμουνιστές, τα εργατικά συνδικάτα και οι απεργοί που αγωνίζονται για το μεροκάματο της πείνας.
Σήμερα ζούμε τα αποτελέσματα της ψεύτικης και επίπλαστης ευημερίας που δημιούργησε επί τόσα χρόνια ο υπαρκτός Καπιταλισμός, ο οικονομικός φιλελευθερισμός και τα παράγωγα του, ο νεοφιλελευθερισμός και η σοσιαλδημοκρατία της αυταπάτης. Σήμερα, οι ίδιοι που είτε μετείχαν ενεργά είτε υποστήριξαν θερμά την οικονομική και κοινωνική ερημοποίηση της χώρας μιλούν υποκριτικά για την… «σωτηρία της πατρίδας», ρίχνοντας τις ευθύνες στους άλλους. Επιβεβαιώνοντας, για πολλοστή φορά στην ιστορία, τα λόγια του άγγλου συγγραφέα Σάμουελ Τζόνσον, πως «ο πατριωτισμός είναι το ύστατο καταφύγιο των απατεώνων».
Του Νικόλαου Μόττα*
Υποσημειώσεις:
[1] Νίκος Μπελογιάννης, Το ξένο Κεφάλαιο στην Ελλάδα, Σύγχρονη Εποχή, 1998.
[2] «Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950, εκδόσεις Θεμέλιο.
[3] Ο κ. Αντώνης Σαμαράς είχε υπογράψει τότε, ως υπουργός εξωτερικών, την συνθήκη για λογαριασμό της ελληνικής κυβέρνησης. Την συνθήκη είχαν επίσης υπερψηφίσει στη Βουλή τον Ιούλιο του 1992 το ΠΑΣΟΚ, η Πολιτική Άνοιξη και ο Συνασπισμός.
[4] Στατιστικά στοιχεία του «ICAP» & «Ριζοσπάστης», 10.10.2004 και 24.2.2010.
[5] Στοιχεία του SIPRI (Stockholm International Peace Research Institute).
*Ο Νικόλαος Μόττας είναι υποψήφιος διδάκτωρ (PhD) Πολιτικής Ιστορίας και Εξωτερικής Πολιτικής. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το Γενάρη του 1984, σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Westminster του Λονδίνου και κατέχει μεταπτυχιακούς τίτλους στις Διπλωματικές Σπουδές (Διπλωματική Ακαδημία Λονδίνου) και στις διπλωματικές διαπραγματεύσεις (Πανεπιστήμιο Τελ Αβιβ). Υπήρξε επί τριετία τακτικός συνεργάτης των εφημερίδων «Μακεδονία» και «Θεσσαλονίκη» αρθρογραφώντας γιά διεθνή γεγονότα, ενώ κείμενα του περί ελληνικής, ευρωπαϊκης και διεθνούς πολιτικής έχουν δημοσιευθεί και σε αγγλόφωνες πηγές. Είναι ίδρυτής και διαχειριστής του ελληνικού αρχείου Τσε Γκεβάρα, www.guevaristas.net.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More