7 Σεπ 2010

Γιάννης Παπαϊωάννου - Η ψυχή του ρεμπέτικου

Από τον Βαγγέλη Αρναουτάκη

Ο Γιάννης Παπαϊωάννου, του Παναγιώτη και της Χρυσής, το γένος Βονομπάρτη, γεννήθηκε στην Κίο της Μικράς Ασίας, στις 18 Ιανουαρίου 1913.
Στην Ελλάδα ήρθε με την Μικρασιατική Καταστροφή. Στη Σαμοθράκη και στη Θράκη, και από εκεί στον Πειραιά, στο Κερατσίνι, στον Άγιο Διονύση, και τέλος στα Προσφυγικά στις Τζιτζιφιές. Τα παιδικά του χρόνια στην Κίο ήταν ξέγνοιαστα, αφού μεγάλωνε σε εύπορο περιβάλλον. Η εφηβεία του, όμως, τον βρήκε στον Πειραιά να εργάζεται -έχοντας αφήσει το σχολείο- σε διάφορες δουλειές προκειμένου ν’ αντεπεξέλθει στις νέες συνθήκες διαβίωσης.
 Ο πατέρας του είχε φύγει από τη ζωή όταν ήταν 8 χρόνων. Δούλεψε στις οικοδομές, αλλά και ψαράς στα καΐκια. Μεγάλωσε μες στη θάλασσα και για δάσκαλό του είχε τον Ζέππο, τον καπετάν Ανδρέα, για τον οποίο αργότερα έγραψε το περίφημο τραγούδι του. Από μικρός είχε το πάθος της μουσικής και του αθλητισμού. Στην Κίο έπαιζε φυσαρμόνικα και στον Πειραιά ασχολήθηκε με το ποδόσφαιρο. Έπαιζε βασικός στην ομάδα
Φαληρικός, τον κατοπινό Εθνικό, όταν τραυματίστηκε και η μητέρα του τον πίεσε να σταματήσει την μπάλα. Της υποσχέθηκε να το κάνει αν του αγόραζε ένα μαντολίνο. Έτσι, αποχαιρέτησε την μπάλα και καταπιάστηκε με τα όργανα και το τραγούδι. Σύντομα το μαντολίνο πλαισιώθηκε από μια κιθάρα, και το μεράκι του για τη μουσική βρήκε διέξοδο σ’ ένα γκρουπάκι με το οποίο έκανε καντάδες στη γειτονιά κι έπαιζε χαβάγιες με «μια κιθάρα μαύρη με μια κορδέλα δεμένη στην ταστιέρα της». Ήταν γύρω στα 1934 όταν άκουσε από κάποιο αμερικάνικο δίσκο γραμμοφώνου το Μινόρε του Τεκέ, με τον Τζακ Γρηγορίου ή Χαλκιά. Ο ήχος του τον ξεσήκωσε. Πάνε τα μαντολίνα κ’ οι κιθάρες για χάρη του μπουζουκιού.

«Τρέλα! Τέτοιο πράμα, τέτοιο σόλο δεν πρόκειται να ξαναγεννήσει η φύση. Αμέσως άλλαξα γνώμη και είπα θα πάρω μπουζούκι. Το πήρα και το πήγα σπίτι. Ποιος είδε θεό και δεν φοβήθηκε! Με έπιασε η μάνα μου στο μονότερμα. Πάρ’ το, φύγε, αλήτη, εγκληματία, παλιάνθρωπε και τα λοιπά. Μπουζούκι, μου ’λεγε, έφερες εδώ πέρα, να σηκωθείς να φύγεις, και δος του τα ίδια και τα ίδια. Με έδιωξε. Έδιωξε η μάνα το παιδί για το μπουζούκι! Λες και ήταν φονικό όργανο. Κακόμοιρο όργανο, πόσα δεν τράβηξες κι εσύ μαζί με εμάς; Άσχετα αν σήμερα αυτό το όργανο το έκαναν μπαλαρίνα, όπως και τα λαϊκά τραγούδια».
 
Ο Πειραιάς και η Φαληριώτισσα
Είναι χαρακτηριστικές οι περιγραφές του Παπαϊωάννου στην αυτοβιογραφία του για το τι εξέφραζε το μπουζούκι εκείνα τα χρόνια, αλλά και το ποιοι το έπαιζαν. Κουτσαβάκηδες και νταήδες, αλλά και εύποροι μερακλήδες και καλοί μάγκες. Χαρακτηριστικοί τύποι του Πειραιά που λες και ξεπηδάνε από παλιό μυθιστόρημα που ηθογραφεί την κατάσταση, όπως διαμορφωνόταν στο λιμάνι και στις πόλεις, μετά το 1922, όταν το χασίσι μαλάκωνε στιγμιαία τους πόνους και τα βάσανα της φτώχειας και συνόδευε τα γούστα της εποχής στους τεκέδες και στα πρώτα στέκια του ρεμπέτικου, με τον Μάρκο και την κομπανία του να υμνούν το σινάφι τους και τις συνήθειές του. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον ο Γιάννης Παπαϊωάννου μυήθηκε στο μπουζούκι, φέρνοντας, όμως, στο ρεμπέτικο και την αύρα της θάλασσας, μαζί με τη γλυκιά αίσθηση από τις παλιές καντάδες του με τα μαντολίνα και τις κιθάρες. Ο πρώτος δίσκος του, στα 1937, είχε άμεσα την επιρροή από τον οργανικό δίσκο του Χαλκιά και από τις κιθαριστικές και μαντολινίστικες καντάδες. Ήταν ο δίσκος με το οργανικό Σέρβικο Σμυρναίικο από τη μια και τη Φαληριώτισσα από την άλλη, που από το’35, χωρίς να έχει γίνει δίσκος, τραγουδιόταν στις γειτονιές του Πειραιά, για να ηχογραφηθεί με τη προτροπή του «ελαφρού» μουσικού και στιχουργού Ευάγγελου Γρυπάρη, ο οποίος πήγε τον Παπαϊωάννου στην Odeon και ως αντάλλαγμα πήρε τα μισά ποσοστά από το τραγούδι! Η Φαληριώτισσα φωνογραφήθηκε με τον Γιάννη Παπαϊωάννου και τη μουσική επιμέλεια του Σπύρου Περιστέρη, και η επιτυχία της οδήγησε την Columbia στο να την κυκλοφορήσει κι εκείνη με εκτελεστή τον Στράτο Παγιουμτζή και την επιμέλεια του Παναγιώτη Τούντα. Ακολούθησαν η Ξανθιά μοδιστρούλα, το Όταν δω τα δυο σου μάτια (Ραντεβού σαν περιμένω), το Σούχα χαρίσει την καρδιά, το Βαδίζω και παραμιλώ και η Βαγγελίτσα, που τον καθιέρωσαν σε συνθέτη πρώτης γραμμής. Για τη Φαληριώτισσα ο παλιός μπουζουξής Ηλίας Ποτοσίδης έχει αναφέρει «Θυμάμαι την ταβέρνα του μπαρμπα-Γιώργη που δίπλα ήταν χασάπικο που το είχε ο Βασίλης Βάζος, αδελφός του ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού Γιάννη Βάζου. Στο χασάπικο του Βάζου δούλευε ο κουνιάδος του Γιάννη Βάζου, ο Χρήστος. Αυτός έγραψε τα πρώτα λόγια της Φαληριώτισσας, δηλαδή το “Σουρωμένος θάρθω πάλι στην παλιά μας γειτονιά”. Θυμάμαι ότι τα λόγια αυτά τα έγραψε πάνω σ’ ένα χασαπόχαρτο, και μετά ο Γιάννης Παπαϊωάννου το συμπλήρωσε».


 Η πρώτη νίκη
 Μέχρι τη δικτατορία του Μεταξά, το 1936, η ελληνική δισκογραφία καταγράφει αδιάκριτα όλα τα μουσικά είδη της εποχής. Τα δυτικότροπα ελαφρά τραγούδια και τις οπερέτες, αλλά και τα δημώδη, τα μικρασιάτικα και τους αμανέδες, και τα ρεμπέτικα. Με τη μεταξική λογοκρισία, για πρώτη φορά εκτός από τη στιχομυθία των τραγουδιών μπαίνει στο στόχαστρο και η μουσική τους. Τα ημιτόνια και η ανατολική ασυγκέραστη κλίμακα. Άμεσος σκοπός η κατάργηση της μουσικής των προσφύγων με τα σαντουρόβιολα και τους αμανέδες, ή η περιθωριοποίησή τους, γεγονός που επετεύχθη. Αμφιβάλω αν κάτι ανάλογο έχει συμβεί πουθενά αλλού στον κόσμο. Πάντως, από αυτή την περίοδο και μετά το ρεμπέτικο, ή λαϊκό, τραγούδι στηρίχτηκε περισσότερο στις δυτικές αρμονίες, τα μινόρε και τα μαντζόρε. Τα καραντουζένια και τα παλιά κουρδίσματα των μπουζουκιών άλλαξαν, εν πολλοίς. «Ξαφνικά το 1936 απαγορεύονται τα λαϊκά τραγούδια. Παίρνω τότε το μπουζούκι μου και πάω στη λογοκρισία. Λέω: “Κύριοι, αφού το όργανο είναι κατηγορούμενο, πρέπει να απολογηθεί”. Έπαιξα ένα μινόρε και συγκινηθήκανε. Γρήγορα δόθηκε η άδεια να συνεχίσουμε. Ήταν η πρώτη νίκη μου». Με αυτά τα λόγια γυρνά στα πρώτα χρόνια του στο τραγούδι ο Γιάννης Παπαϊωάννου, σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις του στον Τάσο Κουτσοθανάση, τον Δεκέμβριο του 1968, όταν μαζί με τον Μάρκο και τον Στράτο δούλευαν στο κέντρο Ξενύχτης στη Νέα Φιλαδέλφεια, στην τελευταία συνεργασία τους. Με τον Μάρκο και τον Στράτο είχε συνεργαστεί και στο ξεκίνημά του, στα πρώτα πάλκα στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, κι ακόμη με τον Μπαγιαντέρα, τον Χατζηχρήστο, τον Δελιά, τον Μπάτη, τον Κερομύτη, ενώ μαζί με τον Αλέκο Παναγόπουλο και τον Στεφανάκη Σπιτάμπελο είχαν το Τρίο Παπαϊωάννου. Το 1940 ήρθε ο πόλεμος και ξαναπήγε φαντάρος στην Αλβανία. Είχε υπηρετήσει τη θητεία του το 1935. Μετά ήρθε η κατοχή κι ο αγώνας για την επιβίωση. Το 1943 άνοιξε δικό του μαγαζί στο Μοσχάτο και γνωρίστηκε με την Ευδοξία Καμπούρη, με την οποία παντρεύτηκε στις αρχές του 1944 και απόκτησαν τρία παιδιά, τον Παναγιώτη, τον Αντώνη και τη Χρυσούλα. Τότε γνωρίστηκε με τον Οδυσσέα Μοσχονά. Τον βασικό ερμηνευτή των τραγουδιών του στη μεταπολεμική περίοδο. (Η προπολεμική εποχή είχε έντονο το εκφραστικό στοιχείο της φωνής του Γιάννη Παπαϊωάννου, στις εξαιρετικές διφωνίες με τον Απόστολο Χατζηχρήστο και τον Γιάννη Κωνσταντινίδη ή Μακαρόνα. Οι τρεις τους ερμηνεύσαν τα περισσότερα από τα 36 τραγούδια που ηχογράφησε από το 1937 έως το 1941.)
 
Οδυσσέας Μοσχονάς.
 Η γνωριμία του με τον Παπαϊωάννου, η Τριάνα του Χειλά και Οι βαλίτσες
(Απόσπασμα από την αφήγησή του στον Κώστα Χατζηδουλή, όπως δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» στις 28/6/1976).
«Μια μέρα, κατοχή ήτανε, έρχεται ο Χατζηχρήστος και μου λέει να πάμε σ’ ένα μαγαζί, στο Περοκέ από κάτω, που είχε ανοίξει ο Κατελάνος. Εκεί μέσα ήτανε πολλοί ρεμπέτες μουσικοί, Παπαϊωάννου, Χατζηχρήστος, Γενίτσαρης, Κερομύτης, εγώ, ο
Ποτοσίδης κ.ά. Εκεί γνώρισα τον Παπαϊωάννου. Συνθέτης καλός, συνάδελφος καλός, μα πάνω απ’ όλα ήταν η μεγάλη, η πολύ μεγάλη καρδιά του. Μόλις μ’ άκουσε και τραγούδαγα μου λέει “Μοσχονά, είσαι πολύ καλός τραγουδιστής, κι όταν ανοίξουνε το εργοστάσιο δίσκων θα κάνουμε καλή συνεργασία οι δυο μας, θα τραγουδάς τα τραγούδια μου”. Κι έτσι έγινε. Μετά πιάσαμε δουλειά σ’ ένα μαγαζί στις Τζιτζιφιές, που το είχε ο Τοτόμης. Ένα πρωί ξυπνήσαμε από τα πολυβόλα, χάλαγε ο κόσμος, ο Γιάννης λέει “οι Γερμανοί κυκλώσανε τον συνοικισμό και βαράνε”. Είχανε σκοτώσει και δυο-τρία παιδιά. Παίρνουμε μια κιθάρα από το σπίτι του Παπαϊωάννου και μου λέει να περάσουμε μέσα από τον Ιππόδρομο για να βγούμε απέναντι στον δρόμο. Έτσι καταφέραμε και γλυτώσαμε φτηνά, γιατί ο Ιππόδρομος ήταν γεμάτος νάρκες. Πέσαμε μέσα σε κάτι άχυρα και μετά με τα πόδια φτάσαμε μέχρι το Χασάνι. Άσχημες μέρες εκείνες της κατοχής• όπου δουλεύαμε υπήρχε πάντα ο φόβος, αλλά το κυριότερο είναι ότι δουλεύαμε όπου βρίσκαμε φαΐ. Μόλις φύγανε οι Γερμανοί και ήρθε σιγά-σιγά η απελευθέρωση ξανάρχισαν οι δουλειές, και στις Τζιτζιφιές άνοιξε το περίφημο κέντρο του Καλαματιανού. Εκεί παίζαμε με μεγάλο συγκρότημα, Παπαϊωάννου, Μάρκος, εγώ, ο Καπλάνης, ο Μπάτης, αργότερα ο Τσιτσάνης και άλλοι. Όλο το στράτευμα του ρεμπέτικου πέρασε από του Καλαματιανού το μαγαζί, που τον σκοτώσανε τότες το 1948-49. Μόλις πηγαίναμε το βράδυ για δουλειά ήτανε δύο χιλιάδες άνθρωποι εκεί να μας ακούνε και να μας χειροκροτάνε• τέτοιες δόξες κανείς δεν θα τις γνωρίσει. Μετά από λίγο ήρθε ένας φίλος του Χειλά και πρότεινε στον Παπαϊωάννου να πάμε εκεί για δουλειά… Το μαγαζί του δεν λεγότανε “Τριάνα”, αλλά “Το Παραμύθι”. Ο Παπαϊωάννου τόκανε “Τριάνα”. Και τι κόσμος δεν πέρασε απ’ εκεί… Χιλιάδες άνθρωποι από την άκρη του κόσμου έρχονταν στην “Τριάνα” να μας ακούσουνε. Υπήρχαν κι άλλα μαγαζιά, δε λέω ονόματα, εκεί τριγύρω ή αλλού, αλλά δεν δούλευαν. Το μαγαζί του Χειλά, για πολλά χρόνια, ερχόταν πρώτο στον κόσμο. […] Ένα βράδυ εκεί στην “Τριάνα”, όπως παίζαμε στο πάλκο, έκανα παράπονα εγώ για τον Χειλά επειδή δεν με ικανοποιούσε στο μεροκάματο κι έλεγα στους άλλους μουσικούς ότι θα πάρω τις βαλίτσες μου και θα γίνω λαγός. Το είπα πολλές φορές μέχρι το πρωί αυτό, το «θα πάρω τις βαλίτσες μου»... Ξαφνικά βλέπω τον Παπαϊωάννου να γράφει πίσω στο πακέτο με τα τσιγάρα κάτι. Τον ρώτησα και μου είπε ότι έγραψε τη λέξη «βαλίτσες». Έγραψε το θέμα ενός τραγουδιού, τον τίτλο, το παράγγειλε του Μάνεση κι εκείνος έγραψε τους στίχους. Το τραγούδησε ο Καζαντζίδης, ήταν το πρώτο του τραγούδι σουξέ, αυτό του άνοιξε τον δρόμο κι έγινε ο Καζαντζίδης». (Οι σημαντικότερες συνεργασίες του με στιχουργούς ήταν αυτές με τον, σπουδαιότερο λαϊκό στιχουργό της πρώτης εποχής, Χαράλαμπο Βασιλειάδη ή Τσάντα και τον, επίσης σημαντικό στιχουργό και εκδότη του περιοδικού Καινούργιο και Μοντέρνο Τραγούδι Κώστα Μάνεση, με τους οποίους έγραψε μερικά από τα ωραιότερα τραγούδια του. Σποραδικά συνεργάστηκε με τον Γ. Φωτίδα, τον Αλ. Αγγελόπουλο, την Ευτ. Παπαγιαννοπούλου κ.α.)
 
.Με τον Καζαντζίδη
Μετά του Χειλά έπαιξε στις Τζιτζιφιές με την Μπέλλου, η οποία μαζί με τον Μοσχονά και τον Στελλάκη Περπινιάδη υπήρξαν οι βασικοί εκτελεστές των μεταπολεμικών τραγουδιών του, μέχρι το 1951. Το 1952 συνεργάστηκε με τον Τσιτσάνη, αλλά και τη Ρένα Ντάλλια. Την ίδια χρονιά έφυγε στην Κωνσταντινούπολη και γυρίζοντας έπαιξε μια σεζόν στου Μαργωμένου. Το 1953 έφυγε στην Αμερική. Ήταν ο πρώτος μεγάλος μπουζουξής από την Ελλάδα που πήγε στην Αμερική. Εκείνη την εποχή της έντονης κινητικότητας του, μεταξύ άλλων, στήριξε κι έναν νέο τραγουδιστή που προηγουμένως είχε δοκιμαστεί από την εταιρεία ανεπιτυχώς. Αυτός ήταν και ο βασικός λόγος που όταν ο Παπαϊωάννου τον πρότεινε για να ερμηνεύσει ένα από τα τραγούδια του η εταιρεία ήταν ανένδοτη. Η επιμονή του Παπαϊωάννου, όμως, ο οποίος αντέδρασε έντονα λέγοντας «αν δεν σας κάνει αυτός δεν σας κάνω κι εγώ», ήταν εκείνη που έδωσε, τελικά, στον Στέλιο Καζαντζίδη τη χρυσή δεύτερη ευκαιρία, μετά το αποτυχημένο ντεμπούτο του με το τραγούδι του Καλδάρα Για μπάνιο πάω, να δείξει τις ικανότητές του και τελικά να εδραιωθεί, με την αξία του από τη μια και τον τσαμπουκά και τα τραγούδια του μπαρμπα-Γιάννη από την άλλη. Οι βαλίτσες, Εχθές αργά το δειλινό, Εγώ θα σε γλυτώσω, Δεν σε ρωτώ ποια ήσουνα, Βγήκε ο Χάρος να ψαρέψει, κ.ά. Το 1952-’53 ο Παπαϊωάννου έδωσε 13 τραγούδια στον Καζαντζίδη, ενώ κάποια στιγμή συνεργάστηκαν και στον «Αστέρα» στην Κοκκινιά. Κι όταν γύρισε από την Αμερική, τη δεύτερη φορά, το 1958, ο Καζαντζίδης τον πήρε μαζί του στην «Τριάνα» δίνοντάς του ξεχωριστή θέση στο πρόγραμμα και γερό μεροκάματο. Παλιά χρέη που, όμως, για μια ακόμη φορά εύρισκαν τον Παπαϊωάννου να ορθώνει το ανάστημά του, αυτή τη φορά όχι στους ανθρώπους της εταιρείας αλλά στους, αποφασισμένους για μεγάλη φασαρία, μπράβους και νταήδες, σε μια εποχή που ο Καζαντζίδης ήταν στις μεγάλες του δόξες και βίωνε την τρομοκρατία των ανθρώπων της νύχτας. Τον Παπαϊωάννου τον σέβονταν, κι όλα αυτά περιγράφονται αποκαλυπτικά στην αυτοβιογραφία του.
 
Κάτω απ’ τους ουρανοξύστες
Η δεκαετία του 50 έχει έντονο το σινεμασκόπ, το τεχνικολόρ και το άρωμα του αμερικάνικου ονείρου, διεθνώς. Η Αμερική υπήρξε ελκυστική υπόθεση και για τους λαϊκούς καλλιτέχνες από την Ελλάδα. Ελέω ομογένειας, αφού υπήρχε εκεί οργανωμένος ελληνισμός με δική του κουλτούρα, καλλιτεχνικές και φιλολογικές ανησυχίες. Όλα, όμως, συνέτειναν στο πνεύμα διατήρησης του τρίτου δρόμου των ελληνοαμερικανικών χαρακτηριστικών. Ο Παπαϊωάννου πήγε στην Αμερική κάμποσες φορές. Πρώτη φορά το 1953, οπότε και άνοιξε τον δρόμο της φυγής στο όνειρο που έγινε εφιάλτης για τους λαϊκούς μουσικούς και, κυρίως, για το λαϊκό τραγούδι, μιας και τον ακολούθησαν σημαντικά στελέχη του όπως ο Κώστας Καπλάνης, ο Γιάννης Τατασόπουλος, ο Μανώλης Χιώτης, ο Σταύρος Τζουανάκος, ο Τάκης Μπίνης, ο Γιάννης «Σπόρος» Σταματίου, ο Δημήτρης «Μπέμπης» Στεργίου, ο Γιαννάκης Αγγέλου και πάρα πολλοί άλλοι. Δεύτερη φορά πήγε το 1956, και ακόμη γύρω στο 1960 και, τέλος, στα 1967. Στις δύο πρώτες επισκέψεις του είχε παρτενέρ τη Ρένα Ντάλλια, με την οποία έκαναν και πολλές ηχογραφήσεις, ενώ γνωρίστηκε με τον θρυλικό μπουζουξή Τζακ Γρηγορίου ή Χαλκιά και τους τραγουδιστές της ομογένειας Τζιμ Αποστόλου και Αξιώτη Κεχαγιά. Σε κάποιες από τις ηχογραφήσεις αυτές χρησιμοποίησε και μαντολίνο δίνοντας έναν κανταδόρικο, αναμνησιολογικό των νεανικών του χρόνων, τόνο. Η εμπειρία του από τον Νέο Κόσμο βρήκε την έκφρασή της και στο τραγούδι «Έζησα στην Αμέρικα σ’ ουρανοξύστες πλάι, κ’ είδα για πρώτη μου φορά την τύχη να γελάει/Δολάρια μου χάρισε κι όμως εγώ πονούσα, κάθε στιγμή σε σένανε Αθήνα τριγυρνούσα». Ή ακόμη «Είσαι μαγεμένη χώρα το φωνάζω κάθε ώρα  Hollywood, έχεις όμορφα κορίτσια όλο νάζια και καπρίτσια very good/Hollywood, Hollywood, Hollywood είσαι ωραίο, είσαι φίνο, είσαι good. Έχεις κι ένα παραπάνω, τις πενιές Παπαϊωάννου, Hollywood, κι όσοι θέλουν να γλεντήσουν τις πενιές σου θα ζητήσουν very good».

 Όταν κλαίει το μπουζούκι
Οι πενιές του Παπαϊωάννου αποτελούν τη βασική αναφορά εκατοντάδων μπουζουξήδων τα τελευταία 50-60 χρόνια, μαζί με αυτές του Τσιτσάνη, του Χιώτη, του Μητσάκη και των μεγάλων δεξιοτεχνών της δεκαετίας του ’50. Τα ταξίμια, όμως, του μπαρμπα-Γιάννη είναι μοναδικά, πραγματική σπουδή για το όργανο και τον χαρακτήρα του. Μαζί με τον Τσιτσάνη έγραψαν τα καλύτερα οργανικά, κι ας υπήρχαν άλλοι μεγαλύτεροι δεξιοτέχνες. Η πενιά και τα δάχτυλά του πάνω στην ταστιέρα του οργάνου έγραψαν ιστορία, όπως έγραψαν και τα τραγούδια του, στη δισκογραφία και στη συνείδησή μας. Ως συνθέτης κατάφερε να ενώσει το ύφος της καντάδας και του θαλασσινού αλέγκρο με την αδρότητα του ρεμπέτικου, γράφοντας μνημειώδη τραγούδια. Κατά τον Μπαγιαντέρα, τον Κερομύτη και πολλούς ακόμη συνοδοιπόρους του ήταν «η ψυχή του ρεμπέτικου», και αυτό δεν περιορίζεται αυστηρά στον χαρακτήρα του και στη συμπεριφορά του αλλά διαπερνά τη μουσική του ως απόλυτη αυθεντική έκφραση των όσων τού αναγνώριζαν οι συνάδελφοί του. Εκτός από σπουδαίος λαϊκός συνθέτης και μπουζουξής, με μεγάλη δύναμη στα ταξίμια, υπήρξε και από τους εκφραστικότερους τραγουδιστές. Στη δεκαετία του 60, αν και σε περίοδο ύφεσης, τραγούδησε με μοναδικό τρόπο το Πέντε Έλληνες στον Άδη και το Βγήκε ο Χάρος να ψαρέψει, αποδεικνύοντας πως το ρεμπέτικο δεν συνάδει με τις γυαλιστερές, στρογγυλευμένες φωνές, αλλά έχει τα δικά του όπλα, δυναμική και έκφραση που διέθεταν ο Μάρκος και ο Παπαϊωάννου και λιγοστοί ακόμη της γενιάς τους που διασώθηκαν στα νεότερα χρόνια.

Άλλες εποχές
Από μια εποχή και μετά η πορεία του είχε τις διακυμάνσεις που είχε συνολικά το παλιότερο τραγούδι και οι εκπρόσωποί του. Μετά τα μέσα του ’50 η δισκογραφία παρόπλισε τους παλιούς συνθέτες, κάποιοι από τους οποίους επανήλθαν με την πρώτη αναβίωση του ’60, όταν η Columbia επανέφερε με νέες εκτελέσεις τα τραγούδια που είχαν γράψει στο γραμμόφωνο συνθέτες όπως ο Βαμβακάρης, ο Τσιτσάνης, ο Παπαϊωάννου, ο Μητσάκης, ο Μπαγιαντέρας, ο Χατζηχρήστος, ο Τζουανάκος, ο Καλδάρας, ο Χιώτης, ο Μπακάλης κ.ά. Εκείνα τα χρόνια κέρδισε την πρόσκαιρη παραμονή του στην Columbia γράφοντας καινούργια τραγούδια με τον Μπιθικώτση, τον Διονυσίου, την Πόλυ Πάνου, την Καίτη Γκρέυ, τον Αντώνη Ρεπάνη, τον Γαβαλά, και τον Καζαντζίδη με τη Μαρινέλλα. Στα πάλκα δούλεψε με τον Βασίλη Τσιτσάνη στο «Φαληρικόν», με τον Περπινιάδη και τον Διονυσίου στου «Περιβόλα» και με τραγουδίστριες πότε την Πόλυ Πάνου, πότε την Καίτη Γκρέυ, και πότε τη Ρίτα Σακελλαρίου. Η εμφάνισή του σε κάποιες ταινίες της εποχής, όπως οι Αμαρτίες γονέων, Ο μπαμπάς μου κι εγώ και Μοδιστρούλα, πιθανώς τον ώθησαν στο να γράψει το κινηματογραφικό σενάριο των εμπειριών του από τις εμφανίσεις του στην Αμερική, το οποίο, όμως, δημοσιεύτηκε στην αυτοβιογραφία του που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Κάκτος το 1982 με την επιμέλεια του ερευνητή Κώστα Χατζηδουλή. Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 εμφανίστηκε στις Τζιτζιφιές και στο κέντρο «Χάραμα», μια σαιζόν με τον Γιώργο Λαύκα, τον Γιάννη Πουλόπουλο και τον Γιώργο Χατζηαντωνίου, και μια με τον Βασίλη Τσιτσάνη. Ήταν η εποχή που ο Τάσος Σχορέλης και ο Κώστας Χατζηδουλής παρουσίαζαν τους πρωτεργάτες του ρεμπέτικου. Το 1968 δούλεψε στον «Ξενύχτη» στη Νέα Φιλαδέλφεια με τον Μάρκο, τον Στράτο και τον Λαύκα, και την επόμενη χρονιά στη «Φαντασία», μετέπειτα «Πανόραμα», με τον Μιχάλη Μενιδιάτη και τον Τόλη Βοσκόπουλο. Οι τελευταίες εμφανίσεις του ήταν στο «Χάραμα», με τον Βασίλη Τσιτσάνη και το καλοκαίρι στο «Πανόραμα» στις Τζιτζιφιές. Το ξημέρωμα της 3ης Αυγούστου 1972, και ενώ μετά το τέλος του προγράμματος όδευε με το αυτοκίνητό του για το σπίτι του στη Σαλαμίνα, το αυτοκίνητό του ντελαπάρισε στην παραλιακή λεωφόρο Βασιλέως Γεωργίου στο Πέραμα. Η σύγκρουση ήταν μοιραία…
Κηδεύτηκε την επόμενη μέρα στο Νεκροταφείο της Καλλιθέας.

 Mπάρμπα Γιάννη γέρασες, πολλές φουρτούνες πέρασες
και από κοντά μας ήρθε ο χάρος να σε πάρει
 εσύ που σαν αδέρφι μας δε χάλαγες το κέφι μας
 κάνε μου τώρα και μια τελευταία χάρη
 Ένα γράμμα να μου στείλεις απ' τον Άδη
 αν το φως ειν' πιο καλό απ' το σκοτάδι
φως υπάρχει εδώ πάνω, Μπάρμπα Γιάννη μου που λες
μα το φως τι να το κάνω που είναι μαύρες οι καρδιές.
Μπάρμπα Γιάννη φίλε μου, ένα μαντάτο στείλε μου
 και το μπουζούκι σου και κείνο περιμένει
εδώ τα ίδια πράματα, βάσανα πόνοι κλάματα
στον κάτω κόσμο τέλος πάντων τι συμβαίνει;
 Ένα γράμμα να μου στείλεις απ' τον Άδη αν το φως ειν' πιο καλό απ' το σκοτάδι
 φως υπάρχει εδώ πάνω, Μπάρμπα Γιάννη μου που λες
 μα το φως τι να το κάνω που είναι μαύρες οι καρδιές.
Πυθαγόρας – Χρ. Νικολόπουλος 1972 - 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More