Γράφει ο Γιάννης Βεντούρας //
Στα πλαίσια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας συνυπήρχαν πλήθος λαών με διαφορετική φυλετική προέλευση. Έλληνες, Αρμένιοι, Αλβανοί, Βλάχοι Σέρβοι, Βούλγαροι, Σύριοι και πολλοί άλλοι. Ο φεουδαρχικός χαρακτήρας του Οθωμανικού κράτους, ο οποίος στηριζόταν στην ιδιοκτησία της γης, έστρεψε τους λαούς αυτούς να βρουν οικονομικές διεξόδους στην βιοτεχνική-βιομηχανική παραγωγή και το εμπόριο. Είναι γνωστό ότι σε μεγάλες πόλεις που ήταν εμπορικά κέντρα, όπως η Σμύρνη, όλη η οικονομία βρισκόταν σε ελληνικά χέρια.
Στα τέλη του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου, μέσα από μια εξελικτική πορεία, έχουν πλέον δημιουργηθεί ισχυρές εθνικές αστικές τάξεις. Το πιο ισχυρό και δυναμικό τμήμα της ελληνικής αστικής τάξης ήταν αυτό που αναπτύχθηκε στη ναυτιλία. Η τεράστια Οθωμανική αυτοκρατορία, για να μπορέσει να καλύψει τις ανάγκες της σε αγαθά, είχε ανάγκη από διευρυμένο εμπόριο. Έτσι έδωσε πολλά κίνητρα στους πλοιοκτήτες για να οργώνουν τα θαλάσσια δίκτυα και να αναπτύξουν το εξωτερικό εμπόριο με τις άλλες χώρες. Ειδικά, με τον αποκλεισμό των Αγγλικών, Γαλλικών και των πλοίων άλλων ξένων κρατών από την Μαύρη Θάλασσα (1752 έως 1873), δόθηκε η ευκαιρία στους Έλληνες εμπόρους και πλοιοκτήτες να κυριαρχήσουν.
Το καθεστώς προστασίας που παρείχανε οι Ρώσοι, μετά την συνθήκη Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, είχε αποτέλεσμα πολλοί Έλληνες πλοιοκτήτες να ανεβάσουν την Ρώσικη σημαία και να ναυπηγήσουν μεγαλύτερα πλοία. Το 1802 όμως, ο σουλτάνος Σελίμ ο Γ’, έδωσε καινούργια και περισσότερα προνόμια (μείωση δασμών, απαλλαγές από φόρους) με αποτέλεσμα περισσότερα από 1400 πλοία «χριστιανών ραγιάδων» να οργώνουν τις θάλασσες με την Οθωμανική σημαία. Παράλληλα όμως, πολλοί πλοιοκτήτες (όπως Υδραίοι, Ψαριανοί, Γαλαξιδιώτες) εκμεταλλευόμενοι τον ανταγωνισμό Άγγλων, Γάλλων, Ρώσων, διατηρούσαν πλοία με τις αντίστοιχες σημαίες.
Εκτός όμως από τα Οθωμανικά αστικά κέντρα (Θεσσαλονίκη, Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, Αλεξάνδρεια), δημιουργήθηκαν και ισχυρές παροικίες Ελλήνων εκτός Οθωμανικού κράτους. Τέτοιες ήταν οι παροικίες στην Οδησσό, Τεργέστη, Μασσαλία, Λονδίνο και αλλού. Η κυριαρχία των Ελλήνων εμπόρων και πλοιοκτητών σε Βαλκάνια και Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και η ισχυρή παρουσία τους σε όλα τα μεγάλα εμπορικά κέντρα της Ευρώπης, είχε σαν αποτέλεσμα να συσσωρευθεί τεράστιο ποσό κεφαλαίου στα χέρια της ανερχόμενης Ελληνικής αστικής τάξης.
Αλλά και στον κυρίως ελλαδικό χώρο (Αμπελάκια, Τύρναβος, Ζαγοροχώρια, Πήλιο και αλλού) είχε αρχίσει να αναπτύσσεται δυναμικά η μανιφακτούρα και η βιοτεχνία σε κλάδους όπως η νηματουργία, η υφαντουργία, η μεταξουργία.
Το χρηματικό κεφάλαιο συσσωρευόταν συνεχώς, παρά το γεγονός ότι λόγω των ιδιαιτεροτήτων της πολιτικής κατάστασης, οι κάτοχοί του προτιμούσαν να το επενδύουν κυρίως στο εμπόριο και την ναυτιλία. Εκεί είχαν μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους, με αποτέλεσμα να παραμελούνται οι επενδύσεις στην βιομηχανική παραγωγή. Εξαίρεση αποτέλεσε ο κλάδος κατασκευής κτισμάτων (σπίτια, γεφύρια κλπ.) και της ναυπήγησης πλοίων, που σημείωναν σημαντική ανάπτυξη. Παρόλα αυτά όμως, η Ελληνική αστική τάξη δυνάμωνε συνεχώς και αντιλαμβανόταν ότι, για να μπορέσει να αναπτυχθεί περισσότερο, θα έπρεπε να αποσχισθεί από την Οθωμανική αυτοκρατορία και να δημιουργήσει το δικό της εθνικό κράτος. Οι καιροί απαιτούσαν, να κατακτήσει την εξουσία!
Στον Ελλαδικό χώρο υπήρχαν και οι κοτζαμπάσηδες, δηλαδή Έλληνες γαιοκτήμονες με διοικητικές θέσεις στον κρατικό μηχανισμό και πολλά προνόμια. Η Οθωμανική αυτοκρατορία, η οποία είχε την εξουσία στην γη, είχε επιβάλλει πολλούς φόρους στα αγροτικά εισοδήματα, όπως ο κεφαλικός φόρος για τις μη μουσουλμανικές αγροτικές οικογένειες και η δεκάτη. Για την αποτελεσματικότερη είσπραξη των φόρων, το κράτος εκμίσθωνε τους φόρους! Δηλαδή έδινε το δικαίωμα στους μισθωτές να συλλέγουν όσους φόρους θεωρούσαν σωστό επιμερίζοντάς τους σε όλη την κοινότητα, να κρατάνε το επιπλέον ποσό και το υπόλοιπο, βάσει της συμφωνίας, να το παραδίδουν στα κρατικά ταμεία. Στην αρχή η μίσθωση ήταν για σύντομο χρονικό διάστημα, αλλά στα προεπαναστατικά χρόνια η παραχώρηση των εκμισθώσεων γινόταν ισόβια.
Με τον τρόπο αυτό, ένα μεγάλο μέρος της αγροτικής παραγωγής κατέληγε στα χέρια των κοτζαμπάσηδων, των αγάδων, των πασάδων και του σουλτάνου. Οι Έλληνες κοτζαμπάσηδες, μπορεί να αποτελούσαν την κατώτερη βαθμίδα της κρατικής ιεραρχίας, αλλά ήταν πολύ μισητοί στους χωρικούς, επειδή χρησιμοποιούσαν κάθε είδους βία (αρπαγές, ληστείες, υποχρεωτικές αγγαρείες κλπ.) για να αποσπάσουν όσα περισσότερα μπορούσαν. Με τη σειρά τους οι κοτζαμπάσηδες, δυσφορούσαν με τον τρόπο της νομής της γης και των φόρων, επειδή οι Τούρκοι αν και μειοψηφία (λιγότερο από το 10% στον Ελλαδικό χώρο) νέμονταν το 58% της γης, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία, που αποτελούνταν από Έλληνες, μόνο το 42%. Ήθελαν λοιπόν με κάθε τρόπο να περάσει στα χέρια τους μεγαλύτερο μέρος της λείας.
Οι κοτζαμπάσηδες βέβαια δεν ήταν όλοι πρόθυμοι να ξεσηκωθούν για την κατάργηση της Οθωμανικής κυριαρχίας στην ψιλή κυριότητας της γης. Άλλοι βολευόντουσαν με την υπάρχουσα κατάσταση και άλλοι ζύγιζαν περισσότερο τους κινδύνους από την αρπαγή της περιουσίας τους από Τούρκους πασάδες και βελήδες. Επιθυμούσαν μεν να έχουν πλήρη δικαιώματα από την ανάπτυξη του εμπορίου, αλλά δεν ήθελαν να χάσουν και τα προνόμιά τους πάνω στις τοπικές κοινωνίες, τα οποία προφανώς θα τους τα στερούσε μια συγκροτημένη κεντρική εξουσία ενός απελευθερωμένου Ελληνικού κράτους.
Εκτός αυτών των αστών και των κοτζαμπάσηδων, μεγάλο ρόλο στα τεκταινόμενα έπαιζε και ο κλήρος. Το Πατριαρχείο και όλος ο ανώτερος κλήρος είχαν πλήθος προνομίων μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Είχαν δικαστική εξουσία, προωθούσαν αυτά που αποφάσιζε η κεντρική διοίκηση, χρησιμοποιούσαν μέσα θρησκευτικής καταπίεσης, και τους είχαν παραχωρηθεί διοικητικά και εκπαιδευτικά δικαιώματα. Να θυμίσουμε ότι στα μεγάλα αστικά κέντρα υπήρχαν σχολές όπου διδασκόταν η Ελληνική γλώσσα, μιας και αυτή αποτελούσε την γλώσσα της εμπορικής διπλωματίας. Να μην ξεχάσουμε τους Φαναριώτες οι οποίοι κατείχαν υψηλές θέσεις στον κρατικό μηχανισμό και έβλεπαν την κοινωνική τους άνοδο, μόνο στο πλαίσιο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Όλοι αυτοί (ανώτερος κλήρος και Φαναριώτες) στην πλειοψηφία τους ήταν αντίθετοι με μια επανάσταση ενάντια στο Οθωμανικό κράτος. Εντελώς διαφορετική ήταν η θέση του κατώτερου κλήρου ο οποίος τραβούσε τα ίδια βάσανα με τους φτωχούς αγρότες. Οι φτωχοί αγρότες που δεχόντουσαν όλη την καταπίεση από τους Έλληνες κοτζαμπάσηδες και τους Τούρκους αγάδες, είχε κάθε λόγω να ξεσηκωθούν για να αλλάξουν την κατάσταση. Όχι επειδή έβλεπαν την Οθωμανική κυριαρχία σαν «σκλαβιά», αλλά επειδή ήθελαν μια καλύτερη ζωή για αυτούς και τα παιδιά τους.
Η άνοδος των εθνικών αστικών τάξεων σε όλα τα Βαλκάνια (Σέρβοι, Βούλγαροι, Έλληνες, Βλάχοι) αντικειμενικά έβαζε επί τάπητος το θέμα της εξουσίας. Το φεουδαρχικό σύστημα είχε φάει τα ψωμιά του. Οι κοινωνίες των Βαλκανίων νομοτελειακά, έπρεπε να προχωρήσουν στο στάδιο του καπιταλισμού, δημιουργώντας τα δικά τους, ανεξάρτητα, εθνικά αστικά κράτη. Το ίδιο συνέβη και στην ίδια την Τουρκία, με τον Κεμάλ Ατατούρκ, έναν αιώνα αργότερα.
Όπως και στις άλλες περιοχές, στον Ελλαδικό χώρο, στην επανάσταση ηγήθηκε η Ελληνική αστική τάξη. Αυτή εξ άλλου και την προετοίμασε. Η κίνηση του Ρήγα Φεραίου και η Φιλική Εταιρεία ήταν δημιούργημα εμπόρων. Παρά του ότι δεν ήταν ακόμα πολύ ισχυρή σαν τάξη, κατάφερε να την ακολουθήσουν πολλοί κοτζαμπάσηδες, ο κατώτερος κλήρος, οι αρματολοί και κλέφτες, καθώς και ο φτωχός λαός. Δυστυχώς για τους τελευταίους, η απελευθέρωση δεν άλλαξε και πολύ την ζωή τους.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου