7 Σεπ 2010

Η Βλαχοπούλου και το λαϊκό τραγούδι

Μια «βασίλισσα της τζαζ» συναντά το μπουζούκι...
Του Απόστολου Πούλιου
Στις 29 Ιουλίου συμπληρώνονται 5 χρόνια από τον θάνατο της μεγάλης ηθοποιού και τραγουδίστριας Ρένας Βλαχοπούλου. Μιας καλλιτέχνιδας που όσο ελάχιστοι συνάδελφοί της ενσάρκωνε εξ ίσου θαυμαστά περσόνες του σαλονιού και του λαού.
Η Ρένα ισορροπούσε απόλυτα ανάμεσα στο αρχοντικό και το καθημερινό. Και αυτή της η άνεση πήγαζε από την ίδια τη ζωή της• τις καταβολές της. Έτσι, στην πολυκύμαντη σταδιοδρομία της εκφράστηκε το ίδιο φυσικά είτε ερμηνεύοντας τζαζ και «ευρωπαϊκά» τραγούδια εποχής, είτε ντύνοντας με την υπέροχη φωνή της λαϊκά και αρχοντορεμπέτικα κομμάτια. Αυτή, τη δεύτερη, πτυχή της δραστηριότητάς της θα προσπαθήσουμε να ιχνηλατήσουμε.

Η σχέση της Ρένας Βλαχοπούλου με το λαϊκό
τραγούδι ξεκίνησε -εντελώς αιφνιδιαστικά- το 1952. Σύμφωνα με την έκδοση του Διονύση Μανιάτη «Η εκ περάτων δισκογραφία γραμμοφώνου», εκείνη τη χρονιά κυκλοφόρησε από την εταιρεία Parlophone ένας δίσκος 78 στροφών με δύο τραγούδια του Σπύρου Περιστέρη: Θέλω μάγκικη παρέα (ζεϊμπέκικο) και Πώς μπόρεσε η καρδούλα σου (χασάπικο). Ερμηνευτές: Ρένα Βλαχοπούλου και Γιάννης Τατασόπουλος! Η επιλογή της Ρένας Βλαχοπούλου για αυτά τα τραγούδια μάς ξαφνιάζει, καθώς εκείνα τα χρόνια ήταν καθορισμένα τα όρια ανάμεσα στους καλλιτέχνες του ελαφρού και τους καλλιτέχνες του λαϊκού τραγουδιού. Όρια που πιθανώς ξεπεράστηκαν ευκολότερα σ’ αυτή την περίπτωση αφού καλλιτεχνικός διευθυντής της Odeon-Parlophone ήταν ο ίδιος ο Περιστέρης, γεγονός που εξηγεί και το ότι τρία χρόνια νωρίτερα είχαν ερμηνεύσει τραγούδι του Περιστέρη σε δίσκο της Odeon και οι αδελφές Άννα και Μαρία Καλουτά, οι οποίες επίσης προέρχονταν από τον χώρο του ελαφρού. Βέβαια, όλα αυτά τότε… Σήμερα, με την ωριμότητα που προσέδωσε ο χρόνος στον αποστασιοποιημένο παρατηρητή, καθίσταται φανερό πως πολλά από τα μελωδικότατα τραγούδια π.χ. του Σπάρτακου, και των άλλων συνθετών της εποχής, με ορχήστρες δυτικού τύπου, και ας ονοματίζονταν κάπως αλλιώς, ήσαν εξ ίσου λαϊκά όσο και εκείνα που κράτησαν για τον εαυτό τους αυτό το προσωνύμιο, με τους μπουζουκομπαγλαμάδες. Ο λαός, στην πραγματικότητα, τραγουδούσε και τα μεν και τα δε…
Ωστόσο, τυπικά η σχέση της Ρένας Βλαχοπούλου με το λαϊκό τραγούδι ξεκίνησε από το αρχοντορεμπέτικο, όπως συνέβη και με τους υπόλοιπους ερμηνευτές του «ελαφρού» τραγουδιού. Ας δούμε τι συνέβη πριν και μετά από αυτό.

Η «βασίλισσα της τζαζ»
Η καριέρα της Ρένας Βλαχοπούλου ξεκίνησε επίσημα στις 18 Ιουλίου 1940. Οι διαφημίσεις στον τύπο της εποχής μάς πληροφορούν ότι στο κοσμικό κέντρο «Αρζεντίνα», στο Καλαμάκι, πραγματοποιήθηκε «η πρώτη εμφάνισις προ του αθηναϊκού κοινού της Ελληνίδος ντιζέζ Ρένας Βλαχοπούλου στα πιο μοντέρνα τραγούδια», ενώ λίγο αργότερα η νεαρή Κερκυραία ξεκίνησε τις εμφανίσεις της στο περίφημο βαριετέ του Ζαππείου «Όασις». Η νεαρή «ντιζέζ» κατέκτησε σιγά σιγά το αθηναϊκό κοινό. Μέσα σε τρία χρόνια μιλούσαν όλοι και όλες για τη «βασίλισσα της τζαζ» που, στο πλευρό του Γιάννη Σπάρτακου, ξεσήκωνε τη νεολαία της Κατοχής με τα «μοντέρνα ρυθμικά» τραγούδια της, τόσο πρωτότυπες συνθέσεις του Σπάρτακου όσο και ιταλικές επιτυχίες με ελληνικούς στίχους. Παρά τους χαλεπούς καιρούς, παρά την πείνα και τις στερήσεις λόγω συνθηκών, η νυχτερινή ζωή, κυρίως σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, βρήκε τον τρόπο να συνεχίσει να υπάρχει - φυσικά, με τις ανάλογες προσαρμογές. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η Ρένα Βλαχοπούλου ήταν η δημοφιλέστερη τραγουδίστρια της Κατοχής, και ότι η μανία του κοινού με την τζαζ οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στις δικές της ερμηνείες.

Με την απελευθέρωση πλούτισε το ρεπερτόριό της και με αμερικανικά τραγούδια, και η επιτυχία της συνεχίστηκε αμείωτη μέχρι το 1946 όταν μαζί με τον Σπάρτακο ξεκίνησε μια μεγάλη περιοδεία, στην Κωνσταντινούπολη, την Αίγυπτο, τη Μέση Ανατολή και την Αμερική. Το 1951 η Ρένα επέστρεψε στην Αθήνα και συνέχισε να είναι η δημοφιλής ντιζέζ του ελαφρού τραγουδιού. Η μόδα τής τζαζ είχε περάσει, αλλά η Ρένα συνεργάστηκε με επιτυχία σε θέατρα και νυχτερινά κέντρα με συνθέτες όπως ο Μενέλαος Θεοφανίδης, ο Γιώργος Μουζάκης, ο Μίμης Κατριβάνος και τραγουδιστές όπως ο Τώνης Μαρούδας και ο Φώτης Πολυμέρης.

Θέατρο και αρχοντορεμπέτικο
Ήδη από το 1948 οι συνθέτες, οι τραγουδίστριες και οι τραγουδιστές του ελαφρού είχαν αρχίσει να γνωρίζουν επιτυχία με τα αρχοντορεμπέτικα• τραγούδια γραμμένα πάνω στις φόρμες και τους ρυθμούς του ρεμπέτικου τα οποία όμως εκτελούνταν χωρίς μπουζούκι, στο θέατρο από ηθοποιούς της επιθεώρησης (Σπεράντζα Βρανά, Νίκος Ρίζος, αδελφές Στρατηγού) και στη δισκογραφία από ερμηνευτές και ερμηνεύτριες του ελαφρού τραγουδιού (Τώνης Μαρούδας, Νίκος Γούναρης, Φώτης Πολυμέρης, Τρίο Κιτάρα, Σοφία Βέμπο, Μάγια Μελάγια, Καίτη Μπελίντα - οι τρεις τελευταίες και στις σκηνές των θεάτρων). Είναι αξιοσημείωτο ότι σ’ αυτά τα τρία χρόνια της (σχετικά περιορισμένης) παρουσίας της Ρένας στη δισκογραφία της εποχής, αλλά και στις σκηνές των θεάτρων, δεν της δόθηκε να ερμηνεύσει κάποιο αρχοντορεμπέτικο. Ήταν πάντα ταυτισμένη με το δυτικότροπο ρεπερτόριο και τον «μοντέρνο» τρόπο ερμηνείας που την καθιέρωσε.

Δύο τέτοια μοντέρνα τραγούδια τής έγραψαν στο θέατρο Βέμπο το καλοκαίρι του 1954 ο Μενέλαος Θεοφανίδης, ο Γιώργος Γιαννακόπουλος και ο Μίμης Τραϊφόρος: Σατράπη μου και Αθήνα ξελογιάστρα. Της έδωσαν, όμως, να πει και ένα αρχοντορεμπέτικο: το θρυλικό Κάνε μου τέτοια. Βλέποντας τη Ρένα να το ερμηνεύει στις πρόβες, ο Μίμης Τραϊφόρος αποφάσισε ότι ήρθε η ώρα να της επιβάλει να παίξει σε νούμερα. Δεν έπρεπε να αρκείται στο τραγούδι• ήταν γεννημένη ηθοποιός, κι ας το αρνιόταν εκείνη πεισματικά. Με το ζόρι, λοιπόν, η Ρένα εμφανίστηκε στη σκηνή μαζί με τον Νίκο Σταυρίδη και χάλασαν κόσμο με το ντουέτο τους. Στην παρτιτούρα του τραγουδιού, μάλιστα, υπάρχει μια φωτογραφία του Σταυρίδη και μια φωτογραφία και με τους δύο! Στον δίσκο όμως που κυκλοφόρησε τη Ρένα Βλαχοπούλου συνόδευε ο Πάνος Σάμης. Το τραγούδι έγινε μεγάλη επιτυχία (το ερμήνευσαν σε δίσκους επίσης η Μάγια Μελάγια και η Καίτη Μπελίντα) και αποτέλεσε το διαβατήριο της Ρένας για τον χώρο της υποκριτικής.

Από τότε η Ρένα εμφανιζόταν πλέον στο θέατρο και ως τραγουδίστρια και ως κωμική ηθοποιός. Συνήθως τραγουδούσε «ρομάντζες» σε ρυθμούς ταγκό, βαλς, μπιγκίν, και χορευτικά τραγούδια σε ρυθμούς μπαγιό, μάμπο και σάμπα, και πιο σπάνια λαϊκά κομμάτια. Τέτοια κομμάτια συνόδευαν συνήθως «μάγκικα» νούμερα, που ήταν η ειδικότητα άλλων ηθοποιών. Σ’ ένα τέτοιο νούμερο, το 1955, θα ερμηνεύσει το αρχοντορεμπέτικο Απόψε καίω τον ντουνιά, μαζί με τον Κώστα Χατζηχρήστο (στην επιθεώρηση Ομόνοια Πλας των Μενέλαου Θεοφανίδη - Ηλία Λυμπερόπουλου - Ναπ. Ελευθερίου - Κώστα Νικολαΐδη). Το νούμερο θεωρήθηκε ατυχής μίμηση του Κάνε μου τέτοια, και τελικά το τραγούδι δεν δισκογραφήθηκε. Δύο χρόνια αργότερα όμως, το 1957, η Ρένα τραγούδησε στην επιθεώρηση του θεάτρου Ακροπόλ «Αλήθειες Και Ψευτιές», αλλά και σε δίσκους, ένα λαϊκό τραγουδάκι σε ρυθμό 9/8: Άνοιξε γιατρέ την πόρτα για να γιατρευτώ (μουσική Ζακ Ιακωβίδης - Γιάννης Βέλλας, στίχοι Γιώργος Ασημακόπουλος, Βασίλης Σπυρόπουλος, Παναγιώτης Παπαδούκας).

Η μόδα των αρχοντορεμπέτικων τελείωσε γύρω στο 1958. Σιγά σιγά το μπουζούκι ξκατέκτησε όλο και περισσότερο έδαφος. Ο Μανώλης Χιώτης με τη Μαίρη Λίντα σάρωναν πλέον σε επιθεωρήσεις και κοσμικά κέντρα. Η Ρένα άργησε να ξανατραγουδήσει λαϊκό σκοπό σε δίσκους. Έμεινε πιστή στο ρεπερτόριο του ελαφρού, και ήταν το πρώτο όνομα σε νυχτερινά κέντρα όπως η «Παλιά Αθήνα», το «Κάστρο», του «Μοστρού», στα οποία το λαϊκό τραγούδι εκπροσωπείτο από τα αρχοντορεμπέτικα της Ζωζώς Σαπουντζάκη και της Μάγιας Μελάγια. Καθώς, όμως, ανέτειλε το ’60, στα κέντρα αυτά έδιναν πλέον το «παρών» και καθαρόαιμοι λαϊκοί ερμηνευτές. Σε διαφήμιση του Οκτωβρίου του 1961 βλέπουμε ότι στον «Βράχο» εμφανίζονταν εκτός από τους αναμενόμενους Βλαχοπούλου, Καστρινό, Ζώκα, Φρειδερίκο, Τρίο Μορένο, και ο Γιώργος Μητσάκης με τη Λάουρα. Αν και οι εμφανίσεις κάθε καλλιτέχνη (το «νούμερο», όπως έλεγαν τότε) ήταν συνήθως αυτόνομες, οι φωτογραφίες από τον «Βράχο» αποδεικνύουν ότι η Ρένα είχε κοινή εμφάνιση με τον Μητσάκη!

Κινηματογράφος και ελαφρολαϊκό
Κάπου εκεί μπήκε στη ζωή της Ρένας Βλαχοπούλου ο κινηματογράφος, και την εκτόξευσε ψηλά! Το 1962 η Ρένα πρωταγωνίστησε στην κωμωδία του Αλέκου Σακελλάριου «Όταν λείπει η γάτα», και τραγούδησε το Ας πάει και το παλιάμπελο, των Γιώργου Μουζάκη - Αλέκου Σακελλάριου. Αν και η μόδα των αρχοντορεμπέτικων είχε περάσει και το μπουζούκι ακουγόταν πλέον άνετα και σε πιο «αστικούς» χώρους, το τραγούδι αυτό ακολούθησε την παράδοση των αρχοντορεμπέτικων και εκτελέστηκε χωρίς μπουζούκι (και στην ταινία και στον δίσκο). Ο Γιώργος Μουζάκης έγραψε το 1966 άλλο ένα κινηματογραφικό τραγούδι στο ίδιο στυλ, με τον τίτλο Ο παράς. Παρόλο που στην ταινία «Η βουλευτίνα» η Ρένα το τραγουδάει με συνοδεία μπουζουκιού, στην ηχογράφηση του δίσκου το μπουζούκι κόπηκε (παρότι οι στίχοι του Λάκη Μιχαηλίδη μιλούν για συρτάκι και πενιές!)

Ωστόσο, τρία χρόνια πριν από τον «Παρά» ξεκίνησε μια νέα μόδα μέσα από τον κινηματογράφο, και η φωνή της Ρένας Βλαχοπούλου έπαιξε σημαντικό ρόλο σ’ αυτήν. Στο πρώτο μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη, το «Μερικοί το προτιμούν κρύο» που προβλήθηκε τον Γενάρη του 1963, ο Μίμης Πλέσσας έγραψε για τη Βλαχοπούλου το Έχω στενάχωρη καρδιά και εισήγαγε το ελαφρολαϊκό τραγούδι που θα δοξάσουν αργότερα η Μαρινέλλα, η Τζένη Βάνου, ο Γιάννης Πουλόπουλος και άλλοι. Αν και στα πρώτα μιούζικαλ του Δαλιανίδη κυριαρχούσε ένας «δυτικός» αέρας, η Ρένα, κατεξοχήν ερμηνεύτρια «ευρωπαϊκού» ρεπερτορίου, τραγούδησε λαϊκά τραγούδια που γνώρισαν επιτυχία: Άνοιξε-άνοιξε, Όπου κι αν ψάξω βρίσκεσαι. Καθώς καθιερώθηκε ως λαϊκή κωμικός του σινεμά στη δεκαετία του ’60, ο Μίμης Πλέσσας και ο Γιώργος Κατσαρός της έδωσαν ανάλογα με τις ανάγκες των ρόλων να ερμηνεύσει άλλοτε λαϊκά και άλλοτε ελαφρά τραγούδια. Η Βλαχοπούλου τα κατάφερε το ίδιο καλά και στα δύο. Όπως παρατηρεί η Λυδία Παπαδημητρίου στο βιβλίο της The Greek Film Musical (στηριζόμενη στο σχήμα «Έλληνας/Ρωμιός» του ανθρωπολόγου Michael Herzfeld), μέσα από τους ρόλους της και το τραγούδι της, η Βλαχοπούλου εκφράζει το δισυπόστατο της ελληνικής ταυτότητας: από τη μια τα «ρωμαίικα» χαρακτηριστικά που γέρνουν προς την Ανατολή, ο απλός καθημερινός άνθρωπος, η λαϊκή γυναίκα της γειτονιάς (που εκφράζεται μέσα από το λαϊκό τραγούδι), και από την άλλη τα «ελληνικά» χαρακτηριστικά, η ευρωπαϊκή μας ταυτότητα που αντλεί στοιχεία από το ένδοξο παρελθόν μας και τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και κοιτάζει προς τη Δύση (που εκφράζεται μέσα από το πιο «αστικό», ελαφρό τραγούδι). Κατ’ ουσίαν, η Ρένα αναδεικνύει το σύμφυτο αυτών των ιδιοτήτων στην ψυχή του Έλληνα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ταινία του Κώστα Καραγιάννη «Βίβα Ρένα» στην οποία η ηθοποιός υποδύεται δύο ρόλους, την άσημη λαϊκή τραγουδίστρια και τη διεθνούς φήμης βεντέτα του ελαφρού τραγουδιού.

Η διπλή αυτή ιδιότητα δεν χαρακτηρίζει μόνο τους κινηματογραφικούς ρόλους της Ρένας Βλαχοπούλου αλλά και την προσωπική της ζωή. Η πρωθιέρεια του ελαφρού και ξενόφερτου τραγουδιού λάτρευε φωνές όπως του Πάνου Γαβαλά, του Μιχάλη Μενιδιάτη και του Στράτου Διονυσίου. Καθώς από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 αραίωσε τις εμφανίσεις της σε νυχτερινά κέντρα ως τραγουδίστρια, πύκνωσαν οι εμφανίσεις της ως θαμώνα στα κέντρα όπου εμφανίζονταν ο Τσιτσάνης, ο Ζαμπέτας, η Μοσχολιού, ο Κόκοτας, ο Καλατζής... Η Ρένα πραγματοποίησε τις τελευταίες της εμφανίσεις σε κέντρα όπου υπήρχε πλέον και λαϊκό πρόγραμμα: στην «Παλιά Αθήνα», το 1971, εμφανιζόταν με την Κλειώ Δενάρδου και τον Τέρη Χρυσό σε αποκριάτικη ρεβύ πίστας όπου, όπως μαρτυρούν και οι φωτογραφίες, τραγουδούσε και λαϊκά συνοδευόμενη από τον Γιάννη Σταματίου στο μπουζούκι...

Προς το τέλος...
Στις θεατρικές της εμφανίσεις στα χρόνια του’70 και του ’80 τραγουδούσε αρκετές φορές λαϊκά τραγούδια (το 1978 τη Συννεφιασμένη Κυριακή, το Ας έπαιρνες βεργούλες -αλλά και το Hello Dolly!- στη μουσική κωμωδία «Η Ρένα, ο κοντός και το σόι τους», στο θέατρο Κοτοπούλη) αλλά και παρωδίες λαϊκών σουξέ - επιτυχίες τραγουδιστών που τα βράδια συχνά χειροκροτούσε στα κέντρα με τις παρέες της (και πού και πού τους έκανε και σεγόντο!) Στις τελευταίες της ταινίες ερμήνευσε επίσης κάποια λαϊκά τραγούδια γραμμένα από τους Γιώργο Χατζηνάσιο (Έλα-έλα, 1979, τσιφτετέλι που αρκετά χρόνια αργότερα τραγούδησε στη δισκογραφία ο Ηλίας Κλωναρίδης), Τάκη Μουσαφίρη και Νίκο Δανίκα. Αλλά η πιο αξιοσημείωτη λαϊκή της ερμηνεία στη δεκαετία του ’80 είναι στον πρώτο της προσωπικό δίσκο 33 στροφών με τίτλο Θα Σε Πάρω Να Φύγουμε (Athenaeum, 1985). Σε αυτόν τραγουδάει ξανά το πρώτο της αρχοντορεμπέτικο, το Κάνε μου τέτοια. Τριάντα ένα χρόνια μετά την πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού, το μπουζούκι ακούγεται πλέον απενοχοποιημένο στη φρέσκια ενορχήστρωση του Γιώργου Κατσαρού, και η Ρένα Βλαχοπούλου δίνει μια έξοχη, μεστή ερμηνεία της παλιάς της επιτυχίας.

Λίγο πριν αποσυρθεί, η Ρένα αποφάσισε να πραγματοποιήσει μια τελευταία εμφάνιση ως τραγουδίστρια σε νυχτερινό κέντρο. Τον χειμώνα 1991-’92 συνεργάστηκε ως guest star στο «Ρεξ» με ένα πολύ ενδιαφέρον σχήμα: Γλυκερία, Δημήτρης Μητροπάνος, Γιάννης Μηλιώκας και Χρήστος Νικολόπουλος. Στο ημίωρο πρόγραμμά της, που θύμιζε τις εμφανίσεις της στις ρεβύ πίστες του ’50 και του ’60, η Ρένα τραγουδούσε κυρίως ελαφρά τραγούδια, κινηματογραφικά και μη. Έκλεινε το πρόγραμμά της παρέα με τον Μητροπάνο, αλλά δεν τραγουδούσαν κάτι λαϊκό. Δεν προσαρμόστηκε εκείνη στο ύφος του παρτενέρ της: εκείνος την «πλησίαζε» και τραγουδούσαν μια παλιότερη επιτυχία της Αλέκας Κανελλίδου, το «Πόσο θα ’θελα απόψε», των Αλέξη Παπαδημητρίου - Εύης Δρούτσα.

Το μόνο λαϊκού χρώματος τραγούδι που είπε στη σκηνή του «Ρεξ» είναι το Ας πάει και το παλιάμπελο. Μόλις έναν χρόνο πριν γίνουν μόδα τα παλιά κινηματογραφικά τραγούδια του ’60. Την επόμενη χρονιά όλη η Ελλάδα θα γλεντάει στα κέντρα αλλά και στα κλαμπ με τα σουξέ του Μίμη Πλέσσα. Ένα από αυτά το έχει σφραγίσει η Ρένα με την ερμηνεία της: Έχω στενάχωρη καρδιά. Το τραγούδι γνώρισε πολύ μεγαλύτερη επιτυχία απ’ ό,τι τον καιρό που γράφηκε, και για περίπου δύο χρόνια η νεολαία διονυσιαζόταν στο άκουσμα του μπουζουκιού της εισαγωγής και ούρλιαζε πάνω από τη φωνή της Ρένας «Και οι χαρές που καρτερώ, μη σώσουνε και ’ρθούνε»!

Κοιτάζοντας αναδρομικά τη σχέση της Ρένας Βλαχοπούλου με το λαϊκό τραγούδι, ίσως δεν μοιάζει τόσο παράξενη η παρουσία της σε δίσκο του Σπύρου Περιστέρη, έστω και το 1952. Μπορεί να τραγούδησε περισσότερο αρχοντορεμπέτικα και ελαφρολαϊκά παρά ρεμπέτικα και λαϊκά, οι ερμηνείες της όμως είναι πάντοτε γοητευτικές και η φωνή της προσαρμόζεται ιδανικά στο ύφος του εκάστοτε τραγουδιού και είδους. Κι αν ο τελευταίος της δίσκος ήταν μια απόπειρα να αναβιώσει τη «βασίλισσα της τζαζ» (Η Ρένα τραγουδάει τζαζ, FM Records, 1997), μπορούμε, ωστόσο, να πούμε με σιγουριά ότι πέρα από μια γνήσια λαϊκή κωμικός η Ρένα Βλαχοπούλου υπήρξε και μια επιτυχημένη λαϊκή, με την ουσία της λέξης παρούσα, τραγουδίστρια...

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More